Βολονάσης - Μπολονάσης ----
Το επώνυμο συναντιέται και με διαφορετική φωνητική (Βολο- και Μπολο-) και με διαφορετική ορθογράφηση (Βολο- / Μπολο- και Βόλω-/Μπολω-).
Οι διαφορετικές αυτές φωνητικές και ορθογραφικές εκδοχές αφορούν όχι μόνο Το επώνυμο Μπολονάσης, αλλά ένα πλήθος άλλων επωνύμων, συνθέτουν και παράγωγων. Με δεδομένο δε ότι η ορθογράφηση (με ο ή ω) λίγο ενδιαφέρει, παραθέτω μερικά από τα σχετικά επώνυμα με βάση τη φωνητική τους ([β] / [ν]).-
Εκτός από τα παραπάνω σύνθετα ή παράγωγα επώνυμα πρέπει να αναφέρουμε την ύπαρξη των απλών αρχικών επών.: Μπόλας / -•ης / -ος και Βόλ(λ)ας /-ης /-ος (και Βώλος) και να σημειώσουμε:
α. Από τις δύο σειρές επών. η σειρά [b] πρέπει να θεωρηθεί η αρχική δεδομένου ότι η τροπή του [b] (καθώς και των [d], [g]) σε [ν] (και [d], [g]) αντίστοιχα, δηλ. ο λεγόμενος λόγιος εξελληνισμός, είναι εφικτή στην ελληνική. Αντίστροφη τροπή [ν] > [b] δεν είναι συνηθισμένη.
β. Η αστάθεια ορθογράφησης με ο ή ω υποδηλώνει πως η αρχική λέξη απ' όπου σχηματίζονται τα ανθρωπωνύμια δεν είναι αναγνωρίσιμη άρα είναι άγνωστη.
γ. Τα σύνθετα ανθρωπωνύμια παραπέμπουν στην ύπαρξη ενός προθήματος1 του τύπου: βλαχο-: Βλαχαντρέας, Βλαχοθανάσης κλπ., γερο-: Γερογιάννης, Γεροδήμος κλπ., με β' συνθετικό βαφτιστικό η παρωνύμιο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες από την ελληνική γλώσσα μόνο οι λ. βόλος, ο "η ριξιά //η πλεκτάνη // το δίχτυ κλπ." και βώλος, ο "μικρός όγκος, μάζα χώματος, Σβώλος // συνεκδ. γη, χώρα, έδαφος κλπ." θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση δημιουργίας του προθήματος. Ωστόσο οι σημασίες αυτών των λ. δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την ονοματοδοσία ενός ανθρώπου.
δ. Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις θα μπορούσε να ενισχυθεί η απόδοση των αρχικών επών. Μπόλας /-ης /-ος2 στη σλαβ. λ. bolu "μεγαλύτερος, καλύτερος"3 με την οποία σχηματίζονται πολυάριθμα προσωπωνύμια, στο σλαβόφωνο χώρο: ΒοΙοje, Βοlek, Βοlkο, ΒοΙkα, Βοlinu/Bolbnu, ΒοΙbjb-slavu, Βοlbjb-boru, Βοl'ut, Βοlislav κλπ.4
Από το σλαβ. αυτό προσηγ. προέκυψαν τα επών. Μπόλας /-ης /-ος (και Βόλας / -ης /-ος) με λόγιο εξελληνισμό, από τα οποία προέκυψε το ανθρωπωνυμικό πρόθημα μπολο-, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη σημ. 1: Κάποιος που έφερε το βαφτιστικό Νάσης για να προσδιοριστεί ακριβέστερα ονομάστηκε Νάσης του Μπόλα / -η, / -ου και στο σύνθετο ως Μπολο-νάσης.5
Βρέλ(λ)ης
Το επώνυμο πρέπει να σχετιστεί με το αλβ. ουσ. burr/e, i "άντρας, γενναίος" και να αποδοθεί στα επών. Μπούρης, Μπούρος, Μπούρας 6 απ' όπου και τα: Βούρης, Βούρος, Βούρας με τροπή του [β] σε [ν] (λόγιος εξελληνισμός). Από τη σειρά των τελευταίων με την υποκορ. κατάλ. -έλ(λ)ης προέκυψε Το επώνυμο Βουρέλ(λ)ης 7 και Βρέλ(λ)ης με αποβολή του άτονου [u] κατά τον βόρειο φωνηεντισμό.
Λιγότερο πιθανή η απόδοση του επών. στο σλαβ. vrelo "πηγή" (απ' όπου και δάνειο στην αλβ. vrelle), λέξη από την οποία δημιουργούνται πολυάριθμα τοπν. σχεδόν αποκλειστικά στο χώρο της σερβοκροατικής (Udolph 1979: 528-529).
Κατευθείαν σύνδεση του επών. με το σλαβ. ουσ., λόγω της σημασίας, δεν θα ήταν δυνατή, όπως φαίνεται και από την απουσία σχετικών ανθρωπωνυμικών σχηματισμών στις σλαβικές γλώσσες. Γι' αυτό πιστεύω πως, αν θα μπορούσε να συνδεθεί Το επώνυμο με τις σλαβ. γλώσσες, αυτό θα μπορούσε να γίνει μέσω ενός τοπωνυμίου, π.χ. τοπν. Vrelo ή Vreliκλπ. (<> Γρηγορίου (πβ. και επών. Δημητρίου, Ιωάννου, Γεωργίου κλπ.)18.
Δεβέκος - Ντεβέκος - Δεβές - Ντεβές
Σπάνιο επών.19 που εμφανίζεται με τους τύπους Δεβέκος (5χ) και Ντεβέκος. Ο τύπος Δεβέκος από το Ντεβέκος με τροπή [d] > [d] (λόγιος εξελληνισμός).
Το επώνυμο πρέπει να αποδοθεί στο επώνυμο Ντεβές (και Δεβές) με την προσθήκη της μεγεθυντικής κατάλ. -έκος η οποία χρησιμοποιείται και στο σχηματισμό ανθρώπων.: Αγγελέκος (< Άγγελος), Καλαμιδέκος (< Καλαμίδας), Σταματέκος (< Σταμάτης) κλπ.20. Το επώνυμο21 Ντεβές προέρχεται από το τουρκ. δάνειο της ελληνικής: ντεβές, ο "η καμήλα"22 (< τουρκ. deve "το ίδιο"). Της ίδιας ετυμολογικής αρχής είναι και τα επών.: Ντεβετζής, Ντεβετζίδης κλπ. και Δεβεσιάδης, Δεβετζάκης, Δεβετζής, Δεβετζίδης, Δεβιτζόγλου κλπ.
Ζιώγας
Το επώνυμο προέρχεται από το αντίστοιχο βαφτιστικό Ζιώγας (και Τζιώγας) αντί του Γεώργιος23. Τόσο ο Κατσάνης όσο και ο Ντίνας θεωρούν το βαφτιστικό ως αρομ. υποκορ. του Γεώργιος24. Ωστόσο όχι μόνο στα βλαχόφωνα χωριά αλλά και αλλού (π.χ. Πιρσόγιανη) χρησιμοποιείται το Ζιώγας αντί του Γεώργιος (πβ. το όνομα του πρωτομάστορα Ζιώγα Φρόντζου από την Πιρσόγιανη25, ο οποίος μαρτυρείται ότι έχτισε το πέτρινο γεφύρι της Κόνιτσας
Καρακίτσος
Πρόκειται για ένα "προθηματικό" επών. που σχηματίζεται από το πρόθημα καρα-26 (πβ. και επών. Καράς < καράς "μαύρος" < τουρκ. kara "το ίδιο") και το βαφτιστικό Κίτσ(ι)ος. Το βαφτιστικό Κίτσ(ι)ος27 αντί του Χρίστος.
Κωσταδήμας
Σε αντίθεση με τα προσδιοριστικά σύνθετα προσηγορικά: αγριοπερίστερο, κρασοπότηρο, νεροπότηρο, ψυχοσάββατο κλπ. και τα σύνθετα επώνυμα με α' μέρος σύνθεσης εθνικά: Καστρινογιάννης, Μωραΐτόγιαννος, Σμυρνογιάννης κλπ. και επαγγελματικά: Αλευρογιάννης, Γυφτογιάννης, Καλογερογιάννης κλπ.28, στα σύνθετα επών., όπου και τα δυο συνθετικά είναι βαφτιστικό, το β' συνθετικό της σύνθεσης προσδιορίζει το α' βαφτιστικό: π.χ. Σπυρομήλιος "ο Σπύρος (ο γιος) του (Αι)μίλιου", Χριστοβασίλης "ο Χρίστος (ο γιος) του Βασίλη", ο Αποστολογιάννης "ο Αποστόλης / -'-ος (ο γιος) του Γιάννη" κοκ.
Η αντιστροφή της σειράς: προσδιορισμός + προσδιοριζόμενο που ακολουθείται, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στα προσδιοριστικά σύνθετα αίρεται στην περίπτωση σύνθετων επών. με δύο βαφτιστικό, γιατί ακολουθείται η σειρά της εννοούμενης εκφοράς.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα σύνθετα παρωνύμια με α' συνθετικό αρσεν. βαφτιστικό (του συζύγου) + β' συνθετ. θηλ. βαφτιστικό (της συζύγου) της οποίας η κοινωνική θέση, η δυναμικότητα και η εν γένει παρουσία επισκιάζει εκείνη του συζύγου: π.χ. Κωτσοαμαλίας "ο Κώτσος (ο σύζυγος) της Αμαλίας", ο Γιωργολένης "ο Γιώργος (ο σύζυγος) της Ελένης" κλπ.
Στην ίδια περίπτωση ανάγονται και τα σύνθετα με δύο βαφτιστικό εκ των οποίων το α' (βαφτιστικό του γιου) προσδιορίζεται από το β' (το βαφτιστικό της μητέρας). Έτσι το Γιωργολένης που αναφέρθηκε παραπάνω, θα μπορούσε να είναι "ο Γιώργος (ο γιος) της Ελένης" κλπ.
Μετά από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω στο επώνυμο Κωσταδήμας, σύνθετο με δύο βαφτιστικά, το α' συνθετικό (Κώστας) προσδιορίζεται από το β' συνθετικό (Δήμας). Το Κώστας είναι συγκεκομμένος τύπος του Κωνσταντίνος και το Δήμας29 από το Δήμος (συγκεκομμένος τύπος του Δημήτριος) με εναλλαγή της κατάλ. -ος / -ας, όπως πραγματοποιείται στα ανθρώπων: Γκέκος / -ας, Τσέφος / -ας κλπ.
Μπάης
Το επώνυμο προέρχεται από την τουρκ. λ. bay η οποία πριν από ανθρωπωνύμια και τίτλους έχει τη σημασία "ο κύριος Χ", όταν όμως δεν συνοδεύει ανθρωπωνύμιο ή τίτλο έχει τη σημασία "κύριος."30 Με την ίδια λειτουργία χρησιμοποιούνται και οι σημασιολογικά αντίστοιχες αλβ. λέξεις: zot, -i "κύριος Χ": π.χ. zoti president "κύριος πρόεδρος", zoti minister "κύριος υπουργός" κλπ., αλλά και αυτοδύναμα zot, -/'"κύριος", και zonj/e, -a "η κυρία Χ": π.χ. zonja vjeherr "η κυρα-πεθερά", αλλά και "κυρία, οικοδέσποινα". Όπως η τουρκ. λ. bay έτσι και οι αλβ. zot, -i και zonj/e, -a αποτελούν βασικές λέξεις για το σχηματισμό ανθρωπωνυμίων: Ζότος (και Ζώτος), Ζόνιος (και Ζώνιος).
Μπαϊρακτάρης - Βαϊρακτάρης
Το επώνυμο που εμφανίζεται και με το λαϊκότερο τύπο Μπαϊραχτάρης ([kt]>[ht])31 και με το λογιότερο Βαϊρακτάρης32 ([b] > [ν]: λόγιος εξελληνισμός) προέρχεται από το κοινό ΝΕ μπαϊρακτάρης "ο σημαιοφόρος" < τουρκ. bayraktar "το ίδιο"
Μπένος - Μπενάτος, Μπενετάτος, Μπενέτος
Πρόκειται για επών. δημιουργημένο από το ιταλ. βαφτιστικό Benedetto (= Βενέδικτος) με συγκοπή. Πβ. και τα ίδιας ετυμολογικής αρχής: Μπενάτος, Μπενετάτος, Μπενέτος (< βενετ. Beneto, συγκεκομμένος τύπος του Benedetto)35. Μπονιάκος Το επώνυμο προέρχεται από το αλβ. bonjak, -u "ο ορφανός"36. Ας σημειωθεί πως με τη σημασία "ορφανός" σχηματίζονται ταυτόσημα επών. με λεξιλογικά στοιχεία διάφορων γλωσσών της Βαλκανικής: πβ. το ελλην. Ορφανός (και Ορφανάκος, Ορφανίδης, Ορφανάκης, Ορφανόπουλος κλπ.), τα σλαβ. (από το προσηγ. siru "ορφανός"37): Siraku, Sirotan, Sirota, Siroslawκλπ.38, τα σλαβ. αρχής ελληνικά Σιράκος (και Συράκος) κλπ., τα τουρκ. προέλευσης Γετήμ, Γετίμης κλπ. (< τουρκ. yetim "ορφανός", λ. η οποία απαντά ως δάνειο και στην αλβ. με τον τύπο jetim) κλπ.
Νικολός
Το επώνυμο προέρχεται από το βαφτιστικό Νικολός39 κι αυτό από το βαφτιστικό Νικολής. Ο μετασχηματισμός του βαφτιστικό Νικολής σε Νικολός αναλογικά προς τα σε -ός επίθ. αντί των επιθ. της ΑΕ σε -ης: ακριβής - ακριβός. συμμιγής - σμιγός, ψευδής - τσευδός κλπ. Το Νικολής από το Νικόλαος και την κατάλ. -ής με την οποία σχηματίζονται χαϊδευτικά βαφτιστικά (π.χ. Γιωργής, Θοδωρής, Παυλής, Στεφανής κλπ.), κατάλ. που προέρχεται από ουδ. υποκορ. σε -ί (π.χ. Γιωργί, Θοδωρί, Παυλί, Στεφανί κλπ.)40.
Παπαγεωργίου Παπαθεοδώρου Παπανικολάου
Πρόκειται για τρία σύνθετα επών. με α' συνθετ. το πρόθημα41 παπα42 και τα πατρωνυμικά επών. Γεωργίου, Θεοδώρου, Νικολάου ως β' συνθετικά.
Τζουμάκας
Το επώνυμο σχετίζεται με τα Ηπειρωτ. τζουμάκ', το "μακρύ ραβδί // το ειδικό ρόπαλο που στηρίζουν τα κουδούνια τα παιδιά που τραγουδούν τα τραγούδια του Λαζάρου", τζομάκης, ο "ο χοντροκέφαλος" και τζομάκα, η "Ο στάχυς του καλαμποκιού"• πβ. και ρ. τζουμακιάζω "ξυλοδέρνω"43.
Ο σχηματισμός του επών. από τις σημασίες "χοντροκέφαλος" ← "ρόπαλο, ξύλο". Πρόκειται για δάνειο από το τουρκ. comak "ρόπαλο, μπαστούνι", λ. η οποία πέρασε στις περισσότερες γλώσσες της ΝΑ Ευρώπης μέχρι και τα ρωσικά44. Έτσι έχουμε τα αρομ. ciumag (ουδ.), ciumaga (θηλ.) "μπαστούνι, μαγκούρα"45, το ρουμ. ciomag "ρόπαλο, μπαστούνι"46, τα αλβ. comak και comage "(μεγάλη) ποιμενική ράβδος"47 κλπ. Λιγότερο πιθανή η προέλευση του επων.
Τζουμάκας - Τζούμας
+ τη μεγεθ. κατάλ. -άκας η οποία χρησιμοποιείται και στα ανθρωπωνύμια: π.χ. Αντωνάκας, (Α)ποστολάκας, Γεωργάκας Δημητράκας, Σιαφάκας: κλπ.48. Το επώνυμο Τζούμας από το Ηπειρωτ. τσ'ούμα, η "κορυφή βουνού // πέτρινο γουδί" με ηχηροποίηση του [ts] σε [dž] στη συμπροφορά με το [-n] του άρθρου στην αιτιατική. Πβ. και τη γνωστή φρ. "ντιπ τζούμας είσι" που λέγεται για ισχυρογνώμονες και κουτούς ανθρώπους49.
Τσιάντας
Το επώνυμο, που φαινομενικά παραπέμπει στο κοινό Ν Ε τσάντα, η (< τουρκ. ςαηtα), δεν θα μπορούσε να αναχθεί στο δάνειο της ελληνικής από την τουρκική για λόγους σημασιολογικούς. Θα ήταν δύσκολο κάποιος να ονομαστεί ως "σάκκος, π.χ. κυρίας, μαθητή, κυνηγού κλπ.".
Γι' αυτό το λόγο Το επώνυμο πρέπει να σχετιστεί με το βαφτιστικό Τσ(ι)άντα, που είναι συγκεκομμένος τύπος του Αλεξάνδρα50 και να θεωρηθεί μητρωνυμικό κατά το σχήμα: της Τσ(ι)άντας (ο γιος) απ' όπου Τσιάντας.
1. Βλ. Τριανταφυλλίδης, 1982: 106-107. Πβ. και τα ξένης αρχής προθήματα με τη βοήθεια των οποίων σχηματίζονται σύνθετα επώνυμα.
Τόσο τα ελληνικής όσο και τα ξένης αρχής προθήματα, εκτός από τη συμβολή τους στο σχηματισμό των σύνθετων επων., σχηματίζουν και απλά επών.: π.χ.
Σαρής
(< τουρκ. sari "κίτρινος, ξανθός, χλωμός") απ΄ όπου και τα Σαρηκώστας, Σαρηβαλάσης κλπ.
Δελής/Ντελής
(< τουρκ. deli "τρελός, παλικαράς") απ' όπου τα Δεληγιάννης, Δεληπέτρος, Δελη-στοώροζ κλπ. Πιστεύω πως ακριβώς η ύπαρξη αυτών των απλών επών. συντέλεσε στη δημιουργία των προθημάτων, όπου αρχικά με τα σαρη-/ δελη- κλπ. προσδιοριζόταν ο Κώστας, ο Βαλάσης κλπ. του Σαρή, ο Γιάννης, ο Πέτρος, ο Σταύρος κλπ. Του Δελή κοκ.
Μπόλης
στο τουρκ. bol "μπόλικος, άφθονος" (βλ. Τριανταφυλλίδης, 1982: 71 και Τομπαΐδης, 1990: 125), αφού δεν σχηματίζονται ανθρωπωνύμια από τη λ. στα τουρκικά. 3.Μiklosich, 1970:17 (λ. bolij) Berneker,1924 2:72 (λ. bolbjb) Vasmer, M.Q Russisches etymologisches Worterbuch, τ. 1,105, Heidelberg 1953. 4.Miclosch, 1927:35' Schlimbert, 1978:19' Malingoudis 1981:25.
5. Αυτό γίνεται και στα προσηγορικά προσδιοριστικά σύνθετα: νερο-πότηρο, κρασο-πότηρο, αγριο-περίστερο, όπου το α' μέρος της σύνθεσης προσδιορίζει ακριβέστερα το β΄ μέρος, που αποτελεί μια γενικότερη έννοια.
6. Τα επών. είναι πολύ συχνά στην Αθήνα (βλ. ΟΤΕ Αθ.), την αλβ. ποοέλευση των επών.
Μπούρης, Μπούρας
υποστηρίζει και ο Τριανταφυλλίδης (1982: 78), ενώ παρακάτω (σελ. 80) θεωρεί πως Το επώνυμο Μπούρας προέρχεται από το σλαβ. bura "τρικυμία".
7. Οι παραλλαγές των επών. που παραθέτω περιλαμβάνονται στον κατάλογο ΟΤΕ Αθηνών.
8. Βλ. σχετικά τοπν. στου Udolph (1979: 528-529)• πβ. επίσης τοπν. Vrelo (πρώην Τaskinlar) και Βριάλα "πηγή στην Πογδορά" < βουλγ. vrelo (Symeonidis, 2000): 245• Vasmer, 1970:26).
9. Βλ. Andriotis, 1974: στη λ: Δημητράκος, 1933-1959: στη λ: Κριαράς, 1969- 1997: στη λ.' Ακαδημία Αθηνών 1933-1989: στη λ.
10. ΟΤΕ Αθ.• ΟΤΕ Θεσσ.
11. Τριανταφυλλίδης, 1982: 16-17 και 99.
12. Μπόγκας, 1964:95.
13. Papahagi, 1974:609. Το δίψηφο gh φωνητικά αποδίδει τον υπερωικό, κλειστό, ηχηρό φθόγγο [g].
14. Papahagi, 1974:608.
15. Μκόγκας, 1966:117. 16. Γκίνης, 1998: .185. 17. Meyer, 1891:190-191.
18. Βλ. Τριανταφυλλίδης, 1982:11.
19. Συναντιέται στους καταλόγους του ΟΤΕ ως εξής: 1 φορά στην Αθήνα, 3 φορές στα Γιάννινα, 1 φορά στην Αρτα.
20. Βλ. Μηνάς, 1978: 74. Η κατάλ. αυτή, μολονότι συναντιέται στη Θάσο στο σχηματισμό προσηγορικών και ανθρωπωνυμίων, είναι δυνατό να εμφανίζεται και σε άλλες περιοχές, αφού τα επών. "ταξιδεύουν" μαζί με τους φορείς τους.
21. Τομπαΐδης, 1990: 132.
22. Δημητράκος, 1933-1959: στη λ.
23. Βλ. Κατσάνης, Ν.: Ονομαστικό Νυμφαίου (Νέβεσκας), Θεσσαλονίκη 1990, 74. Ντίνας, Κ.: Κοζανίτικα επώνυμα 1759)-1916, Κοζάνη 1995, 131.
24. Και στο βλαχόφωνο Περιβόλι το Ζιώγας χρησιμοποιείται αντί του Γεώργιο: (πληροφορία του συναδέλφου Βασ. Λαΐτσου).
25. Β. Παπαγεωργίου - Αργ. Πετρονώτης, "Ο πυρσογιαννίτης πρωτομάστορας Ζιώγας Φρόντζος και τα έργα του" (= Δήμος Κόνιτσας: Η επαρχία Κόνιτσας στο χώρο και το χρόνο, Κόνιτσα 1996), 219.
26. Πβ. και τα επών. -ου σχηματίζονται με το ίδιο πρόθημα: Καραβαγγέλης. Καραβασίλης, Καραγιώργος κλπ.
27. Το ίδιο βαφτιστικό παρουσιάζεται και στη βουλγαρική ανθρωπωνυμία με τους τύπους Kico, Kico και Kica κατά τον Συμειωνίδη (2001:33) αντί των Kirjakico
28. Βλ. και σΤο επώνυμο Μπολονάσης. Μια συστηματική συλλογή και εξέταση των σύνθετων ανθρωπωνυμίων θα μπορούσε να δώσει μια πληρέστερη εικόνα για τη θέση του προσδιοριστικού και του προσδιοριζόμενου μέρους.
29. Το Δήμας ως βαφτιστικό συναντιέται στα βουλγ.με τον τύπο Dima (χαϊδευτικό των Dimitru < href="http://www.zosimaia.gr/MeNuDynamic.asp?menu=6&submenu=17&aID=266">Περιοδικό Οι Ζωσιμάδες, άρθρο του Αναπλ. Καθηγητή του Παν. Ιωαννίνων, Γλωσσολόγου Κώστα Οικονόμου