Όσοι γράφουμε και όσοι διαβάζουν
τις αναρτήσεις αυτής της «συντροφιάς»,
όλοι μαζί και ο καθένας από τη δική του σκοπιά,
είναι βέβαιον ότι όλοι αγαπάμε την πατρίδα μας.
Με την αναμόχλευση περιόδων και γεγονότων,
προσπαθούμε, πολύπλευρα,
να συντηρήσουμε νωπή την Ελληνική Ιστορία.
Η Σημαία και ο Εθνικός μας Ύμνος
είναι οι εκδηλώσεις προβολής για το ποιοι είμαστε
και σεβασμού για εκείνους που αγωνίστηκαν
προκειμένου να είμαστε αυτό που σήμερα είμαστε.
Όλοι γνωρίζουμε και έχουμε ψάλλει με συγκίνηση
τους δύο πρώτους στίχους του Εθνικού Ύμνου.
Πόσοι όμως γνωρίζουμε, ή έστω έχουμε για το αρχείο μας,
ολόκληρο αυτό το εγερτήριο σάλπισμα του Διον. Σολωμού?
Για όσους λοιπόν δεν θα το θεωρήσουν
«πλεονασμό» της στήλης αλλά απόκτημα,
το παραθέτω αυτούσιο…
ΥΜΝΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ
Σε γνωρίζω από την κόψη
Του σπαθιού την τρομερή.
Σε γνωρίζω από την όψη
Που με βία μετρά τη γη.
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη.
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθέρια!
Εκεί μέσα εκατοικούσες Πικραμένη, εντροπαλή. Κι ένα στόμα ακαρτερούσες, Έλα πάλι, να σου πη,
Αργειε νάλθη εκείνη η μέρα, Και ήταν όλα σιωπηλά, Γιατί τάσκιαζε η φοβέρα Και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Δυστυχής ! Παρηγορία Μόνη σου έμενε να λες Περασμένα μεγαλείαΚαι διηγώντας τα να κλαις.
Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει Φιλελεύθερη λαλιά,
Ένα εκτόπαε τ' άλλο χέρι
Από την απελπισιά,
Κι' έλεες; πότε, α! πότε βγάνω
Το κεφάλι από τις ερμιές;
Κι αποκρίνοντο από πάνω
Κλάψες, άλυσες, φωνές.
Τότε εσήκωνες το βλέμμα Μες στα κλάιματα θολό, Και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα, Πλήθος αίμα Ελληνικό.
Με τα ρούχα αιματωμένα Ξέρω ότι έβγαινες κρυφά Να γυρεύης εις τα ξένα Αλλα χέρια δυνατά.
Μοναχή το δρόμο επήρες, Εξανάλθες μοναχή
Δεν είν' εύκολες οι θύρες Εάν η χρεία τες κουρταλή.
11. Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
Αλλ' ανάσασιν καμιά
Άλλος σου έταξε βοήθεια
Και σε γέλασε φρικτά.
12. Άλλοι, οϊμέ! στη συμφορά σου
Οπού εχαίροντο πολύ,
Σύρε ν’άβρης τα παιδιά σου,
Σύρε ελέγαν οι σκληροί.
13. Φεύγει οπίσω το ποδάρι
Και ολοκλήγορο πατεί
Ή την πέτρα ή το χορτάρι
Που τη δόξα σου ενθυμεί,
14. Ταπεινότατη σου γέρνει
Η τρισαθλια κεφαλή,
Σαν πτωχού που θυροδέρνει
Κι' είναι βάρος του η ζωή,
15. Ναι αλλά τώρα αντιπαλεύει
Κάθε τέκνο σου με ορμή.
Που ακατάπαστα γυρεύει
Ή τη νίκη ή τη θανή.
16. Απ' τα κόκαλα βγαλμένη Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη, Χαίρε, ω χαίρε:, Ελευθεριά]
17. Μόλις είδε την ορμή σου
Ο ουρανός, που για τς εχθρούς
Εις τη γη τη μητρική σου
Έτρεφ' άνθια και καρπούς.
18. Εγαλήνευσε και εχυθη
Καταχθόνια μία βοή,
Και του Ρήγα σου απεκρίθη
Πολεμόκραχτη η φωνή,
19. Όλοι οι τόποι σου σ'εκράξαν
Χαιρετώντας σε θερμά,
Και τα στόματα εφωνάξαν
Όσα αισθάνετο η καρδιά.
20. Εφωνάξανε ως τ' αστέρια
Του Ιονίου και τα νησιά,
Και εσηκώσανε τα χέρια
Για να δείξουνε χαρά.
21. Μ' όλον πούναι αλυσωμένο
Το καθένα τεχνικά,
Και εις το μέτωπο γραμμένο
Έχει: Ψεύτρα Ελευθέρια.
22. Γκαρδιακά χαροποιήθη
Και του Βάσιγκτον η γη,
Και τα σίδερα ενθυμήθη
Που την έδεναν και αυτή.
23. Απ' τον πύργο του φωνάζει,
Σα να λέη σε χαιρετώ,
Και τη χήτη του τινάζει
Το Λεοντάρι το Ισπανό.
24. Ελαφιάσθη της Αγγλίας
Το θηρίο, και σέρνει ευθύς
Κατά τ'άκρα της Ρουσίας
Τα μουγκρίσματα της οργής.
25. Εις το κίνημα του δείχνει
Πως τα μέλη είν' δυνατά.
Και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει
Μια σπιθόβολη ματιά.
26. Σε ξανοίγει από τα νέφη
Και το μάτι του Αετού,
Που φτερά και νύχια θρέφει
Με τα σπλάχνα του Ιταλού,
27. Και σ' εσέ καταγυρμένος,
Γιατί πάντα σε μισεί,
Έκρωζ' έκρωζε ο σκασμένος,
Να σε βλάψη, αν ημπορή,
28. Αλλο εσύ δεν συλλογιέσαι
Πάρεξ που θα πρωτοπάς
Δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι
Στες βρισιές οπού αγρικάς.
29. Σαν τον βράχον οπού αφήνει
Κάθε ακάθαρτο νερό
Εις τα πόδια του να χύνη
Ευκολόσβηστον αφρό.
30. Οπου αφήνει ανεμσζάλη
Και χαλάζι και βροχή
Να του δέρνουν τη μεγάλη,
Την αιωνιαν κορυφή.
31. Δυστυχία του, ω δυστυχία του,
Οποιανου θέλει βρεθή
Στο μαχαίρι σου αποκάτου
Και σ' εκείνο αντισταθή.
32. Το θηρίο π' ανανογιέται,
Πως του λείπουν τα μικρά,
Περιορίζεται, πετιέται.
Αίμα ανθρώπινο διψά.
33. Τρέχει, τρέχει όλα τα δάση, Τα λαγκάδια, τα βουνά.
Κι όπου φθάση, όπου πέραση. Φρίκη, θάνατος, ερμιά.
34. Ερμιά, θάνατος και φρίκη
Όπου επέρασες κι εσύ
Ξίφος έξω από τη θήκη
Πλέον ανδρείαν σου προξενεί.
35. Ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει Της αθλίας Τριπολιτσάς
Τώρα τρόμου αστροπελέκι Να της ρίψης πιθυμάς.
36. Μεγαλόψυχο το μάτι
Δείχνει, πάντα οπώς νικεί,
Και ας είν' άρματα γεμάτη
Και πολέμιαν χλαλοή.
37. Σου προβαίνουνε και τρίζουν
Για να ιδής πως είν' πολλά
Δεν ακούς που φοβερίζουν
Ανδρες μύριοι και παιδιά;
38. Λίγα μάτια, λίγα στόματα
Θα σας μείνουνε ανοιχτά
Για να κλαύσετε τα σώματα
Που θε νάβρη η συμφορά.
39. Κατεβαίνουνε, και ανάφτει Του πολέμου αναλαμπή.
Το τουφέκι ανάβει, αστράφτει, Λάμπει, κόφτει το σπαθί.
40. Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη;
Αίγα τα αίματα γιατί;
Τον εχθρό θωρώ να φύγη
Και στο κάστρο ν' ανεβή.
41. Μέτρα,.. είν' άπειροι οι φευγάτοι,
Οπού φεύγοντας δείλιούν
Τα λαβώματα στην πλάτη
Δέχοντ' ώστε ν' ανεβούν.
42. Εκεί μέσα ακαρτερείτε
Την αφεύγατη φθορά
Να. σας φθάνει, αποκριθήτε
Στις νυκτός τη σκοτεινιά.
43. Αποκρίνονται, και η μάχη
Έτσι αρχίζει, οπού μακριά
Από ράχη εκεί σε ράχη
Αντιβούιζε φοβερά.
44. Ακούω κούφια τα τουφέκια,
Ακούω σμίξιμο σπαθιών,
Ακούω ξύλα, ακούω πελέκια.
Ακούω τρίξιμο δοντιών.
45. Α! Τι νύκτα ήταν εκείνη
Που την τρέμει ο λογισμός;
Άλλος ύπνος δεν εγίνη
Πάρεξ θανάτου πικρός.
46. Της σκηνής η ώρα, ο τόπος, Οι κραυγές, η ταραχή,
Ο σκληρόψυχος ο τρόπος Του πολέμιου, και οι καπνοϊ.
47. Και οι βροντές, και το σκοτάδι,
Οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
Επαράσταιναν τον άδη
Που ακαρτέρειε τα σκυλιά.
48. Τα’ ακαρτέρειε. -Εφαίνοντ' ίσκιοι
Αναρίθμητοι γυμνοί,
Κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
Βρέφη ακόμη εις το βυζί.
49. Όλη μαύρη μυρμηγικάζει.
Μαύρη η εντάφια συντροφιά,
Σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
Τα κρεβάτια τα στερνά,
50. Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
Επετιούντο από τη γη,
Οσοι είν' άδικα σφαγμένοι
Από τούρκικην οργή.
51. Τόσα πέφτουνε τα αστάχια
θερισμένα εις τους αγρούς
Σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
Εσκεπάζοντο απ' αυτούς.
52. Θαμποφέγει κανέν' άστρο.
Και αναδευοντο μαζί.
Αναβαίνοντας το κάστρο
Με νεκρώσιμη σιωπή.
53. Έτσι χάμου εις την πεδιάδα,
Μες στο δάσος το πυκνό,
Όταν στέλνη μίαν αχνάδα
Μισοφέγγαρο χλωμό,
54. Εάν οι άνεμοι μες στ' άδεια Τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
Σειούνται, σειούνται τα μαυράδια. Οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.
55. Με τα μάτια τους γυρεύουν
Οπου είν' αίματα πηχτά,
Και μες στ? αίματα χορεύουν
Με βρυχίσματα βραχνά,
56. Και χορεύοντας μανίζουν Εις τους Έλληνας κοντά,
Και τα στήθια τους εγγίζουν Με τα χέρια τα ψυχρά,
57. Εκειό το έγγισμα πηγαίνει
Βαθιά μες στα σωθικά,
Οθεν όλη η λύπη βγαίνει,
Και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.
58. Τότε αυξαίνει του πολέμου
Ο χορός τρομακτικά,
Σαν το σκόρπισμα του ανέμου
Στου πελάου τη μοναξιά.
59. Κτυπούν όλοι απάνου κάτου
Κάθε κτύπημα που εβγή
Είναι κτύπημα θανάτου,
χωρίς να δευτερωθή.
60. Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει
Λες και εκείθεν η ψυχή
Απ' το μίσος που την καίει
Πολεμάει να πεταχθή.
61. Της καρδίας κτυπάς βροντάνε
Μες στα στήθια τους αργά,
Και τα χέρια οπού χουμάνε
Περισσότερο είν' γοργά.
62. Ουρανός γι'αυτους δεν είναι,
Ουδέ πέλαγο. ουδέ γη
Γι' αυτούς όλους το παν είναι
Μαζωμένο αντάμα εκεί,
63. Τόση η μάνητα και η ζάλη,
Που στοχάζεσαι μη πως
Από μία μεριά και απ' άλλη
Δεν μείνη ένας ζωντανός,
64 Κοίτα χέρια απελπισμένα
Πώς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
Χέρια, πόδια, κεφαλές,
65. Και παλάσκες και σπαθία
Με ολοσκόρπιστα μυαλά.
Και με ολόσχιστα κρανία
Σωθικά λαχταριστά.
66. Προσοχή καμία δεν κάνει
Κανείς, όχι εις τη σφαγή
Πάνε πάντα εμπρός. Ω! Φθάνει,
Φθάνει, έως πότε οι σκοτωμοί;
67. Ποίος αφήνει εκεί τον τόπο. Πάρες όταν ξαπλωθή;
Δεν αισθάνονται τον κόπο Και λες κι' είναι εις την αρχή.
68. Ολιγόοτευαν οι σκύλοι.
Και Αλλά εφώναζαν,
Αλλά Και των Χριστιανών τα χείλη
Φωτιά εφώναζαν, φωτιά,
69. Λεονταρόψυχα εκτυπίούντο. Πάντα εφώναζαν φωτιά,
Και οι μίαροί κατασκορπιούντο,
Πάντα σκούζοντας Αλλά.
70 Παντού φόβος και τρομάρα
Και φωνές και στεναγμοί
Παντού κλάψα, παντού αντάρα,
Και παντού ξεψυχίσμοί.
71. Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι
Εις τ' αυτιά δεν του λαλεί.
Όλοι χάμου εκείτοντ' όλοι
Εις την τέταρτη αυγή.
72. Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
Και κυλάει στη λαγκαδιά,
Και το αθώο χόρτο πίνει
Αίμα αντίς για τη δροσιά,
73. Της αυγής δροσάτι αέρι,
Λεν φυσάς τώρα εσύ πλια
Στων ψευδόπιστων το αστέρι
Φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ.
74. Απ' τα κόκαλα βγαλμένη Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη, Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
75. Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι
Δεν λάμπ' ήλιος μοναχά
Εις τους πλάτανους, δεν λάμπει
Εις τ' αμπέλια, εις τα νερά,
75. Εις τον ήσυχον αιθέρα
Τώρα αθώα δεν αντηχεί
Τα λαλήματα η φλογέρα,
Τα βελάσματα το αρνί,
77, Τρέχουν άρματα χιλιάδες
Σαν το κύμα εις το γιαλό
Αλλ' οι ανδρείοι παλληκαράδες
Δεν ψηφούν τον αριθμό.
78. Ω τρακόσιοι! Σηκωθήτε
Και ξανάλθετε σ' εμάς
Τα παιδιά σας θελ' ιδήτε
Πόσο μοιάζουνε με σας,
79, Όλοι εκείνοι τα φοβούνται
Και με πάτημα τυφλό
Εις την Κόρινθο αποκλειούνται
Κι’ όλοι χάνουνται απ' εδώ
80. Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου
Πεΐναν και Θανατικό
Που με σχήμα ενός σκέλεθρου
Περπατούν αντάμα οι δύο.
81. Και πεσμένα εις τα χορτάρια
Απεθαίνανε πανιού
Τα θλιμμένα απομεινάρια
Της φυγής κατ. του χαμού.
82. Και εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
Που ό,τι θέλεις ημπορείς,
Εις τον κάμπο, Ελευθερία,
Ματωμένη περπατείς,
83. Στη σκιά χερπιασμένες,
Στη σκιά βλέπω κι' εγώ
Κρινοδάκτυλες παρθένες
Οπού κάνουνε χορό,
84. Στο χορό γλυκογυρίζουν Ωραία μάτια ερωτικά,
Και εις την αύρα κυματίζουν Μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά,
85. Η ψυχή μου αναγαλλιάζει
Πώς ο κόρφος καθεμιάς
Γλυκόβύζαστο ετοιμάζει
Γάλα ανδρείας και ελευθεριάς.
86. Μες στα χόρτα, τα λουλούδια.
Το ποτήρι δεν βαστώ
Φιλελεύθερα τραγούδια
Σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.
87. Απ'τα κόκαλα βγαλμένη
Των Ελλήναιν τα ιερά.
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
88. Πήγες εις το Μεσολόγγι
Την ημέρα του Χριστού,
Μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
Για το τέκνο του Θεού.
89. Σούρθε εμπρός λαμποκοπώντας
Η Θρησκεία μ' ένα σταυρό,
Και χο δάκτυλο κινώντας
Οπού ανεί τον ουρανό.
90. Σ'αυτό, εφώναξε, το χώμα
Στάσου ολόρθη, Ελευθερία
Και φιλώντας σου στο στόμα
Μπαίνει μες στην εκκλησιά.
91. Εις την τράπεζα σιμώνει
Και το σύγνεφο το αχνό
Γύρω γύρω της πυκνώνει
Που σκορπάει το θυμιατό.
92. Αγρικάει την ψαλμωδία
Οπού εδίδαξεν αυτή
Βλέπει τη φωταγωγία
Στους Αγίους εμπρό χυτή.
93. Ποιοι είν' αυτοί που πλησιάζουν Με πολλή ποδοβολή,
Κι' άρματ', άρμαχα ταράζουν; Επεχάχτηκες εσύ.
94. Α! Το φως που σε στολίζει,
Σαν ηλίου φεγγοβολή,
Και μακρόθεν σπινθηρίζεί,
Δεν είναι, όχι, από τη γη.
95. Λάμψιν έχει όλη φλογώδη
Χείλος, μέτωπο, οφθαλμός Φως το χέρι, φως το πόδι
Κι' όλα γύρω σου είναι φως,
96. Το σπαθί σου αντισηκώνεις.
Τρία πατήματα πατάς,
Σαν τον πύργο μεγαλώνεις,
Και εις το τέταρτο κτυπάς,
97. Με φωνή που καταπείθει
Προχωρώντας ομιλείς
«Σήμερ', άπιστοι, εγεννηθη
Ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής,
98. Αυτός λέγει.,, Αφοκρασθήτε:
Εγώ είμ' Αλφα, Ωμέγα εγώ
Πέστε, που θ' αποκρυφθήτε
Εσείς όλοι, αν οργισθώ;
99. Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,
Που μ' αυτήν αν συγκριθή
Κείνη η κάτω οπού σας έχω
Σαν δροσιά θέλει βρεθή.
100. Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,
Τόπους άμετρα υψηλούς,
Χώρες, όρη από τη ρίζα,
Ζώα και δένδρα και θνητούς.
101. Και το πάν το κατακαίει.
Και δεν σώζεται πνοή,
Πάρεξ του άνεμου που πνέει
Μες στη στάχτη τη λεπτή.
102. Κάποιος ήθελε ερωτήσει;
Του θυμού του είσαι αδελφή;
Ποιος είν' άξιος να νικήση,
Ή με σε να μετρηθή:
103. Η γη αισθάνεται την τόση
Του χεριού σου ανδραγαθιά,
Που όλην θέλει θανατώσει
Τη μισόχριστη σπορά.
104. Την αισθάνονται, και αφρίζουν
Τα νερά, και τ' αγρικώ
Δυνατά να μουρμουρίζουν
Σαν να ρυάζετο Θηριό.
105. Κακορίζικοι, που πάτε
Του Αχελώου μες στη ροή,
Και πιδέξια πολεμάτε
Από την καταδρομή.
106. Να αποφύγετε! Το κύμα
Έγινε όλο φουσκωτό
Εκεί ευρήκατε το μνήμα
Πριν να ευρήτε αφανισμό.
107. Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει Κάθε λάρυγγας εχθρού.
Και το ρεύμα γαργαρίζει Τες βασφήμιες του θυμού.
108. Σφαλερά τετραποδίζουν
Πλήθος άλογα, και ορθά
Τρομασμένα χλιμιτρίζουν
Και πατούν εις τα κορμιά.
109. Ποίος στον σύντροφον απλώνει Χέρι, ωσάν να βοηθηθή
Ποίος τη σάρκα του δαγκώνει Όσο οπού να νεκρωθη.
110. Κεφαλές απελπισμένες,
Με τα μάτια πεταχτά,
Κατά τ' άστρα σηκωμένες
Για την ύστερη φορά.
111, Σβιέται -αυξαίνοντας η πρώτη
Του Αχελώου νκροσυρμή-
Το χλιμίτρισμα, και οι κρότοι,
Και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.
112. Έτσι ν" άκουα να βουίξη
Τον βαθύν Ωκεανό,
Και στο κύμα του να πνίξη
Κάθε σπέρμα Αγαρηνό.
113. Και Εκεί πούναι η Αγία Σοφία,
Μες στους λόφους τους επτά.
Όλα τ'άψυχα κορμιά
Βραχοσύντριφτα, γυμνά.
114. Σωριασμένα να τα σπρώξη Η κατάρα του Θεού,
Κι απ' εκεί να να μαζώξη Ο αδελφός του Φεγγαριού.
115. Κάθε πείρα μνήμα ας γένη.
Και η θρησκεία κι' η Ελευθεριά
Μ' αργοπάτημα ας πηγαίνη
Μεταξύ τους, και ας μετρά.
116, Ένα λείψανο ανεβαίνει
Τεντωτό, πιστομητό,
Κι' άλλο ξάφνου κατεβαίνει
Και δεν φαίνεται και πλιό.
117, Και χειρότερα αγριεύει
Και φουσκώνει ο ποταμός
Πάντα πάντα περισσεύει
Πολυφλοίσβισμα και αφρός.
118, Α! Γιατί δεν έχω τώρα Τη φωνή του Μωυσή;
Μεγαλόφωνα, την ώρα Οπού εσβηούντο οι μισητοί.
119. Τον Θεόν ευχαριστούσε
Στου πελάου τη λύσσα εμπρός.
Και τα λόγια ηχολογούσε
Αναρίθμητος λαός.
120. Ακλουθάει την αρμονία
Η αδελφή του Ααρών,
Η προφήτισσα Μαρία,
Μ' ένα τύμπανο τερπνόν.
121. Και πηδούν όλες οι κόρες
Με τς αγκάλες ανοικτές,
Τραγουδώντας, ανθοφόρες,
Με τα τύμπανα τερπνόν.
122. Σε γνωρίζω από την κόψη Του σπαθιού την τρομερή, Σε γνωρίζω από την όψη Που με βία μετράει τη γη.
123. Εις αυτήν, είν’ ξακουσμένο, Δεν νικιέσαι εσύ ποτέ
Όμως, όχι, δεν είν' ξενο
124. Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει
Κύματ' άπειρα εις τη γη,
Με τα οποία την περιζώνει,
Κι' είναι εικόνα σου λαμπρή,
125. Με βρυχίσματα σαλεύει
Που τρομάζει η ακοή
Κάθε ξύλο κινδυνεύει
Και λιμιώνα αναζητεί
126. Φαίνει έπειτα η γαλήνη
Και το λάμψιμο του ήλιου
Και τα χρώματα αναδίνει
Του γλαυκότατου ουρανού.
127. Δεν νικιέσαι, είν’ ξακουσμένο,
Στην ξηρά εσύ ποτέ
Όμως, όχι, δεν είν' ξένο
Και το πέλαγο για σε.
128. Περνούν άπειρα τα ξάρτια.
Και σαν λόγγος στριμωχτά
Τα τρεχούμενα κατάρτια,
Τα ολοψούσκωτα πανιά.
129. Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,
Και αγκαλά δεν είν' πολλές.
Πολεμώντας, αλλά διώχνεις,
Άλλα παίρνεις, αλλά καις.
130. Με επιθυμία να τηράζης
Δύο μεγάλα σε θωρώ,
Και θανάσιμον τινάζεις
Εναντίον τους κεραυνό
131. Πιάνει, αυξάνει, κοκκινίζει,
Και σηκώνει μια βροντή.
Και το πέλαο χρωματίζει
Με αίματόχροη βαφή.
132. Πνίγοντ' όλοι οι πολέμαρχοι
Και δεν μνέσκει ένα κορμί,
Χάρου σκιά του Πατριάρχη,
133. Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι
Με τς εχθρούς τους τη Λαμπρή,
Και τους έτρεμαν τα χείλη
Δίνοντας τα εις το φιλί,
134. Κειες τες δάφνες που εσκορπίστε
Τώρα πλέον δεν τες πατεί.
Και το χέρι οπού εφιλήστε
Πλέον, α! Πλέον δεν ευλογεί.
135. Όλοι κλαύστε. Αποθαμένος
Ο αρχηγός της Εκκλησιάς
Κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος
Ωσάν νάτανε φονιάς,
136. Έχει ολάνοικτο το στόμα Π' ώρες πρώτα είχε γευθή
Τ' Αγιον Αίμα, τ' Αγιον Σώμα Λες πως θε να ξαναβγή.
137. Η κατάρα που είχε αφήσει
Λίγο πριν να αδικηθή
Εις οποίον δεν πολεμήση
Και ημπορεί να πολεμή.
138. Την ακούω, βροντάει, δεν παύει
Εις το πέλαγο, εις τη γη,
Και μουγκρίζοντας ανάβρα
Την αιώνιων αστραπή.
139. Η καρδιά συχνοσπαράζει...
Πλην τι βλέπω; σοβαρά
Να σωπάσω με προστάζει
Με το δάκτυλο η θεά.
140. Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη
Τρεις φορές μ'ανησυχία
Προσηλώνεται κατόπι
Στην Ελλάδα, και αρχινά:
141. Παλληκάρια μου! Οι πολέμιοι
Για σας όλοι είναι χαρά,
αι το γόνα σας δεν τρέμει
Στους κινδύνους εμπροστά.,
142. Απ' εσάς απομακραίνει
Κάθε δύναμη εχθρική
Αλλά ανίκητη μια μένει
Που τες δάφνες σας μαδεί.
143. Μία, που όταν ωσάν λύκοι
Ξαναρχόστενε ζεστοί,
Κουραμένοι από τη νίκη.
Αχ! Τον νουν σας τυραννεί.
144. Η Διχόνοια που βαστάει
Τίνα σκήπτρο η δολερή
Καθενός χαμογελάει,
Παρ' το, λέγοντας, και συ.
145. Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει
Έχει αλήθεια ωραία θωριά
Μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
Εισέ δάκρυα θλιβερά.
146 Από στόμα οπού φθονάει,
Παλληκαρια, ας μην 'πωθή,
Πως το χέρι σας κτυπάει
Του αδελφού την κεφαλή.
147. Μην ειπούν στο στοχασμό τους
Τα ξένα έθνη αληθινά:
Εάν μισούνται ανάμεσά τους
Δεν τους πρέπει ελευθεριά.
148. Τέτοια αφήστενε φροντίδα
Όλο το αίμα οπού χυθή
Για θρησκεία και για πατρίδα
Όμοιαν έχει την τιμή.
149. Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε
Για πατρίδα, για θρησκεία,
Σας ορκϊζω, αγκαλιασθήτε
Σαν αδέλφια γκαρδιακά..
150. Πόσον λείπει, στοχασθήτε.
Πόσο ακόμη να παρθή
Πάντα η νίκη, αν ενωθήτε,
Πάντα εσάς θ'ακολουθή.
151. Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία!...
Καταστήστε ένα σταυρό,
Και φωνάξετε με μία:
Βασιλείς, κοιτάξτ' εδώ,
152. Το σημείον που προσκυνάτε
Είναι τούτο, και γι'αυτό
Ματωμένους μας κοιτάτε
Στον αγώνα το σκληρό.
153. Ακατάπαυστα το βρίζουν
Τα σκυλιά και το πατούν
Και τα τέκνα του αφανίζουν
Και την πίστη αναγελούν.
154. Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη Αίμα αθώο χριστιανικό,
Που φωνάζει από τα βάθη Της νυκτός: Να' κδικηθώ.
155- Δεν ακούτε, εσείς εικόνες
Του Θεού, τέτοια φωνή;
Τώρα επέρασαν αιώνες
Και δεν έπαυσε στιγμή.
156. Δεν ακούτε; εις κάθε μέρος
Σαν του Αβέλ καταβοά
Δεν είν' φύσημα του αέρος
Που σφυρίζει εις τα μαλλιά.
157. Τι θα κάμετε; θ' αφήστε
Να αποκτήσωμεν εμείς
Λευθερίαν, ή θα την λύστε
Εξ αιτίας Πολιτικής;
158. Τούτο ανίσως μελετάτε,
ίδου, εμπρός σας τον Σταυρό
Βασιλείς! Ελάτε, ελάτε,
Και κτυπήσετε κι'εδώ.