
Περί ἀθανασίας τῆς ψυχῆς
Τὸ ζήτημα τῆς «ἀθανασίας τῆς ψυχῆς» εἶναι ἀπὸ τὰ ὕψιστα δεδομένα τοῦ ἀνθρώπου. Διότι ἀξιώνει ἢ ἀπαξιώνει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη στὸν κόσμο, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀπάντηση ποὺ θὰ λάβει. Ἂν δηλαδὴ ἡ ψυχὴ εἶναι ἀθάνατη ἢ θνητή.
Ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὸ ζήτημα εἶναι τὸ ὕψιστο, ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ διατυπωθεῖ ἐπαρκῶς. Καὶ ὅλοι οἱ ὅροι ποὺ χρησιμοποιοῦνται εἶναι ἀπρόσφοροι, ἀκόμη καὶ ἡ ἴδια ἡ λέξη «ἀθανασία». Εἶναι ἀπρόσφοροι, ἐπειδὴ κάθε ὅρος εἶναι ἀντικειμενοποιητικός. Καὶ ὅταν ἐφαρμόζεται γιὰ δήλωση «πράγματος» ποὺ δὲν ἐπιδέχεται ἐξαντικειμενίκευση, πραγματοποιεῖται κάτι τὸ ἀταίριαστο, κάτι ποὺ ἐκθέτει καὶ τὸ «πράγμα» καὶ τὴ «λέξη» του. Δὲν ἰδιάζει στὸ πράγμα νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν «ἀθανασία τῆς ψυχῆς» μὲ τὴν αὐτὴ πνευματικὴ ἐγερσιμότητα ποὺ ἀξιώνει ἡ ὁμιλία μας γιὰ τὴν «σκληρότητα τοῦ χάλυβα». Τὸ δίλημμα ὑπάρχει ἢ δὲν ὑπάρχει ἀθανασία...