H Ελληνική Επανάσταση πέτυχε μετά από έναν εννιάχρονο πολεμικό και διπλωματικό αγώνα, να οδηγήσει στη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Προηγήθηκαν διάφορα κινήματα που τάραξαν την παγιωμένη κατάσταση, με ανατρεπτικά κηρύγματα, επαναστάσεις, ανταρσίες, την κλεφτουριά.
Προεπαναστατικά εκδηλώθηκαν στο Αιγαίο, το Φεβρουάριο του 1770, τα Ορλωφικά.
Μετά από πρόσκαιρες επιτυχίες, οι αδελφοί Ορλώφ επικεφαλής μιας μικρής μοίρας του ρωσικού στόλου, ηττήθηκαν. Οι 'Ελληνες που είχαν επαναστατήσει στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη, στον 'Ολυμπο, στην 'Ηπειρο, στη Στερεά, στην Ακαρνανία, το Aιγαίο και τον Τσεσμέ υπέστησαν διώξεις. Το τέλος του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1768-1774, σφραγίστηκε από τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774.
Σύμφωνα με τους όρους της, οι 'Ελληνες εξασφάλισαν το δικαίωμα της ανεξιθρησκίας και ελεύθερη εμπορική δραστηριότητα με την προστασία της Ρωσίας. Με το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1778-1792 συνδέθηκε η δραστηριότητα του Λάμπρου Κατσώνη.
Η δράση του εξαπλώθηκε στο Αιγαίο από το 1788 έως τις 17 Μαΐου του 1790, οπότε νικήθηκε σε ναυμαχία στην 'Ανδρο. Στη συνέχεια, ανανεώνοντας τις ναυτικές του δυνάμεις, εξακολούθησε να αγωνίζεται μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης του Ιασίου, το 1792.
Μικρότερης εμβέλειας κινητοποιήσεις ήταν αυτές του Νικοτσάρα το 1807 και του Ευθυμίου Βλαχάβα το 1808.
Μεταξύ των βαλκανικών λαών που εξεγέρθηκαν, συγκαταλέγονται οι Σέρβοι, οι οποίοι κινητοποιήθηκαν το 1804.
Οι Σουλιώτες το Φεβρουάριο του 1789 εξαπέλυσαν σειρά επιδρομών, ερχόμενοι σε σύγκρουση με το νέο πασά των Ιωαννίνων, τον Αλή πασά, ο οποίος φιλοδοξούσε με το χωριστικό του κίνημα να μετατρέψει το διευρυμένο πασαλίκι του σε ανεξάρτητο κράτος.
Στα τέλη Ιουλίου 1792, τα στρατεύματα του Αλή κατατροπώθηκαν σε μάχη στην περιοχή της Κιάφας και άρχισαν διαπραγματεύσεις με τους Σουλιώτες για ειρήνη, που κράτησαν μέχρι τον Απρίλιο του 1793.
Ο Αλή πασάς δεσμεύτηκε να αποσύρει τις στρατιωτικές του δυνάμεις από τα χωριά του Σουλίου, κατέβαλε λύτρα για να εξαγοράσει τους αιχμάλωτους στρατιώτες του και αποδέχτηκε τη μερική ανταλλαγή ομήρων. Το Σούλι δεν υποτάχθηκε αλλά και ο Αλή πασάς ισχυροποίησε τις θέσεις του και συγχρόνως πέτυχε να διχάσει τα δύο ισχυρά σουλιώτικα γένη, Μπότσαρη και Τζαβέλλα. Τον Ιούνιο του 1800 εξεστράτευσε εναντίον του Σουλίου, έχοντας εξασφαλίσει σουλτανική διαταγή. Το 1802, το Σούλι αποκλείστηκε, η θέση του επιδεινώθηκε και τελικά υπέκυψε στα τέλη του 1803.
Ακολούθησε η Ελληνική Επανάσταση. Οι 'Ελληνες αγωνιστές που είχαν υπηρετήσει στον στρατό ξένων δυνάμεων, όπως της Ρωσίας ή της Αγγλίας, είχαν αποκτήσει γνώσεις διεξαγωγής τακτικού πολέμου.
Από την άλλη πλευρά, οι άτακτοι όταν έκριναν ότι δεν μπορούσαν να νικήσουν τον εχθρό, έφευγαν και ξαναγύριζαν αργότερα να πολεμήσουν. Με όπλα τους την εμπειρία στον άτακτο πόλεμο και την άριστη γνώση του φυσικού περιβάλλοντος, διαμόρφωναν ευέλικτη τακτική με υποχωρήσεις, αιφνιδιασμούς και απρόβλεπτα κτυπήματα. Μπορούσαν, έτσι, να αντιμετωπίζουν τον πολυάριθμο και καλύτερα εξοπλισμένο αντίπαλό τους με επιτυχία. Σχηματικά, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Αγώνα θα μπορούσαν να διακριθούν σε τέσσερις φάσεις.
-Η πρώτη περιλαμβάνει τα γεγονότα στις Ηγεμονίες από τις 24 Φεβρουαρίου έως τις 7 Ιουνίου 1821. Στις αρχές του 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας από το 1820, αποφάσισε να επισπεύσει την εφαρμογή του επαναστατικού σχεδίου, που προέβλεπε τη δημιουργία διάσπαρτων επαναστατικών εστιών στο βαλκανικό χώρο.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1821, πέρασε τον ποταμό Προύθο και δύο ημέρες αργότερα απηύθυνε στους άνδρες του από το Ιάσιο την προκήρυξη που άρχιζε με τα λόγια «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», ενώ συνέχισε τη στρατολογία νέων, οι οποίοι συγκρότησαν τον Ιερό Λόχο.
Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στο Δραγατσάνι, στις 6-7 Ιουνίου 1821, όπου οι επαναστάτες ηττήθηκαν. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κατέφυγε στην Αυστρία, όπου συνελήφθη και φυλακίστηκε. Η επιχείρηση αυτή θα μπορούσε να είχε πετύχει μόνο με την προϋπόθεση ότι θα την είχε υποστηρίξει ο ρωσικός στρατός. Κατάφερε όμως να απασχολήσει τουρκικές δυνάμεις μακριά από τον κορμό της Ελλάδας.
-Η δεύτερη φάση άρχισε με την κήρυξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, όπου εμφανίστηκαν οργανωμένοι επαναστατικοί πυρήνες, όπως φαίνεται από τα πρώτα επίσημα επαναστατικά έγγραφα, που διεκδικούσαν τη νομιμοποίηση της Επανάστασης:
την Προκήρυξη της Μεσσηνιακής Συγκλήτου του Π. Μαυρομιχάλη και «προς τας Ευρωπαϊκάς Αυλάς», Καλαμάτα, 25 Μαρτίου 1821, την Προκήρυξη η οποία επιδόθηκε στους προξένους των Πατρών στις 26 Μαρτίου 1821, που υπέγραφαν οι Α. Ζαΐμης, Α. Λόντος, Μπενιζέλος Ρούφος, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Κερνίκης Προκόπιος.
Στις 23 Μαρτίου 1821, Πελοποννήσιοι πρόκριτοι και οπλαρχηγοί κατέλαβαν τη Βοστίτσα, το σημερινό Αίγιο, και κήρυξαν επίσημα την Επανάσταση. Την ίδια μέρα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, επικεφαλής πολλών αγωνιστών, απελευθέρωσαν την Καλαμάτα. Ακολούθησε η επιτυχής πολιορκία της Τριπολιτσάς, που έπεσε στις 23 Σεπτεμβρίου 1821. Στο μεταξύ, εξαπλώθηκε η Επανάσταση και στη Στερεά. Οι Τούρκοι οργάνωσαν μεγάλη εκστρατεία για την κατάπνιξη της Επανάστασης. Στην προσπάθειά του να την ανακόψει έπεσε ηρωικά ο Αθανάσιος Διάκος στην Αλαμάνα της Φθιώτιδας, αντιμετωπίζοντας τα στρατεύματα του
Κιοσέ Μεχμέτ πασά και του Ομέρ Βρυώνη, που κατευθύνονταν προς την Πελοπόννησο, στις 23 Απριλίου 1821.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αντιμετώπισε με επιτυχία την τουρκική στρατιά που κατευθυνόταν προς την Πελοπόννησο, στο Χάνι της Γραβιάς, στις 8 Μαΐου, γνωρίζοντας «τα στενά και τα όρη της Ρούμελης», ώστε να μπορεί να διαλέξει ένα «πεδίο μάχης... [που] να θέση τους Τούρκους εις μίαν τοιαύτην θέσιν, ώστε μόνοι των να κατασφαγώσι...». Τέλος, στη μάχη των Βασιλικών, τον Αύγουστο του 1821, ανακόπηκε η πορεία της τουρκικής στρατιάς από τους 'Ελληνες επαναστάτες υπό τους Δυοβουνιώτη, Πανουργιά και Γκούρα.
Οι εστίες της Επανάστασης εξαπλώθηκαν με ταχείς ρυθμούς και σε άλλες περιοχές, στα Σάλωνα, στο Γαλαξίδι, στο Λιδωρίκι, στη Θήβα, στη Λιβαδειά, στην Αθήνα, στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου, στη Θεσσαλία, στην 'Ηπειρο, στη Μακεδονία, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις δεν κατάφεραν να ριζώσουν. Στη Θεσσαλία πολιορκήθηκε ο Βόλος.
Ο Εμμανουήλ Παππάς κήρυξε την Επανάσταση στις Καρυές του Αγίου 'Ορους, στις 17 Μαΐου. Γρήγορα απελευθέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της Χαλκιδικής, αλλά τουρκικές δυνάμεις το Δεκέμβριο του 1821 κατέστρεψαν τα χωριά τής Κασσάνδρας, εξεδίωξαν τους κατοίκους τους και κατέστειλαν την Επανάσταση στην περιοχή. Τα νησιά του Αιγαίου, η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά, έθεσαν τους στόλους τους στην υπηρεσία του Αγώνα. Στις 27 Μαΐου, ο Ψαριανός Δημήτριος Παπανικολής έκαψε με το πυρπολικό του εχθρικό δίκροτο στο λιμάνι της Ερεσσού και
στις 4 Ιουλίου ο στόλος του υποναυάρχου Καρά Αλή εμποδίστηκε να αποβιβάσει ενισχύσεις στη Σάμο. Στα Σφακιά της Κρήτης, στις 21 Μαΐου 1821, συγκροτήθηκε επαναστατική τοπική εφορία με την ονομασία «Καγκελαρία», με σκοπό να συντονίσει τις πολεμικές ενέργειες. Βασικό πρόβλημα των Κρητικών ήταν η έλλειψη πολεμοφοδίων.
Αν και αρχικά είχαν στρατιωτικές επιτυχίες, τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, στα Σφακιά έφτασαν τουρκικές δυνάμεις και οι ένοπλοι διασκορπίστηκαν.
Στις αρχές του 1822 οι Σουλιώτες υπέστησαν ασφυκτική πίεση, και δύο μήνες μετά την καταστροφική μάχη του Πέτα που έγινε στις 4 Αυγούστου 1822, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα Επτάνησα. Η Επανάσταση, που είχε αναζωπυρωθεί στη Μακεδονία, καταπνίγηκε. Παράλληλα, ο επαναστατικός ενθουσιασμός των κατοίκων της Χίου έληξε άδοξα με την καταστροφή του νησιού, στις 30 Μαρτίου 1822. Ακολούθησε η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κωνσταντίνο Κανάρη, στις 7 Ιουνίου στη Xίο.
Ο Μαχμούτ Πασάς ή Δράμαλης, επικεφαλής μεγάλης στρατιάς, με στόχο την κατάπνιξη της Eπανάστασης κατέστρεψε τη Θήβα, την 1 Ιουλίου 1822 και εισέβαλε στην Πελοπόννησο. 'Εφθασε στην πεδιάδα του 'Αργους και εκεί πιεζόμενος από την έλλειψη τροφοδοσίας αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κόρινθο. Η στρατιά του αποδεκατίστηκε στο πέρασμα των Δερβενακίων, στις 26-28 Ιουλίου 1822, τα οποία ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε επιλέξει να φυλάξει. Οι Κιουταχής και Ομέρ Βρυώνης απέτυχαν να καταλάβουν το Μεσολόγγι, μετά από πολιορκία και έφοδο την παραμονή των Χριστουγέννων, και αποφάσισαν να λύσουν την πολιορκία στις 31 Δεκεμβρίου του 1822.
Το 1823 έγιναν εκστρατείες μάλλον μικρής κλίμακας. Οι Τούρκοι, με επικεφαλής τους Μουσταή πασά και Ομέρ Βρυώνη, ηττήθηκαν κοντά στο Καρπενήσι, στο Κεφαλόβρυσο, στις 8 και 9 Αυγούστου 1823, αλλά στη διάρκεια της μάχης τραυματίστηκε θανάσιμα ο Μάρκος Μπότσαρης. Στο χωριό Μελιδόνι της Κρήτης, αποκλεισμένοι σε μια σπηλιά, άμαχοι και λίγοι ένοπλοι αντιστάθηκαν για τρεις μήνες, μέχρι τον Ιανουάριο του 1824.
Το Μάρτιο του 1824 εκδηλώθηκαν εμφύλιες συγκρούσεις.
Αντιμαχόμενοι ήταν οι στρατιωτικοί της Πελοποννήσου με τον Κολοκοτρώνη επικεφαλής και οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου και των νησιών με αρχηγό τον Μαυροκορδάτο, που κατέλαβαν τον Ακροκόρινθο και την Τριπολιτσά και πολιόρκησαν το Ναύπλιο. Καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν πολλά χωριά της Πελοποννήσου, ο Πάνος Κολοκοτρώνης σκοτώθηκε, αγωνιστές φυλακίστηκαν και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος δολοφονήθηκε.
Ο Αιγύπτιος Γενικός Διοικητής της Κρήτης, Χουσεΐν, στα μέσα Μαΐου 1824, διέλυσε τα ένοπλα σώματα του νησιού. Αιγύπτιοι κατέστρεψαν την Κάσο στα τέλη Μαΐου και τα Ψαρά στις 22 Ιουνίου του 1824, ακραία φυλάκια της Επανάστασης. Η Σάμος μόλις και σώθηκε, ύστερα από νίκες του Σαχτούρη και του Μιαούλη, όπου ξεχωριστό ρόλο
έπαιξαν τα πυρπολικά.
Ο ελληνικός στόλος στη ναυμαχία του Γέροντα, στις 29 Αυγούστου 1824, κατόρθωσε να πλήξει αποτελεσματικά τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο.
Η δεύτερη φάση τελειώνει με την απόβαση του Ιμπραήμ στις 12 Φεβρουαρίου 1825 στη Μεθώνη. Στο διάστημα αυτό η Επανάσταση μπόρεσε να εδραιωθεί, εξαιτίας της ήττας του Δράμαλη. Ο ελληνικός στόλος ήλεγχε το Αιγαίο, αλλά η αποτυχημένη εξέγερση της Χίου επισκίασε τις επιτυχίες.
Η τρίτη φάση των στρατιωτικών επιχειρήσεων περιλαμβάνει τα πολεμικά γεγονότα από την απόβαση του Ιμπραήμ πασά έως τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, στις 8 Οκτωβρίου 1827.
Οι 'Ελληνες δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τα εκστρατευτικά σώματα των Τουρκοαιγυπτίων ούτε στο Κρεμμύδι ούτε στη Σφακτηρία, όπου σκοτώθηκαν και πολλοί φιλέλληνες. Ούτε στο Μανιάκι, στις 20 Μαΐου του 1825, ο Παπαφλέσσας κατάφερε να ανακόψει την επέλαση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ. Μετά την κατάληψη της Τριπολιτσάς, μόνο στην περιοχή των Μύλων, κοντά στο 'Αργος, οι Μακρυγιάννης, Δημήτριος Υψηλάντης και Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης μπόρεσαν να αναχαιτίσουν την
πορεία του Ιμπραήμ, ο οποίος κατευθύνθηκε προς το Μεσολόγγι.
Το Φεβρουάριο του 1826, το Βασιλάδι, προπύργιο του Μεσολογγίου στη λιμνοθάλασσα, όπως και τα νησιά Ντολμάς και Πόρος, έπεσαν στα χέρια των Τούρκων, και το Αιτωλικό παραδόθηκε. Ενώ αποκρούστηκε η έφοδος Τούρκων και Αιγυπτίων εναντίον της Κλείσοβας, ο ελληνικός στόλος απέτυχε να ανεφοδιάσει τους πολιορκημένους, οι οποίοι απελπισμένοι αποφάσισαν να επιχειρήσουν 'Εξοδο, στις 10 Απριλίου. Η 'Εξοδος του Μεσολογγίου, που για δώδεκα μήνες αντιστάθηκε, προκάλεσε το θαυμασμό Ελλήνων και ξένων.
Στη συνέχεια, ο Ιμπραήμ επέστρεψε στην Πελοπόννησο, όπου δύο φορές απέτυχε να καταλάβει τη Μάνη, το Μάιο και τον Αύγουστο του 1826. Ο Κιουταχής κατέλαβε την Ακρόπολη, στις 25 Μαΐου 1827, ένα μήνα μετά το θάνατο του Γεωργίου Καραϊσκάκη, Γενικού Αρχηγού των στρατευμάτων της Στερεάς Ελλάδας. Στις 20 Οκτωβρίου 1827 έγινε η ναυμαχία του Ναβαρίνου, όπου οι στόλοι της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας ενεπλάκησαν και κατέστρεψαν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο. Η έκβαση της ναυμαχίας υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη των ελληνικών πραγμάτων και επιτάχυνε τις διεργασίες δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους.
Στις αρχές του 1828, έφθασε στο Ναύπλιο ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος είχε οριστεί Κυβερνήτης της Ελλάδας από την Γ' Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας τον Απρίλιο του 1827.
Κατά την τελική φάση, τα ελληνικά στρατεύματα με επικεφαλής τον Δημήτριο Υψηλάντη, κέρδισαν την τελευταία μάχη εναντίον των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα, στη θέση Πέτρα της Βοιωτίας, στις 12 Σεπτεμβρίου 1829.
Στο μεταξύ, γαλλικά στρατεύματα υπό τον στρατηγό Maison, εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο, για να αναγκάσουν τον αιγυπτιακό στρατό σε άμεση υποχώρηση. Στις 3 Φεβρουαρίου 1830 υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, το οποίο θεωρείται η γενέθλια πράξη του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Η Ελληνική Επανάσταση είχε αίσιο τέλος. Στοίχισε, όμως, πολλές ανθρώπινες ζωές και θυσίες. 'Ελληνες και Ελληνίδες, μεγάλοι και παιδιά, χάθηκαν στα πεδία των μαχών, υπέφεραν από την πείνα και τις κακουχίες, τους διωγμούς και τις σφαγές. Υπέφεραν από τη φτώχεια και την αρρώστια, την ορφάνια και τον ξεριζωμό, τις αναπηρίες.
Την προετοιμασία, τον αποχωρισμό, την αναμονή της έκβασης, την υποδοχή των ειδήσεων, τις συνέπειες, την ωμότητα της πραγματικότητας, τον σωματικό πόνο. Τις συνέπειες που όλοι οι αγωνιζόμενοι δέχτηκαν να υποστούν με την ελπίδα της τελικής νίκης, της ελευθερίας και της δημιουργίας ενός εθνικού κράτους.
Πηγή : Βουλή των Ελλήνων