- Εσύ είσαι ο παπάς, που βρίζει τους Τούρκους; Γουρούνι, θα δεις τι τιμωρία σου ετοιμάζω! Εσύ κι οι Έλληνες σου είστε Λαός χαμάληδων∙ και χαμάληδες θα σε δικάσουν!
-Kαι όμως, δεν μίλησε, δεν παρακάλεσε για έλεος, δεν καταράστηκε τα μιάσματα αυτά του ανθρωπίνου γένους. Μόνο καρτερικά περίμενε το τέλος, για να πει, ίσα λίγο πριν ξεψυχήσει: «Θεέ μου…».
Συντάκτης: Μηνάς Κασσιμάτης
Χρυσόστομος Σμύρνης, μια ακόμα εκ των ηρωικών μορφών της Εκκλησίας μας, από έναν μακρύ κατάλογο θυσιασθέντων ιερωμένων και δη ιεραρχών, συνέδεσε την τύχη του με την τύχη τού Μικρασιατικού Ελληνισμού.
Γεννήθηκε στην Τριγλία της Προποντίδος το 1867, από γονείς ευσεβείς, τους Νικόλαο Καλαφάτη και Καλλιόπη Λεμωνίδου. Το 1884 πηγαίνει για σπουδές στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης και το 1891 ανακηρύσσεται «διδάσκαλος της ορθοδόξου χριστιανικής θεολογίας». Στις 18 Μαΐου του 1897 χειροτονείται πρεσβύτερος.
Μητροπολίτης Δράμας, Ζηχνών και Νευροκοπίου
Ύστερα από επιτυχή διαρκή προσφορά στα φλέγοντα ζητήματα της Εκκλησίας και της Πατρίδος δίπλα σε δύο Πατριάρχες (Κωνσταντίνο Ε’ και Ιωακείμ Γ’), η Ιερά Σύνοδος τον εξέλεξε παμψηφεί Μητροπολίτη Δράμας, Ζηχνών και Νευροκοπίου.
Αποχαιρετώντας με συγκίνηση τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ, προκειμένου να μεταβεί στην Δράμα, του απηύθυνε τα εξής λόγια: «Εν όλη τη καρδία και εν όλη τη διανοία θα υπηρετήσω την Εκκλησίαν και το Γένος, και η μίτρα, την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθή εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου». Προφητικά τα λόγια του!
Ως Μητροπολίτης Δράμας, έχει έντονη πατριωτική δράση.
Ο βουλγαρικός εθνικισμός και ο πανσλαβισμός, σχεδίαζαν να διαδεχθούν τους Οθωμανούς και να ενσωματώσουν την Μακεδονία στην «Μεγάλη Βουλγαρία». Βούλγαροι αντάρτες, εξανάγκαζαν τους Έλληνες, με την απειλή της σφαγής, να ορκίζονται επί του Ευαγγελίου ότι απαρνούνται το Πατριαρχείο και εισέρχονται στην Βουλγαρική Εξαρχία.
Σε ενημερωτικές επιστολές του προς τον Πατριάρχη, τις Προξενικές Αρχές και την Ελληνική Κυβέρνηση, ο Χρυσόστομος, με πόνον καρδιάς, εκθέτει τα δεινά του εκεί Ελληνισμού και τους αγρίους φόνους των ευσεβών προκρίτων και των υπολοίπων πιστών από τους Κομιτατζήδες. Μάλιστα, σε μια επιστολή του προς τον Πατριάρχη, λέει χαρακτηριστικώς πως, ήταν πεπρωμένο οι ποιμένες του Ορθόδοξου λαού, να μην κάνουν τίποτε άλλο, παρά να θρηνούν για τα θύματα που σπαρταρούν, και να θάπτουν εκείνους, που ανά πάσαν ώραν και στιγμήν δολοφονούνται.
Για να τονώσει το φρόνημα των ελληνικών πληθυσμών, πραγματοποιεί συχνά περιοδείες στα χωριά. Πετυχαίνει να επαναφέρει στους κόλπους της Μητρός Εκκλησίας πολλά από αυτά, που υπό την βία του βουλγαρικού κομιτάτου, είχαν αποσκιρτήσει. Παραλλήλως, ιδρύει πολλά ελληνικά σχολεία, για την μόρφωση και την εθνική αφύπνιση των Ελλήνων των περιοχών εκείνων.
Όλη αυτή η πατριωτική του δράση, ενοχλεί την Οθωμανική Διοίκηση, η οποία, στις 25/8/1907, τον διατάζει να απομακρυνθεί από την Δράμα. Ο Χρυσόστομος, αγέρωχος απαντά: «Διαταγάς λαμβάνω μόνον από τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως». Προ όμως των συνεχών τουρκικών πιέσεων και του ατυχήματος της κατασχέσεως της μυστικής αλληλογραφίας του Χρυσοστόμου με το Πατριαρχείο, το τελευταίο αναγκάζεται να τον ανακαλέσει.
«Εν περιπτώσει μεταθέσεως μου εκ Δράμας ενεργήσατε να μετατεθώ εις Ανδριανούπολιν, όπως δυνηθώ ν’ αγωνισθώ εκ νέου εις την πρώτην γραμμήν του πυρός∙ και εν η περιπτώσει ήθελον πέσει, να πέσω ως αετός, και ουχί να αποθάνω αδρανών εις τινά ορνιθώνα της Ανατολής. Ζητώ Σταυρόν, μεγάλον Σταυρόν, επί του οποίου θα δοκιμάσω την ευχαρίστησιν καθηλούμενος και μη έχων τι να δώσω προς σωτηρίαν της ημετέρας λατρευτής πατρίδος να δώσω το αίμα μου. Ούτως εννοώ το επ’ εμοί την ζωήν και την αρχιερωσύνην». Αυτά έγραψε εκείνη την περίοδο, λίγο πριν την ανάκλησή του, προς τον Έλληνα πρόξενο Κων/πόλεως, κάνοντας σαφές ότι, και ύστερα από την απομάκρυνσή του από την Μητρόπολη Δράμας, δεν επιζητούσε έναν ήσυχο και ασφαλή βίο, παρά ευκαιρία για συνέχιση της εθνικής του και εκκλησιαστικής του δραστηριότητος, ακόμα και αν αυτό κατέληγε σε προσωπική του θυσία!
Ο ποιητής Γεώργιος Σουρής, για την αγέρωχη πατριωτική στάση του Μητροπολίτου, έγραψε στην εφημερίδα «Ο Ρωμηός» της 8ης/9/1907:
«Στέφανος και για τον Δράμας
Τον παπά τον ήρωά μας
Άφοβος, ανδρειωμένος
Για την Πίστη, για το Γένος
Δείχνει στήθος μαχητού
Μπρος στις λόγχες του στρατού…»
Έναν χρόνο μετά, στις 17/8/1908, επωφεληθείς από την γενική αμνηστία της Τουρκικής Κυβερνήσεως, επ’ αφορμή του νέου συντάγματος, ο Χρυσόστομος επέστρεψε στην Δράμα, οι Τουρκικές Αρχές όμως, του απαγόρευσαν να περιοδεύει στα χωριά της Επαρχίας του. Εν τέλει, στις 10/6/1909, απομακρύνθηκε οριστικώς από την Δράμα και κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη.
Την 11ην Μαρτίου 1910, η Ιερά Σύνοδος τον εξέλεξε παμψηφεί ως διάδοχο του αποθανόντος Βασιλείου Σμύρνης.
Μητροπολίτης Σμύρνης
Ο Σμυρναίικος λαός, τον υπεδέχθη με μεγάλο ενθουσιασμό. Εκείνος, από την νέα του θέση, συνεχίζει το πατριωτικό, εκκλησιαστικό και κοινωνικό του έργο, το οποίο για άλλη μια φορά εγείρει το τουρκικό μένος εναντίον του, με αποτέλεσμα την εξορία του στην Κωνσταντινούπολη, «ως επικινδύνου δια την δημόσιαν τάξιν και εχθρού των εθνικών συμφερόντων». Με την ανακωχή του Μούδρου τον Νοέμβριο του 1918, ύστερα από 4 έτη εξορίας, επιστρέφει στην ιωνική πρωτεύουσα.
Η ώρα που οι έλληνες στρατιώτες πατούν το πόδι τους στα Μικρασιατικά παράλια, φτάνει, εκπληρώνοντας πόθους του Μικρασιατικού Ελληνισμού αιώνων! Ο Χρυσόστομος, υποδέχεται την ελληνική δύναμη, και γονυπετής και κλαίγοντας ευλογεί την Ελληνική Σημαία.
Ύστερα από διάφορες πρώτες εχθροπραξίες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, ο Χρυσόστομος επισκέπτεται τους Τούρκους αιχμαλώτους, αποτρέποντας τυχόν πράξεις αντεκδικήσεως από πλευράς Ελλήνων, αποδεικνύοντας εμπράκτως το γνήσιο Χριστιανικό του πνεύμα, που ορίζει «αγάπα τον εχθρόν σου». Δυστυχώς όμως, οι Τούρκοι δεν φάνηκε να έχουν ανάλογες ευαισθησίες, όπως έδειξε το μέλλον…
Τα γεγονότα τρέχουν, ο καιρός περνάει, η κατάσταση αντιστρέφεται και ο εφιάλτης πλησιάζει, μαζί με τους Τούρκους στην Σμύρνη. Ο Χρυσόστομος προσπαθεί να οργανώσει την άμυνα της πόλεως, ενώ αποστέλλει επιστολές/εκκλήσεις προς τους αρχηγούς των συμμάχων, αλλά και προς την Δυτική Εκκλησία. Καμμιά ανταπόκριση…
Τα τελευταία τμήματα του Ελληνικού Στρατού φεύγουν από την Σμύρνη. Ο Χρυσόστομος δέχεται συνεχείς παραινέσεις να φύγει και αυτός, απ’ όσους έρχονται από τα ενδότερα κυνηγημένοι. «Όλοι φεύγετε», ψιθυρίζει, «κι όμως, κάποιος πρέπει να μείνει εδώ»! Ενώ στην ίδια προτροπή από τον Αρχιεπίσκοπο των Ρωμαιοκαθολικών, απαντά: «Παράδοσις του ελληνικού κλήρου, αλλά και καθήκον του καλού ποιμένος, είναι να παραμείνη με το ποίμνιον του», θυμίζοντας τον μαρτυρικό Πατριάρχη Κ/πόλεως, Γρηγόριο τον Ε’, που έναν αιώνα πριν είχε τηρήσει την ίδια ακριβώς στάση, σε ανάλογες προτροπές…
Ουσιαστικώς, την ίδια απάντηση, έδωσε και όταν του προσέφεραν από το Γαλλικό Προξενείο προστασία και διαφυγή με πλοίο του Γαλλικού Ναυτικού: «Είμαι ποιμήν και οφείλω να μείνω κοντά στο ποίμνιον μου».
O George Horton, πρόξενος των ΗΠΑ στην Ανατολή, στο βιβλίο του «Η κατάρα της Ασίας» (ή αλλοιώς, «Η μάστιγα της Ασίας») γράφει για την τελευταία του συνάντηση με τον Μητροπολίτη Σμύρνης (σελ. 93): «Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος ήλθε στο Προξενείο λίγο πριν τον θάνατό του μαζί με τον Αρμένιο Αρχιεπίσκοπο. Ο Χρυσόστομος φορούσε μαύρα ράσα. Το πρόσωπό του ήταν ωχρό. Ήταν η τελευταία φορά που είδα το σεβάσμιο και εύγλωττο αυτόν άνδρα ζωντανό. [...]. Έτσι που καθόταν εκειδά μέσα στο Προξενικό γραφείο, η σκιά τού θανάτου του που πλησίαζε, σκέπαζε το πρόσωπό του. Μερικοί απ’ όσους διαβάζουν τις γραμμές αυτές –πολλοί λίγοι ίσως– θα καταλάβουν τι εννοώ. Δύο φορές τουλάχιστον στη ζωή μου έχω ιδεί τη σκιά αυτή επάνω σε ανθρώπινο πρόσωπο και ήξερα πως ο άνθρωπος επρόκειτο να πεθάνει γρήγορα.[...]. Ούτε ο ίδιος ούτε ο Αρμένιος επίσκοπος μου είπαν τίποτε για τον κίνδυνο της δικής των ζωής, αλλά με ρώτησαν αν θα ήταν δυνατόν να γίνει τίποτε για τη σωτηρία των κατοίκων της Σμύρνης».
Ένας από αυτούς που τον επισκέφτηκαν, για να τον χαιρετίσουν, φεύγοντας από την Σμύρνη, αλλά και για να τον πείσουν να ακολουθήσει και ο ίδιος (μα χωρίς αποτέλεσμα), ήταν και κάποιος Γ. Ι. Αναστασιάδης, ο οποίος, ανάμεσα σε άλλα, αναφέρει: «Ήταν πεσμένος στον καναπέ, και, βλέποντας το μεγάλο πίνακα που εικόνιζε το μαρτύριον του Αγίου Πολυκάρπου, σαν να μονολογούσε είπε: ‘‘Εγώ πάντα είχα την προαίσθησι ότι θα πάγω από μαρτυρικό θάνατο…’’». 48 ώρες αργότερα, ακολούθησε το μαρτύριό του!…
Το μαρτύριο
27 Αυγούστου 1922, ο Χρυσόστομος λειτουργεί στην Μητρόπολη της Αγίας Φωτεινής, η οποία είναι γεμάτη από Έλληνες πρόσφυγες. Βγαίνει από την Ωραία Πύλη ωχρός και τραγικά μεγαλόπρεπος, με βλέμμα που αστραποβολεί. Γονατίζει στο Άγιο Βήμα και αρχίζει να προσεύχεται κατανυκτικά μαζί με τους υπόλοιπους πιστούς. Τελειώνοντας, μια γαλήνη έχει απλωθεί στο πρόσωπό του, δείγμα ότι πλέον είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει τον Σταυρό, που ξέρει ότι του έρχεται, και να περάσει στην αθανασία. Από άμβωνος, αρχίζει να εξηγεί στους εκκλησιαζομένους, ευαγγελικές περικοπές της Μεγάλης Εβδομάδος, μιας που και η ίδια η Σμύρνη, περνούσε την εβδομάδα των Παθών της!
Εκεί στον άμβωνα τον βρήκε ο Τούρκος υπαστυνόμος, συνοδευόμενος από έναν στρατιώτη, που ήρθε να τον συλλάβει, ανοίγοντας με πάταγο την πύλη της εκκλησίας! Οι γυναίκες, τρομάζουν και σταυροκοπιούνται. Τα παιδιά, ξεσπούν σε κλάματα. Οι άνδρες όμως, συσπειρώνονται γύρω από τον Μητροπολίτη τους, έτοιμοι ακόμα και να πεθάνουν, προκειμένου να τον υπερασπιστούν! Είναι ο μόνος, άλλωστε, που έχει μείνει για κείνους, όταν όλη η πολιτική ηγεσία, έχει αποχωρήσει για να σωθεί. Εκείνος όμως ξέρει πως, η θυσία τους θα ήταν άσκοπη και με το βλέμμα του τους συγκρατεί. Ο Χρυσόστομος διαβαίνει την πύλη της εξόδου. Εκείνη την στιγμή, ένας δαιμονισμένος θόρυβος ακούγεται: είναι οι κραυγές θριάμβου των ανδρών του 4ου Σώματος Ιππικού του Μεχμέτ Τζάκη Μπέη, που εισέρχονται στην Σμύρνη, ακολουθούμενοι από τον νέο στρατιωτικό διοικητή της πόλεως, τον αιμοβόρο Νουρεντίν πασά.
Ύστερα από κάποια συζήτηση που είχε με τον Τούρκο Φρούραρχο, στον οποίον οδηγήθηκε, ο Χρυσόστομος αφέθηκε ελεύθερος, αλλά μόνο για λίγες ώρες: Στις 8 το βράδυ της ίδια ημέρας, ήρθε αυτοκίνητο με έναν αξιωματικό και δύο στρατιώτες στην Μητρόπολη και τον πήρε μαζί με δύο ηλικιωμένους Έλληνες δημογέροντες, τον Τσουρουκτσόγλου και τον Κλιμάνογλου.
Τον έφεραν μπροστά στον Νουρεντίν πασά.
- Εσύ είσαι ο παπάς, που βρίζει τους Τούρκους; Γουρούνι, θα δεις τι τιμωρία σου ετοιμάζω! Εσύ κι οι Έλληνες σου είστε Λαός χαμάληδων∙ και χαμάληδες θα σε δικάσουν!
Πράγματι, σε μια αίθουσα του Διοικητηρίου, είχε συγκεντρώσει χαμάληδες της Σμύρνης, που θα είχαν τον ρόλο «λαϊκών δικαστών». Μόλις τον είδαν, άρχισαν να τον κοροϊδεύουν, να τον φτύνουν, να του τραβούν τα ράσα, να τον προπηλακίζουν. Οι δύο δημογέροντες που ήταν μαζί του, δεν μπόρεσαν να συγκρατηθούν, βλέποντας τον εξευτελισμό του Δεσπότη τους: όρμησαν, παρ’ ότι γέροι, να τον προστατεύσουν, μα οι Τούρκοι δεν τους άφησαν. Τους έδεσαν και τους υποχρέωσαν να παρακολουθήσουν έως το τέλος το μαρτύριο του ποιμενάρχου τους. Έκλαιγαν σπαρακτικώς, ενώ οι Τούρκοι αφιονίζονταν ακόμα περισσότερα μπροστά σε αυτήν τους την αδυναμία. Ο μόνος ατάραχος, ο Μητροπολίτης…
Λαμβάνεται από το «λαϊκό δικαστήριο» η «καταδικαστική απόφαση» και ο Νουρεντίν πασάς αναθέτει στον Ρουσέμ μπέη Βάσιτς, έφεδρο Λοχαγό του τουρκικού στρατού, να οδηγήσει τον Χρυσόστομο στον χώρο της εκτελέσεώς του, το Τρικυλίκ. Όμως, ήταν τέτοια η πώρωσή του και το μίσος του έναντι του Χρυσοστόμου, που την ώρα, κατά την οποίαν οι τρεις μελλοθάνατοι κατέβαιναν τις σκάλες του Διοικητηρίου, προβάλλει στο κεφαλόσκαλο και σαν λυσσασμένο θηρίο του φωνάζει: «Σκυλί, από δικό μου βόλι θα πας», και την ίδια ώρα, τραβάει το περίστροφό του και πυροβολεί! Όμως, λόγω της εντάσεως, αστοχεί: η σφαίρα τραυματίζει θανάσιμα τον δημογέροντα Κλιμάνογλου.
Ο πυροβολισμός όμως έδωσε το σύνθημα, στον μανιασμένο τουρκικό όχλο – όλα τα αποβράσματα της Σμύρνης, που τους είχαν συγκεντρώσει έναντι αμοιβής, ενώ όσο διαρκούσε η «δίκη», τους είχαν ποτίσει και με ρακί, έτσι ώστε να έχουν πλέον μεθύσει. Αυτοί όλοι λοιπόν, ορμούν στα ανυπεράσπιστα θύματά τους. Με τα χέρια τους, με πέτρες, με ξύλα και με σίδερα, χτυπούν τον Χρυσόστομο. Του ξεριζώνουν τα κατάλευκα γένια του. Ένας βαστάζος του λιμανιού, με το μαχαίρι του βγάζει το ένα μάτι του Χρυσοστόμου. Εκείνος κλονίζεται και γονατίζει. Όμως οι φρουροί του τον ξανασηκώνουν και τον υποχρεώνουν να συνεχίσει. Λίγο αργότερα, και το δεύτερο μάτι του το έχουν βγάλει, ενώ και τα μαλλιά του, όπως λίγο πριν τα γένια του, τα ξεριζώνουν! Του αποκόβουν την μύτη και τα αυτιά! Του γδέρνουν ό,τι έχει απομείνει από το πρόσωπο! Το κεφάλι του, μια ατελείωτη πλέον, φρικτή πληγή…
Λίγο πριν το τέλος, ένας από τους Τούρκους, αναγνωρίζοντας σε μια κίνηση του Μητροπολίτου το σημείο του σταυρού –διότι, ναι, όσο απίστευτο και αν φαίνεται, ευλογούσε τους διώκτες του, πιστός στις ευαγγελικές επιταγές– εξαγριώθηκε και του έκοψε και τα δύο του χέρια!
Σε τέτοια κατάσταση, όπως είναι φυσικό, δεν περπατάει πια – τον σέρνουν. Κι όμως, δεν μίλησε, δεν παρακάλεσε για έλεος, δεν καταράστηκε τα μιάσματα αυτά του ανθρωπίνου γένους. Μόνο καρτερικά περίμενε το τέλος, για να πει, ίσα λίγο πριν ξεψυχήσει: «Θεέ μου…».
Η ‘σωτήρια’ κατάληξη του μαρτυρικού Μητροπολίτου, εδόθη από έναν παρόντα Τουρκοκρητικό, τον οποίον ο Χρυσόστομος είχε βοηθήσει κατά το παρελθόν: τον πυροβόλησε στο κεφάλι, ώστε να τον απαλλάξει από το ανυπόφορο μαρτύριό του…
Με τον θάνατό του, το μαρτύριό του μεν τελείωσε, όχι όμως και η σκύλευση του σώματός του: Τον σέρνουν στους δρόμους της Σμύρνης και ο όχλος του ξεσκίζει τις σάρκες από το κουφάρι του, ενώ μαινόμενες τουρκάλες συμμετείχαν, απευθύνοντας προς τον νεκρό κατάρες. Αυτό το ακρωτηριασμένο κουφάρι, ο Βάσιτς το κρεμά στην αγχόνη που εξ αρχής προοριζόταν για τον Χρυσόστομο. Έπρεπε να εκτελέσει την διαταγή, έστω και αν το θύμα δεν ήταν προ πολλού ζωντανό!…
Πολλοί ήταν οι αυτόπτες μάρτυρες της δολοφονίας του Χρυσοστόμου, άλλοι ως θύτες, άλλοι ως ανήμποροι προς αντίδρασιν παρατηρητές. Μέρος όμως της γνώσεώς μας περί των γεγονότων, τα οφείλουμε στον ίδιο τον κυριώτερο πρωταγωνιστή αυτών, τον Νουρεντίν Πασά, ο οποίος, κάποιο διάστημα ύστερα από το μακελειό, έχοντας ανάγκη να κερδίσει κάποια χρήματα, ένεκα οικονομικών δυσχερειών, θέλησε να πωλήσει σε Χριστιανούς το… κομμένο χέρι του οικτρά διαμελισθέντος Ποιμενάρχου, το οποίο είχε κρατήσει ως «κειμήλιον αναμνηστικόν»!!! Βεβαίως, κανείς Χριστιανός δεν βρέθηκε να προβεί σε μια τέτοια μακάβρια συναλλαγή, όμως, ύστερα από αδρή αμοιβή, ο Νουρεντίν, διηγήθηκε εν πάση λεπτομερεία τις τελευταίες ώρες του ηρωικού Μητροπολίτου, φωτίζοντας όλα τα σημεία, που παρέμεναν σκοτεινά. Ακόμα δε και αυτός ο κακούργος, δεν μπόρεσε, κατά την διάρκεια της διηγήσεώς του, να μην ομολογήσει, με κάποιον ενστικτώδη σεβασμό, πως… «ήταν παλληκάρι ο παπάς σας – δεν τον άκουσα να ικετεύει ή να παραπονιέται»!…
Έτσι λοιπόν, ως «παλληκάρι», ως ήρωας και ως άγιος, χάθηκε ο Χρυσόστομος Σμύρνης, ο μαρτυρικός ιεράρχης!
Λίγες ώρες αργότερα, ξεκίνησε και το μακελειό του ελληνισμού της Σμύρνης. Ο προστάτης τους Χρυσόστομος, αυτός που θα μπορούσε να τους συνεγείρει, ώστε να αντισταθούν, δεν υπήρχε πια…
Το τέλος του Μικρασιατικού Ελληνισμού
Εκτός από τον Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, αγρίως βασανίστηκαν και θανατώθηκαν άλλοι 342 κληρικοί της Μητροπόλεως Σμύρνης και των περιχώρων.
Ενδεικτικώς:
-Ιερεύς Μελέτιος, τον σταύρωσαν στον κορμό ενός πεύκου!
-Ιερεύς Ιάκωβος Αρχαντζάκης, τον παλούκωσαν!
-Ιεροδιάκονος Γρηγόριος, τον έκαψαν ζωντανό!
- Γρηγόριος Μητροπολίτης Κυδωνιών, τον έθαψαν ζωντανό και μαζί του ένα πλήθος κληρικών και λαϊκών της περιοχής του.
- Αμβρόσιος Μητροπολίτης Μοσχονησίων, του πετάλωσαν τα πόδια και τον κατατεμάχισαν. Μαζί του 11 ιερείς και 2 αγνώστων στοιχείων μοναχούς τους έσφαξαν άγρια.
- Ευθύμιος επίσκοπος Ζήλων, πέθανε στη φυλακή μετά από βασανιστήρια.
- Προκόπιος Μητροπολίτης Ικονίου, κακοποιήθηκε λίγο πριν το 1922.
Μαζί μ’ αυτούς τους περήφανους ρασοφόρους, χιλιάδες άλλοι Έλληνες και Ελληνίδες θανατώθηκαν άγρια σε διάφορα σημεία της Μικρασιατικής γης, σφραγίζοντας με τον πιο οδυνηρό τρόπο το τέλος της παρουσίας του ελληνικού στοιχείου σε αυτά τα από τα πανάρχαια χρόνια ελληνικά εδάφη….
Την επόμενη φορά, που θα περάσετε μπροστά από την προτομή του Χρυσοστόμου, στην Νέα Σμύρνη των Αθηνών, μην προσπεράστε ως συνήθως, παρά σταθείτε για λίγο, και αναλογιστείτε. Τώρα πια δεν θα μπορείτε να πείτε ότι «δεν ξέρατε»!…
Βιβλιογραφία:
1. «Χρυσόστομος. Ο καλαφάτης», Νικ. Λ. Φορόπουλος, ΘΗΕ, τ. 12 (Φυλ. Διακρίσεις – Ωφελιμισμός), Αθήναι 1968, στ.411-417.
2. «Χαμένες Πατρίδες», Γιάννη Π. Καψή, εκδ. Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνη, σελ. 259-270.
3. «Η Κατάρα της Ασίας [ή, η Μάστιγα της Ασίας]», George Horton, μτφ. Γεωργίου Λ. Τσελίκα, τυπογρ. Ατλαντίς – Μ. Πεχλιβανίδης&Σια Α.Ε., Αθηναι 1980 ( Εκδ. Αμερικανικού πρωτοτύπου, 1926 ), σελ. 93-94.
4. «Ιστορία Του Ελληνικού Έθνους», τομ. ΙΕ’ (1913-1941), εκδοτική Αθηνών 1978, σελ. 239.
5. «Η Μικρασιατική Καταστροφή», Στάθη Πρωταίου, τομ. Β’, Αθήναι 1963, εκδ. Πλάτων, σελ. 667-668.
6. «Η προσφορά του αγίου Μητροπολίτου Χρυσοστόμου στον Μακεδονικό αγώνα», Κωνσταντίνου Χολέβα, περιοδ. «Πειραϊκή Εκκλησία», Σεπτ. 2009, φ. 207, σελ. 28-29.
7. «Η Αγιότητα του Χρυσοστόμου Σμύρνης», πρωτοπρ. Γεωργίου Δορμπαράκη , περιοδ. «Πειραϊκή Εκκλησία», Σεπτ. 2009, φ. 207, σελ. 28-29.
8. «Η Εκκλησία εις τον Αγώνα της ελευθερίας, 1453-1953», Κων/νου Α. Βοβολίνη, εκδ. Κέρκυρα, 2003 (1η εκδ. 1952), σελ. 252-260.
9. http://egolpio.wordpress.com/2008/09/17/xrusostomos_smyrna/
ΠΗΓΗ
ΠΗΓΗ 2