Παραθέτουμε
ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Πρόδρομου Κερτεμελίδη, Αντιστρατήγου
ε.α., «Στην δίνη του πολέμου» εκδόσεις Αρσενίδη: «….Το
πρωϊ της 28ης Οκτωβρίου 1940, η Ιστορία έπαψε να είναι λόγια των
σχολικών βιβλίων και έγινε πράξη ζωής. Και ο πιο απλός άνθρωπος, ένοιωθε
να ξυπνάει μέσα του η ένδοξή μας ιστορία και τρείς χιλιάδες χρόνια τον
καλούσαν να την υπερασπιστεί. Η είδηση, έτρεχε παντού: «Πόλεμος! Οι
Ιταλοί εισβάλλουν στην Ελλάδα!» Κύματα λαού και στρατού χειροκροτούσαν,
ζητοκραύγαζαν και βροντοφωνούσαν « ΟΧΙ. ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ».
Στο μέτωπο
«
Η κυανόλευκη σημαία μας κυμάτιζε παντού υπερήφανη και ατσάλωνε τις
ψυχές μας με δύναμη και αισιοδοξία. Βρισκόμουν στην αμυντική τοποθεσία
του ποταμού Καλαμά στο Καλπάκι και στα δεξιά μας ήταν η Γκραμπάλα, ένα
βραχοβούνι ύψους 1200 μέτρων, κατάγυμνο και φαλακρό, ένα φρούριο-
παρατηρητής, αποτραβηγμένο στο πλάί, όσο χρειάζεται για να επιτηρεί και
να δεσπόζει. Κυττάζοντας από την Γραμπάλα τον ορίζοντα αργά-αργά από
την Ανατολή μέχρι την Δύση, νοιώθεις να ξεκόβεται βαρύ και αμίλητο,
τείχος της Ηπείρου».
«Αυτό το σημείο είχε διαλέξει η VIII
Μεραρχία μας για τον αγώνα της ζωής και του θανάτου. Από την μία
βνουνό κι’ από την άλλη βουνό και ποτάμι. Εκεί, στην μέση των βάλτων, θα
βούλιαζαν για πάντα και τα άρματα των Ιταλών. Γιατί η γή αυτή, έχει
μια παράξενη ευαισθησία και χτυπάει με θάνατο όποιον την προσβάλει».
‘Η
νύχτα ήταν άγρια και φουρτουνιασμένη. Αστραπές αυλάκωναν τον ουρανό
ασταμάτητα και βροντές συντάραζαν το στερέωμα, το νερό έπεφτε σαν
καταρράκτης με λύσσα, για να πρίξει την πλάση. Και ξαφνικά, μέσα στο
υγρό και αναστατωμένο σκοτάδι, εκεί πάνω στο φυλάκιο, ακούστηκε από τις
σκοπιές ο συναγερμός: « Στα όπλα!». Ήταν πρωϊ 5 και 30΄ της 28ης Οκτωβρίου 1940».
Αμέσως, καλπασμοί και φωνές σπάθιζαν μέσα στην νύχτα «Στα όπλα,
Πόλεμος». Μέσα στο σκοτάδι, ξεχώριζαν τώρα κάποιες βροντές πιο
τρανταχτές, πιο κοντινεές, που έκαναν την γή να τραντάζεται ξαφνιασμένη.
΄Εσχιζαν το σκοτάδι εδώ κι’ εκεί λάμψεις από το πυροβολικό του εχθρού,
ενώ οι πρώτες οβίδες σφύριζαν και έσκαγαν. Η γή της Ηπείρου, χτυπημένη
κατάσαρκα στα σπλάχνα της, ανασείστηκε, βόγγγηξε σαν μαχαιρωμένο θηρίο.
Το μέτωπο τώρα πέρα έως πέρα, καιγόνταν από τα πυρά του εχθρού.
«
Η εισβολή άρχισε, μόλις κόπασε το κανονίδι, από πολλές μεριές μαζί. Από
την Μέρτζανη προς το χάνι Μπουραζάνι, από τις Δρυμάδες προς το
Δελβινάκι και πάλι από την Κακαβιά προς το χάνι Δελβινάκι. κι’ από την
Κονίσπολη προς τους Φιλιάτες. Είχε ξημερώσει τώρα και τα τμήματα του
εχθροήυ φαίνοντα ξεκάθαρα να προχωρούν μέσα στο χώμα μας. Οι φρουρές
των φυλακίων μαζί με τα τμήματα προκαλύψεως, άρχισαν τον επιβραδυντικό
αγώνα, όπως όριζε το σχέδιο της Μεραρχίας. Μόλις ακούστηκαν οι πρώτοι
πυροβολισμοί των Ελλήνων στρατιωτών από τις ραχούλες, οι Ιταλικές
φάλαγγες, κλονίστηκαν, έσπασαν, σκόρπισαν στις γύρω πλαγιές, μέσα στα
σκίνα και τα πουρνάρια. Οι λιγοστοί άνδρες των ελληνικών φυλακίων από
τα υψώματα, έρριχναν πάνω στον εχθρό συνέχεια και με πείσμα.»
«Σύσσωμη
η Ήπειρος, πρόμαχος της ελληνικής γης, ορθώθηκε έτοιμη να κατασπαράξει
τον άνανδρο εχθρό, που τόλμησε να βιάσει την ελληνική γή μας. Η VIII
Μεραρχία, στρατολογημένη εξ ολοκλήρου από την ‘ Ηπειρο, που
αγωνιζόνταν τώρα για την πατρική γή, δεν θα έσωζε μόνον την τιμή των
Ελληνικών Όπλων. Θα τους χάριζε και τις πρώτες νίκες. ΄Ήταν μεγάλη τύχη
και η μεγαλύτερη τιμή για μένα που μου έλαχε να πολεμώ μαζί με τέτοιους
ήρωες, σ’ αυτόν τον καθαγιασμένο τόπο, όπου έλαβα το βάπτισμα του
πυτρός. Τα τμήματα προκαλύψεώς μας, είχαν κρατήσει τον εχθρό ολόκληρη
την ημέρα μακριά απ΄οτις τοποθεσίες που θα δινόταν η μάχη της Ηπείρου, η
μάχη της Ελλάδος, στο Καλπάκι. Το πυροβολικό μας, σκόρπαγε τους εχθρούς
με σίδερο αναμένο. Και στις 2 Νοεμβρίου, οι προετοιμασίες για την
μεγάλη επίθεση, είχαν ολοκληρωθεί»
Στις
9 το πρωϊ, κύματα από Ιταλικά αεροπλάνα χυμούσαν και έριχναν βόμβες
πάνω στην τοποθεσία αντιστάσεως. Το μεσημέρι, όλο το Ιταλικό πυροβολικό,
άρχισε να βάλλει. Τα χαρακώματα της Γκραμπάλας, της Ασόνισας, του
Καλπακίου σκάβονταν από τις εκρήξεις, ο τόπος τρανταζόνταν, τα βλήματα
έσκαγαν μέσα στα χαρακώματά μας. Το ελληνικό πυροβολικό όμως, απαντούσε
με πάθος. Ολόκληρη η τοποθεσία είχε φουντώσει, βρόνταγε κι’ ανάβραζε σαν
καταχθόνιο ηφαίστειο. Οι βράχοι που τσακίζονταν και τίναζαν γύρω
λεπιδωτά σβουριχτά κομμάτια, που σφύριζαν σχίζοντας τον αέρα.
« Στις 14.30, μετά το μεσημέρι, το Ιταλικό πυροβολικό σώπασε, ενώ το
πεζικό ξεκινούσε για την επίθεση. ΄Ερχονταν προς τις γραμμές μας
σφιγμένοι σε πυκνές φάλαγγες, στίμφη σκυφτά από παντού. Το πυροβολικό
μας είχε αγριέψει κι’ έρριχνε πάνω τους γοργά και με πείσμα. Μερικές
φάλαγγες του εχθρού, με κομμένη την ανάσα εμπρος στο φράγμα του πυρός,
σταμάτησαν. Άλλες πιο επίμονες, ξαναχυμούσαν για να καθηλωθούν κι’ αυτές
σε λίγο».
Σε λίγο
τα πυρά αραίωσαν. Πουθενά οι Ιταλοί δεν μπόρεσαν να βάλουν πόδι στην
τοποθεσία μας. Καθώς βράδυαζε, ο καιρός βάραινε, και την νύχτα θα
ξέσπαγε μεγάλη μπόρα. Κατάκοποι οι άνδρες, συμμαζεύονταν στα χαρακώματά
τους, τυλιγμένοι πρόχειρα σε μια κουβέρτα ή αντίσκηνο, γιατί ήξεραν ότι
έπρεπε να ξαγρυπνούν με το αυτί τεντωμένο και με το όπλο στο χέρι,
γιατί ο εχθρός ήταν κοντά.
«
Θα ήταν η ώρα μόλις 8 το βράδυ, όταν ξαφνικά φούντωσε πάλι το ιταλικό
πυροβολικό. (για να μην αφήσει τους ΄Ελληνες να κοιμηθούν….).Η
Γκραμπάλα, καιγόνταν από την ρίζα έως την κορυφή, βογγούσε ως τα έγκατά
της, στις κρύες πλαγιές της άναβαν αστραπές απανωτές, κι’ αντιφέγγιζε
σπασμωδικά ο χαμηλωμένος από την συννεφιά ουρανός. Από τον βορρά η
Γραμπάλα, έχει μία πλευρά απότομη, έναν γκρεμό. Από εκεί, ένα εχθρικό
τμήμα, το επίλεκτο «Τάγμα Θανάτου», μαζί με Αλβανούς, σκαρφάλωσε αθέατο
βράχο- βράχο και σαν έφθασαν κοντά στην κορφή, χύμηξαν. Ήταν σαν να
τους ξέρναγε το σκοτάδι. Πάτησαν την Γκραμπάλα και ο εχθρός, γάντζωσε
στον βράχο. Βροχή άγρια, οργισμένη με κεραυνού και χαλάζι, έπνιξε την
Γκραμπάλα στον κατακλυσμό της. Ο εχθρός, δεν μπόρεσε να ενισχυθεί και να
σταθεροποιηθεί στην κορυφή. Η δυνατή βροχή, το σκοτάδι και η κούραση
της ανάβασης, τους είχαν παραλύσει».
Ήταν η καλύτερη στιγμή για αντεπίθεση. Οι αξιωματικοί της Γκραμπάλας, έδωσαν το πρόσταγμα: «εμπρός δια της λόγχης».
Και πρώτοι οι Έλληνες αξιωματικοί, με τις οβίδες στο χέρι, χύμηξαν και
ξεφώλιασαν πίσω από τους βράχους τους Ιταλούς που είχαν τολμήσει να
πατήσουν την Γκραμπάλα. Οι λογχοφόροι στρατιώτες, ξεσηκώθηκαν και τους
ακολούθησαν, τρέχοντας κατά πάνω στον εχθρό με βαρύ και σταθερό
δρασκελισμό. Πιάστηκαν στα χέρια και άρχισε η πάλη σώμα με σώμα.
Ήταν κάτι το δραματικό και γοργό. Η φοβερή νύχτα που είχε ευνοήσει τους
Ιταλούς, τώρα τους εμπόδιζε να ριζώσουν. Δείλιασαν, πάλεψαν για λίγο,
αλλά παγωμένοι μπροστά στην κρύα λάμψη της ελληνικής λόγχης, πήραν τον
κατήφορο. ΄Αφησαν πίσω τους 20 νεκρούς και 6 αιχμαλώτους, πολυβόλα,
όλμους και πυρομαχικά. Εδώ σκοτώθηκε με μια σφαίρα στο μέτωπο, ο φίλος
μου από το Γ΄ Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης και από την Στρατιωτική Σχολή
Ευελπίδων, ο Ανθυπολοχαγός Νίκος Χατζόπουλος. Αλλά ο μεγάλος κίνδυνος
της διάσπασης της τοποθεσίας άμυνας, αποφεύχθηκε από τον αφάνταστο
ηρωίσμό των στρατιωτών και των επικεφαλής αξιωματικών».
«Στις
4 το απόγευμα, διακρίνεται κάπου 1500 μέτρα από το Καλπάκι, μία φάλαγγα
από 50 άρματα που σταμάτησαν, κόπηκε στα δύο και το πρώτο κομμάτι
αραίωσε σε βάθος. Ήταν περίπου τριάντα άρματα και προχώρησαν, ενώ το
δεύτερο κομμάτι κρύφθηκε μέσα στις δενδροστοιχίες..Όταν έφθασαν περίπου
στα 300 μέτρα από την τοποθεσία αμύνης μας, τα δύο κομμάτια ενώθηκαν,
ενώ στα πλάγια των δύο κλιμακίων πήγαιναν μοτοσυκλέτες. Το θέαμα ήταν
επιβλητικό και απειλητικό.
Ο
Έλληνας στρατιώτης, μέσα από τα χαρακώματα, παρακολουθούσε με μάτι
άγρυπνο τα άρματα πού έρχονταν κατά πάνω του αγέρωχος, ενώ όλα τα πυρά
του πυροβολικού και των πολυβόλων μας είχαν συγκεντρωθεί εναντίον τους
και ξαφνικά, κάποια άρματα καθηλώθηκαν χτυπημένα κι’ έφραξαν τον δρόμο.
Ανάμεσά τους τρύπωσαν οι μοτοσυκλετιστές και πυροβολούσαν τις θέσεις
μας. Γινόταν χαμός. Συρματοπλέγματα, φράγματα από σιδηροτροχιές, πυκνοί
πυροβολισμοί έκλειναν τον δρόμο. ΄Όταν τα άρματα μάχης ανοίχτηκαν και
πήραν τα χωράφια, τότε η γή σκίστηκε και κατάπιε τα δύο πρώτα. Τα άλλα
λόξεψαν, αλλά κάτω από την κοιλιά τους έσκαζαν νάρκες, με γδούπο φοβερό
και υποχθόνιο, που τίναζε στο αέρα μέσα στις φλόγες και μαύρους
καπνούς, σιδερικά κομματιασμένα. Τα υπόλοιπα άρματα που έρχονταν πίσω,
κάνουν μεταβολή, σκοντάφτουν μεταξύ τους και πάνω σ’ αυτήν την παραζάλη,
το πυροβολικό μας συγκεντρώνει τα πυρά του πάνω τους και τα κοπανάει
γοργά, δίχως ανάσα. Ήταν ένας στρόβιλος από κεραυνούς, φλόγες και καυτό
χαλάζι που τα τύλιξε. Οι Ιταλοί, με την φάλαγγά τους εξαρθρωμένη πλέον,
έτρεχαν δεξιά και αριστερά σαν ζώα παλαβωμένα, για να βρούνε πέρασμα να
φύγουν»
«
Από τα χαρακώματα, οι Έλληνες στρατιώτες, είχαν ενθουσιαστεί και
πηδούσαν έξω από χαρά. Στα χωράφια και στην δημοσιά, 9 άρματα
καψαλισμένα και τσακισμένα έμεναν ακίνητα, έμεινε ένα όχημα για την
ζεύξη των τάφρων και 50 μοτοσυκλέτες, πολυβόλα, τουφέκια και άλλο υλικό.
Αλλά η μάχη δεν είχε τελειώσει εκεί. Ξημερώματα της η 5ης Νοεμβρίου
1940, το μέτωπο άρχισε πάλι να βροντοχτυπιέται από άγρια βολή του
εχθρικού πυροβολικού, ενώ τα αεροπλάνα τους βομβάρδιζαν τις ελληνικές
θέσεις μάχης, τα μετόπισθεν, τις θέσεις του πυροβολικού μας και για
δεύτερη φορά, τα Γιάννενα. Εξόρμησαν με ορμή πεζικό και άρματα μάχης,
αλλά σκόνταψαν πάνω στο φράγμα πυρός του ελληνικού πυροβολικού και
πολυβόλων, κι’ όπου κατάφεραν να βάλουν πόδι, οι Έλληνες, με σφοδρές
αντεπιθέσεις και καλά σχεδιασμένες, τους έρριξαν πίσω. Δεκαπέντε (15)
εχθρικά άρματα βούλιαξαν στους βάλτους του Καλαμά. Οι Ιταλοί όμως, δεν
το έβαλαν κάτω. Πίστεψαν ότι μπορούσαν να λυγίσουν τις ψυχές των
στρατιωτών μας με αδιάκοπες κι’ επενειλημμένες επιθέσεις.
Αλλά
οι Έλληνες αξιωματικοί και οι στρατιώτες μας, ήταν αποφασισμένοι να
παλαίψουν και με τον Χάρο για να μην σκλαβωθούν.. Στις 7 Νοεμβρίου,
ξαναρχίζει νέα επίθεση με σφοδρή και παρατεταμένη προπαρασκευή πυρός
όλων των οπλικών μέσων. Ένα τάγμα Ιταλών ξεκίνησε προς την Γκραμπάλα
προς το απόγευμα, αλλά καθηλώθηκε κι’ αυτό, και σκόρπισε στην ρεματιά
κοντά στα Καλύβια της Αρίστης».
«΄Όμως,
όταν έπεσε η νύχτα, οι Ιταλοί ένοιωθαν πώς ή τώρα ή, ποτέ. Το βράδυ,
κατόπιν σφοδρής προπαρασκευής πυροβολικού συγκεντρωμένης ολόκληρης στην
Γκραμπάλα, το τμήμα που κρυβόταν στην ρεματιά της Αρίστης, κατάφερε να
σκαρφαλώσει στην κορυφή. Η άμεση αντεπίθεση των λίγων εφεδρειών που
βρίσκονταν εκεί, απέτυχε και η Γκραμπάλα, μένει στα χέρια των Ιταλών
μέχρι τα μεσάνυχτα, οπότε εκδηλώθηκε η νέα αντεπίθεση των άϋπνων
Ελλήνων, με ότι είχε απομείνει από τα ανατραπέντα τμήματα του στρατού
μας, που συμπληρώθηκαν από ημιονηγούς, από μαγείρους, γραφιάδες και
τραυματίες. Με εφ’ όπλου λόγχη οι Έλληνες στρατιώτες, γλιστρούν στο
σκοτάδι και ορμούν σαν τα λιοντάρια πάνω στους Ιταλο-Αλβανούς. Πιάστηκαν
στα χέρια, η πάλη ήταν λαχανιασμένη με τα δόντια σφιγμένα, γιατί εδώ
παιζόταν η τύχη της Ηπείρου και η τύχη ολόκληρης της Ελλάδος. Το «ή
ήταν ή επί τάς» εκεί ξαναζούσε.
Οι
Ιταλοί αναγκάστηκαν να κατρακυλήσουν από την κορυφή κι’ έχασαν για
πάντα την Γραμπάλα, αφήνοντας πίσω πάνω από 45 νεκρούς. Η αδάμαστη ψυχή
του ΄Έλληνα μαχητή μας, είχε αντέξει στην πιο σκληρή δοκιμασία των
ανυπέρβλητων Ιταλικών οπλικών μέσων και, της σφοδρής και συνεχούς
κακοκαιρίας.
Σ’
αυτόν τον πραγματικά τιτάνιο αγώνα και σε όλο του το μάκρος,
παραστάθηκε στον Έλληνα πολεμιστή, η αφοσιωμένη, η αλύγιστη, η ολόρθη
εικόνα του χρέους και της τιμής, η μάνα, η αδελφή, η γυναίκα, η
θυγατέρα, η τρομερή και ανώνυμη γυναίκα της Ηπείρου, η αγέρωχη
Ηπειρώτισσα».
Πρόδρομος Κερτεμελίδης « Στην δίνη του πολέμου», εκδόσεις Αρσενίδη.
Έχοντας
την τιμή να γνωρίσω στα τελευταία χρόνια της ζωής του, τον Αντιστράτηγο
πλέον, κ. Πρόδρομο Κερτεμελίδη, τον είχα ρωτήσει δειλά-δειλά: « Τι
θυμάσθε περισσότερο από εκείνες τις τρομερές μάχες; ». Και η απάντηση
του Π. Κερτεμελίδη, συγκινημένου και δακρυσμένου: « Την λάμψη από τις
ξιφολόγχες, στο φως του φεγγαριού, καθώς οι Έλληνες εφορμούσαν! ». Τι
άλλο να προσθέσει κανείς, γι’ αυτούς τους γρανιτένιους στρατιώτες που
πέρασαν πλέον στην σφαίρα του θρύλου;
Τίποτα.
Ησυχάστε νικητές κι’ αφουγκρασθήτε. Κανείς και ποτέ δεν κατάφερε να
σας ξερριζώσει από τις καρδιές των Ελλήνων. Ούτε πρόκειται να το
καταφέρει. Έχετε προσέξει πως σας κυττούν τα παιδιά; Γεμάτα δέος,
λατρεία, θαυμασμό και απέραντη Αγάπη. Εσείς είστε οι νεκροί; Τότε
τους νεκρούς να φοβηθείτε όλοι ! Γιατί την Ιστορία, την γράφουν οι
νεκροί, κι’ αυτό κανείς δεν μπορεί να το αλλάξει. Οι ιστορικοί απλώς
αντιγράφουν………
Τι θα γινόταν σήμερα;
Το
ίδιο ακριβώς! Ναι, μην αμφιβάλλετε. Το ίδιο ακριβώς θα έκαναν και οι
νέοι του σήμερα, οι τόσο συκοφαντημένοι. Και τα παλληκάρια του ‘ 40, το
ίδιο τα συκοφαντούσαν τότε οι λιμοκοντόροι των σαλονιών. Με την ίδια
κακεντρέχεια και τον ίδιο φθόνο.
Απλά
ο Έλληνας, ο θαρραλέος και ο ατρόμητος, ο φτιαγμένος για ανοιχτή μάχη,
δεν είναι συνηθισμένος σ’ αυτόν τον ελεεινό πόλεμο που του γίνεται
σήμερα. Τον πόλεμο των λιμοκοντόρων του ΔΝΤ. Αυτός ο πόλεμος, είναι
άγνωστος στους ήρωες και στους απογόνους των ηρώων.
Γι’
αυτό και δεν μας προκαλούν σε ανοικτή μάχη. Δεν τολμούν. Θυμούνται τι
έπαθαν το 1940 οι Ιταλοί και οι ίδιοι οι Γερμαναράδες. Δεν ξέχασαν την
μάχη των Οχυρών. Δεν ξέχασαν την πανωλεθρία που έπαθαν. Και τώρα μας
έρχεσθε με κουρελόχαρτα και πωπό-χαρτα που τα ονομάσατε δάνεια για να
μας επιβληθείτε; Όμως ξεχάσατε κάτι: Ότι εμείς, θα ασκηθούμε και σ’
αυτό το χυδαίο σας είδος πολέμου. Θα μάθουμε και θα σας ξεπεράσουμε.
Και πάλι θα σας στείλουμε στα τσακίδια. Γιατί εμείς είμαστε οι απόγονοι
των ηρώων. Εσείς απλά, είστε οι απόγονοι του Χίτλερ και των Ναζί.
Τίποτε άλλο…Να το θυμάσαι αυτό, χοντρο-βαρέλα Αδόλφε Χίτλερ-Μέρκελ.
Τέλος, αφιερώνω στον ηρωϊκό ελληνικό λαό, κάποιους στίχους, αφιερωμένους στους πολεμιστές του Μαραθώνα:
« Μα από τον θρήνο των παιδιών τους, οι Μαραθωνομάχοι ορθώνονται,
αστράφτουν οι θώρακες, ανοίγουν οι τάφοι, οι πολεμιστές βηματίζουν ξανά,
αστροπελέκια κρατάνε, πρόγονοι και απόγονοι αγκαλιάζονται τώρα με
δάκρυα σφιχτά, γιατί η Ελλάδα, τους παγκόσμιους παλιάτσους θα νικήσει
για πάντα, μην φοβάσθε παιδιά! »
Αγγελική Ρέτουλα.
ΠΗΓΗ
http://www.athriskos.gr/modules/news/article.php?storyid=2715