Η παρούσα υπόθεση αφορά το επώνυμο που φέρουν γεννημένα στο Βέλγιο τέκνα ενός εγγάμου ζεύγους κατοικούντος στη χώρα αυτή.
Ο πατέρας είναι Ισπανός υπήκοος, η μητέρα Βελγίδα και τα τέκνα έχουν διπλή ιθαγένεια.
Στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς τους, τα τέκνα ενεγράφησαν στα μητρώα του Βελγίου με το διπλό επώνυμο του πατέρα τους, Garcia Avello, το οποίο συνίσταται, σύμφωνα με την ισπανική νομοθεσία και παράδοση, στο πρώτο μέρος του επωνύμου του δικού του πατέρα και στο πρώτο μέρος του επωνύμου της μητέρας του.
Κατόπιν αυτού, οι γονείς υπέβαλαν στις βελγικές αρχές αίτηση μεταβολής του επωνύμου των τέκνων τους σε Garcia Weber, ώστε να ανταποκρίνεται στην ισπανική πρακτική και να περιλαμβάνει το πρώτο μέρος του επωνύμου του πατέρα τους, ακολουθούμενο από το πρώτο μέρος του (πατρικού) επωνύμου της μητέρας τους. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε ως αντίθετη προς τη βελγική πρακτική.
Το βελγικό Conseil d'Ιtat (Συμβούλιο Επικρατείας) διερωτάται αν αυτή η απορριπτική απόφαση αντιβαίνει στις αρχές του κοινοτικού δικαίου περί υπηκοότητας της Ευρωπαϋκής Ενώσεως και ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηκόων.
Συστήματα καθορισμού επωνύμου
Στην Ευρώπη, τα πρόσωπα φέρουν ονόματα δύο κατηγοριών
. Πρόκειται για τα μικρά ονόματα, τα οποία θεωρούνται (όσο κοινά και αν είναι) ως προσωπικά και ιδιαίτερα για τον καθένα στοιχεία εξατομικεύσεως, και για τα επώνυμα (ο όρος χρησιμοποιείται υπό ευρεία έννοια), που σχεδόν πάντα εξατομικεύουν ένα πρόσωπο σε σχέση με τα μέλη της οικογένειάς του/της ή τους κατιόντες του/της και, για τον λόγο αυτό, θεωρούνται συχνά ουσιώδες στοιχείο του αναφαίρετου δικαιώματος προστασίας της προσωπικότητας. Πέραν όμως της γενικής αυτής κατηγοριοποιήσεως, υφίστανται σημαντικές διαφοροποιήσεις.
Η έννοια του ονόματος εμφανίζει διαφορές και δυσχέρειες.
Στα ολλανδικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά, για παράδειγμα, με τον γενικό όρο «όνομα» αποδίδεται το επώνυμο, κατ' αντιδιαστολή προς το μικρό όνομα.
Αυτό όμως δεν εξυπηρετεί τους Ούγγρους πολίτες, συντόμως υπηκόους της Ενώσεως, οι οποίοι τοποθετούν το επώνυμο πριν από το μικρό όνομα (2).
Στα ιταλικά και τα ισπανικά (και σε μεγάλο βαθμό στα αγγλικά), ο γενικός όρος «όνομα» αποδίδει την έννοια του μικρού ονόματος, για το δε επώνυμο χρησιμοποιείται άλλος όρος. Η χρησιμοποίηση της έννοιας οικογενειακό όνομα μπορεί να αποβεί παραπλανητική, καθόσον όλα τα μέλη της ίδιας οικογένειας δεν φέρουν κατ' ανάγκη το ίδιο επώνυμο.
Για παράδειγμα, στην Ισλανδία (η οποία δεν είναι κράτος μέλος της Ενώσεως αλλά ανήκει στον ΕΟΞ), οι περισσότεροι πολίτες φέρουν μικρό όνομα και ένα ενδεικτικό στοιχείο από το οποίο προκύπτει ότι πρόκειται περί του υιού ή της θυγατέρας του πατέρα τους (ή της μητέρας τους), οι οποίοι επίσης φέρουν απλώς ένα μικρό όνομα (3).
Ο όρος «πατρωνυμικό» δεν είναι απαραίτητα εύστοχος: ένα επώνυμο μπορεί να είναι «μητρωνυμικό», είναι δε σκόπιμη, στην παρούσα υπόθεση, η επισήμανση ότι στην Ισπανία τα τέκνα δεν φέρουν το ίδιο επώνυμο με κανέναν από τους γονείς τους, αλλά κάθε γενεά δημιουργεί νέο επώνυμο ενώνοντας μέρη του επωνύμου κάθε γονέα.
Για να εκτιμηθεί η σπουδαιότητα της παρούσας υποθέσεως, είναι χρήσιμο να εξεταστούν εν συντομία οι διάφοροι κανόνες που ισχύουν στα κράτη μέλη και διέπουν τους τρόπους καθορισμού επωνύμου και τους τρόπους μεταβολής του. Προκειμένου να απλουστευθεί η εξέταση της υποθέσεως, θα εμμείνω στο ζήτημα που αφορά η κύρια δίκη, δηλαδή στο ζήτημα του επωνύμου που δίδεται σε τέκνο εγγάμου ζεύγους. Η κατάσταση δύναται να διαφέρει σε άλλες περιπτώσεις, όπως, για παράδειγμα, όταν δεν υφίσταται γάμος μεταξύ των γονέων κατά τη γέννηση του τέκνου, όταν το επώνυμο ενός γονέα μεταβάλλεται σε μεταγενέστερο στάδιο κατόπιν γάμου, διαζυγίου και/ή νέου γάμου, ή όταν το τέκνο είναι θετό.
Εφαρμοστέα νομοθεσία
Σε περίπτωση συγκρούσεως των νομικών συστημάτων που διέπουν το επώνυμο προσώπων, στην πλειονότητα των κρατών μελών δίδεται προτεραιότητα στο δίκαιο του κράτους της ιθαγένειας του ενδιαφερομένου, ως δίκαιο διέπον την προσωπική κατάσταση. Η Δανία και η Φινλανδία ωστόσο εφαρμόζουν τη νομοθεσία τους στα πρόσωπα που κατοικούν στην επικράτειά τους· στη Σουηδία, η εθνική νομοθεσία εφαρμόζεται σε όλους τους πολίτες των βορείων χωρών που κατοικούν στο κράτος αυτό, ενώ σε όλους τους άλλους πολίτες εφαρμόζεται το δίκαιο της ιθαγένειάς τους (4). Στην Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν υφίσταται ειδικός κανόνας διέπων τις συγκρούσεις νομοθεσιών· η ύπαρξη τέτοιου κανόνα δεν είναι αναγκαία, καθόσον η νομοθεσία των εν λόγω κρατών μελών είναι αρκετά ευέλικτη ώστε να καταστεί δυνατός ο καθορισμός ή η χρήση επωνύμου σύμφωνα με οποιοδήποτε σύστημα.
9 Στο Βέλγιο, όταν ο ενδιαφερόμενος έχει, πλην της βελγικής, και άλλη ιθαγένεια, κατισχύει το βελγικό δίκαιο. Το ισπανικό δίκαιο υιοθετεί την ίδια λύση, mutatis mutandis (5), οπότε στην παρούσα υπόθεση το βελγικό δίκαιο κατισχύει στο Βέλγιο και το ισπανικό δίκαιο στην Ισπανία.
Καθορισμός του επωνύμου τέκνου
Στα περισσότερα κράτη μέλη, τα τέκνα φέρουν πράγματι το ίδιο επώνυμο με τον πατέρα τους, διαφέρει ωστόσο ο βαθμός στον οποίο η πρακτική αυτή υπαγορεύεται από τον νόμο ή από την παράδοση κάθε κράτους.
Στην Ιταλία, ένα τέκνο έγγαμου ζεύγους πρέπει πάντα να φέρει το επώνυμο του πατέρα, μολονότι ο κανόνας αυτός απορρέει μάλλον από τα ήθη και όχι από το γραπτό δίκαιο, υπάρχει δε πρόταση νόμου σκοπούσα στο να καταστεί πιο ευέλικτη η εν λόγω πρακτική. Στα περισσότερα κράτη μέλη, οι γονείς διαθέτουν σε ορισμένο βαθμό περιθώριο επιλογής, η τελική επιλογή όμως συνήθως περιορίζεται στα επώνυμα των γονέων.
Ένας γενικός κανόνας προβλέπει, κατ' ουσίαν, ότι, αν οι γονείς φέρουν το ίδιο επώνυμο (συνήθως το επώνυμο ενός από τους συζύγους), τότε το τέκνο θα φέρει το ίδιο αυτό επώνυμο, αλλά, σε αντίθετη περίπτωση, μπορούν να επιλέξουν για το τέκνο είτε το επώνυμο του πατέρα είτε το επώνυμο της μητέρας. Ένας άλλος κανόνας που έχει εφαρμογή σε πολλά κράτη μέλη προβλέπει ότι όλα τα τέκνα ενός ζεύγους πρέπει να φέρουν το ίδιο επώνυμο, οπότε, στην πραγματικότητα, επιλογή υφίσταται μόνο για το πρωτότοκο τέκνο.
13 Η δυνατότητα συνδυασμού των επωνύμων των δύο γονέων για τον σχηματισμό του επωνύμου του τέκνου αποτελεί αντικείμενο αντιφατικών κανόνων στα διάφορα κράτη μέλη. Σε ορισμένα κράτη προβλέπεται σχετική ειδική ρύθμιση ή ακόμη και σχετική υποχρέωση, σε άλλα δε σχετική ειδική απαγόρευση. Στη Δανία είναι δυνατή η ένωση των δύο επωνύμων με παύλα, όχι όμως ο συνδυασμός τους χωρίς παύλα (6). Στην Πορτογαλία ο κανόνας είναι πολύ ελαστικότερος: το τέκνο μπορεί να φέρει επώνυμο το οποίο συντίθεται κατά ανώτατο όριο από τέσσερα στοιχεία, επιλεγόμενα μεταξύ των επωνύμων ενός από τους δύο γονείς ή αμφοτέρων, ακόμη και μεταξύ των επωνύμων ενός ή περισσοτέρων από τους ανιόντες, μολονότι η γενική πρακτική σχηματισμού των επωνύμων ανταποκρίνεται στο ισπανικό σύστημα (συγκεκριμένα, κατά το μέρος που το επώνυμο της μητέρας και του πατέρα είναι αντεστραμμένα).
14 Η μεγαλύτερη στην Ευρωπαϋκή Ένωση ελευθερία επιλογής παρατηρείται στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου (όπως και σε άλλες χώρες του κόσμου όπου ισχύει σύστημα κοινού δικαίου) δεν προβλέπεται κανόνας δικαίου για τον καθορισμό του επωνύμου των τέκνων. Κατά συνέπεια, κατά την κατάρτιση ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως, οι γονείς μπορούν θεωρητικώς να επιλέξουν οποιοδήποτε επώνυμο επιθυμούν, ακόμη και αν, στην πραγματικότητα της κοινωνικής ζωής, το επώνυμο του πατέρα κατεξοχήν υπερισχύει.
15 Στο Βέλγιο ο κανόνας που καθιερώνει το άρθρο 335 του Αστικού Κώδικα προβλέπει κατ' ουσίαν ότι ένα τέκνο φέρει μόνον το επώνυμο του πατέρα, εκτός αν δεν αποδεικνύεται η πατρότητα ή ο πατέρας έχει άλλη σύζυγο πλην της μητέρας· σε αμφότερες τις περιπτώσεις το τέκνο φέρει το επώνυμο της μητέρας.
16 Ορισμένες προτάσεις τροποποιήσεως της νομοθεσίας υποβλήθηκαν ενώπιον του Βελγικού Κοινοβουλίου. Αν οι προτάσεις αυτές γίνονταν δεκτές, θα αυξανόταν η ελευθερία επιλογής επωνύμου ενδεχομένως και μέσω της δυνατότητας εφαρμογής αρχών αντίστοιχων με αυτές που εφαρμόζονται στην Ισπανία. Ωστόσο, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της Βελγικής Κυβερνήσεως τόνισε ότι οι εν λόγω προτάσεις υποβλήθηκαν με πρωτοβουλία συγκεκριμένων εκπροσώπων και όχι της Κυβερνήσεως και ότι η εξέτασή τους αναβλήθηκε sine die λόγω των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών.
17 Στην Ισπανία οι κρίσιμες διατάξεις περιέχονται κυρίως στα άρθρα 108 και 109 του Αστικού Κώδικα. Όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με τον γενικό και παραδοσιακό κανόνα, κάθε τέκνο εγγάμου ζεύγους φέρει διπλό επώνυμο, αποτελούμενο από το πρώτο μέρος του επωνύμου του πατέρα και από το πρώτο μέρος του επωνύμου της μητέρας.
18 Το 1999 το άρθρο 109 του ισπανικού Αστικού Κώδικα τροποποιήθηκε προκειμένου να καταστεί δυνατό για τους γονείς να δίδουν στα τέκνα τους, πριν από τη γέννηση του πρώτου τέκνου, επώνυμο αποτελούμενο από τα εν λόγω στοιχεία, αλλά με αντίστροφη σειρά, να προηγείται δηλαδή το πρώτο μέρος του επωνύμου της μητέρας.
Η μεταβολή επωνύμου
19 Όπως συμβαίνει στην περίπτωση καθορισμού επωνύμου, υφίστανται μεγάλες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες ένα πρόσωπο μπορεί να αποκτήσει ή να χρησιμοποιήσει άλλο επώνυμο πλην αυτού που αναγράφεται στο πιστοποιητικό γεννήσεώς του. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ένα πρόσωπο θεωρείται ότι δεσμεύεται διά βίου από το επώνυμό του, τόσο από νομικής απόψεως όσο και στην κοινωνική πρακτική (με εξαίρεση τις μεταβολές που επέρχονται λόγω συστάσεως και/ή λύσεως γάμου). Προβλέπονται, ωστόσο, εξαιρέσεις από αυτή τη γενική αρχή.
20 Όπως προαναφέρθηκε, μεγαλύτερη ευελιξία στο εν λόγω ζήτημα παρατηρείται στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου απλώς προβλέπεται η δυνατότητα χρησιμοποιήσεως διαφορετικού επωνύμου στην καθημερινή ζωή, χωρίς να απαιτείται καμία τυπική διαδικασία, ή η επίσημη μεταβολή επωνύμου με «deed poll» (μονομερή δικαιοπραξία) ή με «statutory declaration» (επίσημη δήλωση), διαδικασία για την οποία δεν απαιτείται εν γένει σχετική έγκριση. Στα περισσότερα από τα λοιπά κράτη μέλη, ωστόσο, η επίσημη μεταβολή επωνύμου προϋποθέτει έγκριση των αρχών και πρέπει να στηρίζεται σε εύλογη αιτία.
21 Στο Βέλγιο η μεταβολή επωνύμου επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον αποδεικνύεται ότι οι λόγοι για τους οποίους ζητείται είναι σοβαροί (7). Στους λόγους αυτούς συγκαταλέγεται το ενδεχόμενο το πραγματικό επώνυμο να είναι κακόηχο ή να πρόκειται για ξενικό επώνυμο που περιπλέκει την ένταξη του προσώπου που το φέρει στη βελγική κοινωνία. Σοβαρός λόγος θεωρείται η κατάσταση κατά την οποία τα τέκνα των ίδιων γονέων φέρουν διαφορετικά επώνυμα, διότι το ένα καθορίστηκε σύμφωνα με το ισπανικό δίκαιο και το άλλο σύμφωνα με το βελγικό δίκαιο. Στην Ισπανία οι σχετικές αιτήσεις πρέπει επίσης να στηρίζονται σε εύλογη αιτία. Σε αμφότερες τις χώρες αυτές, η δυνατότητα αιτήσεως μεταβολής επωνύμου περιορίζεται στους υπηκόους του οικείου κράτους.
22 Σε ορισμένα κράτη μέλη, όπως η Γαλλία, μολονότι οι διατάξεις που διέπουν τη μεταβολή επωνύμου στα ληξιαρχικά βιβλία είναι αυστηρές, είναι δυνατή και θεμιτή η χρήση ψευδωνύμων ή φανταστικών ονομάτων στην καθημερινή ζωή και ακόμη και σε ορισμένα επίσημα έγγραφα. Τα ονόματα αυτά είναι αμιγώς προσωπικά και δεν μπορούν να μεταφερθούν στους κατιόντες. Αυτή η δυνατότητα δεν ισχύει πάντως στο Βέλγιο.
Οι κρίσιμες διατάξεις της Συνθήκης
23 Οι κύριες διατάξεις της Συνθήκης στις οποίες έγινε αναφορά εν προκειμένω είναι τα άρθρα 17 ΕΚ και 18 ΕΚ (8), που ορίζουν τα εξής:
«Άρθρο 17
1. Θεσπίζεται ιθαγένεια της Ένωσης. Πολίτης της Ένωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους. Η ιθαγένεια της Ένωσης συμπληρώνει και δεν αντικαθιστά την εθνική ιθαγένεια (9).
2. Οι πολίτες της Ένωσης έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από την παρούσα Συνθήκη.
Άρθρο 18
1. Κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παρούσα Συνθήκη και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή της.
«1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.
2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον διά την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.»
27 Σε πολλές υποθέσεις και ιδίως στις υποθέσεις Burghartz και Stjerna, το Ευρωπαϋκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι, μολονότι το άρθρο 8 της οικείας Συμβάσεως δεν αφορά ρητώς το ζήτημα του επωνύμου, το ζήτημα αυτό συνδέεται με την προσωπική και οικογενειακή ζωή των προσώπων, δεδομένου ότι αποτελεί μέσο εξατομικεύσεώς τους και άπτεται οικογενειακών δεσμών (10).
Άλλες διεθνείς διατάξεις
28 Η κατάσταση που ήγειρε το πρόβλημα της προκειμένης υποθέσεως δεν είναι πρωτοφανής (αντιθέτως, η συχνότητα κατά την οποία παρατηρούνται ανάλογες καταστάσεις αυξάνεται διαρκώς), πραγματοποιήθηκαν δε επανειλημμένες προσπάθειες αντιμετωπίσεώς της στο πλαίσιο διεθνών συμφωνιών αφορωσών κανόνες περί συγκρούσεως νόμων.
29 Το άρθρο 1 της Συμβάσεως της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Καταστάσεως (ΔΕΠΚ) για την εφαρμοστέα νομοθεσία σε θέματα επωνύμων και ονομάτων ορίζει τα εξής (11):
«1. Τα επώνυμα και τα ονόματα καθορίζονται από το κράτος του οποίου υπήκοος είναι ο ενδιαφερόμενος. Προς τούτο, οι σχετικές με επώνυμα και ονόματα καταστάσεις ρυθμίζονται από τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους.
2. Σε περίπτωση μεταβολής ιθαγένειας, εφαρμόζεται η νομοθεσία του κράτους της νέας ιθαγένειας.»
30 Σύμφωνα με το άρθρο 2, η νομοθεσία που υποδεικνύει η σύμβαση εφαρμόζεται ακόμη και αν πρόκειται περί της νομοθεσίας μη συμβαλλόμενου κράτους και, βάσει του άρθρου 4, η εφαρμογή του νόμου αυτού μπορεί να αποκλειστεί μόνον αν είναι προδήλως ασυμβίβαστη προς τη δημόσια τάξη.
31 Η σύμβαση αυτή δεν καλύπτει τις περιπτώσεις διπλής ιθαγένειας. Η επεξηγηματική έκθεση επισημαίνει το πρόβλημα, εξηγεί όμως ότι έχει αποφασισθεί ότι «το ζήτημα των επωνύμων ήταν τόσο περιορισμένο ώστε δεν κατέστη δυνατή η θέσπιση σχετικού κανόνα».
32 Το άρθρο 3 της Συμβάσεως της Χάγης όσον αφορά τη ρύθμιση ορισμένων ζητημάτων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου αναφορικά με την ιθαγένεια (12) προβλέπει ότι ένα πρόσωπο με διπλή ή πολλαπλή ιθαγένεια μπορεί να θεωρηθεί από καθένα από τα κράτη των οποίων έχει την ιθαγένεια ως υπήκοός του. Μολονότι η Ισπανία δεν έχει κυρώσει τη σύμβαση, τόσο το Βέλγιο όσο και η Ισπανία ακολουθούν την πρακτική αυτή όσον αφορά την επιλογή της νομοθεσίας βάσει της οποίας θα δοθεί επώνυμο σε τέκνο με πολλαπλή ιθαγένεια, ήτοι με τη βελγική ή την ισπανική ιθαγένεια, ανάλογα με την περίπτωση, και μία ή περισσότερες άλλες ιθαγένειες (13).
33 Το πρόβλημα που ανακύπτει στην παρούσα υπόθεση απασχόλησε σε διαφορετικό επίπεδο και μια άλλη Σύμβαση ΔΕΠΚ σχετική με τη χορήγηση πιστοποιητικού διαφορετικών επωνύμων (14), της οποίας το άρθρο 1 ορίζει τα εξής:
«1. Το πιστοποιητικό διαφορετικών επωνύμων που καθιερώνει η παρούσα Σύμβαση σκοπεί στη διευκόλυνση της αποδείξεως της ταυτότητας των προσώπων που, λόγω των διαφορών που υφίστανται μεταξύ των νομοθεσιών ορισμένων κρατών, όσον αφορά ειδικότερα τον γάμο, τη συγγένεια ή την υιοθεσία, δεν φέρουν ένα και το ίδιο επώνυμο.
2. Μοναδικός σκοπός του εν λόγω πιστοποιητικού είναι να βεβαιώσει ότι τα διαφορετικά επώνυμα που αναφέρει αφορούν, σύμφωνα με τις διάφορες νομοθεσίες, το ίδιο πρόσωπο. Η χρήση του πιστοποιητικού δεν πρέπει να αντιβαίνει σε έννομες διατάξεις διέπουσες τη χορήγηση επωνύμου.»
34 Σύμφωνα με το άρθρο 2, ένα τέτοιο πιστοποιητικό «πρέπει, κατόπιν προσκομίσεως σχετικών εγγράφων, να χορηγείται σε κάθε ενδιαφερόμενο, είτε από τις αρμόδιες αρχές του συμβαλλόμενου κράτους του οποίου είναι υπήκοος είτε από τις αρμόδιες αρχές του συμβαλλόμενου κράτους σύμφωνα με τη νομοθεσία του οποίου καθορίστηκε». Το άρθρο 3 προβλέπει ότι το εν λόγω πιστοποιητικό γίνεται δεκτό σε κάθε συμβαλλόμενο κράτος «ως τεκμήριο, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, της ακρίβειας των στοιχείων που αφορούν τα διαφορετικά επώνυμα του οικείου προσώπου».
35 Αμφότερες οι προαναφερθείσες συμβάσεις της ΔΕΠΚ υπεγράφησαν από πολλά κράτη μέλη της Ευρωπαϋκής Ενώσεως, συμπεριλαμβανομένων του Βελγίου και της Ισπανίας. Ενώ όμως η Ισπανία έχει επίσης κυρώσει τις δύο συμβάσεις, οι οποίες ισχύουν στις σχέσεις της με τα λοιπά συμβαλλόμενα κράτη που τις έχουν επίσης κυρώσει, δεν ισχύει το ίδιο για το Βέλγιο (15).
36 Τέλος, μπορεί να γίνει αναφορά και στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού (16). Το άρθρο 3, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής: «Σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού». Το άρθρο 7, παράγραφος 1, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι το παιδί πρέπει να «εγγράφεται στο ληξιαρχείο αμέσως μετά τη γέννησή του και να έχει από εκείνη τη στιγμή το δικαίωμα ονόματος» και το άρθρο 8, παράγραφος 1, ορίζει ότι: «[τ]α συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να σέβονται το δικαίωμα του παιδιού για διατήρηση της ταυτότητάς του, συμπεριλαμβανομένων της ιθαγένειάς του, του ονόματός του και των οικογενειακών σχέσεών του, όπως αυτά αναγνωρίζονται από τον νόμο, χωρίς παράνομη ανάμιξη».
Η διαδικασία της κύριας δίκης
37 Ο Carlos Garcia Avello, Ισπανός υπήκοος, τέλεσε γάμο με τη Βελγίδα Isabelle Weber το 1986. Απέκτησαν δύο τέκνα γεννηθέντα στο Βέλγιο το 1988 και το 1992, αντιστοίχως, τα οποία έχουν διπλή ιθαγένεια, ισπανική και βελγική. Στα βελγικά πιστοποιητικά γεννήσεώς τους τα τέκνα φέρουν το επώνυμο Garcia Avello, σύμφωνα με τη βελγική νομοθεσία και πρακτική. Τα τέκνα ενεγράφησαν επίσης στην προξενική αρχή της πρεσβείας της Ισπανίας στις Βρυξέλλες, με το επώνυμο Garcia Weber, σύμφωνα με την ισπανική νομοθεσία και πρακτική.
38 To 1995 οι γονείς ζήτησαν επισήμως από τις βελγικές αρχές τη μεταβολή του επωνύμου των τέκνων από Garcia Avello σε Garcia Weber. Επισήμαναν ότι το ισπανικό σύστημα στον τομέα των επωνύμων είχε βαθιές ρίζες στη νομοθεσία, την παράδοση και τα έθιμα της Ισπανίας, στοιχεία με τα οποία τα τέκνα συνδέονταν στενότερα. Το ότι τα τέκνα έφεραν το επώνυμο Garcia Avello σήμαινε, στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, ότι επρόκειτο για τον αδερφό και την αδερφή του πατέρα τους και όχι για τα τέκνα του, πράγμα που τους στερούσε κάθε δεσμό με το επώνυμο της μητέρας τους. Η μεταβολή που ζητήθηκε σκοπούσε στο να μπορούν τα τέκνα να φέρουν το ίδιο επώνυμο στο Βέλγιο και την Ισπανία· δεν ήταν ικανό να προκαλέσει βλάβη σε τρίτους ή σύγχυση, η δε σταθερή παρουσία του στοιχείου «Garcia» στο επώνυμο των τέκνων αρκούσε για την επιβεβλημένη διαφύλαξη της συνέχειας του επωνύμου.
39 Το 1997 ο Βέλγος Υπουργός Δικαιοσύνης πρότεινε να απλοποιηθεί το επώνυμο των τέκνων σε «Garcia». Οι γονείς δεν δέχθηκαν την πρόταση αυτή (17) και τότε ο υπουργός ανακοίνωσε στον Garcia Avello ότι η Κυβέρνηση έκρινε ότι δεν υφίσταντο επαρκείς λόγοι για να προτείνει να γίνει δεκτή η αρχική αίτησή τους, διότι «κάθε αίτηση περί προσθήκης του επωνύμου της μητέρας στο επώνυμο του πατέρα για ένα τέκνο συνήθως απορρίπτεται, διότι στο Βέλγιο τα τέκνα φέρουν το επώνυμο του πατέρα τους».
40 Ο Garcia Avello έβαλε κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως ενώπιον του Conseil d'Ιtat, προβάλλοντας διάφορους λόγους και ιδίως το ότι η εν λόγω απόφαση αντέβαινε τόσο στο Βελγικό Σύνταγμα όσο και στο άρθρο 18 ΕΚ, διότι αντιμετώπιζε δύο διαφορετικές καταστάσεις (τέκνα με αμιγώς βελγική ιθαγένεια και τέκνα με διπλή ιθαγένεια) με τον ίδιο τρόπο, χωρίς καμία αντικειμενική εξήγηση.
41 To Βελγικό Δημόσιο αντέταξε τα ακόλουθα επιχειρήματα: i) το επώνυμο εμπίπτει στην προσωπική κατάσταση του ενδιαφερομένου, συνεπώς διέπεται από την εθνική νομοθεσία· όταν ο ενδιαφερόμενος έχει διπλή ιθαγένεια, βάσει της Συμβάσεως της Ξάγης του 1930 (18) κατισχύει το δίκαιο που εφαρμόζει το επιληφθέν δικαστήριο, ήτοι, εν προκειμένω, το βελγικό δίκαιο· ii) η οικεία διοικητική πρακτική δεν αφορά όλους τους Βέλγους υπηκόους, αλλά μόνον όσους έχουν διπλή ιθαγένεια, προκειμένου να μην αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις· iii) λαμβανομένου υπόψη ότι τα τέκνα με βελγική ιθαγένεια φέρουν αποκλειστικώς το επώνυμο του πατέρα τους, η χορήγηση ετέρου επωνύμου είναι δυνατό να προκαλέσει αμφισβητήσεις περί της καταγωγής του τέκνου· iv) για να περιορισθούν τα μειονεκτήματα που απορρέουν από τη διπλή ιθαγένεια, προτείνεται στους αιτούντες που βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση να διατηρήσουν μόνον το πρώτο επώνυμο του πατέρα· είναι δυνατή, κατ' εξαίρεση, η λήψη ευνοϋκής αποφάσεως όταν δεν υφίστανται αρκετά συνδεκτικά στοιχεία με το Βέλγιο ή είναι σκόπιμη η αποκατάσταση της χρήσεως κοινού επωνύμου μεταξύ των μελών μιας οικογένειας, όμως, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις αυτές δεν συνέτρεχαν· v) τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 18 ΕΚ, η ελεύθερη κυκλοφορία συνίσταται κυρίως στην εξάλειψη των συνόρων και την κατάργηση των ελέγχων στα σύνορα, η δε ελευθερία διαμονής σημαίνει δυνατότητα εγκαταστάσεως εντός των κρατών μελών της Ευρωπαϋκής Ενώσεως· η προσβαλλόμενη πράξη δεν δύναται να παραβεί τη διάταξη αυτή, δεδομένου ότι η άσκηση των εν λόγω ελευθεριών ουδόλως εξαρτάται από τη χρήση συγκεκριμένου επωνύμου.
42 Το Conseil d'Ιtat δέχεται ότι η οικεία διοικητική πρακτική αφορά μόνον τα πρόσωπα με διπλή ιθαγένεια και δεν αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο αυτά τα πρόσωπα και εκείνα που δεν έχουν βελγική ιθαγένεια. Θεωρεί ωστόσο ότι το άρθρο 18 ΕΚ μπορεί να ασκήσει επιρροή, δεν ισχύει όμως το ίδιο για το άρθρο 43 ΕΚ, που αφορά την ελευθερία εγκαταστάσεως, διότι το ζήτημα αυτό δεν τίθεται όσον αφορά τα ανήλικα τέκνα για τα οποία ζητείται η μεταβολή επωνύμου.
43 Κατά συνέπεια, το Conseil d'Ιtat ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και ζήτησε από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του εξής ερωτήματος:
«Πρέπει οι αρχές του κοινοτικού δικαίου στον τομέα της ευρωπαϋκής ιθαγενείας και της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, που προβλέπουν ειδικώς τα άρθρα 17 [ΕΚ] και 18 [ΕΚ], να ερμηνευθούν κατά την έννοια ότι δεν επιτρέπουν στις βελγικές διοικητικές αρχές, στις οποίες υποβλήθηκε αίτηση μεταβολής επωνύμου ανηλίκων τέκνων που κατοικούν στο Βέλγιο και έχουν διπλή ιθαγένεια, βελγική και ισπανική -αίτηση της οποίας η αιτιολογία στηρίζεται, χωρίς να συντρέχουν άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις, στο γεγονός ότι τα τέκνα αυτά πρέπει να φέρουν το επώνυμο που τους αναγνωρίζεται βάσει του ισπανικού δικαίου και της ισπανικής παραδόσεως-, να αρνηθούν την εν λόγω μεταβολή, ισχυριζόμενες, πρώτον, ότι μια τέτοια αίτηση "συνήθως απορρίπτεται, διότι στο Βέλγιο τα τέκνα φέρουν το επώνυμο του πατέρα τους" -ιδίως όταν η συνήθης στάση των αρχών προκύπτει από το ότι η χορήγηση ετέρου επωνύμου δύναται, στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής στο Βέλγιο, να προκαλέσει αμφισβητήσεις περί της καταγωγής του τέκνου-, δεύτερον, ότι, για να περιορισθούν τα μειονεκτήματα που απορρέουν από τη διπλή ιθαγένεια, προτείνεται, εξάλλου, στους αιτούντες που βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση να διατηρήσουν μόνον το πρώτο επώνυμο του πατέρα και, τέλος, ότι είναι δυνατή, κατ' εξαίρεση, η λήψη ευνοϋκής αποφάσεως όταν δεν υφίστανται αρκετά συνδετικά στοιχεία με το Βέλγιο ή είναι σκόπιμη η αποκατάσταση της χρήσεως κοινού επωνύμου μεταξύ των μελών μιας οικογένειας;»
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΠΕΡΙ ΕΠΩΝΥΜΩΝ"
Ο πατέρας είναι Ισπανός υπήκοος, η μητέρα Βελγίδα και τα τέκνα έχουν διπλή ιθαγένεια.
Στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς τους, τα τέκνα ενεγράφησαν στα μητρώα του Βελγίου με το διπλό επώνυμο του πατέρα τους, Garcia Avello, το οποίο συνίσταται, σύμφωνα με την ισπανική νομοθεσία και παράδοση, στο πρώτο μέρος του επωνύμου του δικού του πατέρα και στο πρώτο μέρος του επωνύμου της μητέρας του.
Κατόπιν αυτού, οι γονείς υπέβαλαν στις βελγικές αρχές αίτηση μεταβολής του επωνύμου των τέκνων τους σε Garcia Weber, ώστε να ανταποκρίνεται στην ισπανική πρακτική και να περιλαμβάνει το πρώτο μέρος του επωνύμου του πατέρα τους, ακολουθούμενο από το πρώτο μέρος του (πατρικού) επωνύμου της μητέρας τους. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε ως αντίθετη προς τη βελγική πρακτική.
Το βελγικό Conseil d'Ιtat (Συμβούλιο Επικρατείας) διερωτάται αν αυτή η απορριπτική απόφαση αντιβαίνει στις αρχές του κοινοτικού δικαίου περί υπηκοότητας της Ευρωπαϋκής Ενώσεως και ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηκόων.
Συστήματα καθορισμού επωνύμου
Στην Ευρώπη, τα πρόσωπα φέρουν ονόματα δύο κατηγοριών
. Πρόκειται για τα μικρά ονόματα, τα οποία θεωρούνται (όσο κοινά και αν είναι) ως προσωπικά και ιδιαίτερα για τον καθένα στοιχεία εξατομικεύσεως, και για τα επώνυμα (ο όρος χρησιμοποιείται υπό ευρεία έννοια), που σχεδόν πάντα εξατομικεύουν ένα πρόσωπο σε σχέση με τα μέλη της οικογένειάς του/της ή τους κατιόντες του/της και, για τον λόγο αυτό, θεωρούνται συχνά ουσιώδες στοιχείο του αναφαίρετου δικαιώματος προστασίας της προσωπικότητας. Πέραν όμως της γενικής αυτής κατηγοριοποιήσεως, υφίστανται σημαντικές διαφοροποιήσεις.
Η έννοια του ονόματος εμφανίζει διαφορές και δυσχέρειες.
Στα ολλανδικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά, για παράδειγμα, με τον γενικό όρο «όνομα» αποδίδεται το επώνυμο, κατ' αντιδιαστολή προς το μικρό όνομα.
Αυτό όμως δεν εξυπηρετεί τους Ούγγρους πολίτες, συντόμως υπηκόους της Ενώσεως, οι οποίοι τοποθετούν το επώνυμο πριν από το μικρό όνομα (2).
Στα ιταλικά και τα ισπανικά (και σε μεγάλο βαθμό στα αγγλικά), ο γενικός όρος «όνομα» αποδίδει την έννοια του μικρού ονόματος, για το δε επώνυμο χρησιμοποιείται άλλος όρος. Η χρησιμοποίηση της έννοιας οικογενειακό όνομα μπορεί να αποβεί παραπλανητική, καθόσον όλα τα μέλη της ίδιας οικογένειας δεν φέρουν κατ' ανάγκη το ίδιο επώνυμο.
Για παράδειγμα, στην Ισλανδία (η οποία δεν είναι κράτος μέλος της Ενώσεως αλλά ανήκει στον ΕΟΞ), οι περισσότεροι πολίτες φέρουν μικρό όνομα και ένα ενδεικτικό στοιχείο από το οποίο προκύπτει ότι πρόκειται περί του υιού ή της θυγατέρας του πατέρα τους (ή της μητέρας τους), οι οποίοι επίσης φέρουν απλώς ένα μικρό όνομα (3).
Ο όρος «πατρωνυμικό» δεν είναι απαραίτητα εύστοχος: ένα επώνυμο μπορεί να είναι «μητρωνυμικό», είναι δε σκόπιμη, στην παρούσα υπόθεση, η επισήμανση ότι στην Ισπανία τα τέκνα δεν φέρουν το ίδιο επώνυμο με κανέναν από τους γονείς τους, αλλά κάθε γενεά δημιουργεί νέο επώνυμο ενώνοντας μέρη του επωνύμου κάθε γονέα.
Για να εκτιμηθεί η σπουδαιότητα της παρούσας υποθέσεως, είναι χρήσιμο να εξεταστούν εν συντομία οι διάφοροι κανόνες που ισχύουν στα κράτη μέλη και διέπουν τους τρόπους καθορισμού επωνύμου και τους τρόπους μεταβολής του. Προκειμένου να απλουστευθεί η εξέταση της υποθέσεως, θα εμμείνω στο ζήτημα που αφορά η κύρια δίκη, δηλαδή στο ζήτημα του επωνύμου που δίδεται σε τέκνο εγγάμου ζεύγους. Η κατάσταση δύναται να διαφέρει σε άλλες περιπτώσεις, όπως, για παράδειγμα, όταν δεν υφίσταται γάμος μεταξύ των γονέων κατά τη γέννηση του τέκνου, όταν το επώνυμο ενός γονέα μεταβάλλεται σε μεταγενέστερο στάδιο κατόπιν γάμου, διαζυγίου και/ή νέου γάμου, ή όταν το τέκνο είναι θετό.
Εφαρμοστέα νομοθεσία
Σε περίπτωση συγκρούσεως των νομικών συστημάτων που διέπουν το επώνυμο προσώπων, στην πλειονότητα των κρατών μελών δίδεται προτεραιότητα στο δίκαιο του κράτους της ιθαγένειας του ενδιαφερομένου, ως δίκαιο διέπον την προσωπική κατάσταση. Η Δανία και η Φινλανδία ωστόσο εφαρμόζουν τη νομοθεσία τους στα πρόσωπα που κατοικούν στην επικράτειά τους· στη Σουηδία, η εθνική νομοθεσία εφαρμόζεται σε όλους τους πολίτες των βορείων χωρών που κατοικούν στο κράτος αυτό, ενώ σε όλους τους άλλους πολίτες εφαρμόζεται το δίκαιο της ιθαγένειάς τους (4). Στην Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν υφίσταται ειδικός κανόνας διέπων τις συγκρούσεις νομοθεσιών· η ύπαρξη τέτοιου κανόνα δεν είναι αναγκαία, καθόσον η νομοθεσία των εν λόγω κρατών μελών είναι αρκετά ευέλικτη ώστε να καταστεί δυνατός ο καθορισμός ή η χρήση επωνύμου σύμφωνα με οποιοδήποτε σύστημα.
9 Στο Βέλγιο, όταν ο ενδιαφερόμενος έχει, πλην της βελγικής, και άλλη ιθαγένεια, κατισχύει το βελγικό δίκαιο. Το ισπανικό δίκαιο υιοθετεί την ίδια λύση, mutatis mutandis (5), οπότε στην παρούσα υπόθεση το βελγικό δίκαιο κατισχύει στο Βέλγιο και το ισπανικό δίκαιο στην Ισπανία.
Καθορισμός του επωνύμου τέκνου
Στα περισσότερα κράτη μέλη, τα τέκνα φέρουν πράγματι το ίδιο επώνυμο με τον πατέρα τους, διαφέρει ωστόσο ο βαθμός στον οποίο η πρακτική αυτή υπαγορεύεται από τον νόμο ή από την παράδοση κάθε κράτους.
Στην Ιταλία, ένα τέκνο έγγαμου ζεύγους πρέπει πάντα να φέρει το επώνυμο του πατέρα, μολονότι ο κανόνας αυτός απορρέει μάλλον από τα ήθη και όχι από το γραπτό δίκαιο, υπάρχει δε πρόταση νόμου σκοπούσα στο να καταστεί πιο ευέλικτη η εν λόγω πρακτική. Στα περισσότερα κράτη μέλη, οι γονείς διαθέτουν σε ορισμένο βαθμό περιθώριο επιλογής, η τελική επιλογή όμως συνήθως περιορίζεται στα επώνυμα των γονέων.
Ένας γενικός κανόνας προβλέπει, κατ' ουσίαν, ότι, αν οι γονείς φέρουν το ίδιο επώνυμο (συνήθως το επώνυμο ενός από τους συζύγους), τότε το τέκνο θα φέρει το ίδιο αυτό επώνυμο, αλλά, σε αντίθετη περίπτωση, μπορούν να επιλέξουν για το τέκνο είτε το επώνυμο του πατέρα είτε το επώνυμο της μητέρας. Ένας άλλος κανόνας που έχει εφαρμογή σε πολλά κράτη μέλη προβλέπει ότι όλα τα τέκνα ενός ζεύγους πρέπει να φέρουν το ίδιο επώνυμο, οπότε, στην πραγματικότητα, επιλογή υφίσταται μόνο για το πρωτότοκο τέκνο.
13 Η δυνατότητα συνδυασμού των επωνύμων των δύο γονέων για τον σχηματισμό του επωνύμου του τέκνου αποτελεί αντικείμενο αντιφατικών κανόνων στα διάφορα κράτη μέλη. Σε ορισμένα κράτη προβλέπεται σχετική ειδική ρύθμιση ή ακόμη και σχετική υποχρέωση, σε άλλα δε σχετική ειδική απαγόρευση. Στη Δανία είναι δυνατή η ένωση των δύο επωνύμων με παύλα, όχι όμως ο συνδυασμός τους χωρίς παύλα (6). Στην Πορτογαλία ο κανόνας είναι πολύ ελαστικότερος: το τέκνο μπορεί να φέρει επώνυμο το οποίο συντίθεται κατά ανώτατο όριο από τέσσερα στοιχεία, επιλεγόμενα μεταξύ των επωνύμων ενός από τους δύο γονείς ή αμφοτέρων, ακόμη και μεταξύ των επωνύμων ενός ή περισσοτέρων από τους ανιόντες, μολονότι η γενική πρακτική σχηματισμού των επωνύμων ανταποκρίνεται στο ισπανικό σύστημα (συγκεκριμένα, κατά το μέρος που το επώνυμο της μητέρας και του πατέρα είναι αντεστραμμένα).
14 Η μεγαλύτερη στην Ευρωπαϋκή Ένωση ελευθερία επιλογής παρατηρείται στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου (όπως και σε άλλες χώρες του κόσμου όπου ισχύει σύστημα κοινού δικαίου) δεν προβλέπεται κανόνας δικαίου για τον καθορισμό του επωνύμου των τέκνων. Κατά συνέπεια, κατά την κατάρτιση ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως, οι γονείς μπορούν θεωρητικώς να επιλέξουν οποιοδήποτε επώνυμο επιθυμούν, ακόμη και αν, στην πραγματικότητα της κοινωνικής ζωής, το επώνυμο του πατέρα κατεξοχήν υπερισχύει.
15 Στο Βέλγιο ο κανόνας που καθιερώνει το άρθρο 335 του Αστικού Κώδικα προβλέπει κατ' ουσίαν ότι ένα τέκνο φέρει μόνον το επώνυμο του πατέρα, εκτός αν δεν αποδεικνύεται η πατρότητα ή ο πατέρας έχει άλλη σύζυγο πλην της μητέρας· σε αμφότερες τις περιπτώσεις το τέκνο φέρει το επώνυμο της μητέρας.
16 Ορισμένες προτάσεις τροποποιήσεως της νομοθεσίας υποβλήθηκαν ενώπιον του Βελγικού Κοινοβουλίου. Αν οι προτάσεις αυτές γίνονταν δεκτές, θα αυξανόταν η ελευθερία επιλογής επωνύμου ενδεχομένως και μέσω της δυνατότητας εφαρμογής αρχών αντίστοιχων με αυτές που εφαρμόζονται στην Ισπανία. Ωστόσο, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της Βελγικής Κυβερνήσεως τόνισε ότι οι εν λόγω προτάσεις υποβλήθηκαν με πρωτοβουλία συγκεκριμένων εκπροσώπων και όχι της Κυβερνήσεως και ότι η εξέτασή τους αναβλήθηκε sine die λόγω των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών.
17 Στην Ισπανία οι κρίσιμες διατάξεις περιέχονται κυρίως στα άρθρα 108 και 109 του Αστικού Κώδικα. Όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με τον γενικό και παραδοσιακό κανόνα, κάθε τέκνο εγγάμου ζεύγους φέρει διπλό επώνυμο, αποτελούμενο από το πρώτο μέρος του επωνύμου του πατέρα και από το πρώτο μέρος του επωνύμου της μητέρας.
18 Το 1999 το άρθρο 109 του ισπανικού Αστικού Κώδικα τροποποιήθηκε προκειμένου να καταστεί δυνατό για τους γονείς να δίδουν στα τέκνα τους, πριν από τη γέννηση του πρώτου τέκνου, επώνυμο αποτελούμενο από τα εν λόγω στοιχεία, αλλά με αντίστροφη σειρά, να προηγείται δηλαδή το πρώτο μέρος του επωνύμου της μητέρας.
Η μεταβολή επωνύμου
19 Όπως συμβαίνει στην περίπτωση καθορισμού επωνύμου, υφίστανται μεγάλες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες ένα πρόσωπο μπορεί να αποκτήσει ή να χρησιμοποιήσει άλλο επώνυμο πλην αυτού που αναγράφεται στο πιστοποιητικό γεννήσεώς του. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ένα πρόσωπο θεωρείται ότι δεσμεύεται διά βίου από το επώνυμό του, τόσο από νομικής απόψεως όσο και στην κοινωνική πρακτική (με εξαίρεση τις μεταβολές που επέρχονται λόγω συστάσεως και/ή λύσεως γάμου). Προβλέπονται, ωστόσο, εξαιρέσεις από αυτή τη γενική αρχή.
20 Όπως προαναφέρθηκε, μεγαλύτερη ευελιξία στο εν λόγω ζήτημα παρατηρείται στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου απλώς προβλέπεται η δυνατότητα χρησιμοποιήσεως διαφορετικού επωνύμου στην καθημερινή ζωή, χωρίς να απαιτείται καμία τυπική διαδικασία, ή η επίσημη μεταβολή επωνύμου με «deed poll» (μονομερή δικαιοπραξία) ή με «statutory declaration» (επίσημη δήλωση), διαδικασία για την οποία δεν απαιτείται εν γένει σχετική έγκριση. Στα περισσότερα από τα λοιπά κράτη μέλη, ωστόσο, η επίσημη μεταβολή επωνύμου προϋποθέτει έγκριση των αρχών και πρέπει να στηρίζεται σε εύλογη αιτία.
21 Στο Βέλγιο η μεταβολή επωνύμου επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον αποδεικνύεται ότι οι λόγοι για τους οποίους ζητείται είναι σοβαροί (7). Στους λόγους αυτούς συγκαταλέγεται το ενδεχόμενο το πραγματικό επώνυμο να είναι κακόηχο ή να πρόκειται για ξενικό επώνυμο που περιπλέκει την ένταξη του προσώπου που το φέρει στη βελγική κοινωνία. Σοβαρός λόγος θεωρείται η κατάσταση κατά την οποία τα τέκνα των ίδιων γονέων φέρουν διαφορετικά επώνυμα, διότι το ένα καθορίστηκε σύμφωνα με το ισπανικό δίκαιο και το άλλο σύμφωνα με το βελγικό δίκαιο. Στην Ισπανία οι σχετικές αιτήσεις πρέπει επίσης να στηρίζονται σε εύλογη αιτία. Σε αμφότερες τις χώρες αυτές, η δυνατότητα αιτήσεως μεταβολής επωνύμου περιορίζεται στους υπηκόους του οικείου κράτους.
22 Σε ορισμένα κράτη μέλη, όπως η Γαλλία, μολονότι οι διατάξεις που διέπουν τη μεταβολή επωνύμου στα ληξιαρχικά βιβλία είναι αυστηρές, είναι δυνατή και θεμιτή η χρήση ψευδωνύμων ή φανταστικών ονομάτων στην καθημερινή ζωή και ακόμη και σε ορισμένα επίσημα έγγραφα. Τα ονόματα αυτά είναι αμιγώς προσωπικά και δεν μπορούν να μεταφερθούν στους κατιόντες. Αυτή η δυνατότητα δεν ισχύει πάντως στο Βέλγιο.
Οι κρίσιμες διατάξεις της Συνθήκης
23 Οι κύριες διατάξεις της Συνθήκης στις οποίες έγινε αναφορά εν προκειμένω είναι τα άρθρα 17 ΕΚ και 18 ΕΚ (8), που ορίζουν τα εξής:
«Άρθρο 17
1. Θεσπίζεται ιθαγένεια της Ένωσης. Πολίτης της Ένωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους. Η ιθαγένεια της Ένωσης συμπληρώνει και δεν αντικαθιστά την εθνική ιθαγένεια (9).
2. Οι πολίτες της Ένωσης έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από την παρούσα Συνθήκη.
Άρθρο 18
1. Κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παρούσα Συνθήκη και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή της.
«1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.
2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον διά την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.»
27 Σε πολλές υποθέσεις και ιδίως στις υποθέσεις Burghartz και Stjerna, το Ευρωπαϋκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι, μολονότι το άρθρο 8 της οικείας Συμβάσεως δεν αφορά ρητώς το ζήτημα του επωνύμου, το ζήτημα αυτό συνδέεται με την προσωπική και οικογενειακή ζωή των προσώπων, δεδομένου ότι αποτελεί μέσο εξατομικεύσεώς τους και άπτεται οικογενειακών δεσμών (10).
Άλλες διεθνείς διατάξεις
28 Η κατάσταση που ήγειρε το πρόβλημα της προκειμένης υποθέσεως δεν είναι πρωτοφανής (αντιθέτως, η συχνότητα κατά την οποία παρατηρούνται ανάλογες καταστάσεις αυξάνεται διαρκώς), πραγματοποιήθηκαν δε επανειλημμένες προσπάθειες αντιμετωπίσεώς της στο πλαίσιο διεθνών συμφωνιών αφορωσών κανόνες περί συγκρούσεως νόμων.
29 Το άρθρο 1 της Συμβάσεως της Διεθνούς Επιτροπής Προσωπικής Καταστάσεως (ΔΕΠΚ) για την εφαρμοστέα νομοθεσία σε θέματα επωνύμων και ονομάτων ορίζει τα εξής (11):
«1. Τα επώνυμα και τα ονόματα καθορίζονται από το κράτος του οποίου υπήκοος είναι ο ενδιαφερόμενος. Προς τούτο, οι σχετικές με επώνυμα και ονόματα καταστάσεις ρυθμίζονται από τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους.
2. Σε περίπτωση μεταβολής ιθαγένειας, εφαρμόζεται η νομοθεσία του κράτους της νέας ιθαγένειας.»
30 Σύμφωνα με το άρθρο 2, η νομοθεσία που υποδεικνύει η σύμβαση εφαρμόζεται ακόμη και αν πρόκειται περί της νομοθεσίας μη συμβαλλόμενου κράτους και, βάσει του άρθρου 4, η εφαρμογή του νόμου αυτού μπορεί να αποκλειστεί μόνον αν είναι προδήλως ασυμβίβαστη προς τη δημόσια τάξη.
31 Η σύμβαση αυτή δεν καλύπτει τις περιπτώσεις διπλής ιθαγένειας. Η επεξηγηματική έκθεση επισημαίνει το πρόβλημα, εξηγεί όμως ότι έχει αποφασισθεί ότι «το ζήτημα των επωνύμων ήταν τόσο περιορισμένο ώστε δεν κατέστη δυνατή η θέσπιση σχετικού κανόνα».
32 Το άρθρο 3 της Συμβάσεως της Χάγης όσον αφορά τη ρύθμιση ορισμένων ζητημάτων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου αναφορικά με την ιθαγένεια (12) προβλέπει ότι ένα πρόσωπο με διπλή ή πολλαπλή ιθαγένεια μπορεί να θεωρηθεί από καθένα από τα κράτη των οποίων έχει την ιθαγένεια ως υπήκοός του. Μολονότι η Ισπανία δεν έχει κυρώσει τη σύμβαση, τόσο το Βέλγιο όσο και η Ισπανία ακολουθούν την πρακτική αυτή όσον αφορά την επιλογή της νομοθεσίας βάσει της οποίας θα δοθεί επώνυμο σε τέκνο με πολλαπλή ιθαγένεια, ήτοι με τη βελγική ή την ισπανική ιθαγένεια, ανάλογα με την περίπτωση, και μία ή περισσότερες άλλες ιθαγένειες (13).
33 Το πρόβλημα που ανακύπτει στην παρούσα υπόθεση απασχόλησε σε διαφορετικό επίπεδο και μια άλλη Σύμβαση ΔΕΠΚ σχετική με τη χορήγηση πιστοποιητικού διαφορετικών επωνύμων (14), της οποίας το άρθρο 1 ορίζει τα εξής:
«1. Το πιστοποιητικό διαφορετικών επωνύμων που καθιερώνει η παρούσα Σύμβαση σκοπεί στη διευκόλυνση της αποδείξεως της ταυτότητας των προσώπων που, λόγω των διαφορών που υφίστανται μεταξύ των νομοθεσιών ορισμένων κρατών, όσον αφορά ειδικότερα τον γάμο, τη συγγένεια ή την υιοθεσία, δεν φέρουν ένα και το ίδιο επώνυμο.
2. Μοναδικός σκοπός του εν λόγω πιστοποιητικού είναι να βεβαιώσει ότι τα διαφορετικά επώνυμα που αναφέρει αφορούν, σύμφωνα με τις διάφορες νομοθεσίες, το ίδιο πρόσωπο. Η χρήση του πιστοποιητικού δεν πρέπει να αντιβαίνει σε έννομες διατάξεις διέπουσες τη χορήγηση επωνύμου.»
34 Σύμφωνα με το άρθρο 2, ένα τέτοιο πιστοποιητικό «πρέπει, κατόπιν προσκομίσεως σχετικών εγγράφων, να χορηγείται σε κάθε ενδιαφερόμενο, είτε από τις αρμόδιες αρχές του συμβαλλόμενου κράτους του οποίου είναι υπήκοος είτε από τις αρμόδιες αρχές του συμβαλλόμενου κράτους σύμφωνα με τη νομοθεσία του οποίου καθορίστηκε». Το άρθρο 3 προβλέπει ότι το εν λόγω πιστοποιητικό γίνεται δεκτό σε κάθε συμβαλλόμενο κράτος «ως τεκμήριο, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, της ακρίβειας των στοιχείων που αφορούν τα διαφορετικά επώνυμα του οικείου προσώπου».
35 Αμφότερες οι προαναφερθείσες συμβάσεις της ΔΕΠΚ υπεγράφησαν από πολλά κράτη μέλη της Ευρωπαϋκής Ενώσεως, συμπεριλαμβανομένων του Βελγίου και της Ισπανίας. Ενώ όμως η Ισπανία έχει επίσης κυρώσει τις δύο συμβάσεις, οι οποίες ισχύουν στις σχέσεις της με τα λοιπά συμβαλλόμενα κράτη που τις έχουν επίσης κυρώσει, δεν ισχύει το ίδιο για το Βέλγιο (15).
36 Τέλος, μπορεί να γίνει αναφορά και στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού (16). Το άρθρο 3, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής: «Σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού». Το άρθρο 7, παράγραφος 1, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι το παιδί πρέπει να «εγγράφεται στο ληξιαρχείο αμέσως μετά τη γέννησή του και να έχει από εκείνη τη στιγμή το δικαίωμα ονόματος» και το άρθρο 8, παράγραφος 1, ορίζει ότι: «[τ]α συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να σέβονται το δικαίωμα του παιδιού για διατήρηση της ταυτότητάς του, συμπεριλαμβανομένων της ιθαγένειάς του, του ονόματός του και των οικογενειακών σχέσεών του, όπως αυτά αναγνωρίζονται από τον νόμο, χωρίς παράνομη ανάμιξη».
Η διαδικασία της κύριας δίκης
37 Ο Carlos Garcia Avello, Ισπανός υπήκοος, τέλεσε γάμο με τη Βελγίδα Isabelle Weber το 1986. Απέκτησαν δύο τέκνα γεννηθέντα στο Βέλγιο το 1988 και το 1992, αντιστοίχως, τα οποία έχουν διπλή ιθαγένεια, ισπανική και βελγική. Στα βελγικά πιστοποιητικά γεννήσεώς τους τα τέκνα φέρουν το επώνυμο Garcia Avello, σύμφωνα με τη βελγική νομοθεσία και πρακτική. Τα τέκνα ενεγράφησαν επίσης στην προξενική αρχή της πρεσβείας της Ισπανίας στις Βρυξέλλες, με το επώνυμο Garcia Weber, σύμφωνα με την ισπανική νομοθεσία και πρακτική.
38 To 1995 οι γονείς ζήτησαν επισήμως από τις βελγικές αρχές τη μεταβολή του επωνύμου των τέκνων από Garcia Avello σε Garcia Weber. Επισήμαναν ότι το ισπανικό σύστημα στον τομέα των επωνύμων είχε βαθιές ρίζες στη νομοθεσία, την παράδοση και τα έθιμα της Ισπανίας, στοιχεία με τα οποία τα τέκνα συνδέονταν στενότερα. Το ότι τα τέκνα έφεραν το επώνυμο Garcia Avello σήμαινε, στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, ότι επρόκειτο για τον αδερφό και την αδερφή του πατέρα τους και όχι για τα τέκνα του, πράγμα που τους στερούσε κάθε δεσμό με το επώνυμο της μητέρας τους. Η μεταβολή που ζητήθηκε σκοπούσε στο να μπορούν τα τέκνα να φέρουν το ίδιο επώνυμο στο Βέλγιο και την Ισπανία· δεν ήταν ικανό να προκαλέσει βλάβη σε τρίτους ή σύγχυση, η δε σταθερή παρουσία του στοιχείου «Garcia» στο επώνυμο των τέκνων αρκούσε για την επιβεβλημένη διαφύλαξη της συνέχειας του επωνύμου.
39 Το 1997 ο Βέλγος Υπουργός Δικαιοσύνης πρότεινε να απλοποιηθεί το επώνυμο των τέκνων σε «Garcia». Οι γονείς δεν δέχθηκαν την πρόταση αυτή (17) και τότε ο υπουργός ανακοίνωσε στον Garcia Avello ότι η Κυβέρνηση έκρινε ότι δεν υφίσταντο επαρκείς λόγοι για να προτείνει να γίνει δεκτή η αρχική αίτησή τους, διότι «κάθε αίτηση περί προσθήκης του επωνύμου της μητέρας στο επώνυμο του πατέρα για ένα τέκνο συνήθως απορρίπτεται, διότι στο Βέλγιο τα τέκνα φέρουν το επώνυμο του πατέρα τους».
40 Ο Garcia Avello έβαλε κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως ενώπιον του Conseil d'Ιtat, προβάλλοντας διάφορους λόγους και ιδίως το ότι η εν λόγω απόφαση αντέβαινε τόσο στο Βελγικό Σύνταγμα όσο και στο άρθρο 18 ΕΚ, διότι αντιμετώπιζε δύο διαφορετικές καταστάσεις (τέκνα με αμιγώς βελγική ιθαγένεια και τέκνα με διπλή ιθαγένεια) με τον ίδιο τρόπο, χωρίς καμία αντικειμενική εξήγηση.
41 To Βελγικό Δημόσιο αντέταξε τα ακόλουθα επιχειρήματα: i) το επώνυμο εμπίπτει στην προσωπική κατάσταση του ενδιαφερομένου, συνεπώς διέπεται από την εθνική νομοθεσία· όταν ο ενδιαφερόμενος έχει διπλή ιθαγένεια, βάσει της Συμβάσεως της Ξάγης του 1930 (18) κατισχύει το δίκαιο που εφαρμόζει το επιληφθέν δικαστήριο, ήτοι, εν προκειμένω, το βελγικό δίκαιο· ii) η οικεία διοικητική πρακτική δεν αφορά όλους τους Βέλγους υπηκόους, αλλά μόνον όσους έχουν διπλή ιθαγένεια, προκειμένου να μην αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις· iii) λαμβανομένου υπόψη ότι τα τέκνα με βελγική ιθαγένεια φέρουν αποκλειστικώς το επώνυμο του πατέρα τους, η χορήγηση ετέρου επωνύμου είναι δυνατό να προκαλέσει αμφισβητήσεις περί της καταγωγής του τέκνου· iv) για να περιορισθούν τα μειονεκτήματα που απορρέουν από τη διπλή ιθαγένεια, προτείνεται στους αιτούντες που βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση να διατηρήσουν μόνον το πρώτο επώνυμο του πατέρα· είναι δυνατή, κατ' εξαίρεση, η λήψη ευνοϋκής αποφάσεως όταν δεν υφίστανται αρκετά συνδεκτικά στοιχεία με το Βέλγιο ή είναι σκόπιμη η αποκατάσταση της χρήσεως κοινού επωνύμου μεταξύ των μελών μιας οικογένειας, όμως, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις αυτές δεν συνέτρεχαν· v) τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 18 ΕΚ, η ελεύθερη κυκλοφορία συνίσταται κυρίως στην εξάλειψη των συνόρων και την κατάργηση των ελέγχων στα σύνορα, η δε ελευθερία διαμονής σημαίνει δυνατότητα εγκαταστάσεως εντός των κρατών μελών της Ευρωπαϋκής Ενώσεως· η προσβαλλόμενη πράξη δεν δύναται να παραβεί τη διάταξη αυτή, δεδομένου ότι η άσκηση των εν λόγω ελευθεριών ουδόλως εξαρτάται από τη χρήση συγκεκριμένου επωνύμου.
42 Το Conseil d'Ιtat δέχεται ότι η οικεία διοικητική πρακτική αφορά μόνον τα πρόσωπα με διπλή ιθαγένεια και δεν αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο αυτά τα πρόσωπα και εκείνα που δεν έχουν βελγική ιθαγένεια. Θεωρεί ωστόσο ότι το άρθρο 18 ΕΚ μπορεί να ασκήσει επιρροή, δεν ισχύει όμως το ίδιο για το άρθρο 43 ΕΚ, που αφορά την ελευθερία εγκαταστάσεως, διότι το ζήτημα αυτό δεν τίθεται όσον αφορά τα ανήλικα τέκνα για τα οποία ζητείται η μεταβολή επωνύμου.
43 Κατά συνέπεια, το Conseil d'Ιtat ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και ζήτησε από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του εξής ερωτήματος:
«Πρέπει οι αρχές του κοινοτικού δικαίου στον τομέα της ευρωπαϋκής ιθαγενείας και της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, που προβλέπουν ειδικώς τα άρθρα 17 [ΕΚ] και 18 [ΕΚ], να ερμηνευθούν κατά την έννοια ότι δεν επιτρέπουν στις βελγικές διοικητικές αρχές, στις οποίες υποβλήθηκε αίτηση μεταβολής επωνύμου ανηλίκων τέκνων που κατοικούν στο Βέλγιο και έχουν διπλή ιθαγένεια, βελγική και ισπανική -αίτηση της οποίας η αιτιολογία στηρίζεται, χωρίς να συντρέχουν άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις, στο γεγονός ότι τα τέκνα αυτά πρέπει να φέρουν το επώνυμο που τους αναγνωρίζεται βάσει του ισπανικού δικαίου και της ισπανικής παραδόσεως-, να αρνηθούν την εν λόγω μεταβολή, ισχυριζόμενες, πρώτον, ότι μια τέτοια αίτηση "συνήθως απορρίπτεται, διότι στο Βέλγιο τα τέκνα φέρουν το επώνυμο του πατέρα τους" -ιδίως όταν η συνήθης στάση των αρχών προκύπτει από το ότι η χορήγηση ετέρου επωνύμου δύναται, στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής στο Βέλγιο, να προκαλέσει αμφισβητήσεις περί της καταγωγής του τέκνου-, δεύτερον, ότι, για να περιορισθούν τα μειονεκτήματα που απορρέουν από τη διπλή ιθαγένεια, προτείνεται, εξάλλου, στους αιτούντες που βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση να διατηρήσουν μόνον το πρώτο επώνυμο του πατέρα και, τέλος, ότι είναι δυνατή, κατ' εξαίρεση, η λήψη ευνοϋκής αποφάσεως όταν δεν υφίστανται αρκετά συνδετικά στοιχεία με το Βέλγιο ή είναι σκόπιμη η αποκατάσταση της χρήσεως κοινού επωνύμου μεταξύ των μελών μιας οικογένειας;»
(1) - Είναι επίσης δυνατό -όπως, για παράδειγμα, στη Σουηδία- για ένα πρόσωπο να φέρει «ενδιάμεσο όνομα», το οποίο εμπίπτει σε αμφότερες τις κατηγορίες.
(2) - Ακόμη και οι Γάλλοι, που αποδίδουν την έννοια του μικρού ονόματος με τον όρο «prιnom», συχνά το τοποθετούν μετά το επώνυμο, κυρίως σε επίσημες ή σχεδόν επίσημες περιστάσεις.
(3) - Τα αδέρφια φέρουν συνήθως διαφορετικά «επώνυμα» ανάλογα με το φύλο τους -ο ισλανδικός όρος που χρησιμοποιείται για την έννοια επώνυμο σημαίνει στην πραγματικότητα στοιχείο εξατομικεύσεως- και στους ισλανδικούς καταλόγους ονομάτων ακολουθείται συνήθως αλφαβητική σειρά βάσει του μικρού ονόματος. Ωστόσο, ορισμένες οικογένειες στην Ισλανδία φέρουν οικογενειακό επώνυμο, το οποίο μπορεί να μεταφερθεί αμετάβλητο από γενεά σε γενεά.
(4) - Είναι ενδιαφέρουσα η επισήμανση ότι, τουλάχιστον στη Φινλανδία και τη Σουηδία, ο κανόνας περί «ημεδαπής νομοθεσίας» δεν εφαρμόζεται στους Ισλανδούς υπηκόους, ακριβώς λόγω της διαφοράς μεταξύ των συστημάτων καθορισμού επωνύμου.