Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ

Κυριακή 28 Μαΐου 2017

Βενετσιάνοι Μισθοφόροι Στρατιωτες.

Βενετσιάνοι Μισθοφόροι Stradioti στη Ναυπλία


Μια πρακτική της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας για αμοιβές των μισθοφόρων στρατιωτών της, εκτός από τις πληρωμές σε μετρητά, που συχνά καθυστερούσαν, σε δημητριακά ή και σε υφάσματα για στολές, ήταν κυρίως η παραχώρηση γαιών για να συντηρήσουν εαυτούς, το άλογό τους (αφού ήταν ιππείς) και την οικογένειά τους. Αυτά δεν ήταν φέουδα, αλλά μπορούσαν να μεταβιβαστούν στα παιδιά τους. Η Βενετία μπορούσε να ανακτήσει ενδεχομένως αργότερα αυτές τις γαίες και να τις παραχωρήσει σε άλλους. Έτσι, πολλοί τέτοιοι stradioti εγκαταστάθηκαν και αρκετοί παρέμειναν στη ναυπλιακή πεδιάδα.
Μπορούμε να ανακαλύψουμε σημερινούς απογόνους τους; Μια σαφής ένδειξη είναι και τα επώνυμά τους, ορισμένα βέβαια εξελληνισμένα. Οι stradioti ήταν Έλληνες, Αλβανοί, Ιταλοί, Δαλματοί, αλλά και Γερμανοί, Γάλλοι, Φλαμανδοί, Μπαταβοί (Ολλανδοί) κ.λπ.
Ο Μερκούριος Μπούας, 1953 Νίκος Εγγονόπουλος. Ανάμεσα στους ξακουστούς στρατιώτες της Αργολίδας μερικοί από τους αρχηγούς των έγιναν ιδιαίτερα ονομαστοί για την ανδρεία τους και διαπρέψανε σε πολεμικά κατορθώματα. Ένας από τους διαπρεπέστερους αυτούς στρατιώτες ήταν ο Μερκούρης-Μαυρίκης Μπούας, που είχε γεννηθεί στ’ Ανάπλι στα 1496.
Ο Μερκούριος Μπούας, 1953 Νίκος Εγγονόπουλος. Ανάμεσα στους ξακουστούς στρατιώτες της Αργολίδας μερικοί από τους αρχηγούς των έγιναν ιδιαίτερα ονομαστοί για την ανδρεία τους και διαπρέψανε σε πολεμικά κατορθώματα. Ένας από τους διαπρεπέστερους αυτούς στρατιώτες ήταν ο Μερκούρης-Μαυρίκης Μπούας, που είχε γεννηθεί στ’ Ανάπλι στα 1496.
Μια εξαντλητική έρευνα του λεπτολόγου ιστοριοδίφη μας, Τάκη Μαύρου (1915-2001), που δημοσιεύτηκε σε έξι συνέχειες στο πλουσιότατο Δελτίο Ιστορικών Μελετών Ναυπλίου, που εξέδιδε τη δεκαετία του ’90 με εκδότη τον Δήμο Ναυπλιέων υπό τον τίτλο «Παλαιά Επώνυμα στη Σύγχρονη Αργολίδα», μας επιτρέπει να σταχυολογήσουμε όσα επώνυμα φαίνονται ότι ανήκουν σε στρατιώτες, είτε από τις αρχειακές παραπομπές για καθέναν, που παραθέτει ο Μαύρος (π.χ. «το επώνυμο αναφέρεται σε κατάσταση στρατιωτών του τάδε έτους»), είτε από την προφανή ιταλική καταγωγή τους. Ο Μαύρος σημειώνει επίσης και τις πόλεις και χωριά όπου απαντάται κάθε επώνυμο.
Εάν λοιπόν η αίσθηση που αποκτούμε διαβάζοντας αυτά τα επώνυμα είναι σωστή, οι σύγχρονοι κάτοχοί τους πρέπει να είναι απόγονοι εκείνων των στρατιωτών, που παρέμειναν τελικά στην Αργολίδα. Τούτο ενισχύει περαιτέρω τους δεσμούς της Ναυπλίας με τη Βενετία: αφού οι απόγονοι των στρατιωτών εκείνων παρέμειναν στα μέρη μας και είναι πλέον εξ’ ολοκλήρου Έλληνες, η καταγωγή των προγόνων τους μας φέρνει ακόμα κοντύτερα στο βενετσιάνικο παρελθόν του Ναυπλίου και της περιοχής μας.
Παραθέτουμε λοιπόν ένα τέτοιο κατάλογο, που είναι πιο περιορισμένος από εκείνον του Τάκη Μαύρου, γιατί κρατήσαμε μόνο όσα επώνυμα στρατιωτών σαφώς αναφέρονται ή όσα νομίζουμε ότι ανήκουν σ’ αυτούς.
Οι στρατιώτες αυτοί συμμετείχαν με μεγάλη ανδρεία σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις των Ενετών του καιρού τους, εναντίον των Τούρκων. Πολλοί και οι οικογένειές τους βρίσκονταν στην υπηρεσία της Βενετίας για πάνω από 200 ή 300 χρόνια. Για την ανδρεία αυτή, η Βενετία τους τίμησε κατά καιρούς με παράσημα, απονομή της βενετσιάνικης υπηκοότητας και καταφύγιο για τους ίδιους και τις οικογένειές τους στη Μητρόπολη ή σε άλλες ενετικές κτήσεις, όπως στην Κέρκυρα, Κρήτη, Κύπρο, κατά τις δύο πτώσεις του Ναυπλίου σε οθωμανικά χέρια.
Μάλιστα ένας Βενετσιάνος συνθέτης και ποιητής, ο Antonio Molino, έγραψε υμνητικά άσματα για έναν γενναίο τέτοιο στρατιώτη, τον Μανώλη Μπλέσση, το όνομα του οποίου έχει δοθεί και σε ένα δρόμο του Ναυπλίου.
Άρα οι σημερινοί απόγονοί τους πρέπει να είναι περήφανοι για τους ανδρείους προγόνους τους, οι οποίοι όμως συχνά περνούσαν μεγάλες στερήσεις και από την πείνα τους έσωζε μόνο η καλλιέργεια των χωραφιών τους και ενδεχομένως το ψάρεμα.

Ακολουθεί ο κατάλογος:

ΑΡΓΕΝΤΟΣ (χ. Πασά – Ίναχος). Ένας Αργέντος αναφέρεται στους λογαριασμούς του Σταύρου Ιωάννου, στο Amsterdam, το 1800 (116:181). “Argenti” και Σία: Τούρκος υπήκοος στη Βιέννη, το 1797 (166:49). Ευστράτιος Αργέντης: συλλαμβάνεται στη Βιέννη, το 1797, σαν συνεργός του Ρήγα Φεραίου (174:607). Ένας Δε Αρζέντας, από την Σαντορίνη, υπογράφει ως μάρτυς σε συμβόλαιο δωρεάς το 1645 στη Νάξο (92:89). Και Άγιος Ανδρέας Αργέντης, Χίος το 1465 (264). «Πρωτογερακάρης» Αργ., στη Χίο, στις αρχές του 14ου αι. (265:196).
ΒΑΡΒΕΡΗΣ (Άργος 1849, Δαλαμανάρα, Κρανίδι). Στρατιώτης Zorgi Ververi, αναφέρεται σε κατάσταση στρατιωτών του Ενετικού στρατού, το 1541 (261:353).
ΒΙΓΓΟΣ (Άργος). Ένας «Αντώνης Βίγκος», γεντεκλής (ναύτης), αναφέρεται, το 1809 σε κατάσταση του καπετάν Ρούσου στη Κ/πολη (20:1).
ΒΛΑΣΗΣ (Άργος, Ερμιόνη). Ένας «Γεώργιος Βλάσσης» μνημονεύεται ως στρατιώτης, το 1547, στα Ενετικά Αρχεία (261:437). Το επώνυμο συναντάται στην Ήπειρο από το 1603 (194:33). Ένας «Ντέντες Βλάσης» αναφέρεται σε έγγραφο του Αιγίνης και Ύδρας Αμβροσίου, το 1805 (18:298). «Θεοδόσιος Βλάσσης» αναφέρεται σε συμβόλαιο αγοραπωλησίας τουρκικό του 1817, στο Κουτσοπόδι (203). Οικογένεια Βλάση αναφέρεται σε τουρκικό χοτζέτι του 1818, που επιλύει δικαστική διένεξη στο Διμηνιό της Κορινθίας (11).
ΒΟΝ (ΜΠΟΝ) (Ναύπλιο). Ένας Scipio Bon, σοπρακόμιτος το 1479-1483 με δράση στα νερά του Αργολικού κόλπου, αναφέρεται στα Dispacci da Napoli di Romania (259:123). Το ιταλικό αυτό επώνυμο είναι ευρύτατα διαδεδομένο και σαν ΒΟΝ αλλά και σαν Μπόνος ή Μπόνης.
ΒΡΕΛΛΟΣ (Άργος) Με το επώνυμο Vorello απαντώνται, το 1473, στρατιώτες: Ηλίας, Δημήτριος, Ιωάννης (Ionio;) και Νικόλας (260:11). Χωρίον Βρέλη επαρχίας Καινούργιου (Κρήτη) (286:330).
ΒΡΕΤΤΟΣ (Ερμιόνη, Κρανίδι). Συνηθισμένο βαπτιστικό όνομα κατά τον Μεσαίωνα. Το όνομα Βρετός ή Βρεττός το έδιναν σε νεογέννητα οικογενειών, που είχαν μεγάλη παιδική θνησιμότητα, ελπίζοντας ότι, μ’ αυτό τον τρόπο, θα απέφευγαν το θανατικό ή τη βασκανία (όπως άλλωστε, και τα ονόματα Στυλιανός, Σταμάτης, Στεκούλα –στη Μεσσηνία– κ.α.). Το παιδί, δηλαδή, δεν ανήκε στην οικογένεια και, επομένως, η Θεία Δίκη πιθανόν να το παρέβλεπε. Βρεττό, επίσης, λεγόταν και το έκθετο. Πολλοί στρατιώτες, από αυτούς που αναγράφονται στις καταστάσεις του Ενετικού στρατού, έχουν αυτό το όνομα.
ΓΕΩΡΓΙΛΑΣ (Άργος). «Γεωργιλάς», στρατηγός Καλαβρίας, αναφέρεται το ΣΤΦΞΑ (1053/54) (155:130). «Γεωργιλάς Εμμανουήλ» (πιθανόν στρατιώτης) υποβάλλει έκθεση έμμετρο στις Ενετικές Αρχές, το 1533, περί του τρόπου με τον οποίον μπορούν να καταστρέψουν τους Τούρκους (259:313, 29:195). Τοπωνύμιο στο χωριό Ρεμούσταφα (Αδριανή) Πυλίας (313:243, 29:195). Περισσότερα (29:195-196).
ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ (Άργος). Γεώργης Γιαννούλης αναφέρεται στον Ενετικό στρατό το 1541. Επίσης, Αποστόλης και Ελένη, το 1547 (261:353, 261:457). Τζώρτζης Γιαννούλης, γιατρός στην Ύδρα το 1803, αναφέρεται σε διαταγή του Γαζή Χουσεΐν καπουδάν πασά (18:38).
ΓΚΙΝΗΣ (Επίδαυρος, Ναύπλιο). Αλβανικό τοπωνύμιο “Ljimi Gjigni” (: το αλώνι του Γκίνη) στο χωριό Χαλκιά της Τριφυλίας (313:327). Στρατιώτης Κων/νος Γκίνης (Gini), αναφέρεται σε Ενετικά έγγραφα το 1535 (260:166). Αντώνιος Βασιλείου Γκίνης: θαρραλέος Σπετσιώτης καπετάνιος ταχυπλόου κιρλαγκίτς (είδος ιστιοφόρου), διασπά τον Εγγλέζικο αποκλεισμό (1793) και μεταφέρει από την Κ/πολη στο γαλλικό λιμάνι Μπριγκανσόν, τον πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κ/πολη και 200 γάλλους ναύτες (246).
ΓΚΛΑΒΑΣ (Κρανίδι). “Spectabilis Comes Glava”, άλλοτε κύριος των Αγράφων, αναφέρεται σε Ενετικό έγγραφο του Jacomo Barbarigo, Proveditore Generale Della Morea με χρονολογία 25.6.1465 (259:12). Τοπωνύμιο στην Κεφαλονιά. «Χωράφι του Γκλάβα» στο «Πρακτικόν της Αγιωτάτης Επισκοπής Κεφαλληνίας κλπ» το 1262 (318:53).
ΓΚΟΥΜΑΣ (Άργος, Ναύπλιο). Βαπτιστικό όνομα: Ιάκωβος, Γιακουμής Γκούμας, απαντάται, από το 1524, στο όνομα του στρατιώτη Guma Gia στα Ενετικά Αρχεία (260:132), αλλά και πολλών άλλων. Αλβανικό τοπωνύμιο στη Μεσσηνία, “Kjafaj Guma” (: το πέρασμα του Γκούμα), στο χωριό Ψάρι της Τριφυλίας (313:312), και “Laka Guma” στο Κάτω Κοπανάκι της Τριφυλίας (313:321). Επώνυμο στο Αλουποχώρι (Αγρίδι) Τριφυλίας (17:24). Δημήτριος Γκούμας, προεστώς της Ύδρας, συνυπογράφει ομολογία στις 29.3.1792 στην Ύδρα (17).
ΔΑΜΑΛΑΣ (Καρυά, Άργος). Τοπωνύμιο στην Τροιζήνα. Τοπωνύμιο «στου Δαμαλά» στη Σύρο (73:378). Επώνυμο στη Σύρο: Φραγκίσκος d’ Amalas, ιησουΐτης (1639) (1:593). «Άρχων Ληγουρίου Δαμαλάς» (CA. 1450) (169:11). Ανδρόνικος Ζαχαρία de Damala, μέσα ΙΔ’ αι. (314:472). Το επώνυμο μνημονεύεται μεταξύ των πρώτων μικτών οικογενειών Χίων και Γενοατών, στη Χίο, στις αρχές του 14ου αι. (265:196).
ΔΑΡΜΟΣ, ΝΤΑΡΜΟΣ, και ΝΤΑΡΜΑΣ (Ναύπλιο Κιβέρι). Το επώνυμο προφανώς Βενετσιάνικο, σημαίνει τον εξειδικευμένο στη χρήση κάποιου όπλου, τζάγκρα, βαλίστρα, αρκεβούζια κ.λ.π. βενετό στρατιώτη, σαφώς διαχωριζόμενο από τον FANTI που ήταν ο ιταλός στρατιώτης του πεζικού, τον σολντάτο που ήταν ο στρατιώτης γενικά, και τον Stradioto που ήταν ο έφιππος μισθοφόρος συνήθως Αλβανός ή αλβανόφωνος.
“Le Gente Darme, e Fanti a Squadra”, Μ.Ε.Ι./13,31
“200 Fanti e 20 Homini Darme”, Μ.Ε.Ι. 6/6. Αλλά ενίοτε και οι επαγγελματίες μισθοφόροι, οι σωματοφύλακες Μ.Ε.Ι. 6/6.
Έφιππος stradioti του 15ου αιώνα.
Έφιππος stradioti του 15ου αιώνα.
ΔΕΣΥΛΑΣ (Άργος). Οικογένεια Δεσίλα αναγράφεται στον κώδικα του Αγίου Νικολάου των Λατίνων, στο Αργοστόλι, 2ονήμισυ του 17ου αι. (294:151). «Θανάσης και Ιωάννης Πάντζας Δεσήλας» «εκ παλαιάς Ηπείρου» υπογράφουν, στις 15.8.1788, έγγραφο προς την Αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη, περί πολεμικής συνεργασίας (177:102). Οικογένεια προυχόντων αναφέρεται, στην Πάργα, το 1819 (294:447).
ΔΕΣΥΠΡΗΣ (Ναύπλιο). Γεώργιος De Cipris, αναγράφεται σε διαθήκη του 1497 στην Κρήτη (254:664).
ΔΟΜΑΖΟΣ (Κουτσοπόδι). Πιθανόν από το ιταλικό Tomaso (Θωμάς). Τοπωνύμιο «του Ντουμάζη» στον Άη Γεώργη στα Γουβαλάρια (Άγιος Πέτρος) και του Λάπη ή Μπρέχτη (Ριζοχώρι) της Τριφυλίας (313:301).
ΔΟΡΙΖΑΣ (Ναύπλιο, Άργος). Στρατιώτης Tomaso Doriza αναφέρεται στα σχετικά αρχεία, το 1541 (261:333). Θεόδωρος ιερεύς Δορίζας αναφέρεται, το 1524, στη Ζάκυνθο (104:11).
ΖΑΜΠΑΡΕΛΟΣ (Άργος). Στις 21 Οκτωβρίου του 1508 προτείνεται από τις Ενετικές Αρχές να ζητηθεί η έγκριση του Πάπα για την εκλογή του Παύλου Zabarella σαν (καθολικού) επισκόπου Ναυπλίου (Reg. IU, φ.48V – 236:268). Ζαβαρέλλας «εκ Παταβίου», βιογράφος του οίκου Sanudo (1207-1371) (162:90). Κάμιλλος Σαμπερόλος εκλέγεται μετά του Θωμά Διπλοβαλάτζη, αντιπρόσωπος των Πισαυρηνσίων, παρά τω Πάπα (1511-1515) (201Α:105).
ΖΕΓΚΙΝΗΣ (Άργος). «Ζεγγίνης πελούκμπασης», από την Κορώνη, απαντάται σε έγγραφο της Κοιν. Ύδρας το 1811 (20:165). Τουρκιστί zengin = Ο πλούσιος.
ΖΟΓΙΑΣ και ΖΩΓΙΑΣ (Κρανίδι;).
“Noi Gui do Anguiano Signor di Argues et di Napoli… in compenso di boni agradi et acceittabili servitii, che nostro caro et bene amato Kavalier et compagno il Signor di Zoja noi ha fato…” απαλλάσσεται από την υποχρέωση να συντηρεί 4 έφιππους στρατιώτες. Φρούριο του Ναυπλίου Δεκέμβριος 1364. (314:240). Στον Domino Zorzi de Zoia, ευγενή από το Ναύπλιο, παραχωρούνται, το 1545, γαίες αποδόσεως 900 «μέτρων» σιτηρών στο Λασίθι της Κρήτης, για ανταμοιβή των αγαθών, που εγκατέλειψε στη Napoli di Romania (261:412).
ΖΟΥΓΛΗΣ (Χώνικα, Πυργέλα). Ένας Μάρκος Zogli, Capitano Famosissimo μνημονεύεται με δράση στη Θράκη, επί Βαγιαζήτ, περί το 1510 (262:178).
ΖΩΓΡΑΦΟΣ (Άργος, Ναύπλιο). Ένας στρατιώτης Στέφανος Ζωγράφος αναφέρεται σε έγγραφα του Ενετικού στρατού, από το 1531 (261:354). Κυριάκος Ζωγράφος γράφει και μαρτυρεί έγγραφο αγοραπωλησίας το 1762, της μονής Αγ. Δημητρίου Ρεοντινού (49:213).
ΙΑΤΡΟΥ (Άργος, Κοιλάδα, Ναύπλιο). Κλάδος των Μεδίκων της Ιταλίας, εγκατεστημένος στην Αθήνα από τα τέλη του 14ου αι. (163:97, 164:244). Μεδιτζήδες (:ιατροί) αναφέρονται στο Οίτυλο της Μάνης όπου και ολόκληρη συνοικία, το μισό σχεδόν της κωμόπολης λέγεται, ακόμα και σήμερα, «Γιατριάνικα». Οικογένεια αργυραμοιβών, εβραϊκής καταγωγής, αναφέρονται στο Ηράκλειο Κρήτης, μεταξύ 1360-1414 (302).
Από το παλιό βιβλίο του Νικήτα Νήφου-Λάκωνος «Λακωνική Χορογραφία» (εν Αθήναις εκ της Τυπογραφίας Ιωάν. Αγγελόπουλου 1853, σ. 6), σταχυολογούμε τα εξής:
-6-
Περί του Ιατρού
«Αυτός μεν ήταν αδελφέ ο ιατρός εβραίος
Ήξευρε δε ρωμέϊκα καλά ωσάν ρωμαίος
Αυτός αν δε επρόφθανε ήμουν εγώ χαμένος
και εις την γην στα χώματα με τους νεκρούς θαμένος»
από τους στίχους που ακολουθούν φαίνεται ότι η θεραπεία έλαβε χώρα στο Ναύπλιο:
«Η θέρμη ουν εκόπησε η μέση επονούσε
και πέντε μήνες αδελφέ όλο με τυραννούσε
Αφού δε ιατρεύτηκα εις τ’ Αναπλιού το κάστρον
Ένα χρόνο εκάθησα με της αυγής το άστρον».
Η γνώμη ότι οι Ιατροί της Μάνης (Μεδιτζήδες), κατάγονται από τους Μεδίκους της Ιταλίας είναι άτοπος (201α:268). Επώνυμον Ιατρού, μεταξύ εκείνων που είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία στη Χαλανδρίτσα (128). Παναγιώτης Ιατρού αναφέρεται στην Ύδρα το 1820, σε έγγραφο της Κοινότητος (22:351), Μιχαήλ και Διονύσιος Ιατροί, έχουν συστήσει εμπορικήν εταιρεία από το 1818 (συμβόλαιο 9353/15.1.1848 του Συμβολαιογράφου Ναυπλίου Αναστ. Κ. Ελαιώνος).
ΚΑΒΑΛΙΕΡΟΣ Κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας, cavalieri λέγονταν εκείνοι, που είχαν ιδιόκτητο άλογο. Ίσως το επώνυμο να χρονολογείται από τότε.
ΚΑΒΑΛΛΑΡΗΣ (Ναύπλιο). Στη Μεσσηνιακή Μάνη, κοντά στο χωριό Λαγκάδα, υπάρχει ένα μοναστήρι της Παναγίας, που λέγεται «του Καβελλάρη». Η ονομασία πρέπει να είναι παλαιότερη από τη χρονολογία «1673», που βρίσκεται χαραγμένη σε κάποια πέτρα στο μοναστήρι. Λιμπέρης Κ. υπογράφει ομόλογο το 1743 στη Νέδουσα (Μεσ.) (235:106). Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, «κάποτε, τα παιδιά ενός Ιταλού δούκα, που λεγόταν Καβελλάρης, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους και κατέφυγαν σ’ αυτή την περιοχή της Μάνης. Ο ένας έγινε γενάρχης της οικογενείας Καπιτσανέα (από το: καπουτσίνος;), και ο δεύτερος έχτισε αυτό το μοναστήρι, του Καβελλάρη».
ΚΑΚΑΡΟΥΚΑΣ (Κρανίδι). Αναφέρεται, μεταξύ των στρατιωτών, στα έγγραφα της Ενετικής Γερουσίας, το 1482 (260:29). Χωριό της επαρχίας Γαστούνης (64:452). Μεταξύ των εγγράφων της Μ. Λουκούς, αναφέρεται: διαθήκη μοναχού Γρηγορίου Κακαρούκα, και πωλητήριο Αγγελίνας Γεωργάκη Κακαρούκα (1817) (61:187). Το όνομα είναι αλβανικό και σημαίνει: κακοκυλημένος (202:192).
ΚΑΚΟΥΡΟΣ (Αχλαδόκαμπος). Στρατιώτης Nicolo Cacouri απαντάται από το 1556. (262:174).
ΚΑΛΑΒΡΟΣ (Ναύπλιο). Το επώνυμο απαντάται, από το 1080, σε έγγραφο της Μονής Ιβήρων (28:130). Τοπωνύμιο παρά την Κίττα Μάνης: «Άη Γεώργης στον Καλαβρό». Τοπωνύμιο στην Κεφαλονιά (318:38). Τοπωνύμιο «στ’ Καλαβρέζ»: στο χωριό Μελισσουργοί της Ηπείρου (282:122). Το 1480, ο Γιαννούλης Καλαβρός, PROCURADOR της επισκοπής Ναυπλίου, δανείζει στον Bartolomeo Minio, PROVEDITOR E CAPITANO a Napoli di Romania, υπέρπυρα CCL (=250) (250:132). «Δημήτρης του Καλαυρού»: το 1509, στο Ναύπλιο (154:274). Σεβασμία Πελαγία, ηγουμένη της μονής της Παναγίας Della Grotta στο Ναύπλιο και χήρα του ποτέ Δαμιανού Καλαυρού: αναφέρεται το 1543 (261:415). Επώνυμο στρατιώτη (1547), καταγόμενου Da Napoli Di Romania (260:455). Νικολός Καλαβρός: συνυπογράφει, το 1679, την «κόποια των υπαρχόντων της αγίας Μονής του Παναγίου Τάφου στο Ναύπλιο» (309:256). «Περιβόλι του Καλαβρού»: στη Χάλαντρη Νάξου, αναφέρεται σε συμβόλαιο του 1654 (93:101). «Καλαβρής»: αναφέρεται στον Κώδικα της μ. Σπηλιώτισσας Ζακύνθου (1605) (126:φ17 σελ. β).
ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ (Άργος). Ένας Καλαφάτης αναφέρεται στην Κορώνη, το 1707 (183:55).
ΚΑΛΚΟΥΝΟΣ (Ναύπλιο, κ.α.). «Γερογηάνις Καλκούνης από τον Πύργο»: αναφέρεται σε σημείωση επί του βιβλίου «Μέλισσα» (με χρονολογία 1725) της μονής Κατερινού Μακρυνείας (μητρόπολις Αιτωλίας και Ακαρνανίας) (218:146).
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ (Άργος). Στρατιώτης Ιωάννης Καλογεράς του ποτέ Δημητρίου Da Napoli Di Romania: αναφέρεται το 1556, στα Ενετικά Αρχεία (262:79). Επίσης, Κων/νος του Δημητρίου Calogiera, Da Napoli Di Romania, το 1567 (262:120). «Μιχαήλ Καλογεράς»: μεταξύ των φυγάδων Αθηναίων, παρουσιάζεται στις Ενετικές Αρχές της Κορώνης και ζητά σπίτι να εγκατασταθεί (Αύγουστος 1689) (162:201). Ευστάθιος Καλογεράς: δάσκαλος του γιου του Αλή πασά, στα Ιωάννινα (277:26). Το επώνυμο απαντάται, επίσης, στην Ύδρα το 1807 (19:40).
ΚΑΜΙΖΗΣ (Κρανίδι). «Ο Ισαάκιος, ίνα καταπολεμήση την στάσιν του Βρανά (1187), ηναγκάσθη να δανεισθή σπουδαία ποσά παρά του πρωτοστράτορος Μανουήλ του Καμύτζη» γράφει ο Μιχαήλ Ακομινάτος (142:492), (255:379).
Για τον ίδιο Καμύτζη, ο Σπ. Λάμπρος συνεχίζει: «…Εις ταύτας τας τοπικάς στάσεις, προσθετέα ίσως και η τυρρανίς του Μανουήλ Καμύτζη όστις ετάραττε την καθεστώσαν τάξιν μετά του γαμβρού αυτού του Βλάχου Χρυσού, και δη ούτοι:
»αφιστώσι τα πόρωθεν, διεκπίπτουσι Τεμπών των Θεσσαλικών, των πεδιάδων επιλαμβάνονται, παρακινούσι την Ελλάδα, παλίμβολον τιθέασιν την Πέλοπος».
… (142:535). «Οικία του Καμίτζη» αναφέρεται στην Κεφαλονιά, προ του 1262 (318:47). Μονή Καμύτζιανης στα Ιωάννινα, Καμήσια λέγονται στην Ήπειρο τα μαυρομάτικα φασόλια (220:169). Καμίτζης, στη Ζάκυνθο, το 1611 (120:φ20 σελ. β). Camichi: γένος πτηνών (230:945). Καμίτζης: οικογένεια στους Γοράνους της Λακωνίας (72:812).
ΚΑΜΠΙΤΗΣ (Άργος, 1844). Κατηγορία στρατιωτών του Ενετικού στρατού. Οι “Vecchi Stratioti de questo Territorio (Di Napoli Di Romania), chiamati Cambites”.
(: Οι παλιοί στρατιώτες αυτής της περιοχής, της Napoli Di Romania, οι αποκαλούμενοι Καμπίτες) (259:191). «Καμπίτες», επίσης ελέγοντο οι Αλβανοί, που εγκαταστάθηκαν σε τόπους πεδινούς.
ΚΑΝΑΚΗΣ (Άργος, 1848). Κανάκης Γεώργιος: στρατιώτης, το 1543, στον Ενετικό στρατό (261:380). Και βαπτιστικό Κανάκης Πουλομάτης, στο Ναύπλιο, το 1509 (154:273).
ΚΑΝΤΡΕΒΑΣ (Κρανίδι). Στρατιώτης Domenego Candreva: αναφέρεται σε κατάσταση του Ενετικού στρατού, με χρονολογία 1541 (261:336). Και Chiurca Cantreva, επίσης το 1541 (261:337). Καντρέβα: μικρό χωριό (σημερινή Ασέα) του δήμου Βαλτετσίου (επαρχία Μαντινείας νομού Αρκαδίας), που πιθανόν οφείλει την ονομασία του στους παραπάνω στρατιώτες (185:309). Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει: συμμαζωμένος (202:194).
ΚΑΠΑΡΕΛΟΣ (Άργος, Καπαρέλι, κ.α.). Στρατιώτης με το όνομα αυτό αναφέρεται στον Ενετικό στρατό, το 1541 (261: 353).
ΚΑΠΟΥΡΑΛΟΣ (Άργος, Κεφαλάρι). Το επώνυμο απαντάται στην Αργολίδα το 1548 (262:10).
ΚΑΡΑΒΕΛΟΣ (Άργος). Ένας Leonardus Karavello, βενετός ευγενής, αναφέρεται από το 1403 (256:6).
ΚΑΡΑΚΑΛΟΣ (Ίρια, Δρέπανο, Κρανίδι, Ναύπλιο). Οικογένεια Καρκαλάδες αναφέρεται σε επιστολή Σωφρονίου, πατριάρχου Ιεροσολύμων, με χρονολογία 1609 (56:224). Η οικογένεια αυτή προέρχεται από τη Δημητσάνα, όπου απαντάται το επώνυμο σαν Καράκαλος ή Καρκαλάς, που είναι το ίδιο (56:227). Πιθανόν να πρέπει να συνδεθεί με το Βενετσιάνικο επώνυμο Caracala, που εμφανίζεται στην περιοχή της Napoli Di Romania τουλάχιστον από το 1542 (261:363, 261:366). Μονή Αγίου Δημητρίου Καρακαλά στη Ναυπλία. Τοπωνύμιο «της Καρκαλούς»: βόρεια από τη Δημητσάνα. Τοπωνύμιο στο χωριό Μύλοι (Περιβόλια) Τριφυλίας (313:150). «Καρκαλούσα» = η ελονοσία, τπνμ. στο χωριό Λαδά της Μεσσηνίας.
ΚΑΡΜΑΝΙΟΛΑΣ (Ασίνη). Ένας «περίδοξος οπλαρχηγός Καρμανιόλα» εκτελείται από τους Ενετούς, το 1432 (176:266). Carmaniola, ενετός στρατηγός εικονίζεται σε τοιχογραφία του Αντων. Βασιλάκη στο Palazzo Ducale στη Βενετία, δεύτερο ήμισυ του 16ου αι. (201Α:165).
ΚΑΡΟΥΣΟΣ, ΚΑΡΟΥΤΣΟΣ, ΚΑΡΟΥΝΤΖΟΣ και ΚΑΡΟΥΖΟΣ (Άργος, Ναύπλιο). «Αλεξ. Καρούσος», νομομαθής, μεταβαίνει από την Κεφαλονιά στη Βενετία για να υποστηρίξει κάποιο εκκλησιαστικό θέμα στο δεύτερο ήμισυ του 17ου αι. (294:71). «Ευστάθιος Καρούσος», αγιογράφος (1756) στην Κεφαλονιά (105:23). «Ιωάννης Βαπτιστής Καρούσος» αφιερώνει εικόνα του Ιωάννου Προδρόμου στο ναό του Αγ. Γερασίμου, στο Κάστρο της Κεφαλονιάς το 1798 (105:22). Μία κόρη της οικογένειας Καρούτσου, την Κατερίνα, από το Άκοβο της Μεσσηνίας, παντρεύτηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Η οικογένεια Καρούτσου υπήρχε, μέχρι πρότινος στο Άκοβο. Πολλά ονόματα Καρούσου σε κατάλογο μελών του Συμβουλίου Κοινότητος Κεφαλονιάς (1593) (201). Caruso λέγεται στα ιταλικά, ο εργάτης μεταλλείων θείου, στη Σικελία.
ΚΑΡΩΝΗΣ (Ναύπλιο). Σε παλιό κατάστιχο του Δημ. Καρώνη γραμμένο περί το 1880 αναγράφεται ότι παλαιότερα το επώνυμο της οικογενείας η οποία κατάγεται από τα Αχούρια της Τριπόλεως, ήταν Κουτσόπαπας, και ότι στις αρχές του αιώνα μετονομάστηκαν σε Καρώνης.
ΚΑΣΝΕΣΗΣ (Ερμιόνη). Στρατιώτης μ’ αυτό το επώνυμο αναφέρεται το 1482, στις τάξεις του Ενετικού στρατού (259:200). «Οικογένεια Κανιώση ή Κανέση»: στη Ζάκυνθο, διατηρούσε τη μονή της Πικριδιώτισσας, στα τέλη του 15ου με αρχές 16ουαι. (104:66).
ΚΑΤΣΑΙΤΗΣ (Ναύπλιο). «Πέτρος Αναγνώστης Κατσαΐτης»: στρατιώτης στην Κεφαλονιά, αναφέρεται στα Ενετικά Αρχεία το 1564 (262:107). «Ευαγγελινός Κατσαΐτης, γιος του Σοφιανού και της Λάουρα Ασσάνη»: σημειώνεται μεταξύ εκείνων, που φοίτησαν στο Ελληνομουσείο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη, κατά τα έτη 1610 – 1730. Ο Ευαγγελινός Κατσαΐτης είχε γεννηθεί το 1646 (294:416). «Πέτρος Αναγνώστης Κατσαΐτης», λεγόμενος «Μανταλάς», βιβλιογράφος, υπογράφει εκκλησιαστικό βιβλίο (στιχηράριον): «Ετελιώθηκε εις τας 1176 Δεκεμβρίου 2 και το έγραψα εγώ ο Πέτρος αναγνώστης Κατσαΐτης λεγόμενος Μανταλάς» (3:332). Επειδή τοπωνύμιο «του Μανταλά» σώζεται ακόμα στην περιοχή του χωριού Κούτσι (Αργολικό) της Ναυπλίας, και επειδή ένας Πέτρος Κατσαΐτης είναι και ο συγγραφέας του γνωστού θρήνου για την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Τούρκους το 1715, παρ’ όλο που υπάρχει μια διαφορά 60 ετών στις δύο χρονολογίες, συγχωρείται ενδεχομένως η υπόθεση ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο (88:286). Το επώνυμο «Μανταλιάς» συναντάται ακόμα σήμερα στη Ζάκυνθο. Περισσότερα (293:229-2).
ΚΑΤΣΑΡΗΣ (Άργος 1854, Πόρτο Χέλι). «Κάτζαριν» ναύκληρον που ταξίδευε στα νερά της Ανατολικής Πελοποννήσου (Μονεμβασία) μνημονεύει ο Μιχαήλ Ακομινάτος (13ος αι.) (142:137). «Μιχαήλ Κατσάρης», Bombardier, αναγράφεται το 1545 στα έγγραφα του Ενετικού στρατού (259:283). Μητροφάνης Κάτζαρης, το 1624, νοτάριος στην Κεφαλονιά (Ανέκδοτος Κώδικας μονής Αγ. Παρασκευής Ταφιού (Κεφαλονιά) φ. 24).
ΚΑΤΣΙΚΗΣ και ΚΑΤΣΙΚΑΣ (Άργος 1849, Ναύπλιο). Όνομα στρατιώτη του Ενετικού στρατού, χρονολογούμενο από το 1543 (261:378). Ένας «Γιάννης Κατσίκης», υπηρέτης του πασά Ασουμάν (Οσμάν;) των Ιωαννίνων, φονεύεται από τους οπαδούς του Διονυσίου (του Σκυλοσόφου), το 1611 (191:83). «Κατσικά», ονομασία χωριού των Ζαγορίων Ηπείρου (135:7). «Κατζήκας» υπογράφει έγγραφο που βρίσκεται στο αρχείο της μ. Ελώνης (67:118). Οικογενειακό επώνυμο στην Αρτσίστα Ζαγορίων (136:197).
ΚΕΡΑΜΙΔΑΣ (Άργος, Κοφίνι, Πασά). Anagnosti Calogheraki Cheramidi, από τη Ζαρνάτα της Μάνης. Το επίθετο αναφέρεται σε κατάσταση, που συνόδευε έγγραφο αναφορά των Βοιτυλιωτών προς την Ενετική Δημοκρατία, το 1690 (118). Συμβολαιογράφο «Κεραμίδη» συναντούμε, το 1697, στην Αργολίδα (119). Ονομασία χωριού στα Ζαγόρια Ηπείρου (132:75). «Κεραμίδης» στο υπ’ αριθ. 3668, -Νοέμβριος 1845-, συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Άργους Αναστ. Μαυροκεφάλου, (Ανέκδοτο Αρχείο συμβολαιογράφου Ν. Ντόκου).
ΚΛΑΔΟΥΡΗΣ και ΚΛΑΔΟΥΡΑΣ (Άργος κ.α.). Αναφέρεται στρατιώτης «Μανώλης Δημητρίου Claduri» σε κατάσταση του Ενετικού στρατού, το 1541 (261:355). «Acladuri» αναφέρεται σε κατάλογο πολιτών από τα Χανιά Κρήτης, που εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα, τον 17ο αι. (158:454).
ΚΛΙΑΣΟΣ (Άργος). Στρατιώτης «Δημήτριος Κλιάστος» αναφέρεται σε έγγραφα του 1541 των Ενετικών Αρχών (261:356). Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει: κλαψιάρης (202:194).
ΚΟΚΚΙΝΟΣ (Ναύπλιο). «Δημήτριος και Γεώργιος Κόκκινος»: στρατιώτες, αναφέρονται από το 1541 (261:353). Τοπωνύμιο «του Κόκκινου», στο χωριό Κόκκινο της Πυλίας (313:159). «Γεώργης Κόκκινος» αναφέρεται σε προικοσύμφωνο του 1798, στο Λεωνίδιο (178:305).
ΚΟΚΟΤΟΣ (Άργος, 1877). «Θεόδωρο Cocoto» συναντούμε στρατιώτη στον Ενετικό στρατό, το 1541 (261:347). Τοπωνύμιο στο χωριό Καρβούνι Τριφυλίας (313:161).
ΚΟΜΑΣ (Ερμιόνη). Σε έγγραφο των Ενετικών Αρχών, με ημερομηνία 15 Οκτωβρίου 1549, αναφέρεται ένας «Theodosio Coma», στον οποίο χορηγήθηκε μια αποζημίωση 20 δουκάτων (262:23).
ΚΟΜΙΝΗΣ (Ναύπλιο, 1858). Στρατιώτης Cominus απαντάται από το 1492 (260:49).
ΚΟΝΤΟΣ (Ναύπλιο κ.α.). Κόντος ονομαζόταν ο ένας από τους τρεις παιδαγωγούς, που συνόδευσαν τον Μιχαήλ, γιο του Θωμά Παλαιολόγου, δεσπότη του Μορέως, στη Ρώμη, και αργότερα τον συμβούλευσε να καταφύγει στον Μωάμεθ (1465) (152:38). Κόντος ή Κοντός αναφέρεται στρατιώτης, το 1506 (260:81). «Μαρίκος Κόντος» υπογράφει, ως μάρτυς, έγγραφο του μετοχίου του Παναγίου Τάφου (της Αγιά-Μονής), το 1679 (309:257). Τοποθεσία «του Κοντ»: στην Άνω Βίτσα παρά τον αγρό του Κόντου (268:197).
ΚΟΡΩΝΑΙΟΣ (Άργος, Ναύπλιο). Στρατιώτης «Ιωάννης Κορωναίος» αναφέρεται στα Ενετικά Αρχεία, το 1530 (260:148). «Γεώργιος Κωρονέος» αναφέρεται στο «Πρακτικόν κλπ.» της Εκκλησίας Κεφαλληνίας, το 1262 (318:29).
ΚΟΣΜΑΣ (Άργος). Ονομασία χωριού της Κυνουρίας, πάνω στον Πάρνωνα. Σε έγγραφο του Ενετικού Συμβουλίου με χρονολογία 4 Μαρτίου 1571 αναγνωρίζονται μεταξύ των Capitani της Μάνης και ο «Cosma Dimitri», και μεταξύ των πρεσβευτών ο «Antonio Cosma», που ίσως έχουν κάποια σχέση με τους ιδιοκτήτες της περιοχής της Κυνουρίας, που πήρε και το όνομά τους (185:310). Ένας «Κοσμάς», καταγόμενος από την Κορώνη, αναφέρεται το 1514 (183:56). «γεόργιοσ κοσμάσ» συνυπογράφει με άλλους αναφορά προς τις Ενετικές Αρχές, το 1694. Μετά την εγκατάλειψη των Αθηνών από τον Μοροζίνη (Μάρτιος, 1688), ένας ωρισμένος αριθμός Αθηναίων παρακολούθησε τους Ενετούς στο Ναύπλιο. Ένας από τους φυγάδες αυτούς ήταν και ο «γεόργιοσ κοσμάσ». Με το έγγραφο, υποδείκνυαν τον Μπεναλδή σαν κατάλληλο δάσκαλο των παιδιών τους, στην Πάτρα (189:85). «Κοσμάς Αντρέας» αναφέρεται σε προικοσύμφωνο στη Ζάκυνθο το 1706 (126:φ88). «κγοσμάς ιερομόναχος ο μοραΐτης» υπογράφει πρωτόκολλο παραλαβής του λειψάνου της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστης στις 13 Απριλίου 1725 στην Κέρκυρα, ως καθηγούμενος του μοναστηριού της Αγίας Αικατερίνης (157:466). «Γεώργιος Κοσμάς, τρομερός κλέφτης και απόγονος κλεφτών» από το χωριό Αετός Τριφυλίας, συνόδευε τον Γιάννη Κολοκοτρώνη (Ζορμπά) στην επίθεσή του, το φθινόπωρο του 1805, εναντίον του πρωτοσύγκελλου Άνθιμου Ανδριανόπουλου (177:98, 45:121, 72:717). «Γκίκας του Κοσμά» αναγράφεται σε κατάσταση της Κοιν. Ύδρας το 1802 (17:314).
ΚΟΥΖΗΣ και ΚΟΥΤΣΗΣ (Φούρνοι, Δίδυμα). Απαντάται στα Ενετικά Αρχεία, από το 1482 (260:28, 260:76, 260:111, 260:151, 261:353, 261:344, 261:361, 261:362, 261:388). Επώνυμο στρατιώτη, από το 1542 (261:361). Απαντάται συχνά, στον κώδικα της μ. Σπηλιώτισσας Ζακύνθου (126). «Κούτσι»: χωριό της Β. Ηπείρου, και της Αργολίδας.
ΚΟΥΡΤΕΣΗΣ (Άργος, Κρανίδι). Στρατιώτες «Ανδρέας και Νικολός Cortessis» αναφέρονται σε έγγραφα των Ενετικών Αρχών από το 1541. Καταγόντουσαν από την Μονεμβασία (261:352). Χωριό της Ηλείας. Τοπωνύμια «Κορτέση» στα χωριά: Κόκκινο Πυλίας, Βαριμπόμπη (Μοναστήριον) και Τρουκάκη (Πανόραμα) Τριφυλίας (313:168). «Γεώργιος Κουρτέσης ο Σχολάριος» λεγόταν και ο πρώτος διορισμένος από τον Μωάμεθ Β’ πατριάρχης Κ/πόλεως Γεννάδιος.
ΚΟΥΤΟΥΒΑΛΗΣ (Ερμιόνη). «Δημήτριος Κουτούβαλης», στρατιώτης, αναφέρεται στα έγγραφα των Ενετικών Αρχών, από το 1535 (260:166). «Avocato fiscal Dr CoLorenzo Cottuvoli» αναφέρεται από τους Ενετούς συνδίκους εξεταστές του Μορέως, σε έγγραφό τους του 1704 (145:815). «Σωφρόνιος Κουτούβαλης», επίσκοπος στην Κεφαλονιά το 1782 (294:67). Σημαντική οικογένεια στη Ζάκυνθο, τουλάχιστον από το 1610 (126:φ. 20 σελ. β).
ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΟΣ (Ναύπλιο). Απαντάται σε κατάσταση, που συνόδευε έγγραφο αναφορά των Βοιτυλιωτών προς την Ενετική Δημοκρατία, το 1690 (118:426, 436). Τοπωνύμιο στη Λιγούδιστα (Χώρα) Τριφυλίας (313:170). Τοποθεσία στη Λαγκάδα Κόνιτσας (283:224).
ΚΥΡΙΑΚΗΣ (Παλ. Επίδαυρος). «Nichiforo Chiriachi» από την Κέρκυρα μνημονεύεται το 1554 (262:64). Ίσως να υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στους δύο αυτούς κλάδους, της ιδίας πιθανόν οικογένειας. Γιατί, όπως γράφει ο Λ. Βροκίνης, εκείνοι που ακολούθησαν τους Ενετούς, όταν αυτοί εγκατέλειψαν το Ναύπλιο το 1540, ανερχόντουσαν σε 1200, και η περιοχή Επιδαύρου, τότε, περιλαμβανόταν μέσα στα όρια της Napoli di Romania (46:247). Οικογενειακό επώνυμο «Κυργιάκου» στο χωριό Φραγκάδες Ηπείρου (131:243).
ΛΑΚΙΩΤΗΣ (Άργος). «Καπετάν τενετες νάτζος λακιοτης» υπογράφει, στις 15.8.1788, έγγραφο προς την αυτοκράτειρα της Ρωσσίας Αικατερίνη Β’, από την Παλαιά Ήπειρο, περί πολεμικής συνεργασίας κλπ. (177:102).
ΛΑΛΙΩΤΗΣ (Βιβάρι Ναυπλίου). Στα Ενετικά Αρχεία απαντούμε στρατιώτες Pelegrin και Theodoro Laloti da Napoli di Romania σε έγγραφο του 1542 (261:374). Χωριό της Κορινθίας (64:458). «Βουνό του Λαλιώτη»: τοπωνύμιο στο χωριό Φαγιά Ζακύνθου (104:113).
ΛΕΚΑΣ (Άργος, Ναύπλιο κ.α.). Βαπτιστικό όνομα πολλών στρατιωτών, κυρίως αλβανικής καταγωγής, αλλά και επώνυμο. Σε «θύμηση» επί ευαγγελίου της μονής Βίτσης (Δωδώνη Ηπείρου) αναφέρεται ως ιδιοκτήτης του ένας «Γεώργιος Λέκας» ποστέλνικος (ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών), το 1626, καταγόμενος από τα Ιωάννινα (267:107). «Ράχη του Λέκα», στο χωριό Σιδερόκαστρο Τριφυλίας και Αλή-Τσελεπή (Κάτω Σαμικόν) Πυλίας (313:178).
ΛΙΟΝΤΑΣ (Κρανίδι, 1851). Ένας Zorzi de Londa, Zitadin de questo luocho (: Thermissi, Castri et Vorsicha) αναφέρεται σε έγγραφο με χρονολογία 15 Απριλίου 1480, του Bartolomeo Minio προς την Ενετική Σύγκλητο (259:119). Σε έγγραφο του 1545, αναφέρεται ο Domino Franco de Londa cittadino nobile da Napoli diRomania και τα παιδιά του Nicolo και Andrea (261:408). Theodosio da Londacittadino nobile da Napoli, σε έγγραφο του 1545 (261:414), επίσης Manusso Londa και τα παιδιά του Zorzi και Antonio, σε έγγραφο του 1552 (262:41).
ΛΟΥΜΗΣ (Κρανίδι, 1863). Αλβανικό βαπτιστικό όνομα. Απαντάται στους στρατιώτες Lumo Renessi, το 1504 (258:60) και Lumi Prifti, το 1541 (261:337), όπως ασφαλώς και σε άλλους. «Λούμη»: χωριό της περιοχής Σέρβου Γορτυνίας (185:312).
ΛΥΓΟΥΡΙΑΤΗΣ (Άργος 1892, Κούτσι (Αργολικό), Ναύπλιο 1853). Στρατιώτης Nicolo Liguriati da Napoli di Romania απαντάται, το 1542, σε Ενετικά έγγραφα (261-:374). Το επώνυμο απαντάται σε έγγραφα της μονής Αγ. Δημητρίου Ρεοντινού Κυνουρίας, το 1780 (49:233).
ΜΑΤΖΑΒΡΑΚΟΣ (Ναύπλιο, Ίρια). Στον Γεώργιο Maravracco (γρ. Mazavracco;) πρόσφυγα από την Αθήνα, παραχωρείται εγκατάσταση στα χωριά Cari (;) και Zorzi (;) από τις Ενετικές Αρχές (162:330).
ΜΕΝΤΗΣ (Άργος). Ένας Medin αρχηγός του Κροατικού τμήματος που έλαβε μέρος στην υπεράσπιση του Παλαμηδίου αναφέρεται στην έκθεση του Daniel Dolfin (1715). Ένας Μεντής, διάσημος ιππέας από το Άργος σκοτώνεται έξω από την Αθήνα κατά την Επανάσταση.
ΜΕΞΗΣ (Ερμιόνη, Κρανίδι, Πόρτο Χέλι, Τολό). Στρατιώτης Meza (Μέξα) αναφέρεται στα έγγραφα των Ενετικών Αρχών από το 1473 (260:12). Το επώνυμο απαντάται στις Σπέτσες από το 1803 (18:5).
ΜΗΛΙΩΤΗΣ και ΜΥΛΙΩΤΗΣ (Ναύπλιο). Επώνυμο στρατιώτη, το 1544 (261:391). Τοπωνύμιο «του Μηλιώτη» στην Πυλία Μεσσηνίας (313:196). «Χάνι του Μηλιώτη»: βορεινά από τα Φίχτια Αργολίδας. Νικηφόρος Μηλιώτης, ιερεύς, ιδρύει μοναστήρι το 1660 στη Ζάκυνθο (104:116).
ΜΟΘΩΝΙΟΣ (Άργος). Λέγεται ο από την Μεθώνη καταγόμενος. Απαντάται συχνότατα. Ο αρχαιότερος Μοθωνέος, που συνάντησε ο γράφων, είναι ο στο «Πρακτικόν της εκκλησίας της Κεφαλληνίας κλπ.» αναφερόμενος προ του 1262 (318:29).
ΜΟΙΡΑΣ (Επίδαυρος). Γιάννης Μοίρας, σε έγγραφο του 1794, στη Ζάκυνθο (126:φ. 117 σελ. β). Βαπτιστικό σε στρατιώτη του Ενετικού στρατού: Mira Bardi, το 1511 (258:19).
ΜΟΥΡΜΟΥΡΗΣ (Άργος, Ναύπλιο) ή ΜΟΡΜΟΡΗΣ, ή Μούρμουρας στις 28 Δεκεμβρίου 1539 αποστέλλονται στη Βενετία δύο Ναυπλιώτες, ο Ιάκωβος Μόρμορης και ο Γεώργιος Ραμουσάτης, για να περιγράψουν την κακή κατάσταση του Φρουρίου και να ζητήσουν βοήθεια (236:273). Στρατιώτης Εμμανουήλ Μόρμορης Ναυπλιεύς μνημονεύεται στα Ενετικά Αρχεία από το 1570 (46:253). Διαπρέπει σαν αρχηγός των επαναστατών της Β. Ηπείρου (1570).
«Ανήρ γενναίος και ειδήμων των εν Ηπείρω τοποθεσιών» (249:164). Το επώνυμο απαντάται πολλές φορές και στον Κ. Σάθα (262:393). «Τζόρτζις μούρμουρις» υπογράφει συμβόλαιο το 1594 στη Ζάκυνθο (104:52). Το επώνυμο απαντάται σε σημείωση στον κώδικα της μονής Χρυσοπηγής Στεμνίτσας, το 1790 (51:329). Δημήτρης Μούρμουρης αναγράφεται σε «κατάλογο των ανθρώπων οπού θα ‘ρθούν οι καλοκαιρινοί λουφέδες απάνου» στην Ύδρα (αχρονολόγητο, αλλά πιθανόν περί το 1804) (18:138).
«Το οικόσημον του εκ Κυδωνίας Κρήτης Ιωάννου Μόρμορη, ιχθύς ασημένιος επί κυανού πεδίου με τρεις χρυσούς αστέρας» (290Α:373).
ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΗΣ (Άργος 1849). Το 1464 (4 Φεβρουαρίου), ο Σούμπασης Balaban, άνθρωπος μεγάλης φήμης και συστημένος από πολλούς καπετάνιους, στρατηγούς και προνοητές, προσλαμβάνεται στις τάξεις του ενετικού στρατού (261:1). Ένας Marco Balaban, τούρκος βαφτισμένος χριστιανός, βρίσκεται ανακατεμένος σε μια υπόθεση κατασκοπείας στην Κορώνη, το 1465 (259:74). Τοποθεσία «Μπαλαμπάνα» λίγο πριν φθάσουμε στο Μούχλι. Τοπωνύμιο «του Βαλαβάνη». Οικισμός του Άργους, εγκαταλελειμένος το 1868 (14). Ο Χατζή Γιάννης Εμμανουήλ Μπαλαμπάνος, από τα Ψαρά, υπογράφει πωλητήριο έγγραφο στις 25.7.1797 στο Ζητούνι (Λαμία) (17:282).
ΜΠΑΛΑΦΑΡΑΣ (Άργος). Σε μια Agnese Malafara da Napoli και τα παιδιά της Σωτηριανό και Γιαννάκη, που γεννήθηκαν στο Ναύπλιο, παραχωρείται κάποια θέση στο Ριάλτο της Βενετίας (262:459).
ΜΠΑΡΔΗΣ (Άργος 1851, Δίδυμα). Στα Ενετικά Αρχεία, στρατιώτης Pierro Bardi αναφέρεται το 1541 (261:338). Στρατιώτης Gigni Bardi, το 1544 (261:392). Αλβανικό τοπωνύμιο «Laka Bardi» στο χωριό Βαριμπόμπη της Τριφυλίας (313:321). Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει λευκός.
ΜΠΑΣΤΑΣ (Άργος). Επώνυμο οικογένειας στρατιωτών, από το 1512 (260:XIV). Τοπωνύμιο «του Μπάστα» στο χωριό Λογγά της Πυλίας. Όνομα μιας αλβανικής φάρας της νοτίου Αλβανίας αλλά και της Ιταλίας (313:295). Χωριό της Αρκαδίας.
ΜΠΑΤΑΒΟΣ (Ναύπλιο). Μπαταβοί ελέγοντο και λέγονται ακόμα οι Ολλανδοί, που κατάγονται από την Batavia. Το επώνυμο ίσως είναι εθνικής καταγωγής σημαντικό, όπως το Φράγκος, Ρούσσος, Αρβανίτης κλπ. Λαϊκή έκφραση σημαίνει τον ανόητο.
ΜΠΕΛΟΚΑΣ (Άργος). Στις 2 Ιουνίου 1512, αναχωρούν από τη Βενετία τα πλοία ιδιοκτησίας Γεωργίου Ψαρά και Ιωάννου Belocha, που μεταφέρουν εφόδια στο Ναύπλιο (236:268). Μία Κατερίνα Belocha απαντάται το 1548 στα Ενετικά Αρχεία (262:11). Laurenzio Belochio: έχει χαράξει το όνομά του σε μια κολώνα της Αγ. Μονής Ναυπλίου (Bel’ Ochio: αυτός, που έχει ωραία μάτια). Επιτύμβια πλάκα με την επιγραφή: (1630) ΚΥΜΗΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ / ΟΣΙΟΤΑΤΟΥ / ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΜΠΕΛΟΚΑ / ΕΚ ΧΩΡΑΣ ΝΑΥΠΛΙΟΥ: βρίσκεται εντοιχισμένη στη νότια πλευρά του καθολικού της μονής Αρτοκοστάς Κυνουρίας (13:259). Ο Νικηφόρος Μπελόκας, με το κοσμικό όνομα Νικόλαος, υπήρξε ο ανακαινιστής της μονής, το 1617, όπως αναγράφει σχετικό σιγίλλιο (13:262).
ΜΠΕΝΟΣ (Άργος). Λατινικό βαπτιστικό όνομα, αργότερα και επώνυμο (119). Γεώργιος Μπένος βεβαιώνει έγγραφο, το 1713, στο χωριό Νεζερά της Αχαΐας (291:63).
ΜΠΕΡΚΕΤΗΣ (Πόρτο Χέλι). Στρατιώτης Thodaro Barcheti στην Κεφαλονιά, το 1561 (262:97). Πέτρος Μπερκέτης, μελογράφος, αναφέρεται σε κώδικα του 18ου αι., στη Ζάκυνθο (40:61).
ΜΠΙΜΠΗΣ (Άργος 1873, Επίδαυρος, Χέλι). Ένας Antionio Bibi, μακαρίτης το 1543, κατείχε το αξίωμα «Di Cao di Guarda nel Sextier di SMarco et di Casonier del casondi Frezaria…” (261Q383). “Στ’ Βρύσ’ τ’ς Μπιμπαίοι»: πηγή της Καστάνιανης Ηπείρου, όπου κατοικούσε ο Μπίμπας (283:226).
ΜΠΟΓΑΣ (Άργος) και ΜΠΟΥΓΑΣ. Χωριό Μπουγά και Μπουγιάτι στην Αργολίδα, αλλά και αλλού, που οφείλουν την ονομασία τους ενδεχομένως σε μέλη της οικογένειας Μπούα. Το όνομα Μπούας αναφέρεται από τον Κ. Σάθα, το πρώτον αν δεν κάνω λάθος, το 1406, ως Μαυρίκιος Μπούας Σγουρός (256:ΧΧΙΙ). Έκτοτε το επώνυμο επαναλαμβάνεται συχνά. Dιμων Μπουγαc, το 1642, από επιτύμβιο πλάκα μέσα στον καθολικό της μονής του Αγίου Ιωάννου στο Λιβάδι (Καρυάς), στην Λευκάδα. Τοπωνύμιο «Λάκκα του Μπουγά» στο χωριό Αελιάς Ολυμπίας (313:207). Τοπωνύμιο στο Πραστό Κυνουρίας: «στου κυρ Γεωργάκη Μπουγά», σε έγγραφο της μ. Ρεοντινού, το 1762 (49:213). «Ιωάννης Μπογάς»: υπογράφει σε κατάσταση διανομής λαδιού, στα Ιωάννινα, το 1820 (114:117). Μπουγάς: σε διαθήκη τυ 1638, στη Ζάκυνθο (126:φ55). Διεξοδικότερα με την καταγωγή της οικογένειας Μπούα είχε ασχοληθεί ο Κ. Η. Μπίρης (202:39). Βλέπε και: ExJoannis Coronaei rebus a Mercurio Bua gestis (314:367-370).
ΜΠΟΖΙΚΗΣ (Ερμιόνη). Παλαιά οικογένεια από τη Ζάκυνθο.
ΜΠΟΖΟΝΕΛΟΣ (Άργος, Καρυά κ.α.). Πιθανώτατα πρόκειται περί αναγραμματισμού: ο από την Bologna της Ιταλίας καταγόμενος ή προερχόμενος, ο Μπολονέζος, έγινε Μποζονέλος (229:160).
ΜΠΟΝΑΦΙΝ (Ναύπλιο 1800-1893). Τοπωνύμιο «Μποναφέ» ανάμεσα στα χωριά Πισινώντα και Μουζάκη Ζακύνθου (109:174). Κων/νος Μποναφίς, νοτάριος, απαντάται σε διαθήκη του 1617 στη Ζάκυνθο (126:φ26, 84).
ΜΠΟΝΗΣ (Άργος). «Κώστας Μπόνι» αναφέρεται μεταξύ των οφειλετών στην έκθεση, που υπέβαλαν οι πραγματογνώμονες στις Ενετικές Αρχές, σχετικά με την περιουσία των Μαρουτσαίων στην Άρτα της Ηπείρου, το 1756 (189:63). Ένας Μέτσο Μπόνιος, ιταλικής πιθανόν καταγωγής, αναφέρεται μεταξύ του ανωτέρου προσωπικού της αυλής τυ Αλή πασά (141:33). Ένας Μπόνης, πιθανόν στο Βουκουρέστι, αναφέρεται σε επιστολή του Ι. Νικολόπουλου προς τον αδελφό του Κων/νο, στο Παρίσι (;), το 1818 (92:253). Don Paolo de Bonis: λατίνος κληρικός περί το πρώτο μισό του 17ου αι., στην Κέρκυρα (292:137-9). «Φραγκιάς Μπόνης» αναφέρεται να αγοράζει «ένα κατάλυμα εν Μαράθι Μυκόνου», την 2.4.1676 (233).
ΜΠΟΥΖΑΣ και ΜΠΟΥΖΙΟΣ και ΜΠΟΥΖΟΣ (Κρανίδι, Κιβέρι). Στρατιώτης Stephano Busi μνημονεύεται στις τάξεις του Ενετικού στρατού, το 1541 (261:338). Τοπωνύμιο «ο Μπούζης» στο χωριό Κάτω Κοπάνιτσα (Καρυαί) Τριφυλίας και Σμαρλίνα (Στόμιον) Ολυμπίας. Το «Μπούζι», «του Μπούζη»: το σημερινό χωριό Ελαία Τριφυλία (313:208). «Νικολής Κωνσταντή Μπούζα» αναφέρεται στο 1809 σε έγγραφο του Αρχείου Ύδρας (19:424). Το επώνυμο είναι ίσως Ηπειρωτικό, γιατί αναφέρεται και αλβανός Ταφίλ Μπούζης μετεπαναστατικά (131:241). Τοπωνύμιο «του Βούζη» (Μπούζη;) στην περιοχή Μέρμπακα (Αγ. Τριάδα) Αργολίδας αναφέρεται στο «Υπόμνημα» του Επισκόπου Ναυπλίου και Άργους Λέοντος, το 1144 (12:15).
ΜΠΟΥΚΟΥΡΑΣ (Άργος, Πασά (Ίναχος), Ναύπλιο). Στρατιώτης Γκούμας (Ιάκωβος) Μπούκουρας χρονολογείται από το 1511 (261:338). Τοπωνύμιο «του Μπούκουρα» στο χωριό Ψάρι της Τριφυλίας (313:208). Επώνυμο αναφερόμενο μεταξύ των Φιλικών του χωριού Μαγούλιανα (128:339-42). Χωριό Μπούκουρα στην επαρχία Πατρών (64:450). Και συνθηματική γλώσσα στην Ήπειρο: «τα Μπουκουρέικα» (271). Νικ. Μπούκουρας υπογράφει έγγραφο (τουρκικό), το 1818, στην Αλωνίσταινα (69:367).
ΜΠΟΥΡΛΟΣ (Δερβενάκια). Το «χάνι του Μπούρλου» στα Δερβενάκια. Το επώνυμο γνωστό και από το Αργίτικο δημοτικό: «του Μπουρλού μωρή το σαλβάρι σου κλπ.». Αλβανικό τοπωνύμιο «Laka Mburlu» στο χωριό Μαλίκι (Πολυθέα) Τριφυλίας (313:322). Η λέξη είναι ιταλική και σημαίνει: αστείος.
ΜΩΡΟΣ (Άργος, Κρανίδι). Στρατιώτης Μώρος από την Ναύπακτο, αναφέρεται στο 1563 στα Ενετικά Αρχεία (262:107). Τοπωνύμιο «του Μώρου» στο Σιδερόκαστρο της Τριφυλίας (313:211).
ΝΕΡΟΥΤΣΟΣ (Άργος 1845). Αναφέρεται από τον 15ο αι. (Nerozzo) (88:289-293).
ΝΤΑΝΤΗΣ (Ναύπλιο). Στρατιώτης στον Ενετικό στρατό Ιωάννης Tandi αναγράφεται το 1541 (261:353). Το επώνυμο Tandi αναφέρεται στον κατάλογο των ευγενών από το Ηράκλειο Κρήτης που εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα τον 17ο αι. (158:452). Georgius T., κρητικός, εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας το 1638 (238:262).
ΝΤΟΚΟΣ (Κουτσοπόδι, Μύλοι). Ένα επώνυμο που απαντάται σχετικά συχνά στην Αργολίδα, είναι και το Ντόκος. Με κέντρο πιθανόν το Κουτσοπόδι, όπου είναι και πολυαριθμότερο, έχει απλώσει μέχρι τους Μύλους, Κούτσι, Ναύπλιο, και φυσικά και την Αθήνα.
Για την προέλευση αυτής της οικογένειας, ούτε ιστορικά είναι βεβαιωμένο τίποτα, αλλά ούτε και τα μέλη της διέσωσαν κάτι σαν παράδοση. Έτσι, στην αναζήτηση της καταγωγής της, μοιραία θα περιοριστούμε σε εικασίες.
Επειδή τα οικογενειακά επώνυμα δεν παρουσιάζονται τυχαία, αλλά πάντα από κάπου ξεκινούν, μπορούμε να κάνουμε την εξής υπόθεση.
Το επώνυμο Ντόκος, το συναντούμε στην Ήπειρο:
– Ως «Ντόκας», στους αγώνες μεταξύ Λιαλιαταίων και Καραμουραταταίων, περί το 1687 για την «προστασία» του χωριού Διπάλιστα της Ηπείρου, το σημερινό Μολυβδοσκέπαστος.[1]
– Μια Αλεξάνδρα Ντόκου, υπογράφει προικοσύμφωνο το 1803 στα Γιάννενα.[2]
– Το 1820, μνημονεύεται το επώνυμο επίσης στα Γιάννενα.[3]
– Αλλά και τοπωνύμιο στο χωριό Γλανιτσιά της Γορτυνίας.[4]
– Στο Πωγώνι της Ηπείρου.[5]
Οι πληροφορίες αυτές είναι βέβαια λίγες, αλλά μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι την αναζήτηση για την προέλευση της οικογένειας αυτής θα πρέπει να την αρχίσουμε από την Ήπειρο.
Στην περιοχή αυτή, εμφανίζεται στα μέσα του ΙΔ’ αιώνα, ο από το Benevento της Ιταλίας καταγόμενος Γουλιέλμος Tocco (+1275), ο οποίος θεωρείται και ο γενάρχης της μεγάλης οικογένειας των Tocchi, μέλη της οποίας παρουσιάζονται αργότερα σαν δούκες της Λευκάδας, κόμητες της Κεφαλονιάς, αυθέντες της Βοστίτζας, κύριοι της Ζακύνθου, δεσπόται της Άρτας και των Ιωαννίνων.
Η δραστηριότητα της οικογένειας αυτής θα μας απασχολήσει μόνο από τον Κάρολο Tocco I., και μεταγενέστερα, γιατί ο Κάρολος αυτός, στις αρχές του ΙΕ’ αι., βοηθούμενο από τον αδελφό του Λεονάρδο, επεξέτεινε την κυριαρχία της οικογένειας από το Αργυρόκαστρο της Β. Ηπείρου, μέχρι το Άργος.[6]
Όταν πέθανε ο Κάρολος Ι (4.7.1429), άφησε πέντε γιους νόθους, τον Μέμνωνα, «…έναν Μοραΐτη», ο οποίος το 1458 όταν ο Μωάμεθ ο ΙΙ εισέβαλε στην Πελοπόννησο, εμάζωξε πολλούς Μοραΐτες λέγοντας να αντισταθεί του Σουλτάν Μεχμέτ. Και εδιάβη και εστάθη επάνω εις τόπον λεγόμενον Φλιούνι (Πιθανόν το όρος Πολύφεγγον της Νεμάς», «εισέ τόπον δυνατόν. Και ο Σουλτάνος διέβη και επήρε τον Ταρσό». (Γεω. Θ. Ζώρα, η Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως και η Βασιλεία Μωάμεθ Β’ του Κατακτητού, κατά τον ανέκδοτον ελληνικόν Βαρβερίνον κώδικα 111 της Βατικανής Βιβλιοθήκης, ΕΕΒΣ, ΚΒ’ (1952) σ. 263). Τον Ηρακλή, τον Τούρνο, ένας γιος του οποίου, Τζήρνος ή Κύρνος Τόκκος, αναφέρεται στο κείμενο της ειρήνης που σύνηψαν το 1502 η Βενετία και ο Βαγιαζήτ και μνημονεύεται ως κύριος τόπου στη Λευκάδα (Κ. Σάθας, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, 1869, σ. 68). Έναν άλλο ίσως Αντώνιο, για τον οποίο πάλι ο Κ. Σάθας, ό.π. σ. 58 γράφει: «Ύστερον», μετά την κατάληψη των νήσων Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Λευκάδος υπό των Τούρκων, «Αντώνιος ο Τόκος», βοηθούμενος υπό του βασιλέως της Νεαπόλεως, κατέλαβεν τας δύο πρώτας νήσους. Πλην οι Ενετοί εξαπατήσαντες και τον Σουλτάνον, ευκόλως εγένοντο κύριοι αυτών (1483)». Και τελευταίο τον Ορλάνδο.[7]
Σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής, τα παιδιά επειδή ήσαν νόθα, δεν είχαν δικαίωμα στην πατρική κληρονομιά, η οποία περιήλθε στον ανηψιό του Κάρολου, επίσης Κάρολο ΙΙ.
Μικρά κτήματα των πατρικών κτήσεων στην Ακαρνανία παραχωρήθηκαν στον Ηρακλή και στον Τούρνο, οι οποίοι εμφανίζονται αργότερα να συνεχίζουν τις προσπάθειές τους για να τα καταλάβουν (6-79). Στον Μέμνωνα παραχωρήθηκαν κτήματα στο Μοριά, και εμφανίζεται το 1436 ως κύριος της Κερπινής των Καλαβρύτων (7-530).
Για τους άλλους δύο δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες. Τα ίχνη τους χάνονται μέσα στον Τουρκικό Στρατό που είχε ενσκήψει στον ελληνικό χώρο, και στον οποίον κατέφευγαν τότε όλοι οι δυσαρεστημένοι. Η τελευταία αυτή πληροφορία, ότι ο Μέμνων Τόκκος, τελειώνει την παρουσία του στην ιστορία, σαν αυθέντης της Κερπινής, οδηγεί στην υπόθεση ότι αν υπήρχαν ακόμη στην Κερπινή, αναμνήσεις, παραδόσεις ή υπολείμματα των οικογενειών των Τόκκων, ήταν πολύ πιθανό, να μπορούσε να βρεθεί κάποιος σύνδεσμος ανάμεσα στους Τόκκους της Κεφαλονιάς-Ηπείρου, με τους Ντόκους της Αργολίδας.
Πράγματι, σε μια επίσκεψη, το Πάσχα του 1982, στην Κερπινή των Καλαβρύτων διαπιστώθηκε ότι, στο γειτονικό χωριό, το Ορεινό Βυσοκά, που βρίσκεται όμως μέσα στα όρια της Κερπινής, –σήμερα έχει εγκαταλειφθεί και κάτοικοί του κατέβηκαν στο Βυσοκά (Σκεπαστό)–, σώζονται ακόμη 4 οικογένειες με το επώνυμο Ντόκος.
Βέβαια κανείς δεν ήξερε κάτι για την καταγωγή τους. Αλλά όλοι απέκλεισαν την πιθανότητα να είχαν ανέβει εκεί επάνω, –τον χειμώνα τα χωριά αυτά είναι αποκλεισμένα από τα χιόνια–, από τον Αργολικό κάμπο. Θεώρησαν πιθανότερο, οι Ντόκοι του Άργους να προέρχονται από τους ορεινούς Ντόκους των Καλαβρύτων, όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά με τους «χειμαδιώτες», που σιγά-σιγά εγκαθίστανται στον κάμπο, εγκαταλείποντας την ορεινή αλλά σκληρή γενέτειρα.
Η παρουσία αυτή των Ντόκων στην Κερπινή, ίσως είναι μία ένδειξη, πολύ πιθανή κατά τον γράφοντα, για τη συγγένεια Τόκκων και Ντόκων, αλλά βέβαια δεν είναι απόδειξη. Χρειάζονται κι άλλες πληροφορίες, οι οποίες σήμερα δεν υπάρχουν. Γι’ αυτό και η πάρα πάνω υπόθεση, όσο ωραία και αν είναι, παραμένει πάντα υπόθεση (139:70).
ΞΙΑΡΧΟΣ (Καρυά, Κρανίδι). Ένας Conte Xarcho… fuggito de Turchia μνημονεύεται στο στρατόπεδο της Zara, το 1503, στα Ενετικά Αρχεία (260:71, κ.ε.). Οι Ενετοί της Επτανήσου, όταν έλεγα TURCHIA, εννοούσαν και την Ηπειρωτική Ελλάδα. Νικόλαος Έξαρχος, πρωθιερέας, γεννημένος γύρω στα 1730-40, ήταν πρό-παππος του Ι. Λαμπρίδου (133:θ’). Κων/νος Ξάρχος, «εκ χώρας Πραστού», ανακαινίζει την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου Ρεοντινού (1689) (49:202). «γηοργουλη και θαναση και επηληπι ξηαρχεοι» βεβαιώνουν σε πωλητήριο έγγραφο του 1812 (69:375).
ΞΥΠΟΛΙΑΣ (Άργος, Λιγουριό Ναύπλιο) και ΞΥΠΟΛΗΤΑΣ (Κρανίδι). Sipolisias Δημήτριος και Θεοδώρα, από την Μονεμβασία, αναφέρονται το 1547 στην Napoli di Romania (261:439).
ΞΥΦΤΕΡΗΣ (Κρανίδι). Στους Ενετικούς καταλόγους, μεταξύ εκείνων που πήραν κάποια αμοιβή για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν, αναφέρεται και ο Alessandro Xifiteri da Napoli, το 1545 (261:411).
ΠΑΓΚΑΛΟΣ (Ναύπλιο). Ενετός πρόξενος στην Άρτα το 1765, απαντάται ο από την Κρήτη καταγόμενος Μοσχονάς Πάγκαλος (184:292). Νικόλαος Πάγκαλος στέλνεται στην Τεργέστη και από εκεί στην Πετρούπολη σαν πρεσβευτής της Ύδρας, το 1789 (17:28). «Μάστρο Δούκας Πάγκαλος» σε έγγραφο του 1644, στη Ζάκυνθο (104:11). Οικογένεια Παγγάλων, ενετικής καταγωγής, σημειώνεται στην Τζιά (Κέα) (303:203).
ΠΑΛΑΒΙΤΣΙΝΗΣ (Ναύπλιο). Γενάρχης του Παλλαβιτσίνη της Ελλάδας θεωρείται ο Γουΐδων Παλλαβιτσίνη (1204), μαρκίων της Βοδονίτζης (87:475). Κατόπιν, όμως, εμφανίστηκαν και άλλοι: Alberto Pallavicini, μαρκήσιος της Βοδονίτσας, μνημονεύεται το 1310 (319:280), και το 1570 ο Σφόρτσα Παλαβιτσίνης, βενετός αρχιστράτηγος (299:278). Οικογένεια ΠΑΛΑΒΙΤΣΙΝΟΥ, το 1675, στη Ζάκυνθο (82:505).
ΠΑΝΑΡΙΤΗΣ (Άργος, Ναύπλιο). Εκτός από τα χωριά Παναρίτη της Ναυπλίας, Κορινθίας, Αχαΐας, Βορείου Ηπείρου, υπάρχει και στρατιώτης στα Ενετικά Αρχεία, προ του 1511, με το όνομα Panariti (Πανάρετος;) (260:97).
ΠΑΝΤΟΤΗΣ (Άργος). «Αλεξαντρής Πανδεότης» αναφέρεται δημόσιος νοτάριος σε έγγραφο του ολή (1538), στον Κώδικα της μ. Σπηλιώτισσας Ζακύνθου (126:φ. 2 σελ. β). Στην οικογένεια υπάρχει η παράδοση ότι έχουν έρθει από την Ιταλία.
ΠΑΡΑΒΑΝΤΗΣ (Άργος). Στο χωριό Άκοβο της Μεσσηνίας απαντάται, το 1659, οικογένεια με το παρεμφερές επώνυμο Πραβάντο, μέλη της οποίας υπογράφουν επιστολή προς τον Μοροζίνη (91:245). Θα μπορούσαν, πιθανόν, να συσχετισθούν με τους Παραβάντηδες του Αχλαδόκαμπου και του Άργους. Παράβαντα, επίρρημα στην Κάρπαθο, σημαίνει πλαγίως. (198:300).
ΠΑΣΧΑΛΗΣ (Ερμιόνη). Στρατιώτες με το επώνυμο Πασχάλης απαντώνται στα Ενετικά Αρχεία οι εξής: Zorz P. το 1541 (261:353), Ανάργυρος Π., da Napoli di Romania το 1553 (262:44), Ιωάννης Π., da Thine (Τήνος), επίσης το 1553 (262:36). Πασχάλης απαντάται σε έγγραφο της Κοιν. Ύδρας, το 1806 (18:358).
ΠΑΤΡΙΝΙΟΣ (Ναύπλιο). Ένας Zuane Patrino, Ηπειρώτης, αναφέρεται, από το 1575, στο Μητρώο της Αδελφότητος Αγίου Νικολάου στη Βενετία (189:242). «Πατρινιά χωράφια» στα Λαγκάδια της Γορτυνίας (16). Αναγνώστης Πατριναίος, το 1797, πιθανόν από την Σμύρνη (15:474). «Δημ. Πατρινός με 50 ανθρώπους» αναφέρεται σε έγγραφο της Κοιν. Ύδρας, το 1803 (18:79, 31:232).
ΠΑΧΥΣ (Ναύπλιο). Ιωάννης Παχύς στασιάζει εναντίον του αυτοκράτορα Αλεξίου ΙΙΙ κατά το 1198 (142:520). Ένας Κανάκης Παχύς υπογράφει την «κόποια των υπαρχόντων της Αγίας Μονής» το 1679 (309:256). Ένας Zorzi Pacchi da Ma-Ivasia αναφέρεται στα Κύθηρα τον 13ο αι. (259-:301). Παναγιώτης Παχύς αναγράφεται μεταξύ των «οικοκυραίων» της νήσου Ύδρας (19:40). Παναγιώτης Παχύς αναφέρεται σε επιστολή των προεστών Σπετσών το 1816 (21:255). Τζαννέτος Παχύς αναφέρεται σε «μρικοπαράδοση», το 1706 στη Ζάκυνθο (126:φ88).
ΠΕΒΕΡΕΤΟΣ (Άργος, Δαλαμανάρα). «Ποβερέτου Κεφαλλήνος Λόγος επιφανηματικός κλπ.»: έγγραφο του 18ου αι. (156:471). Ένας Πρέβετος Γεώργιος, από τη Ζάκυνθο, εγκαθίσταται στην Τεργέστη το 1740 (298:371). Το επνμ. αναγράφεται συχνά ως Μπεβερέτος στο υπ’ αριθ. 205/30.7.1841 μισθωτήριο συμβόλαιο του συμ/φου Ναυπλίου Α. Κ. Ελαιώνος.
ΠΕΡΠΙΝΙΑΣ (Ναύπλιο). Περπινιάνης Γεώργιος, δυτικός επίσκοπος Τήνου (1594-1616) (285Α:57). ΠΕΡΠΙΝΙΑΣ Σάντος, αναγράφεται σε συμβόλαιο υπ’ αριθ. 88 22.5.1841, του συμβολαιογράφου Ναυπλίου Αναστ. Κ. Ελαιώνος. Προφανώς ο από το Περπινιάν της Γαλλίας καταγόμενος. Χωριό Πέρπενη στη Λακωνία.
ΠΙΚΟΣ και ΠΙΚΗΣ (Άργος, Ναύπλιο). Αναφέρεται Παναγιώτης Πίκος, φιλικός στη Μολδοβλαχία (1817) (209:69).
ΠΙΠΕΡΟΣ (Άργος, κ.α.). Ο Andreas Piperi cretensis, δηλ. κρητικός, εγγράφεται το 1707 στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας. (237:125).
ΠΙΤΣΑΣ (Επίδαυρος, Κρανίδι, Ναύπλιο, Χέλι). Χωριό στην Αχαΐα. «Ο Πιτσάς»: τοπωνύμιο στο Σιτοχώρι της Τριφυλίας (313:337). «Μήτρος Πιτζάς», το 1806, σε έγγραφο της Κοιν. Ύδρας (18:358). «Λάζαρος Πιτσάς», το 1811, σε έγγραφο της Κοιν. Ύδρας (20:164). Πίτσης, το 1675, «εξ Αργολίδος», αναφέρεται από τον Η. Τσιτσέλη (294:253).
ΠΛΑΤΑΝΙΤΗΣ (Άργος 1869). Βρετός Πλατανίτης da Napoli di Romania απαντάται, το 1557, στον Ενετικό στρατό (262:81). Ομώνυμο χωριό κοντά στο χωριό Μέρμπακα (Αγ. Τριάδα) της Αργολίδας. Αναγνώστης Πλατανίτης αναγράφεται σε κατάσταση της Κοιν. Ύδρας, το 1802 (17:314).
ΠΡΙΦΤΗΣ (Άργος). Πολλοί στρατιώτες στον Ενετικό στρατό ονομάζονταν Prifti (: παπάς) (261:337, 353, 356). Χωριό Πρίφτιανι (Μοναστηράκι) στην Αργολίδα. Χωριό και οπλαρχηγός Πρίφτης στη Σαμαρίνα της Ηπείρου, το 1743 (141:17). Πρίφτης υπογράφει συμβόλαιο αγοραπωλησίας του Αρχείου Νέζου (203).
ΡΑΔΟΣ (Κρανίδι 1884). Χωριό με αυτή την ονομασία, «του Ράδου», βρίσκεται στην επαρχία Ερμιονίδας. Rado: αλβανικό και σλαβικό βαπτιστικό όνομα (: καλός, βλ. και ράδιον), απαντάται στους στρατιώτες Rado Prifti και Rado Renessi, από το 1541 (261:333, 261:358). Ορεινό χωριό της Γορτυνίας.
ΡΑΛΛΗΣ και ΡΑΛΗΣ (Άργος, Ναύπλιο). Η λέξη «Ραλ» είναι αλβανική και σημαίνει: σπάνιος, άτριχος (256:ΧΧVI). Πρώτος με το όνομα αυτό εμφανίζεται στην ιστορία ο Ραούλ ο Λυκοδέρμων, νορμανδικής πιθανόν καταγωγής, κατά τον 11ο αι. Ραούλ Αλέξιος, πρωτοβεστιάριος του Ιωάννου Δούκα Βατάτζη (1222-1254) αναφέρεται από τον Γεώργιο Ακροπολίτη (5:69). Μιχάλης Ράλλης αναφέρεται στα Ενετικά Αρχεία το 1489 (239:162). Βελισάριος Ράλλης αναγράφεται σαν ιδιοκτήτης γαλέρας το 1533 (259:315). Βιβλιογραφία (36:15, 38:139, 37:68, 39:254, 30:217).
ΡΑΧΑΝΙΩΤΗΣ (Άργος, Επίδαυρος, Χέλι (Αραχναίο)). Μήπως το Ραχανιώτης αυτό καλύπτει το Ταρχανειώτης; Γιατί, όπως γράφει ο Κ. Σάθας: «Le poete strathiote (Marulos) quoique s’intitulant Constantinopolitain, il etait originaire de Dume d’Achaïe, sa mere descendait de la célébre maison de Tarchaniotes Argiens seigneurs de Tarchanium (le mont Aracnium des anciens)… » (: Ο Στρατιώτης ποιητής Μάρουλος, παρ’ όλον ότι ετιτλοφορείτο Κωνσταντινουπολίτης, προερχόταν από την Δύμη της Αχαΐας, η μητέρα του καταγόταν από την ένδοξη οικογένεια των Ταρχανειωτών, Αργείων κυρίως του Ταρχανίου, του όρους Αραχναίου των αρχαίων…» (260:IV). Διαμάντε: θυγάτηρ Γεωργίου Τραχανιώτου, μνημονεύεται σε διαθήκη του 1646 στη Ζάκυνθο (106:166). «Στου Ραχανιώτη»: τοπωνύμιο στην περιοχή Χέλι (Αραχναίο) της Αργολίδας. «Ταρχανιώτης (Ραχανιώτης;)», «μέγας δομέστικος Νικηφόρος ο Ταρχανειώτης, στρατιώτης καλός και αγαθός στρατηγός», άντρας της αδελφής του Μιχαήλ VIII του Παλαιολόγου (1261-1283), αναφέρεται από τον Ακροπολίτη (5:60). Φρούραρχος Τζουρουλού επί βασιλείας Ιωάννου Βογάτζη (1222-1254). (255:481). Ταρχάνειον, συνοικισμός παρά τα Κύψελλα της Θράκης, Θεοδοσίου, Μετοχίτου, Πρεσβευτικός, (251:161). Μιχαήλ Μάρουλος Ταρχανειώτης, Έλλην ποιητής των χρόνων της Αναγεννήσεως, (77Α:200-242).
ΡΙΓΚΑΣ (Τολό). Μία Donna Catherina του ποτέ Rigo da Napoli di Romania μνημονεύεται σε έγγραφο των Ενετικών Αρχών, το 1544 (261:394). ΡΙΓΚΑΣ και ΡΗΓΚΑΣ απαντώνται στην περιοχή Τζουμέρκων (136:71).
ΡΟΜΠΟΤΗΣ (Κρανίδι, Ρομπότσης 1874, Ναύπλιο, Πόρτο Χέλι). Ιωάννης Ρομπότης: αναφέρεται το 1262, στο «Πρακτιόν της Αγιωτάτης Επισκοπής Κεφαλληνίας κ.λπ.» (318:27). Ένας Ρομποτής καταφεύγει στην Κεφαλονιά, το 1502 (106:247). Alexio Robotin μνημονεύεται στην Κεφαλονιά, το 1528 (259:278). Ρομπότης: οικογενειακό επώνυμο στην Ήπειρο (131:41). Ρομποτής: οικογενειακό επώνυμο στο χωριό Αθάνα της Λευκάδας. Ρομποτής συμμετέχει στην ανέγερση ναού στον Άγιο Νικόλαο Ιρά (Λευκάδας) προ 300 και πλέον ετών (186:335). Τοπωνύμιο «το Ρομποτό» στο χωριό Καντηλισκέρι, Καλιστήριον (Πλατανόβρυση) Πυλίας (313:244). «Ρομπότα» (η δουλειά) και «ρομποτεύω» (εργάζομαι, σκάβω): στη συνθηματική γλώσσα των «γιοργατζάδων» του Κοσμά (129:67).
ΡΟΥΜΑΝΑΣ (Ναύπλιο). Χωριό στην Τριφυλία Ρουμανού ή Ρωμανού (313:245). Romana: ένδυμα μακρύ, μαύρου χρώματος, που παλαιότερα φορούσαν όλοι οι Ενετοί, στα τελευταία όμως χρόνια της Δημοκρατίας το χρησιμοποιούσαν οι Ενετοί δημόσιοι αντιπρόσωποι σαν ημιεπίσημο ένδυμα (311:582).
ΡΟΥΣΣΟΣ (Άργος, Ναύπλιο). Το επώνυμο απαντάται στη Μάνη από το 1736 (270:86).
ΣΑΒΙΝΗΣ (Άργος). Στρατιώτης Savinas ή Sovina ή Savinos αναφέρεται στα έγγραφα των Ενετικών Αρχείων, το 1539 (261:314). Και Vreto Savino, επίσης το 1539 (261:333). Τοπωνύμιο «του Σαβίνου» στην περιοχή Αγ. Νικόλαος (Κοιλιωμένου) στη Ζάκυνθο.
ΣΑΒΟΓΙΑΣ (Ναύπλιο). Στρατιώτης Manuel Savogia, da Napoli di Romania, απαντάται στα Ενετικά Αρχεία από το 1548 (262:4). Γρηγόριος Θεοδώρου Σαβόγιας από την Κρήτη, ιδρύει, το 1664, το ναό της αγίας Αικατερίνης ή των Τριών Ιεραρχών στο προάστειο Κήποι της Ζακύνθου (104:121). Προφανώς ο εκ Σαβοΐας καταγόμενος. «Ζακύνθιος ποιητής» (254:45).
ΣΑΓΚΑΣ (Ναύπλιο). Στρατιώτης με το επώνυμο Σάγκας απαντάται στον Ενετικό στρατό, το 1481 (259:190).
ΣΑΓΡΕΔΟΣ (Άργος 1853). Πέτρος Sagredo ονομαζόταν ο βενετσιάνος φρούραρχος του Στροβιλίου Ηπείρου, το 1479 (254:214). Από τότε, το επώνυμο απαντάται και σε άλλους Ενετούς αξιωματούχους. Αυγουστής Σαγρέδος: σε έγγραφο του 1623 στη Ζάκυνθο (126:φ87 σελ. β).
ΣΕΡΑΣ (Άργος 1845). Στο Αρχείο συμβολαιογράφου Ντόκου, Τοπωνύμιο στη Ζάκυνθο, το 1689 (126:φ77 σελ. β), και (30:219) – Nicoló Serra hobile Zacinthio το 1784 (814:XXXVI).
ΣΚΑΝΔΑΛΗΣ (Άργος). Ισίδωρος Σκανδάλης, ηρωικός πλοίαρχος στις τάξεις των ιπποτών της Μάλτας (1533-1540) (262:193). Ιωάννης Σκ., Ζακυνθινός, γιος του εν Μεθώνη Σκανδάλη (249:99).
ΣΚΙΑΔΑΣ (Μέρμπακα (Αγ. Τριάδα)). Επώνυμο αναφερόμενο από τον 14ο αι. (314:126, 317:229). Ένας Pietro Γεωργίου Schiada απαντάται σαν στρατιώτης, το 1541 (261:356). Αλβανικό τοπωνύμιο «ráj Skjadá» (: η ράχη του Σκιαδά) στο χωριό Μαλίκι (Πολυθέα) Τριφυλίδας (313:345).
ΣΚΛΗΡΗΣ (Άργος, Καρυά, Ναύπλιο). Ένας Γκιώνης Σκλήρης αναφέρεται σαν στρατιώτης, το 1541 (261:338, 257:LIII). Αλβανικό τοπωνύμιο «ára Skijíra» (: χωράφι του Σκλήρη): στο χωριό Πάνω Ψάρι της Τριφυλίας (313:292). Επώνυμο Σκληρής στην Κέρκυρα το 1611 (197:36). Βυζαντινή οικογένεια Σκλήρη στον δήμο Οινούντος Λακωνίας (72:572). (Σημ. 6).
ΣΚΟΥΡΑΣ (Άργος, Μπερμπάτι (Προσύμνη), Ναύπλιο, Πρίφτιανι (Μοναστηράκι), Χώνικα). Στρατιώτης με το επώνυμο Tonda Scura, από την Μονεμβασία, αναγράφεται στις καταστάσεις του Ενετικού στρατού το 1546 (262:434).
ΣΠΑΘΗΣ (Άργος). Περί το 1388, αναφέρεται από τον Ι. Λαμπρίδη ότι οι Ζαγορίσιοι, βοηθούμενοι από τον Τζασύλο, τοπικό οπλαρχηγό, εξέρχονται κατά του αλβανού λησταντάρτη Σπάθα (Σπάτα;) (131:4). Άνω και Κάτω Σπαθία: περιοχές του Βερατίου, υπαγόμενες πολιτικά στο Ελμπασάν (136:222). Σημαντικός αριθμός Spata αναφέρεται και από τον Κ. Σάθα. «Σπαθής»: νοτάριος σε συμβόλαια των αρχών του 17ου αι. στη Ζάκυνθο (126:φ7).
ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ (Κρανίδι, Ναύπλιο). Κατά το 1541, αναφέρονται οι εξής στρατιώτες με το επώνυμο Spilioti: Μιχαήλ, Ιωάννης, Μανουήλ, Νικόλαος και Θεόδωρος (261:355). Το 1820 απαντάται σε κατάσταση επαγγελματιών της νήσου Ύδρας (22:377).
ΣΤΑΪΚΟΣ (Κρανίδι, Ναύπλιο). Αλβανικό τοπωνύμιο (lázi-Stájkose» (: το χέρσο του Στάικου) στα χωριά Κούβελα και Καστρούγκενα (Καρνέικα) Τριφυλίας (313:293). Ανδρέας Στάικος αναφέρεται σαν στρατιώτης στον Ενετικό στρατό, το 1512 (261:105). Στάικος αναφέρεται στους λογαριασμούς του Σταύρου Ιωάννου, στα Ιωάννινα, το 1811 (116:214).
ΣΤΕΦΑΝΗΣ (Άργος). Anagnosti Stefanin, da Napoli di Romania, μνημονεύεται σε έγγραφο των Ενετικών Αρχείων και με χρονολογία 10.11.1548 (262:10).
ΣΤΙΝΗΣ (Κρανίδι 1854). «Strenuissimo et fidel Stratioto da Napoli di Romania Stini Clemente q. Neri et nepote del q. Marin Pizolo, homo virilissimo et strenuissimo κ.λπ (: ο θαρραλέος και πιστός Ναυπλιώτης στρατιώτης Στίνης Κλήμης του ποτέ Neri και ανιψιός του ποτέ Μαρίνου Pizolo, άνθρωπος ανδρειότατος και θαρραλεότατος κ.λπ.): αναφέρεται σε έγγραφο των Ενετικών Αρχών από το 1502 (260:67).
ΣΥΡΓΙΑΝΝΗΣ και ΤΣΙΡΓΙΑΝΝΗΣ (Άργος 1861). Παλαιότερα στο χωριό Γυμνό, σήμερα στο γειτονικό του Λιόντι (Νεμέας). Συργιάννης: διακρίνεται κατά τους εμφυλίους πολέμους (Καντακουζηνός). Βυζαντινός στρατηγός (1399), υποτάσσει τα Ιωάννινα στον Ανδρόνικο Α’ Παλαιολόγο. «Λα Κιάτρα αλ Συργιάννη»: καραούλι στο Δίστρατο, όπου σκοτώθηκε ο κλέφτης Συργιάννης (283:217). Ένας Domenego Surian, da Napoli di Romania, παίρνει σαν ανταμοιβή κάποια θέση στο Antivari, το 1542 (261:371). Το 1599, αναφέρεται ένας Γιάννης Sergiano, επίσης da Napoli di Romania (262:94). Ονομασία μονής στην Αττική: Συριάνη ή Συργιάνη (321:99), σε απόσταση 39’ από την Αθήνα, προς την κατεύθυνση του Υμηττού. Suriano Βερναρδίνος (1580;-1583;), λατίνος αρχιεπίσκοπος Κέρκυρας (292:59). Συργ. Spiridion, αναγράφεται το 1705 στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας (238:278). Συργιάνος ο εκ Συρίας καταγόμενος.
ΣΥΡΜΑΣ (Άργος 1863). Ένας Πέτρος Syrme ή Symi αναφέρεται, το 1471, στα Ενετικά Αρχεία (260:9). Αναγνώστης Σίρμας απαντάται, το 1790, στο χωριό Νεγάδες της Ηπείρου (136:99). Τοπωνύμιο «το ρέμα του Σούρμα» στο χωριό Ποταμιά της Τριφυλίας (313:255). Γιάννης Νικολή Σύρμας αναφέρεται σε κατάσταση, καπεταναίων μικρών πλοίων της Ύδρας, το 1810 (20:130). Νικόλαος Δ. Σίρμας: κατζηλλιέρης Σπετζών, το 1816 (21:300).
ΤΟΣΚΑΣ (Ναύπλιο, Προσύμνη κ.α.). Τόσκας, προφανώς, είναι ο καταγόμενος από την Αλβανική φυλή των Τόσκηδων. Andrea Thoschi: στρατιώτης da Napoli di Romania απαντάται το 1523 (260:130). Ένας Ljamze Glava Tósca αναφέρεται στο χωριό Μολήστι της Ηπείρου, το 1815 (273:44). Χωριό Τόσκα, ακατοίκητο, στην Πρέβεζα (133:154).
ΤΣΙΠΟΚΑΣ (Ναύπλιο). Τοπωνύμιο στην περιοχή του Κοιλιωμένου Ζακύνθου (110:207).
ΦΑΛΙΕΡΟΣ (Άργος). Ένας «ser Zuan Falier conte de Spalato» μνημονεύεται στα Αρχεία της Βενετίας, το 1543 (261:407). Το επώνυμο απαντάται και σε κατάλογο των ευγενών, που εγκατέλειψαν την Κάντια (Ηράκλειο Κρήτης), το 17ο αι. και εγκατεστάθηκαν στην Κέρκυρα (158:452).
ΦΑΝΤΗΣ (Κουτσοπόδι). Το επώνυμο απαντάται τον 18ο αι. σε έγγραφο της μ. Ρεοντινού Κυνουρίας (49:221).
ΦΛΟΚΑΣ (Άργος 1883). Χωριό Φλόκα στην Τριφυλία, Ηλεία, Πάτρα, Μονεμβασία και Ήπειρο. Mathio Floca: στρατιώτης στην Κεφαλονιά, το 1545 (259:282). Κύργιος (Κυριάκος) Φλόκας, κάτοικος Νεοχωρίου Τρίκκης, μνημονεύεται το 1656 (138).
ΦΟΣΚΑΡΙΝΗΣ (Κοφίνι (Νέα Τίρυνθα)). Επώνυμο μεσαιωνικής Ενετικής οικογένειας. Ο αρχαιότερος γνωστός είναι ο Στέφανος Φοσκαρινός ο υπό του Sanuto αναφερόμενος (1207) (201Α:207). Μετά αυτό το επώνυμο αναφέρονται δύο κλάδοι: οι FOSCARINI της Βενετίας, από την πόλη ALTINE, που μετά την καταστροφή της από τους Γότθους κατέφυγαν στα Βενετσιάνικα νησάκια, κατέλαβαν δημοτικά αξιώματα, έγιναν μέλη του Μεγάλου Συμβουλίου, και από το 1297 ονομάστηκαν πατρίκιοι. Ένας Ιάκωβος F., έγινε δόγης το 1762, ένας άλλος Ιάκωβος, στις αρχές του 17ου αι., ήταν Γενικός Διοικητής των ναυτικών δυνάμεων της Βενετίας (Generalissimo di Mare). Στην τελευταία περίοδο της Βενετικής Δημοκρατίας, οι αδελφοί Σεβαστιανός και Νικολό F., ιππότες του Χρυσού Περιδέραιου (stola d’ore) υπηρέτησαν ως πρεσβευταί.
Ο θυρεός των Foscarini ήταν: χρυσός με διαγώνια κυανή ταινία.
Και άλλοι Foscarini, του Lecce, που είναι κλάδος της προηγούμενης οικογένειας μετανάστευσαν στις αρχές του 17ου αι., στο Lecce με επικεφαλής έναν Ιωάννη – Αντώνιο του Καίσαρα Foscarini. Σ’ αυτόν τον κλάδο ανήκει και ένας Νικολό, ο οποίος για πολιτικούς λόγους αναγκάστηκε να εκπατριστεί και εμφανίζεται στην Τσαρική Αυλή. Η Ρωσσική Κυβέρνηση τον στέλνει το 1763 επίτροπό της στην Κέρκυρα. Πιθανόν γυναίκα αυτού του Νικολό Φ. να ήταν και η περίφημη Αδριανή Φ. της οποίας οι έρωτες με τον Καζανόβα προξένησαν σκάνδαλο στην εποχή της. (Ακολουθεί η περιγραφή του θυρεού του) (312:426).
Ο Κ. Σάθας, σχετικά με την οικογένεια F. γράφει: «Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου και της Μονεμβασίας από τους Τούρκους, η Σύγκλητος διόρισε έξη Σοφούς (savii) ή Υπουργούς (ministres) για να ασχοληθούν αποκλειστικά με τη συντήρηση και εγκατάσταση σε χριστιανικές χώρες, των ανδρείων Στρατιωτών των ανωτέρω πολιτειών, που προτίμησαν τον εκπατρισμό από τον μουσουλμανικό ζυγό. Τα ονόματα των έξη πρώτων συγκλητικών των αποκαλουμένων sapientes superrebus Naupliensium et Monovasiensium είναι: Antonio DandoloFrancesco LongoAloysio ContariniMarc Foscarini et Dolfino Dolfini (αναγράφει μόνο πέντε). Αργότερα αυτοί οι σοφοί (λατ. Sapientesαντικαταστάθηκαν από άλλους ευγενείς» (261:334). Leonardo Foscarini: αναφέρεται Προβλεπτής Ζακύνθου, το 1536 (81:124). Ιάκωβος Foscarini, στην Κρήτη, υποβάλλει έκθεση, το 1577 (315:80). Ιερώνυμος Foscarini: προβλεπτής Ζακύνθου το 1630 (81:126). Αλοΐσιος Φωσκαρίνης: προνοητής Λευκάδας, το 1695 (186:98).
Fr. Foscarini. Προβλεπτής Ζαρνάτας (1699) (119:4). Λουδοβίκος Φορκαρίνης. Ενετός γερουσιαστής και ιστοριογράφος. Συνέγραψε Istoria della Republica Veneta (1722). Γράφει επιστολή προς τον Ιάκωβο Ρατζόνικον (255:6α’).
Johanes Antonius Foscarini (1731-(-)1739): ο τάφος του επιγράφεται: Johannis Antonii Fuscareno – Corcyrae Archiepiscopi – Cineris – Anno MDCCXXXIX (42).
ΦΟΥΝΤΑΣ και ΦΟΥΤΗΣ (Άργος, Ναύπλιο). Στρατιώτης Fudis Lecas Αλβανός από τη Μονεμβασία, αναφέρεται στα Ενετικά Αρχεία, από το 1542 (252:366). Και χωριό Φούτια νότια της Μονεμβασίας).
ΧΑΡΒΟΥΡΗΣ (Ναύπλιο 1841). Marcus Carburi του Διμ., αναγράφεται μεταξύ των φοιτητών του πανεπιστημίου της Πάδοβας το 1745 (237:195).
ΧΑΡΟΣ (Βιβάρι Ναυπλίας). Ο Χάρος Ζένος, με ορμητήριο το Ναύπλιο, επέρχεται κατά της επαρχίας Καλαβρύτων επί κεφαλής στιφών (15000!!) την 27.6.1772 και διαρπάζει το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, αφού υπέβαλε τους μοναχούς σε βασανιστήρια. Εν συνεχεία επιτίθεται και κατά της Κερπινής (75Β:43).

Υποσημειώσεις


[1] Χρονικά της Ηπείρου θ’ 1 σ. 138.
[2] Συγκούνης Φ., Ανέκδοτος αλληλογραφία των Ζωσιμάδων, Ηπειρωτικά Χρονικά Η’ (1933), 201.
[3] Κυγέας Σ. Β., Ηπειρωτικόν Αρχείον Σταύρου Ιωάννου, Προλεγόμενα, Ηπειρωτικά Χρονικά, 14 (1939), 18.
[4] Γιανναροπούλου Ιωαν., Το περιεχόμενον του κτητορικού κώδικος της παρά την Στεμνίτσαν μονής Ζωοδόχου Πηγής (Χρυσοπηγή), ΓΟΡΤΥΝΙΑΚΑ Β’. (1978), 153.
[5] Λαμπρίδης Ι., Παγωνιακά, (Αθήνα 1889), 70, ΗΜ. Β’ (Ιωάννινα 1971).
[6] Λούντζης Ε., Περί της πολιτικής καταστάσεως της Επτανήσου επί Ενετών, Αθήναι 1969, σ. 72-73.
[7] Hopf Charles, Chroniques Gréco-Romanes, inedites oú peu connues publiées avec notes et tables généalogiques, εκδ. Σπανού, Αθήναι 1961, 530.

Βιβλιογραφία – (από τα άρθρα του Τάκη Μαύρου)



  • Αβούρης, Σ.Ν.: Σύντομος εκκλησιαστική ιστορία της Σύρου, ΕΕΚΜ. 6 (1967), 589-615.
  • Αδάμης, Μ.Γ.: Κατάλογος των χειρογράφων της βιβλιοθήκης Παναγιώτη Γκριτσάνη, ΕΕΒΣ, ΛΕ’ (1966-67), 313-365.
  • Ακροπολίτης, Γ., Χρονική συγγραφή, Βόννη 1836.
  • Ανδρεάδης, Μ.Χ.: Τινά περί δικαίου και δικαιοσύνης εν Κορινθία κατά τους πρώτους μετεπαναστατικούς χρόνους, Πελοποννησιακά, ΙΑ’ (1975), 172-179.
  • Αντωνακάτου, Ντ. – Μαύρος, Τ.: Ελληνικά μοναστήρια, Πελοπόννησος, 1 (Μονές Αργολίδας), Αθήνα 1976.
  • Των ιδίων: Ελληνικά μοναστήρια, Πελοπόννησος, 2 (Μονές Αρκαδίας), Αθήνα 1979.
  • Απογραφή Αποστολής Maison.
  • Αραβαντινού, Π., Χρονογραφία της Ηπείρου, Α’-Β’ εν Αθήναις 1856. Επανέκδοση Ηλ. Ρίζου.
  • Αρχείον Ιστορικού Λεξικού Ακαδημίας Αθηνών.
  • Αρχείον Κοινότητος Ύδρας, 1776-1832: 1 (1778-1802), εν Πειραιεί 1920.
  • Του ιδίου: 2 (1803-1806), εν Πειραιεί 1921.
  • Του ιδίου: 3 (1807-1809), εν Πειραιεί 1922.
  • Του ιδίου: 4 (1804-1812), εν Πειραιεί 1923.
  • Του ιδίου: 5 (1813-1817), εν Πειραιεί 1924.
  • Του ιδίου: 6 (1818-1821), εν Πειραιεί 1925.
  • Βαγιακάκος, Δ.Β.: Αρχαία και Μεσαιωνικά τοπωνύμια εκ Μάνης, (συμβολή 2α), Πελοποννησιακά, Β’ (1957), 302-334.
  • Του ιδίου: Βυζαντινά ονόματα και επώνυμα εκ Μάνης, Πελοποννησιακά Γ’-Δ’ (1958-59), 185-221.
  • Του ιδίου: Σχεδίασμα περί των τοπωνυμικών και ανθρωπονυμικών σπουδών εν Ελλάδι, 1833-1962, εν Αθήναις 1964.
  • Του ιδίου: Πάτραι – Πάτρα, Πελοποννησιακά, Ι’ (1974), 223-234.
  • Βέης, Ν.Α.: Χαμάραιτοι, Ιστορικόν και γενεαλογικόν σημείωμα, εν Αθήναις 1903.
  • Του ιδίου: Κατάλογος των χειρογράφων κωδίκων της εν Αροανεία μονής των Αγίων Θεοδώρων, Επετηρίς ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ, Γ’ (1906).
  • Του ιδίου: Επετηρίς ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ, Γ’ (1906).
  • Του ιδίου: Κριτική Αντωνίου Χ. Χατζή, Α.Δ.Φ. καθηγητού. Οι Ραούλ, Ραλ, Ράλαι (1080-1800), Βυζαντίς, Β’ (εν Αθήναις 1911-12), 250-255.
  • Του ιδίου: Κατάλογος των ελληνικών χειρογράφων κωδίκων της εν Ζακύνθω Φωσκολιανής Βιβλιοθήκης, ΔΙΕΕ, 8 (1926), 46-65.
  • Βιάζης, Σ.Δ.: Σημειώματα περί των Δυτικών Εκκλησιών, Αρχιεπισκόπων και Επισκόπων Επτανήσων, ΑΡΜΟΝΙΑ (1906).
  • Βλαχογιάννης, Γ.: Άπαντα των Νεοελλήνων κλασσικών. 4. Κλέφτες του Μοριά, Αθήναι, 1966.
  • Βροκίνης, Λ.: Η εν Κέρκυρα αποίκησις. Έργα, Κέρκυρα 1973.
  • Γιανναρόπουλου, Ι.: Δικαιοπρακτικά έγγραφα εκ της μονής Ρεοντινού, Πελοποννησιακά, Η’ (1971), 201-238.
  • Του ιδίου: Το περιεχόμενον του κτητορικού κώδικος της παρά την Στεμνίτσαν Μονής Ζωοδόχου Πηγής (Χρυσοπηγής), Γορτυνιακά Β’ (1978), 385-393.
  • Γριτσόπουλος, Τ.Α.: Η αρχιεπισκοπή Δημητσάνης και Αργυροκάστρου, ΕΕΒΣ, Κ’ (1950), 209-256.
  • Γριτσόπουλος, Τ.Α.: Η κατά την Κυνουρίαν μονή της Λουκούς, Πελοποννησιακά, ΣΤ’ (1963-68), 129-190.
  • Του ιδίου: Στατιστικαί ειδήσεις περί Πελοποννήσου, Πελοποννησιακά, Η’ (1971), 411-459.
  • Δεληγιάννης, Γ.Ν.: Η Ιερά Μονή Ελώνης, ΔΙΕΕ, Ι’ (1925), 86-127.
  • Δημητρακόπουλος, Σ.: Προεπαναστατικά δικαιοπρακτικά έγγραφα Αλωνισταίνης, Γορτυνιακά Β’ (1978), 361-384.
  • Δούκας, Π.Χ.: Η Σπάρτη δια μέσου των αιώνων, Νέα Υόρκη 1922.
  • Δρακάκης, Α.Ο.: Η Σύρος επί Τουρκοκρατίας. Η Δικαιοσύνη και το Δίκαιον. ΕΕΚΜ, 6 (1967), 63-492.
  • 75Β.      Ευαγγελάτος, Χρ. Γ.: Η Αγία Λαύρα, Ιστορία της Ι.Μ., 961-1961, Αθήναι 1981.
  • 77Α.     Ζακυθηνού, Διον.: Μιχαήλ Μάρουλλος Ταρχανιώτης, Έλλην ποιητής των χρόνων της Αναγεννήσεων, ΕΕΒΣ, Ε’ (1928), 200-242.
  • Ζώης, Λ.: Ιστορία της Ζακύνθου, Αθήνα 1955.
  • Του ιδίου: Λεξικόν Λαογραφικόν Ζακύνθου, Αθήναι 1963.
  • Καλομενόπουλος, Ν.: Μεγ. Ελλην. Εγκυκλ., λήμμα «Παλαβιτσίνης», 19, σ. 475.
  • Καμπούρογλου, Δ.: Μνημείο της ιστορίας των Αθηναίων, Α’ (1891).
  • Καραθανάσης, Α.Ε.: Επαναστατικαί κινήσεις στην Πελοπόννησο στα 1659, Πελοποννησιακά, Η’ (1971), σ. 239-260.
  • Καρατζάς, Σ.: Ο Αγαθόφρων Λακεδαιμόνιος και το Παρισινό περιοδικό «Μέλισσα», Πελοποννησιακά, Γ’-Δ’ (1958-59), 241-262.
  • Κατσούρος, Α.Φ.: Ναξιακά δικαιοπρακτικά έγγραφα του 17ου αι., ΕΕΚΜ, 7 (1968), 24-337.
  • Κονόμος, Ντ.: Ναοί και μονές στη Ζάκυνθο, Αθήναι 1964.
  • Του ιδίου: Η Χριστιανική τέχνη στην Κεφαλονιά, Αθήναι 1966.
  • Του ιδίου: Εκκλησίες και Μοναστήρια στη Ζάκυνθο, Αθήναι 1967.
  • Του ιδίου: Ο Μαρτινέγκος, Αθήναι 1976.
  • Του ιδίου: Ζάκυνθος (2ος τόμος), Αθήνα 1979.
  • Κουγέας, Σ.Β.: Ηπειρωτικόν Αρχείον Σταύρου Ιωάννου, Έγγραφα Αλή Πασά, Ηπ. Χρον., 14 (1939), σ. 49-144.
  • Του ιδίου: Έγγραφα Σταύρου Ιωάννου, Ηπ. Χρον., 14 (1939), 145-333.
  • Του ιδίου: Αναφορά των Βοιτυλιωτών προς την Ενετικήν Δημοκρατία (7.4.1690). Σύμμεικτα, Πελοποννησιακά, Β’ (1957), 426-430.
  • Του ιδίου: Η καταγωγή του Παναγιώτη Μπενάκη, Πελοποννησιακά, ΣΤ’ (1968), 1-42.
  • Κουκουλές, Φ.: Εκ των Ελληνικών παπύρων, Βυζαντίς, Β’ (εν Αθήναις 1811-12), σ. 474-503.
  • Κώδικας Μονής Σπηλιώτισσας Ζακύνθου. (Ανέκδοτος).
  • Κωνσταντόπουλος, Τ.: Νέα ονόματα Πελοποννησίων Φιλικών από τα Αρχεία της Τσαρικής Αστυνομίας, Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, 1965, σ. 339-342.
  • Κωστάκης, Θ.: Οι Γεωργατζάδες του Κοσμά και η γλώσσα τους, Πελοποννησιακά, ΣΤ’ (1963-68), 43-91.
  • Λαμπρίδης, Ι.: Ζαγοριακά (Αθήναι 1870), Ηπειρωτικά Αγαθοεργήματα, Α’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Ζαγοριακά μέρος 2ον (Αθήναι 1889), σ. 1-88, εν Ηπειρωτικά Μελετήματα, Β’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Ηπειρωτικά Αγαθοεργήματα, Ηπειρ. Αγαθοερ. Α’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Μαλακασιακά (Αθήναι 1888), Ηπ. Μελετ., Β’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων (Αθήναι 1880), Ηπειρ. Αγαθ., Α’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Πολιτική εξάρτησις και διοίκησις Μαλακασίου, ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ, 10 (1877), σ. 376-368, εν Ηπειρ. Αγαθ., Α’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Πογωνιακά (Αθήναι 1889), σ. 1-87, εν Ηπειρ. Μελετ., Β’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Ο Τεπελενλή Αλή πασάς, (Αθήναι 1887), σ. 1-84, εν Ηπειρ. Μελετ., Β’ (Ιωάννινα 1971).
  • Λάμπρος, Σπυρ.: Μιχαήλ Ακομινάτου του Χωνιάτου, τα σωζόμενα, τ. Β’ (Αθήναι 1880).
  • Του ιδίου: Εκθέσεις των Βενετών προνοητών της Πελοποννήσου εκ των εν Βενετία Αρχείων, ΔΙΕΕ, 5 (1900), σ. 605-823.
  • Του ιδίου: Τρεις επιστολαί του καρδιναλίου Βησσαρίωνος, Ν.Ε., 5 (1908), σ. 19-38.
  • Του ιδίου: Ναυπλιακόν έγγραφον του οίκου Πουλομάτη, Ν.Ε., 6 (1909), σ. 273-283.
  • Του ιδίου: Ενθυμήσεων, ήτοι χρονικών σημειωμάτων συλλογή πρώτη, Ν.Ε., 7 (1910), σ. 113-313.
  • Του ιδίου: Κατάλογος κωδίκων των εν Αθήναις Βιβλιοθηκών πλην της Εθνικής, Ν.Ε., 7 (1910), σσ. 321-337 και 469-483.
  • Του ιδίου: Κερκυραϊκά έγγραφα ανέκδοτα, Ν.Ε., 7 (1910), σ. 464-468.
  • Του ιδίου: Κατάλογος των Κρητικών οίκων Κερκύρας, Ν.Ε., 10 (1913), σσ. 449-456.
  • Του ιδίου: Σημειώσεις περί της εν Πελοποννήσω Βενετοκρατίας, Ν.Ε., 19 (1925), σ. 90 και 327-334.
  • Του ιδίου: Αι Αθήναι υπό τους Φράγκους, Ν.Ε., 20 (1926), σσ. 67-103.
  • Του ιδίου: Αι Αθήναι υπό τους Φλωρεντινούς, Ν.Ε., 20 (1926), σ. 242-271.
  • Του ιδίου: Έρευναι εν ταις βιβλιοθήκαις και αρχείοις, Ρώμης, Βενετίας, Βουδαπέστης και Βιέννης (επιμέλεια Κ.Ι. Δυοβουνιώτη), Ν.Ε., 20 (1926), 47-54.
  • Λαμπρυνίδης, Μιχ. Γ.: Οι Αλβανοί κατά την κυρίως Ελλάδα και την Πελοπόννησον, εν Αθήναις 1907.
  • Λεγκράν, Α.: Ανέκδοτα έγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλή, ΔΙΕΕ, (1831), σ. 587-774.
  • Λούντζης, Ε.: Περί της πολιτικής καταστάσεως της Επτανήσου επί Ενετών, Αθήναι 1969.
  • Λυριτζής, Σ.: Οι εκ Γαργαλιάνων αδελφοί Ανδριανόπουλοι Άνθιμος και Ιωάννης. Πελοποννησιακά, Η’ (1971), σ. 97-124.
  • Μακρυμίχαλος, Σ.Ι.: Τσακώνικα προικοσύμφωνα του 18ου και 19ου αι., Πελοποννησιακά, Η’ (1971), 277-410.
  • Μάραντος, Β.: Κορώνη, Αθήναι 1976.
  • Μάτσης, Νικ.: Ζητήματα εκ του θεσμού της προτιμήσεως εν τω βυζαντινώ δικαίω, ΕΕΒΣ, ΛΣΤ’, σ. 45-54.
  • Μαύρος, Τ.: Συμβολή εις το τοπωνυμικόν της Γορτυνίας, Γορτυνιακά, Β’ (1978), 303-322.
  • Μαχαιράς, Κ.Γ.: Ναοί και μονές Λευκάδος, Αθήναι 1957.
  • Μέρτζιος, Κ.Δ.: Το εν Βενετία Ηπειρωτικόν Αρχείον, Ηπ. Χρον., ΙΙ (1936), 1-341.
  • Του ιδίου: Η επανάστασις Διονυσίου του Φιλοσόφου, Ηπ. Χρον., 13 (1938), σ. 81-90.
  • Του ιδίου: Το εν Βενετία Ηπειρωτικόν Αρχείον, Ηπ. Χρον. 15 (1940), σ. 1-58.
  • Μηνδρινός, Μ.: Τουρκοκρατούμενη Θήρα. Απελευθερωτικά αυτής κινήματα, ΕΕΚΜ, Β’ (1971-73), σ. 718-746.
  • Μιχαηλίδη-Νουάρου, Μιχ. Γ.: Λεξικόν της Καρπαθιακής διαλέκτου, Αθήναι 1972.
  • Μοσχονάς, Ν.Γ.: Πρακτικά συμβουλίου Κοινότητος Κεφαλονιάς, βιβλίο Α’ (1953), Εθνικόν Ίδρυμα Ερευνών, 2 (1979), 276-280.
  • 201Α.    Μουστοξύδου, Ανδρ.: Ελληνομνήμων, (1843-1853), εκδ. Ν. Καραβία, Αθ. 1965.
  • Μπίρης, Κ.Η.: Αρβανίτες οι Δωριείς του νεώτερου Ελληνισμού, Αθήναι 1960.
  • Νέζος, Α.: Αρχείον (ανέκδοτον).
  • Οικονομίδης, Δ.: Ο Φιλικός Γεώργιος Ε. Λεβέντης, Πελοποννησιακά, Β’ (1957), 50-59.
  • Παπακυριάκος, Σ.: Εκ προχείρων ερευνών, ΔΙΕΕ, Ι (Νέα σειρά), τ. 4ον(1926), 146-148.
  • Παπασπύρου, Π.Β.: Λαογραφική συλλογή, Ηπ. Χρον., 4 (1929), σ. 157-175.
  • Πεντόγαλος, Γ.Η.: Λατίνοι επίσκοποι Κεφαλονιάς-Ζακύνθου. Ανάτυπον Δελτίου Αναγνωστικής Εταιρίας Κερκύρας, 1974.
  • Περίδης, Μ.Π.: Λεξικόν ιταλοελληνικόν, τομ. 2ος, εν Ερμουπόλει Σύρου 1862.
  • Πετρόπουλος, Γ.: Νοταριακαί πράξεις Μυκόνου των ετών 1663-1779, Αθήναι 1960. (Παράρτημα της Επετηρίδος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών).
  • Πεφάνη, Π.: Οι γενιές της Νέδουσας, Αθήναι 1982.
  • Πλουμίδης, Γ.Σ.: Ειδήσεις δια το Βενετοκρατούμενον Ναύπλιον (1440-1540), Πελοποννησιακά, Η’ (1971), 261-275.
  • Του ιδίου: Αι πράξεις εγγραφής των Ελλήνων σπουδαστών του Πανεπιστημίου της Παδούης, μέρος Β’, ΕΕΒΣ, ΛΗ’ (1971), σ. 84-195.
  • Του ιδίου: Αι πράξεις εγγραφής των Ελλήνων σπουδαστών του Πανεπιστημίου της Παδούης, ΕΕΒΣ, ΛΖ’ (1969-70), σ. 260-336.
  • Του ιδίου: Συλλογή εγγράφων Μεθώνης και Κορώνης, Πελοποννησιακά, Ι’ (1974), 155-164.
  • Πυώ, Ρ.: Ο καπετάν Γκίνης, ΔΙΕΕ, 9 (1926), Σ. 534-538.
  • Σάθας, Κ.: Τουρκοκρατούμενη Ελλάδας, Αθήναι 1869.
  • Του ιδίου: Χατζή Σεχρέτη, Βίος Αλή Πασά. Ιστορικαί διατριβαί, εν Αθήναις 1870.
  • Του ιδίου: Βυζαντινά ανέκδοτα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Α’.
  • Του ιδίου: Λεοντίου Μαχαιρά, Χρονικόν Κύπρου, Μεσ. Βιβλ. Β’ (1873), σ. 53-409.
  • Του ιδίου: Κρητικαί διαθήκαι, Μεσ. Βιβλ., ΣΤ’ (1877), σ. 654-652.
  • Του ιδίου: Ανωνύμου, Σύνοψις Χρονική, Μεσ. Βιβλ., Ζ’, σ. 1-556.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος Ι, Paris 1880.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος IV, Paris 1882.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος V, Paris 1883.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος VI, Paris 1884.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος VII, Paris 1888.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος VIIΙ, Paris 1888.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος IΧ, Paris 1890.
  • Σάρρου, Α.Κ.: Περί μεικτών ναών ορθοδόξων και καθολικών εν Χίω, ΕΕΒΣ, ΙΘ’ (1949), σ. 194-208.
  • Του ιδίου: Ηπειρωτικαί ενθυμήσεις ή χρονικά σημειώματα και επιγραφαί, Ηπ. Χρον. 12 (1937), σ. 104-132.
  • Του ιδίου: Τοπωνυμικόν Ζίτσης και Μονοδενδρίου του Ζαγορίου, Ηπ. Χρον. 12 (1937), σ. 190-204.
  • Σκοπετέας, Σ.Χ.: Η καταγωγή των ζωγράφων Δοξαράδων, Επτανησιακά Φύλλα, περ. Β’, αριθ. 3 (Φεβρουάριος 1954).
  • Σούλης, Χ.Ι.: Τα «Μπουκουρέικα» των Τζουμέρκων, ήτοι περί της συνθηματικής γλώσσης των ραφτάδων των Σχωρετσάνων των Τζουμέρκων, Ηπ. Χρον. 3 (1928), 310-320.
  • Σούρλας, Ε.: Κώστας Γραμματικός, Ηπ. Χρον., 13 (1938), σ. 1-80.
  • Στασινόπουλος, Κ.Α.: Αι πολιορκίαι του Μεσολογγίου, ΔΙΕΕ, 9 (1926), σ. 23-45.
  • Στεργιόπουλος, Κ.Δ.: Συμβολή εις την έρευναν των Ηπειρωτικών τοπωνυμίων, Ηπ. Χρον. 8 (1933), 94-140.
  • Του ιδίου: Τοπωνυμικόν της επαρχίας Κονίτσης, Ηπ. Χρον., 9 (1934), σ. 204-244.
  • 285Α.    Στεφανίδου, Μιχ. Κ.: Περσική και Βυζαντ. βιοτεχνία, ΕΕΒΣ, ΣΤ’ (1929), σ. 284.
  • Σφήκας, Δ.: «Αναμνήσεις» από το Εικοσιένα. Παρουσίαση Ε. Βαγενά, Αρκαδικά, 4 (1977), σ. 9-10.
  • 290Α.    Τζαννετάτος, Κ.: Το Πρακτικόν της Λατινικής Επισκοπής Κεφαλληνίας και η Επιτομή αυτού, Αθήναι 1965.
  • Τριανταφύλλου, Κ.Ν.: Τα τοπωνύμια Καλάβρυτα – Καλάβριτο, Νεζερόν – Νεζερά, Πελοποννησιακά, Ι’ (1974), σ. 61-65.
  • Τσίτσας, Α.Χ.: Η Εκκλησία της Κερκύρας κατά την Λατινοκρατίαν, (1267-1797), Κέρκυρα 1969.
  • Τσιτσέλης, Η.Α.: Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, Α’ (1904).
  • Του ιδίου: Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, Β’ εν Αθήναις 1960.
  • Φιλήτας, Χ.: Περί του συνοικισμού των Γραικών εν Τεργέστη, ΔΙΕΕ, Ε’ (1897), σ. 370-376.
  • Φουρίκης, Π.: Μικρά συμβολή εις την Ηπειρωτικήν ιστορίαν. Νικόπολις, Πρέβεζα, Ηπ. Χρον., 4 (1929), σ. 263-294.
  • Χαιρέτη, Μ.Κ.: Ανέκδοτα βενετικά έγγραφα περί των Εβραίων εν Κρήτη, ΕΕΒΣ, ΛΓ’ (1964), 163-184.
  • Χαρτοφυλακίδης, Κ.Γ.: Ιστορικά ανάλεκτα Κέας, ΕΕΚΜ, Β’ (1962), 153-233.
  • Χώρας: Η Αγία Μονή Αρείας Ναυπλίου, εν τη εκκλησιαστική και πολιτική ιστορία Ναυπλίου και Άργους, εν Αθήναις 1975.
  • Boerio, G.: Dizionario dei dialeto Veneziano. Venezia 1856.
  • Crollalanza, G.B.: Dizionario storico-blasonico delle famiglie notabili Italiane, Ed. Arnaldo Forni, Bologna 1886.
  • Georgacas, D. and MacDonald, W.A.: Place names of Southwest Peloponnesos, Athens 1967.
  • Hopf Charles: Chroniques Greco-Romanes, inédites ou peu connues publiées avec notes et tables généalogiques, Berlin 1873, επανέκδοσις Σπανού, Αθήναι 1961.
  • LamanskyN.: Secrets d’etat de Venise, αναφερόμενος υπό Μανούσακα, Μ.Ι.: Βενετικά έγγραφα αναφερόμενα εις την εκκλησιαστική ιστορίαν της Κρήτης του 14ου-16ου αι., ΔΙΕΕ, 15 (1961), σ. 149-233.
  • Lognon, J. et Topping, P.: Documents sur le régime des lettres dans la principauté de Morée au XIV s., Mouton et Cie, Paris MCMLXIX (1969).
  • Miklosich, F. et Miller, I. : Acta de diplomata Graeca medii aevi sacra et profana, V (1887).
  • Miller, W.: Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα, Αθήνα 1960.
  • Pouqueville, F.G.H.L. : Voyage de la Grèce, 2ème ed., tom. 5, Paris 1827.

Δρ. Ιστορίας, Πανεπιστήμιο  Paris-X.- Καθηγητής- Συγγραφέας
https://argolikivivliothiki.gr/2015/10/22/stradioti/

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Βενετσιάνοι Μισθοφόροι Στρατιωτες."

Τετάρτη 24 Μαΐου 2017

Εμφανίστηκε ο πρώτος άνθρωπος στην Ελλάδα;

Μέχρι σήμερα πιστεύαμε ότι η εξέλιξη του ανθρώπινου είδους ξεκίνησε στην Αφρική. Ωστόσο σύμφωνα με νέα γερμανική έρευνα ο πρώτος άνθρωπος μπορεί να είχε εμφανιστεί στα Βαλκάνια, ίσως στην Ελλάδα.

Ο διαχωρισμός του ανθρώπινου είδους από τους ανθρωποειδείς πιθήκους ενδεχομένως να είχε ξεκινήσει μερικά εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια νωρίτερα από ότι πιστεύαμε μέχρι σήμερα. Μάλιστα η διαδικασία αυτή ενδέχεται να είχε γίνει στην Ευρώπη και όχι στην Αφρική, όπως υποστήριζε μέχρι σήμερα η κρατούσα θεωρία. Αυτή η νέα υπόθεση παρουσιάζεται για πρώτη φορά σήμερα σε μια δημοσίευση στο περιοδικό «PLOS One» από ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου της Τυβίγγης υπό την Μαντλέν Μπέμε -ειδικότερα από το Κέντρο Ερευνών για την Εξέλιξη του Ανθρώπινου Είδους και της Παλαιοπεριβαλλοντολογίας (HEP). Η επιστημονική ομάδα βάσισε την έρευνά της σε δύο απολιθώματα που ήταν ήδη γνωστά και τα οποία μελετήθηκαν ενδελεχώς σε σχέση με τις περιβαλλοντικές συνθήκες που, βάσει υποθέσεων, επικρατούσαν πριν από πολλά εκατομμύρια χρόνια στα σημεία που εντοπίστηκαν τα απολιθώματα.

Από Ελλάδα και Βουλγαρία τα απολιθώματα

Πού και πότε ακριβώς αναπτύχθηκαν τα πρώτα ανθρωποειδή δεν έχει ακόμη απολύτως ξεκαθαριστεί. Με βάση τα σημερινά δεδομένα ο χιμπατζής θεωρείται ο πλησιέστερος συγγενής του ανθρώπου. Σύμφωνα με πολλούς ειδικούς η εξελικτική γραμμή των προγόνων των χιμπατζήδων και των ανθρωποειδών διαχωρίστηκε πριν από περίπου 5 με 7 εκατομμύρια χρόνια. Η ερευνητική ομάδα από την Τυβίγγη εστίασε τις μελέτες της στα τα δύο μοναδικά απολιθώματα του ανθρωποειδούς που είναι γνωστό επιστημονικά με την λατινική ονομασία Greacopithecus (γραικοπίθηκος). Ας σημειωθεί ότι στα ανθρωποειδή συγκαταλέγονται γενικά τόσο οι ανθρωποειδείς πίθηκοι (ή αλλιώς πονγκίδες) όσο και οι μακρινοί απόγονοι του ανθρώπου (προάνθρωποι).

Τα δύο απολιθώματα που εξέτασε η ομάδα της Μ. Μπέμε βρέθηκαν το ένα στην Ελλάδα (πρόκειται για απολίθωμα κάτω γνάθου) και το άλλο στη Βουλγαρία (απολίθωμα δοντιού). Μετά από λεπτομερείς αναλύσεις, οι ερευνητές είναι σε θέση να υποθέσουν ότι ο Graecopithecus αποτελεί έναν άγνωστο μέχρι πρότινος πρόγονο του ανθρώπου (προάνθρωπο). Συγκεκριμένα παρατηρήθηκε ότι οι ρίζες των δοντιών του συμπλέκονται μεταξύ τους, κάτι που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου και των μακρινών προγόνων του. Αντίθετα στους ανθρωποειδείς πιθήκους οι ρίζες των δοντιών είναι ξεκάθαρα διαχωρισμένες. «Μείναμε έκπληκτοι και εμείς οι ίδιοι από τα αποτελέσματα των ερευνών μας, διότι πρoάνθρωποι μέχρι πρόσφατα είχαν εντοπιστεί μόνο στην Αφρική, νότια της ερήμου Σαχάρας», ανέφερε ο Γιόχεν Φους, ένας από τους ερευνητές που συμμετείχαν στην έρευνα.

Mια μεγάλη σαβάνα στην ευρωπαϊκή ήπειρο;

Οι αναλύσεις των ιζημάτων, από τα οποία αποσπάσθηκαν τα συγκεκριμένα απολιθώματα, οδήγησαν τους επιστήμονες στην εκτίμηση ότι η κάτω γνάθος που εντοπίστηκε στην Ελλάδα είναι ηλικίας 7,175 εκατομ. ετών, ενώ το βουλγαρικό δόντι 7,24 εκατομ. ετών. Τα ευρήματα αυτά εκτιμάται ότι είναι ακόμη πιο παλιά κι από τα παλαιότερα ευρήματα αφρικανικού προανθρώπου, γνωστού στα λατινικά ως Sahelanthropus (Σαχελάνθρωπος), η ηλικία του οποίου υπολογίζεται μεταξύ 6 και 7 εκατομ. ετών. Η γερμανική επιστημονική ομάδα καταλήγει σήμερα στο ότι ο διαχωρισμός προανθρώπων και χιμπατζήδων έλαβε χώρα νωρίτερα σε σχέση με όσα ήταν γνωστά μέχρι σήμερα, και μάλιστα όχι στην Αφρική αλλά στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, εξαιτίας δραστικών κλιματικών μεταβολών που παρατηρήθηκαν εκεί την ίδια περίπου περίοδο. Μάλιστα στα ιζήματα που εντοπίστηκαν τα δύο απολιθώματα οι ερευνητές εντόπισαν και ίχνη κόκκινης, λεπτόκοκκης λάσπης, η οποία απαντάται στην έρημο. Μεταξύ άλλων εντόπισαν και διαφορετικά είδη αλάτων σε υψηλή περιεκτικότητα. Υποθέτουν ότι έχουν φτάσει εδώ από τη Β. Αφρική.

«Τα στοιχεία αυτά μπορεί να προέρχονται από τη Σαχάρα, η οποία πριν από 7,2 εκατομμύρια χρόνια ήταν εξαπλωμένη (προς τον βορρά). Οι καταιγίδες της ερήμου μπορεί να μετέφεραν κόκκινη σκόνη με άλατα μέχρι τις βόρειες ακτές της τότε Μεσογείου», εξηγεί η Μ. Μπέμε. Επίσης είναι πιθανό, σύμφωνα με τους ερευνητές, οι σφοδρές κλιματικές αλλαγές να δημιούργησαν στην Ευρώπη ένα κλίμα τύπου σαβάνας, κάτι που επιβεβαιώνεται από αντίστοιχα απολιθώματα φυτών. «Σε γενικές γραμμές οι έρευνες σκιαγραφούν από κλιματολογική άποψη την εικόνα μιας σαβάνας. Σε μια τέτοια εικόνα ταιριάζουν τα απολιθώματα του γκραικοπίθηκου, αλλά και απολιθώματα προγόνων της καμηλοπάρδαλης, της γαζέλας, της αντιλόπης, του ρινόκερου», αναφέρει τέλος από την πλευρά του ο Νικολάι Σπασόφ από την Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών, που συμμετείχε επίσης στην ίδια έρευνα.

Dpa / Δήμητρα Κυρανούδη
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Εμφανίστηκε ο πρώτος άνθρωπος στην Ελλάδα;"

Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

                              ΒΑΣΕΙ ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ…

        (Αφιερωμένο σ’ όσους ψήφισαν την τελειωτική καταδίκη του λαού χθες)


Ακούσατε… Ακούσατε…

Βάσει προεδρικού διατάγματος,
στην κοινωνία μας γίνονται οι εξής ανακατατάξεις...

Παρακαλείσθε να τις ακολουθήσετε
και να τις εκτελείτε κατά γράμμα…

Κατ’ αρχάς…

Οι οραματιστές κι οι νεωτεριστές
παρακαλούνται να περάσουν έξω…

Οι σκεπτόμενοι κι οι οπαδοί της διανόησης
να σταθούν στη σειρά, ησύχως, για λοβοτομή…

Οι μορφωμένοι, οι τεχνίτες κι οι καλλιεργητές,
να περάσουν στην «αναμόρφωση»…

Οι γενναίοι κι οι ήρωες
αποκλείονται-αυτόματα- από το σύστημα…

Οι αθώοι κι οι αφελείς
να γδυθούν και να πάνε στα «απολυμαντήρια»…

Τέλος… 

Οι τολμηροί κι οι αρνούμενοι
εκτελούνται-φυσικά- επί τόπου…

Συνεπεία των ως άνω…

Οι εκπονούντες και καταρτίζοντες τις αποφάσεις,
εξαιρούνται των ως άνω, ελέω εξουσίας των… 

Οι ανώνυμοι συνεργάτες, οι δρώντες στο παρασκήνιο,
παραμένουν στις ειδικές υπηρεσίες τους…

Οι προδότες κι οι δοσίλογοι περνούν μπροστά
λόγω πρότερου έντιμου βίου…

Οι επιτήδειοι κι οι διαπλεκόμενοι προηγούνται
λόγω παροχής λαμπρών υπηρεσιών…

Οι αναμορφωτές κι οι επιτελείς του σχεδιασμού του μέλλοντος
επιλέγονται αναλόγως ευκαμψίας κι ευλυγισίας…

Τέλος… 

Οι ηλίθιοι κι οι μειωμένης αντίληψης
τοποθετούνται επικεφαλείς του έργου…

Ακούσατε… Ακούσατε…

Βάσει προεδρικού διατάγματος,
στην κοινωνία μας γίνονται οι εξής ανακατατάξεις…


Έγραψε με αγανάκτηση η φίλη μου Αγγελική Σύρρη Στεφανίδου - Συγγραφέας
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ " "

Κυριακή 21 Μαΐου 2017

Κρητικά χανιώτικα επώνυμα στη Νάξο

Κρητικά και ιδίως χανιώτικα επώνυμα στη Νάξο

κατάλοιπα κρητικών εποικισμών

Είναι ευρέως διαδεδομένη η πεποίθηση ότι η Κρήτη και η Νάξος είναι δύο νησιά που έχουν ιδιαιτέρως στενές μεταξύ τους ιστορικούς και πολιτισμικούς δεσμούς, αλλά και πιθανότατα δεσμούς αίματος.
Υπάρχουν οικογενειακές αφηγήσεις ανθρώπων που ζουν κυρίως στο ορεινότερο τμήμα της Νάξου, οι οποίες κάνουν λόγο για απώτερη καταγωγή τους από την Κρήτη, είτε λόγω διωγμού τους από τους Τούρκους είτε λόγω κάποιας βεντέτας, ενώ διάχυτη είναι η γενικότερη αντίληψη του αγροτοποιμενικού, κατά κύριο λόγο, πληθυσμού του νησιού, ιδίως των κατοίκων ορισμένων ορεινών χωριών, ότι οι Κρητικοί είναι συγγενείς τους. Επιπροσθέτως, ο παρόμοιος ποιμενικός, τρόπος ζωής, οι παραπλήσιοι κώδικες συμπεριφοράς, το παρεμφερές αξιακό σύστημα, καθώς και ορισμένες παρόμοιες συνήθειες (π.χ. ζωοκλοπή, παραγωγή και εκτεταμένη κατανάλωση ρακής, γαμήλιες μπαλωθιές και συνήθης ονοματοδοσία βαπτιστικών που εντοπίζονται κατ’ εξοχήν στην Κρήτη, όπως Μανώλης, Μιχάλης, Αντώνης, Φραγκίσκος, Μανούσος, Μαριέττα, Μαριάνθη, Καλλιόπη, Δέσποινα, Στέλλα κ.ά.) αποτελούν στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού του μεγαλύτερου νησιού των Κυκλάδων, τα οποία μάς παραπέμπουν συνειρμικά στην Κρήτη, χωρίς ωστόσο να αποτελούν απαραιτήτως και τεκμήρια της κρητικής καταγωγής των κατοίκων του, δεδομένου ότι κάποια από αυτά τα στοιχεία θεωρούνται κοινά για το νότιο Αιγαίο, αλλά και ενίοτε για τα μεγάλα νησιά της Μεσογείου γενικότερα. Ωστόσο, το γλωσσικό ιδίωμα της Νάξου, και δη ορισμένων ορεινών χωριών της, θεωρείται ιδιαιτέρως συγγενικό προς το κρητικό, και μάλιστα προς εκείνο της δυτικής Κρήτης, λόγω επαλλήλων κυμάτων κρητικών εποικισμών κατά τους παρελθόντες αιώνες.
Τ’ Απεράθου και οι σχέσεις του με τα Σφακιά
Το πλέον γνωστό πανελληνίως χωριό της Νάξου για την κρητική καταγωγή των κατοίκων του είναι τ’ Απεράθου ή η Απείρανθος, σύμφωνα με την επίσημη ονομασία του. Πρόκειται για το μοναδικό εκτός Κρήτης χωριό στο οποίο εντοπίζεται η ιδιότυπη προφορά του φθόγγου λ, παρόμοια με εκείνη του γλωσσικού ιδιώματος των Σφακίων, αλλά και των Ανωγείων, καθώς και άλλων χωριών της δυτικής Κρήτης. Επιπλέον, γραπτές μαρτυρίες του β΄ μισού του 19ου αιώνα και οικογενειακές αφηγήσεις διασώζουν την πεποίθηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού του χωριού ότι έλκουν την καταγωγή τους από τα Σφακιά: «Τα Κρητικόπουλα με το βασιλιά ντωνε κάνουσιν έφοδο τη νύχτα, πκιάνουσι ντο βασιλιά, βρίσκου γκαί τη βασίλισσα. Ετότες επομείνασι στ’ Απεράθου εφτά οικογένειες Σφακιανοί απού τα παλληκάρια του βασιλιά τση Κρήτης κ’ εχτίσα ντο χωριό μας». Πιστεύεται ότι σημαντικός αριθμός Σφακιανών εγκαταστάθηκε στο χωριό (1771-74), αμέσως μετά την καταστολή της Επανάστασης του Δασκαλογιάννη (1770-71), χωρίς ωστόσο να υπάρχουν γραπτές πηγές της εποχής οι οποίες να επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο, γεγονός στο οποίο βασίζεται η επιχειρηματολογία μερίδας Απεραθιτών που αρνούνται, “κατηγορηματικά” θα έλεγε κανείς, την ύπαρξη οποιουδήποτε μαζικού εποικισμού του χωριού τους από Κρητικούς. Επώνυμα πάντως που συνδέονται με κρητικούς εποικισμούς στο χωριό (τέλος 18ου αι.) θεωρούνται τα: Αρχοντάκης, Πυτιλάκης, Σκληράκης, Μηλιδάκης, Βασιλακάκης, Πρωτοπαπαδάκης, Φραγκούλης, Κρητικός, Σφακιανός, Φραγκίσκος, Μπαρδάνης ή Βαρδάνης, Γαλάνης, Βλαστός, Πατακός, καθώς και τα εξαφανισμένα πλέον Αγαθάκης, Βαφιανός, Καπράκης, Καπρακάκης, Πιταράκης, Δασκαλάκης, Σακελλαράκης Σηφάκης, Σκορδίλης ή Σκορδιλάκης, Διγενάκης κ.ά., όπως και τα ακόμη προγενέστερα: Ανουσάκης, Βλαχάκης, Παπαδάκης και Παυλονικολάκης. Επιχωριάζει δε εκεί το χαρακτηριστικό βαπτιστικό Φραγκίσκος (Φρατζέσκος) και πιθανόν παλαιότερα το Νταμουλής.
Η περίπτωση του Φιλωτίου
Στο Φιλώτι, το μεγαλύτερο χωριό της Νάξου, διάχυτη είναι στους κατοίκους η αίσθηση ότι υπάρχει συγγένεια με τους Κρητικούς. Σύμφωνα δε με προφορικές μαρτυρίες, οι δύο μεγαλύτερες οικογένειες του χωριού είναι κρητικής καταγωγής: οι Μουστάκηδες φέρεται να έλκουν την καταγωγή τους από την περιοχή του Σελίνου, οι δε Βασιλάκηδες ίσως από το Λουτρό Σφακίων, ενώ οι Σουλήδες κατάγονται από κάποιον Κρητικό φυγάδα ονόματι Μπαλή, που άλλαξε το επώνυμό του για να ξεφύγει από τους Τούρκους. Υπάρχουν σήμερα και άλλα κοινά με την Κρήτη επώνυμα, όπως τα: Μανιός και Κρασσάς, ενώ παλαιότερα, κατά την Τουρκοκρατία, εντοπίζονταν και άλλα: Σαλιαράκης (καπετάνιος από τα Χανιά), Λιμογιάννης, Μιξάκης, Τζι(μ)πλάκης, Βαρδαράκης, Παντελάκης, Τζαννιδάκης, Ταταδάκης, Ταταράκης, Καλλέργης, Βλαστός, Παπαδάκης, Περουλάκης, Περάκης, Κουντουράκης, Τζουανάκης, Γλιμάκης, Κουρούπης, Λαμπαδάκης, Σκουλούδης, Νανάς, Λαπαδάκης, Μιλιδάκης, Βαβουλάκης, Τζουνάκης, Σταματάκης, Σφυριδάκης, Μακαράκης(;), Κρητικός και Κρητικοπούλης, καθώς και το βαπτιστικό Μανούσος, πιθανόν δε και το Νταμουλής. Επιπλέον, το γλωσσικό ιδίωμα του χωριού φαίνεται να είναι παρόμοιο (βάσει γραμματικής και λεξιλογίου) με εκείνο της δυτικής Κρήτης, ίσως δε περισσότερο -κατά μία εκτίμηση- με εκείνο του Αποκόρωνα, με χαρακτηριστικότερο γνώρισμά του την αποβολή του φθόγγου λ προ των α, ο και ου, φαινόμενο κοινό, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, και για ορισμένα χωριά των επαρχιών Κυδωνίας και Αποκορώνου, που βρίσκονται στις υπώρειες των Λευκών Ορέων, καθώς και για τα Ζωνιανά Μυλοποτάμου.
Κρητικά επώνυμα σε άλλα χωριά της Νάξου
Παρόμοιο γλωσσικό φαινόμενο επιχωριάζει και στην ιδιαιτέρως ορεινή Κωμιακή ή Κορωνίδα, όπου εντοπίζονται τα θεωρούμενα ως κρητικά επώνυμα Βιτζηλαίος, Νικολάκης, Παπαδάκης, καθώς και τα βαπτιστικά Φραγκίσκος και Μανούσος. Το Μανούσος επιχωριάζει και στον επίσης ορεινό Κυνίδαρο, όπου κατά το παρελθόν είχαν καταφύγει Σφακιανοί αγωνιστές (π.χ. Μανούσος Στρατίκης ή Κούτσουπας, πρωτοπαλλήκαρο του Δασκαλογιάννη), ενώ κυνιδαριώτικα επώνυμα που θεωρείται ότι έχουν κρητική προέλευση είναι τα Χανιώτης, Αντωνάκης, Λιαδάκης, Γεροντάκης, Καπετανάκης, Τρανουδάκης και Νανάς (από το Ναναδάκης), όπως και παλαιότερα τα Γιακουμηδάκης, Μηλιδάκης, Τσουνάκης και Φεραντάκης. Στο λεκανοπέδιο της Τραγαίας και
τα χωριά του εντοπίζονται τα
Μπαρότσης, Ψιλάκης, Λαμπαδάκης, Χριστοδουλάκης, Ψωμαδάκης, Φραγκουδάκης, Γαβαλάς, Παπαδάκης, Βλησίδης, Βασαλάκης, Μαράκης, Βενιεράκης, Κρητικοπούλης, Τζιμπλάκης, Λεκάκης κ.ά., στη Μονή τα Κωνσταντάκης και Περιστεράκης, ενώ στις Μέλανες το Βασιλάκης και στην Ποταμιά τα Μαρούλης και Γρυλλάκης. Σύμφωνα με οικογενειακές αφηγήσεις ατόμων που φέρουν τα παραπάνω επώνυμα, αυτά έλκουν ως επί το πλείστον την καταγωγή τους από τη δυτική Κρήτη, πρωτίστως από την ευρύτερη περιοχή των Χανίων. Επίσης, στην πεδινότερη Νάξο επιχωριάζουν μεταξύ άλλων τα: Μαρούλης, Φραγκιουδάκης, Σκουλούδης, Σκουλουδάκης, Ξενικουδάκης, Καπρής, Λαμπριανάκης, Χανιώτης, Χανιωτάκης, Χαμπάκης, Φλωράκης κ.ά., όπως και παλαιότερα το Βαρβατάκης. Τέλος, στη Χώρα της Νάξου, επώνυμα κρητικής προέλευσης θεωρούνται τα: Βλαχάκης, Σπυριδάκης, Ζωλοτάκης, Πιτταράκης, Κουτσογιαννάκης και Μελισσηνός, ενώ πριν από έναν περίπου αιώνα εντοπίζονταν ακόμη τα: Ψωμαδάκης, Μαυρογιαννάκης, Μανετάκης, Βαρότσης, Γαβαλάς, Σκορδύλης, Κάνδιας κ.ά.
Τα παραπάνω επομένως στοιχεία ενισχύουν την εκτίμηση ότι πράγματι υπήρξαν εποικιστικές μετακινήσεις από την Κρήτη προς την Νάξο, κυρίως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Αξιοσημείωτη δε είναι η σχετικά μεγάλη αναλογία ναξιακών επωνύμων κοινών με τη δυτική Κρήτη και ιδίως με τον νομό Χανίων (σε αντιδιαστολή με την πλησιέστερη από γεωγραφική άποψη ανατολική Κρήτη), που σε συνδυασμό με το γεγονός των εμφανών γλωσσικών και των εν γένει πολιτισμικών ομοιοτήτων ανάμεσα στις δύο περιοχές, καθιστά μία περαιτέρω προσπάθεια διεπιστημονικής διερεύνησης των μεταξύ τους δεσμών ιδιαιτέρως ελκυστική.
*δρ Ιστορίας του Πολιτισμού
http://www.haniotika-nea.gr/kritika-ke-idios-chaniotika-eponima-sti-naxo/
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Κρητικά χανιώτικα επώνυμα στη Νάξο"

Σάββατο 20 Μαΐου 2017

Παπαφλέσσας:


Παπαφλέσσας: Σαν σήμερα πέρασε στην αθανασία ο Λεωνίδας της εθνεγερσίας!

IMG_6650Παπαφλέσσας«Θα πολεμήσω τον Ιμπραήμ και θα πεθάνω ή θανικήσω…».
Παπαφλέσσας.

Ο Παπαφλέσσας ήταν κληρικός, πολιτικός, φλογερός κι ενθουσιώδης αγωνιστής, ήρωας αλλά και πρωτεργάτης της Eλληνικής Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε στην Πολιανή Μεσσηνίας το 1788 και ήταν το 28ο παιδί του Δημητρίου Φλέσσα και της Κωνσταντίνας Ανδροναίου, δευτέρας συζύγου του Δημητρίου. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Φλέσσας.

Φοίτησε στη Σχολή Δημητσάνας, και μόνασε στο μοναστήρι της Παναγιάς της Βελανιδιάς, στην Καλαμάτα. Όταν χειροτονήθηκε ιερομόναχος έλαβε το εκκλησιαστικό όνομα Γρηγόριος(Γρηγόριος Φλέσσας, παπάς=Γρηγόριος Παπαφλέσσας). Εξαιτίας του χαρακτήρα του και επειδή ήρθε σε σύγκρουση με τους Τούρκους, εγκατέλειψε την Πελοπόννησο, απειλώντας (σύμφωνα με τα απομνημονεύματα Φωτάκου) «Βρε κερατάδες Τούρκοι να πάτε πίσω εις τον αφέντην σας τον κερατά, να του ειπείτε ότι εγώ φεύγω δια την Πόλιν, και δεν θα γυρίσω πίσω απλούς καλόγηρος. Ή δεσπότης θα έλθω, ή πασάς».

Μετέβη στην Ζάκυνθο, και αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄και έλαβε το εκκλησιαστικό οφφίκιο του «Δικαίου», που σημαίνει αντιπρόσωπος του Πατριάρχη.

Θα πρέπει να σημειωθεί πάντως, πως ο ιδιωτικός βίος του Παπαφλέσσα, κάθε άλλο παρά συμβάδιζε με το σχήμα της ιεροσύνης, το οποίο τον περιέλαβε. Κατηγορούνταν -και μάλλον όχι αβάσιμα- ως «έκδοτος στις ηδονές, με μανιώδη ροπή προς τον έκλυτο βίο», άσωτος, ασύδοτος, αλαζών, μέθυσος κι ότι γλεντοκοπούσε και ξόδευε στα φανερά με τις ερωμένες του προκαλώντας την κοινή γνώμη. Αργότερα, ο αγωνιστής Κανέλλος Δεληγιάννης, θα έλεγε χαρακτηριστικά: «Ο Παπαφλέσσας, ένεκα της ασελγείας και της θηλυμανίας του κατήντησε το κατάστημα του υπουργείου του πορνοστάσιον και εσύναξεν όλους τους ασώτους και μπιριμπάντας και έπραττεν εις τους δυστυχείς κατοίκους τα μεγαλύτερα ανοσιουργήματα». Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, αναφέρεται κι αυτός στον Παπαφλέσσα, μέσα από τα απομνημονεύματά του, με αρνητικό τρόπο, τόσο για τον ιδιωτικό βίο, όσο και για τις επαναστατικές του ενέργειες: «Όθεν οι μεν Πελοποννήσιοι έμειναν εν αμηχανία περί του πρακτέου, βλέποντες το παράκαιρον και ανέτοιμον· ο δε Δικαίος, άνθρωπος απατεών και εξωλέστατος, περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τίνι τρόπω να ερεθίση την ταραχήν του Έθνους, δια να πλουτίση εκ των αρπαγών, τους εβεβαίωνεν, ότι είναι τα πάντα έτοιμα».

Η μύηση στην Φιλική Εταιρεία
Στην Κωνσταντινούπολη, ο Παπαφλέσσας γνωρίστηκε με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος ανήκε στους αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας. Είχε και την έγκριση των άλλων να πλησιάσει τον «τρελοπαπά». Ο Παπαφλέσσας ήταν πανάξιος της φήμης που τον ακολουθούσε. Ο φλογερός πατριωτισμός του δεν κρυβόταν. Οι Φιλικοί τον ήθελαν αλλά και φοβόντουσαν μήπως με κάποια από τις συνηθισμένες αποκοτιές του τα τίναζε όλα στον αέρα. Στα 1818, αποφάσισαν να τον ψαρέψουν. Το δύσκολο έργο ανέλαβε ο Αναγνωστόπουλος.

Για μέρες, ο Παπαφλέσσας έκανε τον χαζό. Όταν ο Φιλικός κατάλαβε πως αντί να ψαρέψει τον παπά, τον ψάρευε εκείνος, ήταν πολύ αργά. Μόλις ο αρχιμανδρίτης πείστηκε ότι υπήρχε επαναστατική οργάνωση, έπιασε τον Φιλικό απ´ τον λαιμό. Τον ανάγκασε να του τα πει όλα. Κι έπειτα, τον έβαλε να τον οδηγήσει στην Ανώτατη Αρχή. Έκπληκτοι οι Εμμανουήλ Ξάνθος και Αθανάσιος Τσακάλωφ τον είδαν μπροστά τους. Υπέκυψαν στις απαιτήσεις του. Εκεί έδωσε το όνομα Γρηγόριος Δικαίος από Κόρινθο, για να μην αναγνωριστεί από τους Τούρκους που τον είχαν στον κατάλογο των θανατοποινιτών και στις 21 Ιανουαρίου 1818 έλαβε την κωδική ονομασία «Αρμόδιος». Με το «έτσι θέλω», ο Παπαφλέσσας εγκαταστάθηκε στην Ανώτατη Αρχή της Φιλικής Εταιρείας, περίπου στη θέση του Νικόλαου Σκουφά που είχε πεθάνει τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς.

Επειδή ήταν επικίνδυνο να παραμείνει στην Πόλη, στάλθηκε απ’ τους Φιλικούς στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (Μολδαβία και Βλαχία), για να προπαρασκευάσει την Επανάσταση και στην συνέχεια, όταν ο Υψηλάντης αποφάσισε να ξεκινήσει ένοπλο αγώνα από τη Μολδοβλαχία, η Φιλική Εταιρία τον Ιανουάριο του 1821 έστειλε τον Παπαφλέσσα στην Πελοπόννησο για να ξεσηκώσει κι εκεί τον λαό.

Η οργάνωση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο
Ο Παπαφλέσσας, αφού έγραψε του Κολοκοτρώνη να πάει στη Μάνη, εξασφάλισε για τον εαυτό του χαρτιά που τον βάφτιζαν «πατριαρχικό έξαρχο», πέρασε από το Αϊβαλί, φόρτωσε ένα καράβι μπαρούτι και όπλα, το έστειλε κι αυτό στη Μάνη και διέσχισε το Αιγαίο. Μέσα Δεκεμβρίου του 1820, βρισκόταν κι αυτός στη Μάνη. Βρήκε τους Τούρκους του Μοριά ενημερωμένους για την άφιξή του και πρόθυμους να τον διευκολύνουν στις μετακινήσεις του. Χωρίς να ξέρουν για ποιο λόγο ήρθε, οι πρόκριτοι κι ο επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός τον δέχτηκαν εχθρικά (χαρακτηριστικά, το αποκαλούσε «Άνθρωπο απατεώνα και εξωλέστατο» που φρόντιζε «να ερεθίση την ταραχήν του έθνους»). Στις 6 Ιανουαρίου του 1821, έφτασε στη Μάνη κι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Ο «πατριαρχικός έξαρχος» ανέβηκε στην Αχαΐα και διαπίστωσε πως υπήρχαν σοβαρές κτηματικές διαφορές ανάμεσα στα μοναστήρια της Αγίας Λαύρας και των Ταξιαρχών. Οργανώθηκε σύσκεψη στη Βοστίτσα τον Ιανουάριο του 1821, όπου ο Παπαφλέσσας γνωστοποίησε ότι είχε οριστεί κήρυξη της Επανάστασης για τις 25 Μαρτίου 1821, ενώ προσπάθησε με φλογερά λόγια να πείσει τους συντηρητικούς, που δεν πίστευαν στην Επανάσταση. Αυτό δεν άρεσε σε πολλούς συντηρητικούς πρόκριτους και στρατιωτικούς και ειδικά στον Παλαιών Πατρών Γερμανό, που τον κατηγόρησε γι’ αυτό. Αυτοί αποφάσισαν να τον περιορίσουν στη μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Αλλά ο φλογερός κληρικός δεν υποχώρησε. Έφυγε για τη Μάνη, αφού πρώτα έβαλε κάποιους Φιλικούς να οργανώσουν επεισόδια που θα εξέθεταν τους πρόκριτους στα μάτια των Τούρκων. Έτσι, θα τους είχε δεμένους.

Στις τάξεις των κοτζαμπάσηδων επικρατούσε εκνευρισμός. Κάποιοι πρότειναν να καταδώσουν τον «τρελόπαπα» στις τουρκικές αρχές. Κάποιοι άλλοι προτίμησαν να τον δολοφονήσουν, ώστε να είναι σίγουροι. Ούτε το ένα ήταν εύκολο ούτε το άλλο. Ο Παπαφλέσσας ποτέ δεν κυκλοφορούσε μόνος, ενώ τα στημένα επεισόδια είχαν κάνει τους Τούρκους ν´ αγριέψουν.

Η Επανάσταση ξεκινά
Εν το μεταξύ, το πλοίο με τα πολεμοφόδια από το Αϊβαλί έφτασε στη Μάνη μέσα του Μάρτη. Με τέχνασμα, ο Παπαφλέσσας έπεισε τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη να το εκτελωνίσει. Χώρισε τα πολεμοφόδια κι ανέθεσε τη μεταφορά τους σε δυο ομάδες την πρώτη με αρχηγό τον Νικήτα Σταματελόπουλο (τον μετέπειτα Νικηταρά Τουρκοφάγο) και τη δεύτερη με τον Χρήστο Αναγνωσταρά. Ο διοικητής της Καλαμάτας Σουλεϊμάν αγάς Αρναούτογλου έμαθε πως κάποιοι ένοπλοι μετέφεραν κάποια φορτία. Τον καθησύχασαν πως ήταν χωρικοί που κουβαλούσαν λάδι. Τα όπλα, τα είχαν, «επειδή ακούστηκε πως κυκλοφορούσαν ληστές». Ο αγάς πείσθηκε και ζήτησε από τον Πετρόμπεη να στείλει τον γιο του Ηλία, να ενισχύσει τη φρουρά της πόλης! Στις 17 Μαρτίου του 1821, όλα ήταν έτοιμα. Οι αγωνιστές μαζεύτηκαν στο ναό των Ταξιαρχών, στην Αρεόπολη της Μάνης, όπου έγινε δοξολογία κι ευλογήθηκαν τα λάβαρα του Αγώνα. Στις 20 Μαρτίου, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης μπήκε με 150 άνδρες στην Καλαμάτα «να ενισχύσει τη φρουρά». Είπε στον Αρναούτογλου πως οι πληροφορίες μιλούσαν για πολλούς ληστές και καλά θα ήταν να έρθουν κι άλλοι για τη φρουρά. Ο διοικητής δέχτηκε.

Στις 22 Μαρτίου, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τους Μούρτζινους και 2.000 άντρες έπιασε τους λόφους προς τη Σπάρτη. Ο Παπαφλέσσας με τον Αναγνωσταρά και τον Σταματελόπουλο έπιασαν την άλλη πλευρά. Ο Αρναούτογλου κάτι κατάλαβε, αλλά ήταν αργά να αντιδράσει. Στις 23 Μαρτίου, οι επαναστάτες μπήκαν στην πόλη. Οι Τούρκοι παραδόθηκαν. Την ίδια μέρα, έπεφτε κι η Βοστίτσα. Στις 26 Μαρτίου, παραδίδονταν οι Τούρκοι στα Καλάβρυτα. Η Επανάσταση είχε ξεκινήσει.

Ο Παπαφλέσσας δεν έμεινε αργός. Πότε ως επικεφαλής στρατιωτικών αποσπασμάτων, πότε στο πλάι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, πότε με τον Δημήτριο Υψηλάντη, πολεμούσε παράτολμα όπου υπήρχε μάχη. Βρίσκεται παντού, εμψυχώνει, διεγείρει τις ψυχές, μαζεύει στρατό κι είναι ο ίδιος αρχηγός δικού του σώματος. Διακρίνεται για την ανδρεία του σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο και στην Αρκαδία, έχοντας ως ορμητήριο τη μονή της Ρεκίτσας κοντά στο Διρράχι. Κι από δω αρχίζει τη δράση του με φοβερή ταχύτητα.

Η πολιτική δράση του Παπαφλέσσα και η εκστρατεία του Ιμπραήμ
Ο Παπαφλέσσας όμως, εκτός από στρατιωτικός ήταν και πολιτικός. Πήρε μέρος στη συγκέντρωση των Καλτετζών και συμφώνησε να συσταθεί η Πελοποννησιακή Γερουσία. Ήταν πληρεξούσιος στην Α’ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου και στη Β’ του Άστρους. Κατά την διάρκεια του εμφύλιου πόλεμου υποστήριξε αυτούς που καταδίωξαν τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους πολεμιστές και διορίστηκε υπουργός Εσωτερικών και Αστυνομίας από την κυβέρνηση Κουντουριώτη το 1823.

Όταν το 1825, ο αλβανικής καταγωγής Αιγύπτιος πολέμαρχος Ιμπραήμ καταλάμβανε ακάθεκτος την Πελοπόννησο (ως σύμμαχος των Τούρκων, με αντάλλαγμα την διοίκηση της Κρήτης, της Κύπρου και της Πελοποννήσου) κι απειλούσε με καταστροφή τον ελληνικό αγώνα, το περιβόητο Εκτελεστικό, με πρόεδρο το Γ. Κουντουριώτη και γραμματέα τον Μαυροκορδάτο, άρχισε να συζητά πως ο μόνος τρόπος για ν’ αντιμετωπιστεί ο Ιμπραήμ ήταν να σχηματιστεί, με τα χρήματα του δεύτερου δανείου των δυο εκατομμυρίων λιρών, μισθωτός στρατός στην Αμερική που θα ερχόταν να πολεμήσει στην Ελλάδα! Λες και ο Ιμπραήμ θα περίμενε να φτιαχτεί πριν ο στρατός, να μεταφερθεί, με ιστιοφόρο τότε, από τα πέρατα του κόσμου στον τόπο μας κι έπειτα να μας πολεμήσει. Η εξωφρενική αυτή πρόταση βρίσκει, σωστά, τούτη δω την κριτική του Κόκκινου:
«Το πράγμα φανερώνει μέχρι ποίου σημείου δεν αντελαμβάνοντο την φοβερά πραγματικότητα οι αποκλείοντες την ληψιν σοβαρών στρατιωτικών μέτρων εντός αυτής της Πελοποννήσου δια της χρησιμοποιήσεως των εις την φυλακην ή υπό καταδίωξιν Πελοποννησίων αρχηγών, διότι αυτοί ήσαν οι συζητουντες την μετάκλησιν ξένου στρατού, ανυπάρκτου ακόμη, προς αντιμετώπισιν του Ιμβραήμ».

Ο Παπαφλέσσας, ως υπουργός Εσωτερικών, πρότεινε να δοθεί αμνηστία, να απελευθερωθούν όλοι οι κρατούμενοι οι στρατιωτικοί ηγέτες που ήταν αντίθετοι με την κυβέρνηση Κουντουριώτη και ενωμένος ο λαός να αντιμετωπίσει τον εισβολέα. Οι καρέκλες, όμως, μετρούσαν περισσότερο από τον κίνδυνο. Η πρότασή του απορρίφθηκε. Μάνιασε. Ανέβηκε στο βήμα της Βουλής κι ανήγγειλε ότι θα μαζέψει 10.000 οπλοφόρους, θα αφήσει το Ναύπλιο και θα κατευθυνθεί προς την Τριπολιτσά και εν συνεχεία προς τη Μεσσηνία με σκοπό να αναμετρηθεί με τη στρατιά του Ιμπραήμ, η οποία ήταν εκπαιδευμένη από Γάλλους αξιωματικούς που είχαν πλούσια στρατιωτική εμπειρία από τους ναπολεόντειους πολέμους. Κι όπως χαρακτηριστικά δήλωσε, ή θα πεθάνει ή θα νικήσει. Αν όμως, τα κατάφερνε, υποσχέθηκε να γυρίσει με τον στρατό του και να απελευθερώσει ο ίδιος τους φυλακισμένους. Ο Παπαφλέσσας έδειξε όλο του το μεγαλείο κι εγκαταλείποντας τα αξιώματα, ανέλαβε ο ίδιος ν’ ανακόψει την προέλαση του Ιμπραήμ, μεταβαίνοντας στο Μανιάκι, στις 16 Μαΐου 1825. Η πράξη του αυτή ήρθε σαν επιστέγασμα της όλης μεγάλης προσφοράς του στον Αγώνα. Πίσω απ’ αυτή την πράξη του όμως, υπήρχε και πολιτικό κίνητρο. Ήλπιζε πως με μια ενδεχόμενη νίκη, θα αποκτούσε πολιτική δύναμη, τέτοια έτσι ώστε να ανατρέψει την κυβέρνηση Κουντουριώτη και να σχηματίσει μια κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας.

Η μάχη στο Μανιάκι
Γλαφυρότατη είναι η αφήγηση αυτών που προηγήθηκαν κι αυτών που επακολούθησαν της ηρωικής μάχης, μέσα από τα απομνημονεύματα του Φωτάκου (πρώτου υπασπιστού του Κολοκοτρώνη):

Ο Παπαφλέσσας από τ’ Ανάπλι τράβηξε για την Τριπολιτσά και μέσα στις τρεις μονάχα μέρες που έμεινε σ’ αυτή σχημάτισε τον πυρήνα του εκστρατευτικού του σώματος. Στις εκκλήσεις που έκανε πρόστρεξαν καπεταναίοι κι αγωνιστές από την Αργολίδα, το Λεβίδι, τις Κερασιές κι από τον κάμπο της Τριπολιτσάς. Ήταν ίσαμε εφτακόσιοι.
από την Τριπολιτσά πήγε στο Λεοντάρι, όπου έσμιξαν μαζί του ο ανεψιός του Δημήτρης Φλέσσας, μ’ εκατόν πενήντα παλικάρια, ο Αναστάσης Κουμουνδούρος, ο Παναγιώτης Μπούρας, ο Αδαμάκης Αποστολόπουλος κι ο Αναστάσης Κουλοχέρας με τους νταϊφάδες τους. Ύστερα από δύο μέρες έφτασε στους Λάκκους. Εκεί δυνάμωσαν το στράτευμά του ο Γιώργης Μπούτος από το Μελιγαλά κι ο Καρακίτσος από το Κατσαρό. Κίνησε για τη Φρουτζάλα. Σ’ αυτή συναντήθηκε με τους άοπλους αγωνιστές του Νιόκαστρου και με τον Μανιάτη Μούρτζινο. Ο τελευταίος, αν και φίλος του, αρνήθηκε να τον βοηθήσει όπως μια ανεψιά του Παπαφλέσσα, η κόρη του Νικήτα, είχε παντρευτεί έναν από τους θανάσιμους τοπικούς εχθρούς του, τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη.
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης βρισκόταν στο χωριό Κουφάρι της Μεσσηνίας, κατάκοιτος από ποδάγρα. Σαν έμαθε πως έρχεται με στράτευμα ο Παπαφλέσσας του έγραψε θερμό γράμμα, όπου σ’ αυτό του έλεγε πως ο Ιμπραήμ «είναι άλλος Ναπολέων ή Πύρρος της Ηπείρου, και τέλος, ότι είναι ανάγκη να δυνηθεί κατά πρώτον να τον πολεμήσει, εί δε μή τετέλεσται, το έθνος χάνεται».

Μαθαίνει πως ή κυβέρνηση αποφάσισε ν’ αμνηστέψει τους φυλακισμένους. Κάθεται λοιπόν, στις 14 του Μάη, και γράφει συστήνοντας να τους βγάλουν χωρίς το παραμικρό χασομέρι, και ξέχωρα τον Κολοκοτρώνη, που έπρεπε να του δοθεί αμέσως η αρχιστρατηγία.
από τη Φρουτζάλα τραβά στη Δραίνα, ίσαμε εφτά ώρες δρόμο. Εκεί παίρνει γράμμα από τον αδερφό του Νικήτα όπου σ’ αυτό του έλεγε πως δεν έπρεπε, πριν συγκεντρώσει όσες πιότερες δυνάμεις μπορούσε, να περάσει τα Κοντοβούνια, μα να κράταγε τις ορεινές θέσεις στα βουνά της Καλαμάτας για να ‘χει έτσι πίσω του ανοιχτό δρόμο προς τη Μάνη. Ό Παπαφλέσσας του αποκρίνεται:
«Νικήτα,
Έλαβα την επιστολήν σου και εις απάντησιν σου λέγω ότι δεν είμαι σαν και σε και σαν τον κουμπάρο σου τον Κεφάλα, όπου τρέχετε από ράχη σε ράχη στους Αηλιάδες.
Εγώ άπαξ ωρκίσθην vα χύσω το αίμα μου εις την ανάγκην της πατρίδoς, και αυτή είναι ή ώρα. Εύχομαι δε εις τον Θεόν πρώτη μπάλα τoυ Ίμβραημ να με πάρει εις το κεφάλι, διότι σας γράφω να ταχύνετε τον ερχομόν σας και ‘σεις μου γράφετε κoυρoυφέξαλα.
Νικήτα, πρώτη και τελευταία επιστολή μου είναι αυτή. Βάστα την να την διαβάζεις καμία φορά να με θυμάσαι και να κλαις.

Παπαφλέσσας»

Είναι φανερό, από το γράμμα αυτό, πως ο Παπαφλέσσας είχε συνείδηση πως τράβαγε στο χαμό του.
Ο στρατός του ανέβαινε τώρα σε 1500 άντρες. Δύναμη βέβαια ολότελα ασήμαντη για ν’ αντιβγεί στ’ ασκέρι του Ιμπραήμ. Μα να, παίρνει ευχάριστες ειδήσεις: από τον Δημήτρη Πλαπούτα από τον Αετό πως έρχεται να τον συντρέξει με 1600 νοματαίους από τους καπεταναίους της Αρκαδίας, από το χωριό Μάλι, εφτά ώρες δρόμο από τη Δραϊνα, πως βρίσκονταν εκεί με 2000 αγωνιστές από τον αδερφό του Νικήτα πως έφτασε στη Φρουτζάλα κι ερχόταν με 700 νοματαίους κι από τον Ηλία Κατσάκο από την Καλαμάτα πως είχε κάτω από τις προσταγές του 1000 πολεμιστές. Όλoι μαζί ίσαμε πέντε χιλιάδες. Όσo κι αν τους αριθμούς αυτούς τους λογαριάσουμε παραφουσκωμένους, στεκόταν σημαντική επικουρία, όπως τα στρατεύματα κι εμπειροπόλεμα ήταν και είχαν και άξιους αρχηγούς. Τι θα έπρεπε λοιπόν να κάνει ο Παπαφλέσσας; O,τι θα έκανε κι όποιος άλλος πολεμάρχης να καρτερέψει στα ορεινά τις δυνάμεις αυτές που ερχόταν σε βοήθειά του. Κι όμως έπραξε τ’ αντίθετο. Μόλις έμαθε πως ξεκίνησε από το Ναβαρίνο ο Ιμπραήμ, ρωτά «τους εντοπίους ποίος τόπος, βουνόν ή χωρίον είναι ύψηλόν ώστε να βλέπει το Νεόκαστρον και όλοι του είπαν, ότι είναι Παιδεμένου και Μανιάκι».
Δίχως να χάσει στιγμή φεύγει στις 18 του Μάη από τη Δραίνα και φτάνει, δύο ώρες πριν από το ηλιοβασίλεμα, στο Μανιάκι.

Η «Λεωνίδειος μάχη»
Τη στιγμή που ο Παπαφλέσσας ετοιμαζόταν να φύγει από τη Δραίνα φτάνουν σε βοήθειά του ο Ηλίας Κέρμας με 120 Κοντοβουνίσιους, ο Θανασούλας Καπετανάκης με 80, ο Π. Κεφάλας με 20, ο Πιέρος Βοϊδής κι ο Τσαλαφατίνος με 120 Μανιάτες, ο Στ. Καπετανάκης με 20, ο Λίβας, ο Μπιτσιάνης κι ο αδερφός του Γιώργης Δικαίος με 80. Έτσι όταν έφτασε στο Μανιάκι ο Παπαφλέσσας είχε μαζί του ίσαμε δύο χιλιάδες άντρες.
Την άλλη μέρα το πρωί έταξε καραούλια στο βουνό Μαμλαβά, πάνω από το χωριό Βλαχόπουλο, απ’ όπου βλέπανε όλο τον κάμπο και προς το Ναβαρίνο. Έπειτα κοίταξε με τους άλλους καπεταναίους τις θέσεις, λίγο πιο ψηλά από το χωριό Μανιάκι, όπου λογάριαζε να ταμπουρωθούν για ν’ αντικρούσουν τον εχθρό. Κατά το δειλινό τα καραούλια κάνανε σημεία πώς ο στρατός του Ιμπραήμ φάνηκε και τράβαγε για τα Χίλια Χωριά. Ο Παπαφλέσσας τότε πρόσταξε ν’ ανάψουν όσες μπορούσαν πιότερες φωτιές για να νομίσει ο εχθρός πώς δυνατό και πολυάριθμο ήταν το στρατόπεδό μας. Πραγματικά ο Ιμπραήμ σταμάτησε και πέρασε τη νύχτα στα Χίλια Χωριά.

Την άλλη μέρα το πρωί, 20 του Μάη, οι δικοί μας άρχισαν να φτιάνουν τρία ταμπούρια. Το πρώτο, το πιο βορινό, θα το έπιανε ο Παπαφλέσσας, το δεύτερο ο ανεψιός του Δημήτρης Φλέσσας και το τρίτο, το πιο νότιο, ο Πιέρος Βοϊδής με τους Μανιάτες. Ο τόπος όπου έγιναν τα οχυρώματα ταύτα ήσαν πλάγια, και όχι ράχες, ούτε κορυφή, «δια να εμποδίσουν τον έχθρον νά μη συγκεντρούται εκ των όπισθεν», και ήταν ακόμα πιο δυσκολο-υπεράσπιστα όπως ή απόσταση ανάμεσα στα ταμπούρια και στα μέρη που μπορούσε να προστατευτεί ο εχθρός στεκόταν μικρή κι έτσι οι δικοί μας «δεν είχον ουδέ τον άπαιτούμενον χρόνον νά γεμίζουν δις και τρις τα όπλα των».

Κάνει συμβούλιο. Ο ανιψιός του Ηλίας Φλέσσας και ο φίλος του Παναγιώτης Κεφάλας, τον συμβουλεύουν να πιάσουνε ψηλότερα στο βουνό απάνω, που έχουνε ήδη σταθεί οι περισσότεροι απ’ τους άντρες του. Η πρόταση αυτή, που ήταν δείγμα φόβου κι όχι στρατηγικής τακτικής φέρνει την αντίδραση του Παπαφλέσσα:
«Εγώ δεν ήρθα εδώ για να μετρήσω τον στρατό του Ιμπραήμ απ’ τα ψηλώματα. Πρέπει οπωσδήποτε να τον κρατήσω εδώ, στο Μανιάκι, διότι μόνο έτσι θα γλυτώσει ο Μοριάς. Καθίστε όλοι εδώ να πεθάνουμε σαν αρχαίοι Έλληνες».
Ήταν η πρώτη φορά που τους μίλησε για θάνατο. Η ελπίδα της πραγματικής στρατιωτικής νίκης, είχε σβήσει μέσα του…

Έπειτα από δυο ώρες που βγήκε ο ήλιος τ’ ασκέρι του Ιμπραήμ έφτασε στο βουνό πάνω από το χωριό Σκάρμιγκα, μισή ώρα δρόμο από τα ταμπούρια μας. «Αφού οι Έλληνες είδαν το πολυπληθές στράτευμα των Τούρκων, το οποίον έσκέπασεν όλον τον τόπον, όσον βλέπει το μάτι του άνθρώπου, ενταύθα άρχισαν νά μουρμουρίζουν και κάποιος είπεν ότι:
-Έχετε άλoγoν καβαλάτε ύστερον και φεύγετε !…»
Τ’ ακούει ο Παπαφλέσσας κι αμέσως φωνάζει τον γραμματικό του Τισαμενό και τον προστάζει να πάρει τ’ άλογά του κι όλους τους ψυχογιούς του εξόν από τον Μιχάλη Σταϊκόπουλο και να πάει στην αντικρινή ράχη. Μα να, κάμποσοι στρατιώτες, λογαριάζοντας πώς ήταν χαμένοι αν έμεναν στα πόστα που κράταγαν, πέφτουν στο Κρυόρεμα κι αρχίζουν να λακάνε. Το σκάζει τότε, μ’ όλους τους δικούς του, κι ο Σταυριανός Καπετανάκης. «Τούτον δε βλέποντες και άλλοι φεύγοντα παρεκινήθησαν και αυτοί και εδόθησαν εις φυγήν δια του αυτού ρεύματος. Έφυγαν δε υπέρ τους χιλίους».

Μόλις πρόλαβαν να ξεφύγουν και κινήθηκε ή καβαλαρία του Ιμπραήμ. Μπήκε, από τα δεξιά, στο ρέμα και προχώρησε πέρα από το ταμπούρι πού κράταγε ο Παπαφλέσσας. Από τ’ αριστερά χωρίστηκε σε δύο κολόνες. Εκείνη πού τράβηξε πιο δυτικά είχε σκοπό να εμποδίσει τυχόν επικουρίες που θα ‘φταναν. Οι δικοί μας βρίσκονταν πια κυκλωμένοι. Ο Παπαφλέσσας όμως «νόμισε τούτο μεγάλον ευτύχημα, δια να συνέλθουν όλοι ομού οι Έλληνες και να πολεμούν καλλίτερα και αποφασιστικότερα, και να μη λιποτακτούv».

Διατάζει να μετρήσουν πόσοι είχαν απομείνει και βρίσκονται λιγότεροι από χίλιοι. Καθώς ήταν συναγμένοι τούς βγάζει φλογερό λόγο θυμίζοντάς τους τις νίκες στο Βαλτέτσι, στο Λεβίδι, στη Γράνα, στα Βέρβενα και την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη.
«Όπου να ‘ναι φτάνουν, δεκαπέντε χιλιάδες πατριώτες σε βοήθειά μας ο Πλαπούτας κι όλοι οι Αρκαδινοί, ο αδερφός μου Νικήτας, ο Κατσάκος κι άλλοι Μανιάτες. Σε μια ώρα θάναι εδώ. Θα τριγυρίσουν τ’ ασκέρι του Ιμπραήμ και θα το χτυπάνε από τις πλάτες. Αδέρφια! ή πατρίδα καρτεράει από μας να δοξαστεί ξανά από τη νίκη μας!».

Μα πριν καλά-καλά τελειώσει την ομιλία του, μερικοί από τούς καπεταναίους «ιδόντες τον προφανή κίνδυνον» παρακινούσαν τον ανεψιό του Δημήτρη να του πει να κάνουνε γιουρούσι και διασπώντας τις γραμμές της εχθρικής καβαλαρίας να γλιτώσουν όσοι τούς ευνοήσει ή τύχη. «Κανείς», όμως, «δεν ετόλμα να του εκστόμιση τοιούτον τι κατά πρόσωπον».

Τον σιμώνουν τέλος ο Κεφάλας κι ο παπα-Γιώργης, γνωστοί και οι δύο για την παλικαριά τους, και του λένε, από μέρος όλων των καπεταναίων, πως αυτή στεκόταν ή τελευταία τους ευκαιρία να σωθούν. Τότε ο Παπαφλέσσας αποκρίνεται στον Κεφάλα:
– Έχασα τις ελπίδες που στήριζα πάνω σου. Και μαζί μ’ αυτές και την υπόληψη που είχα για σένα.
Έπειτα γυρνά, πιάνει τον παπα-Γιώργη από τα γένια και τραβώντας τα του λέει:
– Μου τα ντρόπιασες, παπα-Γιώργη!
Σταματά μια στιγμή και ύστερα του ξαναλέγει:
– Που να πάμε να φύγουμε; Έχουμε τακτικό στράτευμα όπου, όταν θα βγει από τα ταμπούρια, θ’ αποτραβηχτεί με τάξη πολεμώντας; Δεν ξέρεις τάχα πως οι άτακτοι άμα βγουν από τα ταμπούρια σκορπίζουν κι ο καθένας παίρνει δικό του δρόμο; Τότε πέντε καβαλαραίοι του Ιμπραήμ θα μας σφάξουν όλους. Και θ’ ακολουθήσει μεγάλο κακό για το έθνος όπως θα ψυχωθούν οι εχθροί και θα δειλιάσουν οι δικοί μας. Τι φοβάσαι, Παπαγιώργη; Εσύ ξέρεις τα γράμματα που έγραψα και πήρα. Σε ρωτώ, έχεις αμφιβολίες πως μέσα σε δύο ώρες πέντε χιλιάδες δικοί μας δε θα χτυπάνε απέξω τον Ιμπραήμ; Ακόμα κι άλλοι να μην έρθουν ο Πλαπούτας δε θα λείψει. Είμαι βέβαιος πως θα νικήσουμε. Aν όμως, ο μη γένοιτο, νικηθούμε, θ’ αδυνατίσουμε τη δύναμη του εχθρού και ή ιστορία θα ονομάσει τούτον τον πόλεμο Λεωνίδειον μάχην, παπα-Γιώργη!

Ίσως ή τελευταία αυτή φράση να κρύβει όλο το μυστικό της υποσυνείδητης παρόρμησής του ν’ αντιμετωπίσει, κάτω από τόσο απελπιστικές συνθήκες, τον εχθρό. Έταξε στον εαυτό του να νικήσει ή να πεθάνει. Η Ρούμελη είχε το «νέο Λεωνίδα της», τον Αθανάσιο Διάκο, που κάτω από παρόμοιες συνθήκες δεν πισωδρόμησε στην Αλαμάνα. Τώρα, στο πρόσωπο τούτον Παπαφλέσσα, θ’ αποχτούσε στο Μανιάκι κι ο Μοριάς τον Λεωνίδα του.
Όταν έπαψε να μιλάει ο Παπαφλέσσας, ο Μανιάτης Βοϊδής είπε τα αξιομνημόνευτα τούτα λόγια: «Πάμε στα ταμπούρια μας κι όποιος θα μείνει γιαμά, ας ακούει των γυναικών τα μοιρολόγια!…»

Και τράβηξαν στα ταμπούρια τους ξέροντας πως το μόνο που τους απόμενε ήταν να θυσιαστούν. Μόλις πρόλαβαν να φτάσουν σ’ αυτά κι ο Ιμπραήμ ξαπολά την επίθεσή του. Τα τάγματα τούτον τακτικού στρατού του προχωρούσαν χωρίς να λογαριάζουν το θάνατο που σκόρπιζαν τα καριοφίλια των Ελλήνων. Ο Παπαφλέσσας, καθώς είπαμε, κράταγε το βορινό ταμπούρι «το μάλλον αδύνατον και επικίνδυνον». Φορώντας την περικεφαλαία του στεκόταν όρθιος πάνω σε μια πέτρα πιο ψηλή από τις άλλες, που «είχε προσέτι και μίαν μικράν αχράδα (γκορτζούλα), από εκεί διεύθυνε τον αγώνα, δίνοντας με το παράδειγμά του θάρρος στους δικούς μας. Δίπλα του στεκόταν ο νεαρός Γάλλος εθελοντής που, είχε κατέβει πριν από λίγο καιρό στην Ελλάδα μαζί με τον στρατηγό Ρος. Καμία βέβαια ευγνωμοσύνη δεν τρέφει ή πατρίδα μας για το στρατηγό Ρος. Αντίθετα όμως με σεβασμό μνημονεύει τον ανώνυμο νεαρό Γάλλο, που πολεμώντας παλικαρίσια βρήκε το θάνατο κείνη τη μέρα δίπλα στον Παπαφλέσσα.

Το μεσημέρι κάλεσαν οι σάλπιγγες του εχθρού τον αιγυπτιακό στρατό να πάψει την επίθεσή του και ν’ αποσυρθεί για να κολατσίσει. Όσο που «οι νεροκουβαλητάδες επήγαινον και ηρχοντο δίδοντες νερόν εις τους διψώντας στρατιώτας», οι καπεταναίοι μας τρέξανε να βρούνε τον Παπαφλέσσα.
– Καλό είναι, να φύγουμε τώρα που οι Τούρκοι ξαποσταίνουν και τρώνε ψωμί. Να τραβήξουμε κατά την Αγιά, γιατί, καθώς θαχουμε βοηθό το βουνό, οι καβαλαραίoι τους λίγους θα σκοτώσουνε. Το πολύ θα φάνε πενήντα ως εκατό από μας, μα οι άλλοι θα σωθούνε και θα σώσουμε κι εσένα για να φανείς, σ’ άλλη περίσταση, χρήσιμος στην πατρίδα.
Ο Παπαφλέσσας τους αποκρίθηκε:
– Εγώ σας είπα και πρώτα και τώρα σας το λέγω τη φευγάλα να μην τη βάζετε διόλου στο νου σας, γιατί εμείς χανόμαστε άδικα αν πέσουμε πάνω στη φωτιά του εχθρού. Όχι, δε θα παραδώσω τους Έλληνες μόνος μου στ’ αδιάκοπο ντουφέκι του τακτικού! Έπειτα εμείς καρτεράμε τη βοήθεια πού, καθώς γνωρίζετε, θα φτάσει ώρα την ώρα. Παγαίνετε τώρα στα πόστα σας!

Γύρισαν στα ταμπούρια τους και σε λίγο εξαπολύθηκε το γενικό γιουρούσι του εχθρού. Δυο φορές έφτασαν ίσαμε τις θέσεις που κράταγαν οι Έλληνες, μ’ αναγκάστηκαν να πισωδρομήσουν. Κι ενώ ετοιμάζονταν να ξεχυθούν σε τρίτο γιουρούσι, ακούστηκε βορινά μια μπαταρία. Ήταν ο Πλαπούτας που έφτανε με χίλια πεντακόσια παλικάρια. Ο Ιμπραήμ τότε, γυρεύοντας να προλάβει τη βοήθεια που ερχόταν, ρίχνει όλες του τις δυνάμεις πάνω στους δικούς μας. Οι εχθροί πάτησαν πρώτο το ταμπούρι του Παπαφλέσσα. Ο ανεψιός του Δημήτρης παρατάει το πόστο του και τρέχει να βοηθήσει το θείο του. Τον βλέπει ο Παπαφλέσσας και τον προστάζει να γυρίσει πίσω και να υπερασπιστεί τη δική του θέση. Μα όταν έφτασε σ’ αυτή βρήκε να την έχουν πατήσει οι εχθροί. «Εκεί κτυπών και κτυπούμενος υπό πολλών Τούρκων εχάθη και αυτός και οι στρατιώται του».

Στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα ανακατώθηκαν Τούρκοι κι Έλληνες και γίνηκαν όλοι ένα. Όπως οι εχθροί φόραγαν κόκκινες στολές, «ο τόπος όλος εκοκκίνισεν από αυτές κι από τα αίματα». Ο σημαιοφόρος του Παπαφλέσσα, ο Δημήτρης από τη Χίο, για να μην πέσει η σημαία στα χέρια του εχθρού την σκίζει, τη χώνει στο στήθος του, σπάζει και το σταυρό του κονταριού και τον βάζει στο σελάχι του, και με το σπαθί στο χέρι σαν αστραπή χιμά πάνω στο τούρκικο ασκέρι και φεύγει. «Ή παλικαριά του είναι αμίμητος», γράφει ο Φωτάκος.

Τελευταίο έπεσε το ταμπούρι του Πιέρου Βοϊδη, που κράταγαν οι Μανιάτες, καθώς ήταν το πιο δυνατό απ’ όλα. Όσοι από τους δικούς μας απόμεναν ακόμα ζωντανοί ρίχνονται μέσα στο ρέμα και κάνουνε να φύγουν κατά την Ανδρούσα. Τίποτ’ άλλο δεν ακουγόταν πια «από τα λιανίσματα των σπαθιών και των γιαταγανιών».
Στην έξοδο της ρεματιάς ένα τάγμα του εχθρού καρτέραγε τους εκατόν πενήντα δικούς μας που ήταν ακόμα ζωντανοί. Δεν τους απόμενε παρά ν’ ανοίξουν δρόμο με το σπαθί στο χέρι. Το κατόρθωσαν μα οι πιότεροι απόμειναν για πάντα εκεί. Σιγά σιγά σκόρπαγε ο καπνός της μάχης. Οι νικητές τότε βάλθηκαν να σκυλεύουν τους σκοτωμένους. Ύστερα άρχισαν να κόβουν τ’ αυτιά τους, να τα πάνε στον Ιμπραήμ να πάρουνε μπαξίσι. Τότε τσακώθηκαν «μεταξύ των ποίος από αυτούς να έχει περισσότερα».

Το φιλί του Ιμπραήμ
Κατέβηκε τέλος κι ο Ιμπραήμ στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα. Αφού έκανε ντουάδες στον Αλλάχ για τη νίκη, πρόσταξε το στρατό του να ρίξει τρεις νικητήριες μπαταριές. Μετά παράγγειλε να του φέρουν το κουφάρι του Παπαφλέσσα. Βρήκαν το ακέφαλο κορμί του. Δίπλα του κείτονταν νεκρός ο νεαρός Γάλλος κι ολόγυρα πλήθος τα κουφάρια των εχθρών. Λίγο πιο πέρα πέτυχαν και το κεφάλι τούτον ήρωα. Το έφεραν στον Ιμπραήμ τους είπε να χώσουν στη γη ένα ψηλό παλούκι και να στήσουν όρθιο τον σκοτωμένο δένοντάς τον πάνω σ’ αυτό. Ύστερα στερέωσαν στο κορμί και το κεφάλι, αφού πριν πλύνανε τα αίματα από τα γένια του. Τότε «ο νεκρός εφαίνετο ως να ήτο ζωντανός»
Ο Ιμπραήμ, αφού «ακίνητος κι άφωνος τον παρετήρησεν ολίγον», θαυμάζοντας το επιβλητικό του παράστημα,γυρνά και λέει αυθόρμητα στους αξιωματικούς του:
«Πραγματικά, στάθηκε ένας ικανός και γενναίος άνθρωπος. Και καλύτερο θα ήταν, κι ας παθαίναμε άλλη τόση ζημιά, να τον πιάναμε ζωντανό, γιατί πολύ θα μας χρησίμευε». Και συνέχισε «Εάν η Ελλάδα είχε κι άλλους σαν τον Παπαφλέσσαν δεν θα μπορούσα ν’ αναλάβω αυτήν την εκστρατείαν».
Έπειτα, σύμφωνα με λαϊκές αφηγήσεις, έμεινε πολλή ώρα να κοιτά τον νεκρό Παπαφλέσσα του και κάποια στιγμή, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και τον φίλησε στο μέτωπο, αναγνωρίζοντας έτσι εμπράκτως την γενναιότητα του Παπαφλέσσα και θέλοντας έτσι να τιμήσει τον άξιο αντίπαλό του.

Η Λεωνίδειος μάχη είχε τελειώσει. Το Μανιάκι πήρε τη θέση του, στις σελίδες της Ιστορίας μας, δίπλα στις Θερμοπύλες και στην Αλαμάνα.
Τώρα, ανατολικά από το χωριό Μανιάκι, στο ξωκλήσι «Aγιά Ανάσταση», βρίσκονται τα κόκαλα εκείνων που πέσανε σε τούτη τη μάχη, θυμίζοντας, σ’ εμάς τους μεταγεγέστερους, πως ή λευτεριά μας, καθώς λέει στον εθνικό μας ύμνο ο Σολωμός, είναι «απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα Ιερά»…
Με τον ηρωικό του θάνατο, επισφράγισε την ανεκτίμητη προσφορά του στην πατρίδα ο αγνός πατριώτης, ο ενθουσιώδης αγωνιστής, ο Παπαφλέσσας.

Εν τω μεταξύ η ελληνική κυβέρνηση, ύστερα από λαϊκή απαίτηση, είχε χορηγήσει γενική αμνηστία στους Πελοποννήσιους «αντάρτες» (17 Μαΐου 1825), οι οποίοι ωστόσο δεν πρόλαβαν να βοηθήσουν στο Μανιάκι. Εβδομάδες μετά τη μάχη στο Μανιάκι κυκλοφόρησε στο Παρίσι λιθογραφία με φανταστική σύνθεση που απεικονίζει την κορύφωση της σύγκρουσης, στην οποία αναγράφεται η φράση: «Η εν Μανιακίω της Πυλίας μάχη, καθ’ ην ο Γρηγόριος Παπαφλέσσας, ηρωικώς μαχόμενος, έπεσε ως νέος Λεωνίδας».

Μια αυθεντική μαρτυρία
Ένα κείμενο του πολεμιστή του Μανιακίου Μ. Σταυριανόπουλου που επέζησε αν και τραυματισμένος σοβαρά (τον νόμισαν για νεκρό, γιατί ήταν σκεπασμένος με τα πτώματα των συμπολεμιστών του) και έζησε έως το 1896 χάθηκε δυστυχώς. Σε αναφορές που έγιναν αργότερα από οπλαρχηγούς, πολλοί ισχυρίζονταν ότι έλαβαν μέρος και ότι σώθηκαν από θαύμα αλλά οι ισχυρισμοί τους είναι αμφισβητήσιμοι. Οι ισχυρισμοί φέρεται να έγιναν μόνο και μόνο, γιατί η συμμετοχή σε αυτή την μάχη ήταν τίτλοι τιμής και δόξας για όσους κονταροκτυπήθηκαν με τις ορδές του Ιμπραήμ.

Από το Μανιάκι είναι ιστορικά βέβαιο ότι σώθηκαν κάποιοι που έφυγαν λίγο πριν αρχίσει η μάχη και μάλιστα αρκετοί οπλαρχηγοί. Για να μετριάσουν τις εντυπώσεις που δημιούργησε η λιποταξία τους, αργότερα διέδιδαν ότι έλαβαν μέρος, και έδιναν φανταστικές περιγραφές. Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, υπάρχει μία αναφορά αγωνιστή από την Κυπαρισσία που υπογράφει με το ψευδώνυμο Κυπαρίσσιος την οποία υποβάλλει στον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και με την οποία ζητούσε υλική βοήθεια για να ζήσει την οικογένεια του, η οποία ήταν σε άθλια οικονομική κατάσταση. Η αναφορά είναι ολιγόλογη αλλά πολύ περιγραφική και είχε συνταχθεί από κάποιον που γνώριζε ανάγνωση και γραφή. Θεωρείται έγκυρη γιατί γράφτηκε βάσει αφηγήσεως του ακρωτηριασμένου αγωνιστή που χωρίς πόδια έφθασε στο Πόρο για να την επιδώσει.

Η αναφορά έχει ως εξής:

«Εξοχώτατε Κυβερνήτα της Ελλάδος

Ίδετε την αθλιότητα εις την οποία κατήντησα διά την πατρίδα.Αφού επολέμησα εις διάφορα μέρη της Πελοποννήσου με τα στρατεύματα τα Αρκάδια έτη πέντε, τέλος ευρέθην και εις την μάχην την γενομένην ανά μέσον Σαπρίκης και Μανιάκης ομόρων χωρίων Αρκαδίας και Νεοκάστρου, έν ή έπεσεν ο αοίδημος Γρηγόριος Δικαίος ο Φλέσσας. Έν ώ Κυβερνήτα είμεθα τρείς χιλιάδες τον αριθμόν εις την θέσιν εκείνην, Έλληνες οι περισσότεροι, ιδόντες το σμήνος των πολεμίων έφυγον, εμείναμεν επτακόσιοι περίπου στρατιώται, διήρκεσε δε η μάχη ώρας δέκα.

Έκ των επτακοσίων δε, μόλις εύρον οι πολέμιοι εξήκοντα ζωντανούς μέν, αλλά πληγωμένους απήγον εις το Νεόκαστρον, ένθα όσους έκ των εξήκοντα εγνώρισαν ότι ήσαν εκ των εν Ναυαρίνοις ηττηθέντων, τούτους ακρωτηρίασαν κατά διάφορα μέλη.

Ηκρωτηρίασαν δε και εμέ κατά τους πόδας και τρόπω άσπλαχνο, ως ο μάγειρος όταν κόπτη το κρέας αλύπως όταν θέλη να κάμη λεπτόν ψητόν. Και έκτοτε άχρι του εμπρησμού του εχθρικού στόλου περιφερόμην εις Νεόκαστρον ένθα κακείτε ελεεινώς.

Αφανισθέντος δε του στόλου έγινε σύγχυσις, έλαβα καιρόν και έφυγα με αυτά τα ποδάρια. Διασωθείς δε εύρον τρία μου τέκνα αιχμαλωτισμένα, και τα άλλα εις αθλίαν κατάστασιν, ώστε οι άθλιοι παρ΄αθλιωτάτου προσδοκώσι κηδεμονίαν. Εις τοιαύτην λοιπόν κατάστασιν ευρισκόμενος προτρέχω προς Σε, τον κοινόν πατέρα, όστις ενεμπιστεύθης την ολικήν παρακαταθήκην του Έθνους, να δείξης προς την ταλαίπωρον οικογενειά μου την πατρική σου κηδεμονία, ήτις παρ΄αξίαν στερουμένη του επιούσιου άρτου επαιτεί.

Υποσημειούμαι δε με σέβας τα΄οφειλόμενον

Τη 5 Μαρτίου 1828 Ο Ευπειθής και τεθλιμμένος πολίτης

Εν Πόρω Γιώργης Αρκαδινός

( Γ.Α.Κ. Γεν.Γραμμ. φακ. 25 )»

Μοιρολόι για το Μανιάκι

Κει στο Μανιάκι κείτονται όλοι οι Καπεταναίοι.
Ο Παπαφλέσσας, ο Κορμάς και ο Μαυρομιχάλης.
Μπιτσάνης από την Πολιανή, μαζί με τον Κεφάλα.
Στρώμα έχουνε την μαύρη Γη, προσκέφαλο μια πέτρα,
και από πάνω σκέπασμα του φεγγαριού την λάμψη.

Η τελευταία υπογραφή του Παπαφλέσσα

IMG_6649
http://www.pare-dose.net/2686
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Παπαφλέσσας:"

Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

ΕΥΡΩ ΜΕ ΚΑΘΕ ΘΥΣΙΑ;;;;;;;;



Όσοι ανόητοι λένε ναι στο ευρώ πάση θυσία οφείλουν να μη διαμαρτύρονται για τα επερχόμενα περισσότερα δεινά!!!!!!!!!!!!!
Δεν καταλαβαίνω γιατί οι υποστηρικτές του ευρώ, διαμαρτύρονται για τη μείωση των μισθών και των συντάξεών τους.
Τα δάνεια που μας παρέχουν σε ευρώ οι υπερκυβερνήτες από τη Φραγκφούρτη, μόλις και μετά βίας φτάνουν για την κάλυψη των βασικών εξόδων του κράτους για τρέχοντες μισθούς και συντάξεις, ενώ έχουν ανασταλεί οι πληρωμές προμηθευτών, εφ’ άπαξ αποζημιώσεων, νέων συντάξεων,κλπ.
Αυτό είναι το τίμημα για το ταμπού της παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.
Στα νοσοκομεία δεν υπάρχουν βασικά υλικά όπως λχ. χειρουργικά γάντια, ο στρατός και η αστυνομία δεν έχουν καύσιμα για να κινήσουν τα οχήματά τους, τα σχολεία δεν έχουν πετρέλαιο για να θερμάνουν τις αίθουσες, οι κρατικές υποδομές καταρρέουν από έλλειψη συντήρησης, οι επιχειρήσεις κλείνουν ή δραπετεύουν στο εξωτερικό, η ανεργία πετάει στα ύψη σε επίπεδα 30%, το κράτος έχει ανείσπρακτους φόρους περισσότερα από 52 δις ευρώ.
Αλλά υπάρχουν και άλλα νέα για τους οπαδούς του ευρώ.
Η κατάσταση θα χειροτερεύσει!!!!!
Ο έλεγχος των εσόδων του κράτους βρίσκεται στα χέρια της Τρόικας που μετονομάστηκε σε "Θεσμούς", καθώς όλες οι δημόσιες εισπράξεις κατατίθενται σε δεσμευμένο λογαριασμό που ελέγχεται απ’ αυτούς.
Με δεδομένο ότι δεν προβλέπεται η εισροή άλλων ερωδανείων, αν τα κρατικά έσοδα είναι λιγότερα από τα έξοδα κατά την τρέχουσα περίοδο, κάτι που είναι βέβαιο, θα υπάρξουν και άλλες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, καθώς και βαρύτερες φορολογικές επιβαρύνσεις.
Εννοείται ότι οι τόκοι για τα προηγούμενα δάνεια είναι τα πρώτα που καταβάλλονται και κατά συνέπεια, τα κρατικά έσοδα πρέπει να είναι πολύ περισσότερα από τα αντίστοιχα έξοδα.
Γι’ αυτό, οι ξεροκέφαλοι λάτρεις του ευρώ ας ετοιμάζονται για να σφίξουν και άλλο τη ζώνη.
Ασφαλώς και δεν έχουν δικαίωμα να ομιλούν ή να διαμαρτύρονται για τα ισχύοντα και τα επερχόμενα δεινά.
Αφού το ευρώ είναι ταμπού κατ’ αυτούς, είναι το ιερό εθνικό μας νόμισμα στο οποίο ομνύουν κυβέρνηση και αντιπολίτευση, καλύτερα να σιωπούν.
Η μονομανής και ανόητη ευρωλαγνία προστατεύει τις σφαγιαστικές Μνημονιακές επιλογές, καταστρέφει την ανταγωνιστικότητα της χώρας και το εναπομείναν παραγωγικό της δυναμικό.
Στο βωμό του ευρωταμπού, οι μισθοί, οι συντάξεις, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, οι κοινωνικές παροχές, το εκπαιδευτικό σύστημα, η αξία της κινητής και ακίνητης περιουσίας των Ελλήνων πολιτών και του ίδιου του κράτους, τα πάντα υποτιμούνται και θα υποτιμηθούν σε τριτοκοσμικά επίπεδα.
Έτσι λοιπόν, αυτοί που θέλουν να παραμείνουμε στο ευρώ, οφείλουν να καταλάβουν το αυτονόητο, ότι δηλ. δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη φτώχεια και την υποτέλεια χωρίς τέλος!!!!!!!!!!!!
Ας βάλουν λοιπόν το κεφάλι στην άμμο, όπως οι στρουθοκάμηλοι και ας μη διαμαρτύρονται για τα συνεχόμενα (τέσσερα μέχρι τώρα) Μνημόνια και τις αρπακτικές τους πρακτικές.

Επιμέλεια παρουσίασης : Γιώργος Χαβαλές από την ελεύθερη απόδοση μιας επιστολής στην ομάδα των Hellenic Professors του Προέδρου της Bay Clinical R&D Services, Anastassios D. Retzios, Ph.D, San Ramon, California 94582, USA
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΕΥΡΩ ΜΕ ΚΑΘΕ ΘΥΣΙΑ;;;;;;;;"
Related Posts with Thumbnails