Μεταξύ των δημιουργικότερων πνευματικών προσωπικοτήτων τής Χώρας των Βάσκων συγκαταλέγεται ο ελληνοκεντρικός φιλόσοφος, συγγραφέας και γλωσσολόγος, Φεδερίκο Κάρλος Κρούτβιγκ Σαγρέδο, ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος τής Ελληνικής Ακαδημίας τής Χώρας των Βάσκων. Η δυναμική παρουσία του στον χώρο τής πολιτικής και τής επιστήμης ξεκίνησε πολύ νωρίς, και στην συνέχεια υπήρξε ιδιαιτέρως καρποφόρα. Οι πρωτοποριακές ιδέες του επηρέασαν πολλούς Βάσκους διανοητές των τελευταίων δεκαετιών και έγιναν αντικείμενο έντονων συζητήσεων, αναλύσεων, διαφωνιών και συγκρούσεων. Η επαναστατική κοσμοθεωρία του, προϊόν τής πολύχρονης ενασχόλησής του με την Αρχαία Ελληνική Παιδεία, έδωσε νέα πνοή στις κοινωνικές και πολιτισμικές ανακατατάξεις τής πατρίδας του. Οι βαθυστόχαστες μελέτες του απετέλεσαν σημείο αναφοράς γιά μιά πληθώρα Βάσκων και ξένων ερευνητών και επιστημόνων, ενώ η στιβαρή παρουσία του στον συγγραφικό χώρο χάρισε, και εξακολουθεί, μέχρι σήμερα, να χαρίζει, στο ανθρώπινο πνεύμα την αφορμή γιά νέους προβληματισμούς και αναζητήσεις.
Ο Φεδερίκο γεννήθηκε στην Χώρα των Βάσκων, στις 15 Μαΐου 1921, από πατέρα Γερμανό και μητέρα Βάσκα. Σπούδασε στην Γαλλική και στην Γερμανική Σχολή, μελετώντας καθημερινά, επί πολλές ώρες, και ως έφηβος μιλούσε, ήδη, την βασκική, την ισπανική, την γαλλική και την γερμανική γλώσσα, έχοντας επανειλημμένα διακριθεί ως ένας από τους επιμελέστερους μαθητές των δύο ξενόγλωσσων Σχολών. Εκείνη την εποχή γνωρίστηκε με τον Βάσκο διανοητή Ρεσουρρεκθιόν Μαρία Δε Άσκουε και συνδέθηκαν με ισχυρή φιλία. Στις 29 Οκτωβρίου 1942 ο Φεδερίκο ονομάστηκε Τακτικό Μέλος τής Βασιλικής Ακαδημίας τής Βασκικής Γλώσσας έχοντας στο ενεργητικό του ένα αξιόλογο μεταφραστικό έργο από την γερμανική στην βασκική γλώσσα, καθώς και πολλές ενδιαφέρουσες γλωσσολογικές μελέτες.
Η παρουσία του στις συνεδριάσεις τής Ακαδημίας ήταν επιβλητική και οι εμπεριστατωμένες εισηγήσεις του, σχετικές με την ιστορία, τον πλούτο, την χρήση και την ανάγκη εκμάθησης και αναβάθμισης τής βασκικής γλώσσας, έγιναν αφορμή γιά σημαντικές έρευνες και ιστορικές αποφάσεις στον χώρο των βασκικών γραμμάτων. Μετά από δική του πρόταση, ορίστηκε η βασκική, αντί γιά την έως τότε χρησιμοποιούμενη ισπανική, ως επίσημη γλώσσα των εργασιών τής Ακαδημίας. Αξεπέραστα γιά την επιστημονική πληρότητα και τις πρωτοποριακές τοποθετήσεις τους παραμένουν τα άρθρα του στα βασκόφωνα περιοδικά Gernika, Egan και Euzko Gogoa, όπου ασχολήθηκε με την αναδιοργάνωση τής λειτουργίας τής Ακαδημίας, με την λεπτομερή έκθεση των κανόνων τής βασκικής ορθογραφίας και με την καθιέρωση μιάς κοινής βασκικής γλώσσας στην θέση των κατά τόπους ομιλουμένων διαλέκτων.
Στα 1951, χρονιά θανάτου τού Ρεσουρρεκθιόν Μαρία Δε Άσκουε, ο Φεδερίκο προκάλεσε θετικότατες εντυπώσεις στον χώρο των Καλών Τεχνών τής πατρίδας του, με την εισήγησή του, «Ο Συμβολισμός στην Πλαστική», προς τον Σύνδεσμο Καλλιτεχνών τής Βισκάιας. Έναν χρόνο αργότερα, ο Βάσκος ιερέας Βιλλιασάντε Κορταμπιτάρτε παρουσίασε στην ολομέλεια τής Βασιλικής Ακαδημίας τής Βασκικής Γλώσσας την εμπεριστατωμένη εισήγηση εισδοχής του στο ίδρυμα, με θέμα «Η λόγια βασκική γλώσσα ως δημιούργημα τής κλασσικής λαβορτανής». Ο ίδιος ο Φεδερίκο ανέγνωσε, στην συνέχεια, τον πολύκροτο λόγο αποδοχής τού υποψηφίου μέλους από την Ακαδημία, κατά την τελετή που πραγματοποιήθηκε στην Βισκάια. Στην πανηγυρική εκείνη συνεδρίαση σχολιάστηκαν οι από χρόνια παραμελημένες υποχρεώσεις τής Καθολικής Εκκλησίας απέναντι στην εθνική γλώσσα των Βάσκων και ακούστηκαν αυστηρότατες κριτικές γιά έναν «πνευματικό» θεσμό που τότε ήταν απαραβίαστος. Αποτέλεσμα όλων αυτών των γεγονότων υπήρξε η αναγκαστική εξορία τού Φεδερίκο, προκειμένου να αποφύγει την φυλάκιση, ή οτιδήποτε χειρότερο θα ακολουθούσε, με την οποία θα τον τιμωρούσε η στρατοκρατία τού Φρανθίσκο Φράνκο, τής οποίας οι σχέσεις με την Καθολική Εκκλησία ήταν λίαν αγαστές.
Η πρώτη περιπλάνησή του στο εξωτερικό είχε διάρκεια εννέα ετών, τα οποία έζησε στην Γαλλία και στην Γερμανία, σπουδάζοντας Οικονομικό Δίκαιο και Ανατολικές Γλώσσες. Στην πατρίδα του, στην γαλλική, όμως, επικράτεια, επέστρεψε στα 1961. Μετά από δύο χρόνια διαμονής στην Βιαρρίτη και εξαιτίας τού επαναστατικού βιβλίου του «Βασκωνία: διαλεκτική μελέτη μιάς εθνότητας», όπου έκανε εκτεταμένες αναφορές στο θέμα τής βασκικής εθνικής ανεξαρτησίας, καλώντας το Βασκικό Έθνος σε συνεχή επαγρύπνηση και αγώνα, εξορίστηκε και πάλι, αυτή την φορά από την «δημοκρατική» κυβέρνηση τού Στρατηγού Σαρλ ντε Γκωλλ. Τότε κατευθύνθηκε προς το Βέλγιο, όπου νυμφεύτηκε την καθηγήτρια Αγνή Κάερς. Στην συνέχεια πέρασε στην Ιταλία, στην Αλγερία και αλλού. Έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και έντονη έφεση στην εκμάθηση των γλωσσών και στην σαφέστερη κατανόηση τού πολιτισμού των λαών που συναναστρεφόταν, ώστε έφτασε να κατέχει πλήρως είκοσι ξένες γλώσσες και να έχει σημαντικές γνώσεις γιά τουλάχιστον άλλες τόσες.
Κατά την πολυετή και επώδυνη Οδύσσειά του, είχε την ευκαιρία να εντρυφήσει με πάθος στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία και να συμπεράνει έκθαμβος ότι «όντως, η Ελληνική Παιδεία, η οποία δύναται να διαμορφώσει ελεύθερα σκεπτόμενους ανθρώπους, αποτελεί την αστείρευτη πηγή ολόκληρου τού Ευρωπαϊκού Πολιτισμού». Η επιστροφή του στην πατρίδα του, μετά από τον θάνατο τού Φρανθίσκο Φράνκο και την άνοδο τού συνταγματικού Βασιλιά Χουάν Κάρλος στον Ισπανικό Θρόνο, συνοδεύτηκε από την ίδρυση τής Ελληνικής Ακαδημίας τής Βασκωνίας, με σκοπό την διάδοση τού Ελληνικού Πνεύματος στον κατατρεγμένο βασκικό λαό. Γύρω από τον Φεδερίκο σχηματίστηκε γρήγορα ένας πυρήνας αξιόλογων ανθρώπων των γραμμάτων, στους οποίους μεταλαμπάδευσε τις ελληνοκεντρικές ιδέες του, μέσα από τους Ετήσιους Κύκλους Διαλέξεων περί τού Ελληνικού Πολιτισμού, και βρήκε μεγάλη απήχηση. Η επανασύσταση και ενδυνάμωση τής Βασιλικής Ακαδημίας τής Βασκικής Γλώσσας, καθώς και η δυναμική επιστροφή τού Φεδερίκο στον προσφιλή του χώρο τής βασκικής γλωσσολογίας, τον ανέδειξαν σε κορυφαία πνευματική μορφή τόσο στην πατρίδα του, όσο και στην λοιπή δυτική Ευρώπη.
Επισκέφτηκε πολλές φορές την αγαπημένη του Ελλάδα, κυρίως γιά να συμμετάσχει σε γλωσσικά συνέδρια, με εισηγήσεις συντεταγμένες πάντοτε και μόνον στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Συναντήθηκε επανειλημμένα με Ευρωπαίους επιστήμονες, στοχαστές, πολιτικούς και καλλιτέχνες, σκοπεύοντας να διεγείρει το ενδιαφέρον τους γιά τις Κλασσικές Σπουδές, ονομάστηκε Επίτιμο Μέλος διαφόρων πνευματικών ιδρυμάτων και πολιτιστικών σωματείων, ενώ υπήρξε ο εμπνευστής τής πρότασης γιά την καθιέρωση τής ελληνικής ως μόνης επίσημης γλώσσας τής Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η πολυτάραχη ζωή του έφτασε αιφνιδίως στο τέλος της το πρωί τής 15ης Νοεμβρίου 1998, στην κατοικία του, στην οδό Βεράστεγκη τού Βιλβάου. Όλες οι βασκικές εφημερίδες αναφέρθηκαν με δέος στον θάνατο τού μεγάλου στοχαστή, αποχαιρετώντας εκείνον τού οποίου «η καρδιά χτυπούσε δυνατά γιά την Βασκωνία και την Ελλάδα».
Κλείνοντας το παρόν, σύντομο αφιέρωμα Μνήμης και Τιμής, παραθέτω έξι χαρακτηριστικά αποσπάσματα από ελληνοκεντρικά κείμενα τού μεγάλου Βάσκου διανοητή:
«Έχουμε την υποχρέωση να εξετάσουμε την κατάστασή μας και να αναγνωρίσουμε ότι αποτελούμε αναπόσπαστο τμήμα τού Ελληνικού Πολιτισμικού Κύκλου και γι’ αυτό ακριβώς, σε αυτές τις συνθήκες, το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να μελετήσουμε πολύ και καλώς την Ελληνική Γλώσσα».
«Εμείς, οι Ευρωπαίοι, πρέπει να ευχαριστούμε τον Θεό, πρώτα γιατί γεννηθήκαμε μέσα στον Ελληνικό Πολιτισμό και έπειτα γιατί ανήκουμε σε κάποια εθνική ομάδα, όποια και αν είναι αυτή».
«Σήμερα, όποιος σπουδάζει την ελληνική γλώσσα, είναι βέβαιος ότι τρέφει το πνεύμα του με συστατικά μοναδικής επιλογής και τής καλλίτερης ποιότητας».
«Οποιοδήποτε στοιχείο πολιτισμού υπάρχει στην Ευρώπη, δημιουργήθηκε μέσω τής ελληνικής γλώσσας και, όπως έλεγε ένας Άγγλος ιστορικός, «μεταξύ των Ευρωπαίων, οτιδήποτε δεν είναι ελληνικό, είναι πρωτόγονο». Οι συνθήκες ανωτερότητας, που παρέχει η ελληνική έναντι των υπολοίπων γλωσσών, όχι μόνον των συγχρόνων, αλλά και των αρχαίων, είναι αναρίθμητες. Μόνον οι ηλίθιοι τής σύγχρονης εποχής κατόρθωσαν να κρίνουν ως «άχρηστη» την εκμάθηση ενός αντικειμένου που δεν είναι «υλικώς χρήσιμο» κατ’ άμεσο τρόπο. Αυτή η «πνευματική βραχύτητα» ορισμένων «εκσυγχρονιστών» υποδεικνύει πολύ καλώς την εκφυλισμένη εποχή στην οποία βρισκόμαστε, όπου το «μέτριο» εκφράζεται απ’ όλα τα «μέτρια» μυαλά και η ανόητη μάζα επιθυμεί να εμφανίζεται ως «ανώτατος νόμος». Έτσι, όμως, φτάνουμε σε εκείνον τον τύπο ανθρώπου, που είναι περισσότερο πίθηκος, ίσως και πιθηκάνθρωπος, ενός ανθρώπου τού οποίου το μυαλό υποβιβάζεται σε επίπεδο κατώτερο τού μηχανικού ανθρωποειδούς».
«Μιά ανώτερη ευφυΐα χρειάζεται να έχει στην διάθεσή της μιά πολυφασική γλώσσα, με ιδιαίτερες δομές, που να παρέχουν ένα ευρύ και πλούσιο πεδίο σκέψης, που να δημιουργούν διανοητικούς ορίζοντες, όπως ακριβώς η περίπτωση τής Κλασικής Ελληνικής, που είναι η τελειότερη γλώσσα από όσες μέχρι σήμερα δημιούργησε η ανθρωπότητα».
«Ολόκληρη η ανθρωπότητα είναι οφειλέτης έναντι τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία διατήρησε εκείνη την ιστορική κληρονομιά τής Μιλήτου, τής Αθήνας, τής Αλεξάνδρειας, τής Αντιόχειας και των άλλων πόλεων. Δεν υπήρξε, λοιπόν, μεγαλύτερη κακοτυχία από την κατάκτηση τής Κωνσταντινούπολης από τις τουρκικές ορδές, και ίσως να μην υπάρχει μεγαλύτερη ατίμωση γιά την Ευρώπη από το να πρέπει να ατενίζει τον τουρκικό βαρβαρισμό μέσα στην Μίλητο, στην Έφεσο, στην Πέργαμο, στο Βυζάντιο, στην Σμύρνη, την πατρίδα τού Ομήρου, στην Αδριανούπολη, στην Αντιόχεια, στην Τραπεζούντα και αλλού, στις πόλεις που ήταν πάντοτε ελληνικές».
.
Αθανάσιος Τσακνάκης