Α
Αβάζος - Από το τουρκ. avaz, κραυγή, βοή.{ΣΗΤΡ}
Αβάνης/Αβάνέας/Αβάνογλου - Από το δημώδ. αβάνης, ο συκοφάντης, μεσαιωνικό αβάνης<αραβ. hawan. Και αβανιά η συκοφαντία, η κακολογία. (Λ.Τ) (ΘΗΣΑΥ)
Αβάσταγος - Από το δημωδ. αβάσταγος, ο ασυγκράτητος, ο ανυπόμονος, μσν. αβάσταγος<ελνστ. ?βάστακτος. Ως επώνυμο, καταγράφεται το 1264, στην Κεφαλονιά. (BZP)(ΛΤ)
Αβδελάς/Αβδελόπουλος - Από το δημώδ. αβδέλλα, η βδέλα, <αρχ. βδέλλα. Αβδελάς πιθανώς ο έμπορος βδελλών, ίσως για θεραπευτικούς λόγους. (Λ.Τ) (ΘΗΣΑΥ)
Αβράμης/Αβραμάκης/Αβραμόπουλος κοκ- Από το χριστ. βαφτ. Αβραάμ, εβρ.Abhraham, ο πατέρας πολλών εθνών. Αρκετά διαδεδομένο βαφτ. εξού και οι πολλές παραλλαγές του. Ως επώνυμο ήδη από τον 13ο αι. ως Αβράμος, ?Αβράμης (Κρητ.), κτλ.(ΛΜ) (BZP)
Αγαπητός/Αγαπήτογλου/Αγαπητάκης/Αγαπητόπουλος κ.α. - Από το βαφτ. Αγαπητός, ήδη από την κλασσική εποχή, και όχι σπάνιο τη βυζαντινή περίοδο φτάνοντας ως τις μέρες μας. Ως επώνυμο συναντάται τον 14ος αιώνα καθώς αναφέρεται κάποιος ιερέας Ιωσήφ Αγαπητός στο Γαλατά της Πόλης, και ένας Αγαπητός το 1321 στο Νεοχώριον Χαλκιδικής κ.α.. (BZP)
Αγιομαυρίτης -Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από την Αγία Μαύρα, η Λευκάδα τον μεσαίωνα.{ΤΠΝΜ}
Αγοραστός - Από το επιθ.αγοραστός «αυτός που αποκτήθηκε με αγορά»<αγοράζω + παραγ.επίθ.-τός. Δηλώνει τα έκθετα παιδιά που υιοθετήθηκαν όπως και τα Βρετός, Πουλημένος, Πούλος.{ANX}
Αγουρίδας -Από το ουσ. αγουρίδα η· αγγουρίδα· αγουρίς, άγουρος καρπός αμπέλου.{ΜΣΚ}
Αγραβάνης - Από το δημώδ. αγραβάνι, ο καρπός της αγραβανιάς, αλλιώς η κουτσουπιά, δύσκολα να ετυμολογηθεί ακριβώς η λέξη. (ΘΗΣΑΥ)
Αδρασκέλας - Από το δημωδ. αδρασκελιά, η δρασκελιά, το βήμα με μεγάλο άνοιγμα των σκεών, το ανοιχτό βήμα. Λογικά αδρασκελάς, αυτός που περπατάει με μεγάλα βήματα-δρασκελιές. Η λέξη από το ελνστ. διασκελίζομαι `κάνω μεγάλο βήμα΄. (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Αδραχτάς/Αδράχτας- Από το δημωδ. αδράχτι, το κυλινδρικό ξύλο στο οποίο τυλίγεται το νήμα που παράγεται κατά το γνέσιμο του μαλλιού,< μσν. αδράχτι<ελνστ. ?δράκτιον υποκορ. του?δρακτος.Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 15ο αι., αναφέρεται ένας Αδραχτάς Μιχαήλ.(ΛΤ) (BZP)
Αζάπης- Από το αραβοτουρκ. Azap, στρατιώτης ή ναύτης υποχρεωμένος να μένει άγαμος, ο ατίθασος μτφ.{ΣΗΤΡ}
Αζαρίας- Από το βαφτιστικό Αζαρίας, πρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης. Το όνομα, στα εβραικά, σημαίνει «βοηθούμενος από τον Θεό», ενώ στην ελληνική λαϊκή κουλτούρα οι μητέρες έταζαν τα μωρά τους πριν γεννηθούν στον Άγιο Αζαρία, παρετυμολογώντας το όνομα ως «αζάρωτος» για να μη γεννηθεί το μωρό ζαρωμένο.
Αηδόνης- Από το δωμωδ. αηδόνι, ωδικό πτηνό, και μεταφορικά για πρόσωπα, ο καλλίφωνος, μσν. αηδόνι(ν) < ελνστ. ?ηδόνιον υποκορ. του αρχ. ?ηδών.(ΛΤ)
Αϊβαλιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το Αϊβαλί της Μικρασίας, τις αρχαίες Κυδωνίες. Η ονομασία Αϊβαλί, λογικά σχετίζεται με την αρχική ονομασία, καθώς ayva είναι στα τούρκικα το κυδώνι. Η κατάλ. -(ι)ώτης, συνηθέστατη σε πατριδωνυμικά επώνυμα,πρβλ. Βολιώτης, Χαλκιδιώτης, Θασιώτης κτλ, από το αρχ. επίθ. ?ώτης, πρβλ. δεσμώτης, Ηπειρώτης, Σικελιώτης, Παρπαριώτης κτλ. (ΛΤ)
Ακαρέπης- Από το το τουρκικό akrep , ο σκορπιός.
Ακίλας- Από το αραβ/τουρκ. akil, φρόνιμος, συνετός.{ΣΗΤΡ}
Άκουρος- Από το δημώδ. άκουρος, ο ακούρευτος, στερ. ?α και αρχ. κουρά. (ΛΔΗΜ)
Άκρατος- Από το δημώδ. άκρατος, ο ανόθευτος, ο αμιγής και για χαρακτηρισμό ανθρώπου, ο γνήσιος, ο πραγματικός, <αρχ. επίθ. άκρατος. Η λέξη και σήμερα ιδιωματικά. {ΜΣΚ}(ΛΔΗΜ)
Ακρίδας-ν.ε. ακρίδα<αρχ.?κρίς,αιτ. -ίδα{Λ.Τ.}
Αλα?πάντας-Από το διαλεκτ. αλαμπάντα=ανακατωσιά, επανάσταση.< ιταλ.εκφρα. alla banda(λαφυραγωγία).{ΗΠΟΙΚ}
Αλατζάς-Σχετικό με το ν.ε. αλατζάς, βαμβακερό ύφασμα κατώτερης ποιότητας: Φουστάνι από αλατζά. <τουρκ. alaca ?ς{Λ.Τ.}
Αλατερός- Από το δημωδ. επίθ. αλατερός, ο έχων πολύ αλάτι, ο αλμυρός, <μσν. αλατερόν<αρχ. άλας.
Αλαφούζος- Από το ιδιωμ. αλάφι, αντί ελάφι(και αλαφίνα αντί ελαφίνα), και την ιδιωμ.υποκοριστική κατάληξη ?ούζος, πρβλ. Γιαννούζος, Γαβρούζος κτλ.(ΛΔΗΜ)
Αλαβάνος- Σχετικό με το ιδιωμ. αλαμάνος, απάνθρωπος, αιμοβόρος. Ετυμολογικά συνδέεται με το φράγκικο alleman, ο Γερμανός, που πέρασε σε μερικές ελληνικές διαλέκτους ως χαρακτηρισμός, όπως κι άλλα εθνικά ονόματα λόγω στερεοτύπων που επικράτησαν στον λαό, Βούλγαρης, Αρναούτης, Τσιφούτης, Λιτζερίνος κτλ.(ΛΔΗΜ)
Αλεβίζος/Αλεβιζάκης/Αλεβιζόπουλος/Αλεβιζάτος- Από το παλαιότ. βαφτ. Αλεβίζος, ελληνοποίηση του ιταλ. Alviso και αυτό με τη σειρά του ιταλοποίηση του νορβ. Alvis, πρόσωπο της μυθολογίας των Νορβηγών.
Αλετράς- Ο κατασκευαστής αλετριών( αλέτρι, το), <ουσ. άλετρον{ΗΠΓΛ}
Αλευράς- Από το ν.ε. αλευράς, ο αλευροπώλης,παροιμ. «αλευράς και πεινασμένος δε γίνεται». <αρχ. ?λευρον . Ως επώνυμο εμφανίζεται πρώτα, τουλάχιστον, το 1436.(ΛΔΗΜ)
Αλέφαντος- Μητρωνυμικό επώνυμο από το σπάνιο βαφτιστικό Αλεφαντώ(Ελεφαντώ). Πολύ σπάνιο και σήμερα χρησιμοποιείται όμως. Λιγότερο πιθανό είναι το επώνυμο να προέρχεται από το δημωδ. αλεφάντης,οπή επι της στέγης ή η είσοδος οικήματος από την οποία εισέρχεται το φως.Πρβλ. παρόμοια επώνυμα Φεγγίτης, Γκλαβάνης(βλ.επών.) κτλ.Σε διάφορες περιοχές όπως την Κάρπαθο η λέξη ?αλεφαντού? δηλώνει την υφάντρια, και είναι σχετικός με την παραλλαγή του επωνύμου Ανυφαντής/Αλυφαντής. (ΚΡΠΘ)
Αλικάκης(Αλικάκος)- Σχετικό με το τουρκ.alik, το φτιασίδι, η ερυθρότητα(ΕΠΜΑ)
Αλισανδράκης/Αλυσανδράκης- Από την ιταλική παραλλαγή το ονόματος Αλέξανδρος,Alissandro=Alessandro, συν την συνηθέστατη κατάληξη στην Κρήτη, -άκης. Το επώνυμο απαντάται στο Ρέθυμνο, Ρουμελή Μυλοπ. Και Πλάτανος Αμαρ.).(ΚΡΗΤ)
Αλούπης-Από το ιδιωμ. αλουπού, η αλεπού, αρχ. αλώπηξ..Στην κεφαλλ. διάλ. αλούπι , ο ζωηρός, δραστήριος, πανούργος, σχετικό με την αλεπού.{ΓΚΕ}
Αλιτζερίνος/Λιτζερίνος- Από το δημώδες (α)λιτζερίνος, που εκτός από την πρωταρχική του σημασία(Αλγερινός) σήμαινε και τον πειρατή, τον κουρσάρο, φαινόμενο συνηθέστατο ανάμεσα σε ελληνικούς πληθυσμούς της Τουρκοκρατίας, ιδιαίτερα στη Μάνη. Η λέξη είχε και την έννοια του αρπακτικού και κακόπιστου ανθρώπου. (ΛΔΗΜ)
Αλφιέρης- Από το δημώδ. αλφιέρης, ο σημαιοφόρος, φλαμπουροφόρος, την περίοδο της τουρκοκρατίας/βενετοκρατίας, από το ιταλ. lʼalfiere. (ΘΗΣΑΥ)
Αμανατίδης/Αμανετίδης/Αμανετόπουλος- Από το τουρκ. amanet, παρακαταθήκη, σύμφωνα με τον Βογιατζόγλου. Θεωρώ πιθανότερο να σχετίζεται με το (ομόριζο ν.ε. αμανέ<τουρκ. m?n(i)- είδος λαϊκής μουσικής, πρβλ. αμανετζής. (ΕΠΜΑ)
Αμδίτης- Επώνυμο εθνικό που δηλώνει καταγωγή από περιοχή που ονομάζεται Αμδί, συν την κατάλ. ?ίτης. Οικισμό Αμδί δεν βρήκα πουθενά, αμδί πάντως στην διάλεκτο της ανατολικής Θράκης(Σαράντα Εκκλησιών), έλεγαν το αμμούδι, την άμμο.
Αμοιρίδης/Αμυράς- Ίσως να σχετίζεται με την λέξη άμοιρος, ο κακόμοιρος, αλλά θεωρώ ότι το ?οι- προήλθε από λόγιο ορθογραφικό «εξελληνισμό». Είναι πιθανότερη η συσχέτιση του με το μεσν. αμιράς, ο άρχοντας, στρατηγός, που χρησιμοποιήθηκε και ως βαφτιστικό,εξού και η διάδοσή του. Η λέξη χρησιμοποιείται και θωπευτικά ως προσφώνηση , «αμιρά μου»(άρχοντα μου),< <αραβ.?am?r, η λέξη από τον 7ο αι.(μ.Χ) στα ελληνικά. Σαν επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα με μορφές όπως Αμηράλης(128-Σμύρνη),Αμιρούτζης(Τραπεζ.) κτλ (ΜΣΚ)(ΛΤ)(BZP)
Αμπατζής -κατασκευαστής ή πωλητής χοντρών μάλλινων υφασμάτων ή ρούχων.<τουρκ.Abacι{ΜΣΚ}
Αμπράζης- Από το αραβ/τουρκ. ebras, ψωραλέος, αγροίκος.{ΣΗΤΡ}
Αναγνώστης/Αναγνωστόπουλος/Αναγνωστάκης- Από το ν.ε. αναγνώστης ο. 1) Aυτός που διαβάζει 2) Πρόσωπο με κατώτερο εκκλησιαστικό βαθμό <αρχ.ουσ. αναγνώστης.που βοηθεί το διάκονο και τον ιερέα στα έργα τους. Και σαν βαφτιστικό σε ορισμένες περιοχές όπως την Πελοπόννησο, εξού η ευρεία διάδοση του ως επώνυμο, με όλες τις παραλλαγές του. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, ως Αναγνώστου(Εύβοια), ?Αναγνώστης (Θεσσ/κη){ΣΗΤΡ}(BZP)
Αναλυτής- Από το μεσν./δημώδ. αναλυτής, αυτός που αναλύει λεπτομερώς τα πράγματα, από το αρχ. ρήμα αναλύω. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, καθώς αναφέρεται κάποιος Αναλυτής στην Κεφαλονιά το 1264, αλλά και το 1331/2 αναφέρεται κάποιος Κωνσταντίνος Αναλυτής, ιερέας-δωρητής της εκκλησίας των Ταξιαρχών στη Δεσφίνα Φωκίδας. (ΛΔΗΜ) (BZP)
Αναματερός- Από το δημώδες αναματερό και αναματηρό, το δοχείο που μπαίνει το ανάμα. Ανάμα λέγεται στην εκκλησιαστική ορολογία το κόκκινο κρασί που χρησιμοποιείται για τη Θεία Ευχαριστία, <μεσν. νάμα με τη σημερινή σημασία< αρχ. ν?μα «τρεχούμενο νερό». (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Αναστασοβίτης- Επώνυμο εθνικό που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Αναστάσοβα της επαρχίας Καλαβρύτων, σήμ. Ανάσταση. Σλαβογενές τοπωνύμιο που δημιουργήθηκε από το βαφτ. Αναστάσιος, ως ανδρωνυμικό. {ΤΠΝΜ}
Αναστασόπουλος/Αναστασάκης κοκ- Από το βαφτ. Αναστάσιος,<αρχ. ανάστασις, έχει μορφές όπως Τάσιος, Τάσος, Σάκης, Τούσιας, Τσιάκος, κτλ.Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, με μορφές όπως, Αναστάς(Τραπεζ.), Αναστάσης(Λήμν.), Αναστασιόπουλος(Θεσσ/κη), Άναστος (Τραπεζ.), κτλ. (ΛΜ) (BZP)
Αναπλιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το Ανάπλι<Ναύπλιο λαικτρ.{ΤΠΝΜ}
Ανδριόπουλος / Ανδρουλάκης /Ανδρικόπουλος/Ανδρίτσος/Ανδρούτσος κοκ- Από το βαφτ. Ανδρέας, και τις καταλ. 1)?ίκος, από την μεσν. υποκορ. κατάλ. ?ίκι(ο)ν, πρβλ. πέρδιξ-περδίκιον κ.α.,2) ?ίτσος, από το μεσν. υποκορ. επίθ. ?ίτζι(ν),-ίτσι(ν), εξέλιξη του παλαιότερου ?ίκιν, πρβλ. αστρίκιν/αστρίτσι, 3) ?ούτσος, από το μεσν. επίθημα ?ούτση(ς)-ικος< ιταλ. υποκορ. επίθημα ucc(io), πρβλ. ιταλ. animaluccio ?ζωάκι?. Ως επώνυμα με αυτούς τους τύπους, τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, όπου αναφέρονται Ανδρούτζος στη Βέροια, και ?Ανδριτζόπουλος στην Αιτωλία. (ΛΤ)(ΛΜ)(BZP)(DCHD)
Ανδρώνης- Από το βαφτ. Ανδρώνης,υποχωρητικά,< Ανδρόνικος. Το όνομα Ανδρόνικος ήταν πολύ διαδεδομένο στα ύστερα βυζαντινά χρόνια, ίσως λόγω των δύο αυτοκρατόρων Ανδρόνικων,14ος αι.. Εμφανίζεται και σαν Ανδρωνάς τον 13ο αιώνα στη Θεσσ/κη.Και όνομα οικισμού στην Ηλεία, Αντ(δ)ρώνη(του).(BZP) (ΑΝΧΜ)
Αντωνίου/Αντώναρος/Αντωνόπουλος κοκ- Από το βαφτ. Αντώνιος,όνομα αγιών, από το λατ. Antonius, άγνωστου ετύμου, ίσως ετρουσκικής αρχής.(ΛΤ)
Ανευλαβής- Από το μεσν. ανευλαβής, 1) ο μη ευλαβής, ο μη σεβόμενος ή μη φοβούμενος, και 2) ο θρησκευτικά ασεβής. (ΛΔΗΜ)
Ανυφαντής- Από το δημ. ανυφαντής(μεσν. ανυφάντης), ο εξ επαγγέλματος υφαντής, αυτός που υφαίνει. Και Αλυφαντής, Αλφαντής. (ΛΔΗΜ).Αλ-υφαντής (ο) = αράχνη [< ανυφαντής < μεσν. ανυφάντης < αρχ. ανυφαίνω. Υπάρχουν δεκάδες είδη αράχνης με επιστ. ονομ. που έχει ως β΄ συνθετικό το -yphantes (κατάλογος του Αμερικανικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας) ένα από τα οποία είναι και το hylyphantes, που παραπέμπει στο αλυφαντής. Ίσως γι' αυτό το λόγο και η προφορά του -λυ- είναι υπερωική]
ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΤΕΝΕΔΟΥ-http://users.otenet.gr/~aker/GlossariA-I.htm
Ανυφαντής ο• Αλυφαντής.
1) Aυτός που υφαίνει, ο υφαντής: (Bακτ. αρχιερ. 181).2) «Pωγαλίδα» (του γένους των αραχνοειδών): (Eρωτόκρ. A´ 1197). [<αόρ. του ανυφαίνω + κατάλ. -τής. Η λ. (Βλάχ.) και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
Επιτομή Λεξικού Κριαρa
Σχετική έρευνα σε αρχεία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το αρχικό Αλ-υ-φαντής έχει οδηγήσει στις εκδοχές που αποδίδονται στους γραφείς υπάλληλους της εποχής: [1} των Αλ-η-φαντής ή Αλ-ει-φαντής λόγω καλλιγραφικής ή δύσμορφης γραφής του "υ" το οποίο εκλήφθηκε σε μεταγενέστερες μεταγραφές ως "η" ή "ει" και [2] του Αλ-ι-φαντής λόγω απλοποίησης της γραφής της προφορικής εκφοράς του επωνύμου.
Η παλαιότερη σωζόμενη γραφή του επωνύμου απαντάται στο Δημοτικό τραγούδι "Ο Αλλυφαντής" και αναφέρεται στον αρματολό "Αλλυφαντή" και στην δράση του. Δες: http://www.kenef.phil.uoi.gr/pdf/37971/37971.pdf. Χειρόγραφο του Δημοτικού έχει διασωθεί στο Κέντρο Ερεύνης των Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων της Ακαδημίας Αθηνών. Η διεύθυνση είναι Αλεξάνδρου Σούτσου 22, Αθήνα και το τηλέφωνο 211 211 1000. Ιστότοπος:www.academyofathens.gr/ilne/. {Αύξων αριθμός:1, Αριθμός χειρογράφου:00460 , Ημερομηνία κατάθεσης:19 Μαΐου 1923 ,Καταθέτης: Ιστορ.[ικόν] Λεξ.[ικόν] αρ. 66 ,Συλλογέας: Ανωνύμου Τόποι συλλογής: Πελοπόννησος αντιγεγραμμένα άλλοθεν, Τίτλος συλλογής: Μωραΐτικα τραγούδια, [σχ.] 4ον, φύλ.[λα] 72 (1905). Άσματα 121, δίστιχα 67. , Θεματικές ενότητες:[Άσματα, δίστιχα]
Άντζας- Από το ιδιωμ. άντζα, η γάμπα, μσν. άντζα <μσνλατ. *ancia.. Ως επώνυμο αναφέρεται ήδη από τον 11οαιώνα.{Λ.Τ.}
Αξαόπουλος- α)Από το δημώδες αξάγι/αξάι, το εξάγιον, το αλεύρι που δίνεται για αμοιβή στο μυλωνά. β) Ίσως από διαλεκτ. μορφή(Πελ/σος) του δημωδ. επιθέτου άξαντος/άξαστος, ο αλανάριστος, αυτού που δεν μπορεί να λαναριστεί το μαλλί του. Η πρώτη εκδοχή πρέπει να θεωρηθεί επικρατέστερη. (ΛΔΗΜ)
Απέκης/Απόκης- Από το ιδιωμ.(Πελ/σο) απέκης/απόκης, ο Ρουμελιώτης, ο «απʼέκει», ο από απέναντι, από τη Στερεά Ελλάδα.
Απέργης- Από το μεσν. απέργης, ο αμαρτωλός, ό άνομος. Από το ουσ. απέργιν, η αμαρτία, ανομία. (TRAPP)
Απόκοτος- Από το μεσν. και δημωδ. επιθ. απόκοτος,ο υπερβολικά τολμηρός, παράτολμος, ριψοκίνδυνος,< μσν. απόκοτος. (ΤΣΑΚΛ)(ΛΤ)
Αποσπόρης- Από το δημωδ. απόσπορο, κυριολ. το υπόλειμμα του σπόρου, μτφ. και συνήθ. χαρακτηρισμός του τελευταίου παιδιού μιας οικογένειας, αλλιώς το απογόνι, στερνοπαίδι.(ΛΔΗΜ)
Αποστολάκης/Αποστολάτος/Αποστολάκος κοκ- Από το βαφτ. Απόστολος-ης, αρχικά η λέξη , απόστολος,δήλωνε τον αγγελιοφόρο<αποστέλλω, διαδόθηκε λόγω των Δώδεκα Αποστόλων. Ως επώνυμο εμφανίζεται τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, ως Αποστόλης(1265-Σμύρνη), Αποστολόπουλος (1284-Λήμνος), κτλ. (ΛΜ)(BZP)
Αράπης/Αράπογλου- Από το δημωδ. αράπης, 1) αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή, ο μαύρος, ο νέγρος, 2) ο Άραβας, 3)ο πολύ μελαχρινός, μελαψός.<τουρκ. arap. Η κατάληξη ?όγλου, σχεδόν κατά κανόνα κατάληξη Μικρασιατών, προέρχεται από το τουρκ. ?oglu
Αρβάλης- Από το δημωδ. αρβάλι, ο αναρτήρας του κουβά, ή της μπακράτσας, το πιαστήρι, και ρήμα αρβαλώ/αρβαλίζω κάνω κρότο με αρβάλια, αρβάλη σύμφωνα με τον Ησύχιο, «τήγανον οστράκινον,Ταραντίνοι». (ΛΔΗΜ)
Αργύρης/Αργυράκης/Αργυρούσης κοκ- Από το βαφτ. Αργύρης<Αργύριος, μάρτυρας της Ορθοδ. Εκκλ., συντομευμένος τύπος του Ανάργυρος. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα ως Αργύρης, Αργυρόπουλος, Αργυρός κτλ. Ως Αργυρόπουλος είναι γνωστός και ο αυτοκράτορας Ρωμανός ο Γʼ (1028-1034), και ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, σημαντικός λόγιος του 15ου αιώνα. (ΛΜ)(BZP)
Αρίδας- Από το δημωδ. αρίδα, 1) είδος τρυπανιού, και 2) αρίδα τα πόδια, «μάζεψε τις αρίδες σου», και αρίδας αυτός που έχει μακριά πόδια, αρχ.?ρίς. (ΛΔΗΜ)
Αρμάγος-Αρμάος- Απο το βαφτ. Αρμάος-Αρμάγος, από το βενετσιάνικο armato, διαδεδομένο σε πολλές περιοχές του ελληνικού χώρου (Ιόνιο,Κρήτη,Θεσσαλία,Σέρρες κτλ). (ΑΝΧΜ)
Αρνάρης- Από το ν.ε. αρνάρης, ο έχων πρόβατα, αρνιά, ο προβατάς,πρβλ. Γιδάρης, Γελαδάρης κτλ. (ΛΔΗΜ)
Αρνιακός- Πατριδωνυμικό, δηλώνοντας καταγωγή από τοπωνύμιο όπως Αρνάς Πάρου και Άρνα Λακωνίας. Η κατάληξη ?ιακός είναι αρκετά σπάνια, παρόμοιο σχηματισμός είναι το «Βυζαντιακός». Λιγότερο πιθανό,από το δημωδ. αρνιακό, το δέρμα του αρνιού, το αρνοτόμαρο, προβιά. Πιθανώς το επώνυμο δηλώνει κάποιον που επεξεργαζόταν την προβιά, ή την πουλούσε. (ΛΔΗΜ)
Αρφάνης/Αρφανίδης/Αρφανάκος/Αρφανάκης- Από το ιδιωμ. αρφανός, ο ορφανός. Ως επώνυμο με την πιο συνηθισμένη και αρχική μορφή της λέξης, ορφανός, εμφανίζεται : το 13ο αιώνα στη Κεφαλονιά ως Ορφανός, το 15ο αιώνα ως Ορφανόπουλος, το 1288 ένας Λέων Ορφανός στην Κω κ.α. Η λέξη από το αρχαίο «ορφανός». (ΛΔΗΜ) (BZP) (ΛΤ)
Αρώνης- Από το βαφτ. Αρώνης, η εξελληνισμένη μορφή του βιβλικού Ααρών. Ως επώνυμο(ή μορφή βαφτιστικού) συναντάται για πρώτη φορά το 1260 στην Τραπεζούντα. (BZP)
Ασκούνης/Ασκόπουλος- Από το δημωδ. ασκί, υποκορ. του ασκός, το ασκάκι,και ασκοπούλι. Συν την υποκορ. κατάλ. ?ούνης(μσν. -ούνι < αρχ. υποκορ. επίθημα ?ιον,πρβλ. κεντρούνι,βυζούνι, Βασιλούνης,Δεσπούνης κτλ), και το Ασκόπουλος με την συνηθέστατη πατρωνυμική κατάλ. ?όπουλος. Το επώνυμο πιθανώς σχηματίστηκε από το επαγγελματικό Ασκάς, ο κατασκευαστής ασκών. (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Ασλάνης- Από το τουρκ. aslant, λιοντάρι.{ΣΗΤΡ}
Ασπιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Ασπάι της Κέρκυρας, πρβ.Ασπιωτάδες Κέρκυρας.{ΤΠΝΜ}
Ατματζίδης-Προέρχεται απο το τουρκ. ουσ. atmaca που δηλώνει ένα είδος γερακιού(accipiter gentilis),το ξεφτέρι.Εμφανίζεται και ως Ατματζιάδης, Ατματζής, Ατματζάκης,κτλ. (ΕΠΜΑ)
Αυγενάκης/Αυγεράκης/Αυγέρης/Αυγερόπουλος κ.α.- Από το βαφτ. Αυγερινός, όνομα από το επίθετο του πλανήτη Αφροδίτη, όπως φαίνεται την αυγή ως το τελευταίο άστρο της νύχτας, <μεσν.<επιθ. Αυγερινός< αρχ. αυγή, κατά το εσπερινός, νυχτερινός κ.α. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, αναφέρεται κάποιος Αυγερηνός Ιωάννης στη Λήμνο το 1300. (ΛΜ) (BZP)
Αφιώνης- Από το ν.ε. αφιόνι ,το όπιο<μσν. αφιόνι(ον) αντδ. < τουρκ. afyon -ι(ον) < περσ. < ελνστ.?πιον.{ΔΟΦ}
Αχαμνός- Από το ιδιωμ. αχαμνός, ο άσχημος, ο αδύνατος, ο ισχνός, <μσν. αχαμνός, `αδύναμος΄ < χαμνός, < αρχ. χα?νος. (ΛΤ)
B
Βαβύλης- Από το όνομα αγίου της Εκκλησίας, Άγιος Βάβυλας, επίσκοπος Αντιόχειας τον 3οαιώνα, ή λέξη ίσως σχετίζεται με το αρχ. βαβύλας-βαβύας, σύμφωνα με τον Ησύχιο «ο βόρβορος, πηλός». Λιγότερα πιθανό, από τη κεφαλλ. Ιδιωμ. λέξη βαβύλα, είδος κανθάρου βαθυκόκκινου, εκφρ. «βαβύλα κεράσια» δλδ κατακόκκινα-ώριμα κεράσια.{ΓΚΕ}
Βαγενάς- Από το ν.ε. βαγένι-βαρέλι,< μεσν. βαγοίνιον. Ο Meyer την ετυμολογεί από το σλαβ. vagan ?ξύλινη γαβάθα?. Πιθανώς από το <μεσν. λατ. vagna.{ΤΟΖ}
Βαγιωνάς/Βαγιόνης/Βαγιονάκης/Βαγιανόγλου κοκ- Από το βαφτ. Βάϊος, Βάγια, Βαγιώνα,<μτγν. βάιον, και βάγια, τα κλαδιά από φοίνικα,δάφνη κλπ, που δίνονται στους εκκλησιαζόμενους την Κυριακή των Βαΐων.(ΛΜ)
Βαζούρας / Βαβούρας - Από το δημωδ. βαβούρα, και βαζούρα ιδιωματικά, ο ενοχλητικός θόρυβος, η βοή, φασαρία, <μεσν. βαβούρα, ηχομιμ. < ελνστ. βαβ(άζω) `φωνάζω΄ -ούρα.(ΛΤ) {ΓΛΑΙΤ}
Βακράτσης - Από το τουρκ. bakrac, μικρό δοχείο για μεταφορά νερού, ν.ε. μπρακάτσια.Μπακράτσης/Βακράτσης ίσως ο κατασκευαστής ή έμπορων των συγκεκριμένων δοχείων.{ΣΗΤΡ}
Βαληνάκης- Από το πατριδωνυμικό Βαληνός/Βαλινός, ο καταγόμενος από το χωριό Βαλής του νομού Ηρακλείο, κατά το Πατρινός, Ζακυνθινός, Κομνηνός, Καντακουζηνός κτλ. {ΤΠΝΜ}
Βανδής- Από το μεσν. βάνδον ,το. Στρατιωτική σημαία και συνεκδ. στρατιωτική μονάδα. <ουσ. βάνδα<μεσν. λατ. bandum.{ΜΣΚ}
Βαξεβάνης (Μπαχτσεβάνης) - Από το τουρκ. bah??van- bah?e- κήπος, ο περιβολάρης, με φωνητικό εξελληνισμό.{ΣΗΤΡ}
Βαρβάκης- Από την ιδιωμ. λέξη βαρβάκι, πουλί νυχτόβιο με μεγάλα στρογγυλά μάτια, και φυτό.{ΣΗΤΡ}
Βαρβαρίγος- Από το βενετσιάνικο επώνυμο Barbarigo, μάλιστα ο Agostino Barbarigo, ήταν δόγης της Βενετίας από το 1486 ως το 1501. Σύμφωνα με το Ιστορικό Λεξικό Ζακύνθου του Ζώη, η οικογένεια καταγόταν από την οικογένεια των Βαρβαρίγων της Βενετίας, αφού πρώτα είχε εγκατασταθεί στην Κρήτη. Βαρβαρήγοι υπήρξαν και Προβλεπτές της Βενετίας, στη Ζάκυνθο. (ΛΞΖΑΚ)
Βαρβατσούλιας- Κεφαλλ. Ιδιωμ. λέξη βαρβατσούλια, η βαρειά οσμή που έχουν οι ?εργένηδες τράγοι. Σχετικό με το «βαρβάτος» και την κατάληξη ?ίλα(βλ.προβατίλα, ξινίλακ.α.){ΓΚΕ}
Βαρβιτσιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Μπαρμπίτσα(Βαρβίτσα) της Λακωνίας, πατρίδα του μεγάλου προεπαναστατικού κλεφτη του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη.{ΤΠΝΜ}
Βαρδής/Βαρδινογιάννης- Από το βαφτ. όνομα Βαρδής, σύνηθες από Έλληνες σε βενετοκρατούμενες περιοχές(Κρήτη,Κυκλάδες κτλ), από το βενετσιάνικο Baldin, εξελληνισμένο φωνητικά. Το βεν. Valdin με τη σειρά του προέρχεται αποτο αρχ.γερμ.Baldawin
Βαρθακούρης- Από το ιδιωμ. βαρθάκι, το βατράχι, συν την υποκορ. κατάληξ. ?ούρης.
Βαρνακιώτης- Επώνυμο γνωστού αγωνιστή του ʼ21. Το επώνυμο εθνικό, δηλώνει καταγωγή από το χωριό Βάρνακας, οικ. νομού Αιτωλοακαρνανίας, δ. Αλυζίας.{ΤΠΝΜ}
Βασσάρας,-Σχετίζεται με το τοπωνύμιο Βασσαράς, χωριό της Λακωνίας. Δεν είναι σπάνιο(ούτε όμως και σύνηθες) να δημιουργούνται πατριδωνυμικά επώνυμα με την απλή πρόσθεση του τελικού -ς, όπως Λοιδωρίκης, Σαμοθράκης, Σαλονίκης κτλ. Όσον αφορά την ετυμολογία του τοπωνυμίου απο το οποίο προέρχεται πιθανώς και το επώνυμο, η επικρατέστερη άποψη είναι οτι σχετίζεται με την αρχ. και μεσν. ελλ. λέξη βάσσα-τόπος φαραγγώδους κοιλάδας. Την άποψη αυτή δέχεται ο καθ.Δ. Β. Βαγιακάκος, '(Αρχαία καί μεσαιωνικά τοπωνύμια έκ Μάνης, Ελληνικά 15 (1957), σελ. 207-208).
Βασκαντάρης.Βασκαντήρας - Από την ηπειρ. ιδιωμ. λέξη βασκαντάρι/βασκαντήρα, όστρακο θαλάσσιο, όπου κρεμούν οι μητέρες στο λαιμό των παιδιών τους προς αποφυγή βασκανίας.{ΗΠΓΛ}
Βαφιάς/Βαφέας/Βαφειάδης/Βαφίδης/Βαφίνης/Βαφόπουλος- Από το δημωδ. βαφιάς, ο ελαιοχρωματιστής, ο μπογιατζής, <αρχ. βαφεύς.
Βεάκης: ο μπέης, ο κύριος (τουρκικά: bey)
Βέγγος: το φαρμακερό φυτό (περσικά: benk)
Βεδούρης - Από το δημωδ. βεδούρι/βεδούρα, ξύλινο ποιμενικό δοχείο, καρδάρα, μτφ. ως επίθετο δηλώνει τον παχύ και βραχύσωμος άνθρωπο. (ΛΔΗΜ)
Βελέντζας- Από τη ν.ε. βελέντζα, χοντρό και βαρύ μάλλινο υφαντό με ή χωρίς φλόκια, που το χρησιμοποιούσαν ως κλινοσκέπασμα· (πρβ. φλοκάτη). τουρκ. velen?(e) -α{ΣΗΤΡ}
Βελιμέζης- Από το τουρκ. bilmez, ο αμαθής, αχάριστος.{ΣΗΤΡ}
Βελόπουλος/Βελής/Βελίδης/Βελιδάκης/Βελλής κτλ- Από το τουρκ. veli, φύλακας, προστάτης, και άνθρωπος κοντά στον Θεό. Λιγότερα πιθανό από το δημώδ. βέλο, λεπτό και διαφανές ύφασμα, παλαιότερα. Ίσως με το δεύτερο να σχετίζεται και το επώνυμο Βελός, που αναφέρεται το 1264 στην Κεφαλονιά.(BZP)(ΕΠΜΣ)
Βέρρας/Βερόπουλος/Βεράκης/Βερίδης/Βερούσης κ.α.- Μητρωνυμικά επώνυμα από το θηλ. βαφτ. Βέρ(ρ)α, από το ιταλ. Vera, από το επίθ. vero<λατ. verus-αληθινός, σωστός-.(ΛΜ)
Βεργής- Επώνυμο από το βαφτ. Βεργής, ήδη από την παλαιολόγεια εποχή ως βαφτιστικό και ως επώνυμο(1370-Πόλη,1301-Χαλκιδική, κτλ). Το βαφτ., και ως Βεργής, Βέργος, Βέργω προήλθε από τη λέξη βεργί, ευλύγιστη ράβδος. Παρόμοια βαφτιστικά που βασίστηκαν σε αντικείμενα μπορούν να θεωρηθούν τα Συρμώ-Συρμή(σύρμα), Βελούδω(βελούδω), Μπαλάσης (μπαλάσι, είδος πολύτιμου λίθου),Πιπερώ(πιπέρι) και αρκετά άλλα που δεν χρησιμοποιούνται πλέον. (BZP) (ΣΨΘΡΑ)
Βερεμής- Από το ν.ε. βερέμης, <τουρκ. verem, χτικιό, ο χτικιάρης και κατʼεπέκταση ο δύστροπος.{ΣΗΤΡ}
Βερνίκος- Από το δημωδ. βερνίκι, ρευστή, ρητινώδης ουσία που χρησιμοποιείται ως επίχρισμα σε διάφορες επιφάνειες για στίλβωση ή και για προστασία, πιθανώς αυτός που έφερε το επώνυμο ήταν κατασκευαστής ή έμπορος του προϊόντος. ελνστ. βερενίκιον(Λ.Μ)
Βεσκούκης- Από το αρβαν. veshqok, ο έξυπνος, το ξεφτέρι. {ALBD}
Βετούλης- Από το ιδιωμ. βετούλι, το νεογέννητο κατσικάκι.{ΓΚΕ}
Βηλαράς-Από το μεσν./νεοελλ.βηλάρι,το. 1) Ύφασμα του αργαλειού, 2) Παραπέτασμα: να σηκώσουν τα βηλάρια του μίσκαν,<λατ. velarium,η λέξη στα ελληνικά :?ιον τον 6. αι. και ?ιν το 10. αι.,{ΜΣΚ}
Βλάτης/Βλάττης- Από το δημωδ. βλάττι(ν)- βλατί, πολυτελές μεταξωτό ύφασμα, συν. πορφυρό, και συνεκδ. ένδυμα ή κάλυμμα από αυτό.Ως επώνυμο αναφέρεται ήδη από τον 14ο αιώνα ως Βλατής(Βλατής Θεόδωρος-Μητροπ.Θεσσ/κης{1371),Βλατάς,Βλατερός κτλ(ΛΔΗΜ)(ΜΣΚ)(BZP)
Βλάχος/Βλαχογιάννης/Βλαχόπουλος/Βλαχάκης κτλ- Από το μεσν. & δημώδ. βλάχος, 1)ο βλαχόφωνος, ο ομιλών βλάχικη-λατινογενή διάλεκτο, 2) ο ορεσίβιος, και νομάδας ποιμένας,3) ο άξεστος, αγροίκος, ο χωριάτης. Βλάχους λέγανε παραδείγματος χάρη και οι Χιώτες τους προύχοντες συμπατριώτες τους που ξενιτεύονταν στη Βλαχία, όπως επίσης βλάχους ονομάζουν οι Μανιάτες όλους τους υπόλοιπους Πελοποννήσιους. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα με τύπους όπως, Βλαχοϊάννης(1279-Χαλκ/κη),Βλαχόπουλος (1316-Σέρρες, 1440-Πάτρα), Βλάχος(1264- Κεφαλονιά) κτλ. (ΛΔΗΜ) (BZP)
Βλίτας-από τη ν.ε. λέξη βλίτο, αρχ. ουσ. βλίτον{Λ.Τ.}
Βογιατζής: ο μπογιατζής (τουρκικά: boyaci)
Βοναπάρτης: η καλή μερίδα (ιταλικά: buono parte)
Βουγιουκλάκη: η μεγάλη (από το τούρκικο buyuk)
Βολουδάκης/Βολούδης- Επώνυμο Σφακιανής οικογένειας, που είναι κλάδος των Πατακών. Η μόνη ερμηνεία που μπορώ να δώσω όσον αφορά την ετυμολογία του επων. Βολούδης, είναι να σχετίζεται με το δημωδ. βόλος,μικρή σφαίρα από γυαλί, η μπίλια,<αρχ. β?λος. Η κατάληξη ?ούδης, από το υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών, -ούδι, μσν. -ούδιν < ελνστ. ?ούδιον. Σχετικό επώνυμο αναφέρεται στην Κρήτη(Κάλαμος), τον 14ο αιώνα, Βόλακας, που σχηματίστηκε από το ίδιο θέμα και την μεγενθ. αρσενικών ονομάτων ?άκας. (ΛΤ)(BZP)
Βορίδης/Βοριάς/Βορέας/Βοράκης- Από το δημ. βοριάς,βορέας, ο βόρειος άνεμος, μσν. βοριάς < αρχ. βορέας. Ίσως να χρησιμοποιήθηκε και σαν βαφτιστικό. Παρόμοια επίθετα Πουνέντης, Μαΐστρος, Σιρόκος κτλ. (ΛΤ)
Βόσκαρης- Από το δημωδ. βόσκαρης, ο βοσκός συν την υποκορ. καταλ. ?άρης. (ΛΔΗΜ)
Βουλάρης- Από το μεσν. βουλάριος, ο γραμματέας της μητρόπολης, εντελταμένος να φυλάει τη σφραγίδα. (ΛΔΗΜ)
Βουρλής/Βούρλας/Βουρλός- Από το δημωδ. βούρλα, αλλιώς η μούρλα/μούρλια, η τρέλα, η μανία, πρβλ. βουρλίζω, βούρλισμα.< μσν. βουρλίζω `τρέμω σαν βούρλο΄<ελνστ. βρο?λον. (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Βουζουνάρας- Από το ιδιωμ. βουζούνι-α, το απόστημα, το σπυρί-καλόγερος. Η λέξη βουζούνι, από το ιδιωμ. βουζ- ούνι<βύζα+-ούνι. Η κατάλ. ?άρας ως μεγενθυτική, πρβλ. Κωνσταντάρας, Γιανναράς κτλ. (ΤΣΑΚΛ)
Βουλάρης- Από το μεσν. βουλάριος, ο γραμματέας της μητρόπολης, εντελταμένος να φυλάει τη σφραγίδα, τη βούλα. (ΛΔΗΜ)
Βουτσάς-από τη λέξη βούτσι+ επαγγελ. καταλ. -άς, βαρέλι. Β.=βαρελάς. (Τριαντ.),< ελνστ. βούτις.{ΤΟΖ}
Βρεττός/Βρεττάκος- Απο το δημ. βρετός, ο ευρημένος, ο ευρετός,1) "επί νηπίων, το υπό των οικείων του εγκαταλειφθέν και ευρεθέν υπό τινός, το έκθετον,2) νήπιον υπό των γονέων του αποτεθέν έμρποσθεν της εκκλησίας, είτε εν τη οδώ, ινά αναλάβη την βάπτισιν του ο πρώτος τυχών διαβάτης. Σύμφωνα με τον Βαγιακάκο, «Μανιάται εις Ζάκυνθον», το όνομα Βρετός, ως βαφτιστικό, είναι σύνηθες στη Μάνη. Έτσι καλείται το εκτεθειμένο από τους γονείς του βρέφος και αργότερα ευρεθέν(βρετό) από άλλους, και ονομάζεται έτσι από πρόληψη πιστεύοντας ότι έτσι θα απόφευχθεί ο θάνατος του βρέφους. Σαν επώνυμο,τουλάχιστον, από τον 14ο αιώνα, με την αρχική μορφή Ευρετός,στην Χαλκιδική(1318). Την ίδια έννοια έχει και το ιταλ. Esposito , πολύ διαδεδομένο επώνυμο στην Ιταλία.(BZP)(ΛΔΗΜ)
Βρούχας/Βρούχος/Βρουχάκης- Από το ιδιωμ. βρούχος, είδος μεγαλόσωμης ακρίδας, από το αρχ. βρούκος, Ησύχ.Γλώσσ. «βρούκος-ακριδών είδη Ίωνες. Κύπριοι δε την χλωράν ακρίδα βρούκαν». (ΤΣΑΚΛ)
Βουτσινάς-Από το δημωδ. βουτσίνα(βυτίνα,βουτίνα,μπουτίνα,μπουτινέλος), είδος μεγάλος κάδου για ποιμενική χρήση, η βούτα ή βούτη αλλού. Η παραγωγική καταλ.-άς, δηλώνει επάγγελμα πρβλ. φαναράς, βαρελάς, βουτσάς, βαγενάς κτλ(ΛΔΗΜ)
Βρούβας-από τη λέξη βρούβα ,είδος άγριου χόρτου.Και η έκφραση «τρώει βρούβες» για τον εύπιστο.{Λ.Τ.}
Βρούτσης/Βούρτσης- Από το μεσν.(και σημ.ιδιωμ.) βρουτσί(ν), μικρή βούρτσα από τρίχες χοίρου, <ουσ. βρούτσα. Ως επώνυμο με τη μορφή Βούρτζης, ήδη τον 11ο αιώνα.( J.-Cl. Cheynet, C. Morrisson and W. Seibt)(BZP)(ΜΣΚ)
Βρυώνης- Από το μτγν/μεσν. βρυώνης, είδος αμπέλου.Επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή. Διευκρινιστικά ο γνωστός τουρκαλβανός Ομέρ Βρυώνης όφειλε το «επώνυμο» του στον τόπο καταγωγής του, χωριό Βρυώνη στη νότια Αλβανία. Και στα ν.ε. βρυωνιές είδος φυτού. (ΛΔΗΜ)
Βωβός- Από το μσν. βωβός, ο άλαλος, ως επώνυμο καταγράφεται τον 11ο αι. από τον Κεδρηνό(Georgius Cedrenus,Bonnae,1838-1839,II,451,18).{GLOBG}
Βώκος- Από το δημωδ. βώκος, ο μη αντιλαμβανόμενος, ο ανόητος, ο μπουνταλάς,<αρχ.βώκος, βούκος, ο γελαδάρης. Το επώνυμο Βώκος ήταν το επώνυμο της οικογένειας των Μιαούληδων, η οποία καταγόταν από τα Φυλλά Ευβοίας. (ΛΔΗΜ)
Γ
Γαβαλάς- Επώνυμο που εμφανίζεται ήδη από τον 11οαιώνα στην Ελλάδα, σχετίζεται:1) μεσν. γαβαλάν, «κεφαλάν»(Ησυχ.), και ιδιωμ.γάβα και κάβα το κεφάλι ή 2) με το δημωδ. γάβαλο, ο κόπρος του αλόγου. (ΛΔΗΜ)
Γαζέπης- Από το τουρκ. gazap, θυμός, κατάρα.{ΣΗΤΡ}
Γαζής- Από το τουρκ. gazi, αγωνιστής, τροπαιούχος.{ΣΗΤΡ}
Γαϊτάνης- Από το ν.ε. γαϊτάνι(κορδόνι μεταξωτό)< ελνστ. γαϊετανόν <λατ.gaitanum. Και ως βαφτιστικό, σπάνιο βέβαια, ως και τις μέρες μας, πρβλ. Συρμώ/ Συρματένια/Συρμής.{ΤΟΖ}
Γαλακτερός- Από το ιδιωμ. γαλαχτερός, ο πλήρης γάλακτος. Για τα ζώα, γαλακτερά όσα ακόμα θηλάζουν.{ΓΚΕ}
ΓΑΛΑΝΗΣ, ΓΑΛΑΝΟΣ,ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ,ΓΑΛΑΝΙΔΗΣ,ΓΑΛΑΝΙΔΑΚΗΣ,ΓΑΛΑΝΕΑΣ,ΓΑΛΑΝΟΥΔΑΚΗΣ,ΓΑΛΑΝΟΓΛΟΥ :
Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι που έχει δημιουργηθεί από σωματικές ιδιότητες στο συγκεκριμένο από χρώμα που δόθηκε στα μαλλιά ή στα μάτια,προερχομενο απο το ΒυζντιοΓαλάνης-γαλανός + καταλ. ?ης.
Γάλαρης- Σχετικό με την ιδιωμ. λέξη γαλάρι. Το πρόβατο, το παράγων γάλα, αντιθέτως με τα στέρφα-στείρα. {ΓΣ}
Γαλατσίδας- Από το δημωδ. γαλατσίδα, γενική ονομασία διάφορων χόρτων με γαλακτώδη χυμό, μσν. γαλατσίδα < γαλατσίς, αιτ. -ίδα < γαλακτίς.(ΛΔΗΜ) {Λ.Τ.}
Γαλέος-ν.ε.γαλέος, είδος ψαριού,<αρχ.γαλεός{Λ.Τ.}
Γαλής- Από το τουρκ. gali, ακριβός, υπερτιμημένος.{ΣΗΤΡ}
Γαλιάτσος- Από το ν.ε. γαλιάτσος, κωπηλάτης σε γαλέρα,ουσ. γαλιότος <βεν. galioto· πβ. γαλιότης.{ΜΣΚ}
Γαλιφάς/Γαλιφός/Γαλιφάκης/Γαλύφας- Από το δημώδ. γαλίφης, γαλίφος, ο πλάνος, ο κόλακας, αυτός που προσπαθεί να πετύχει κάτι με γαλιφιές, με καλόπιασμα. <μεσν. γαλίφος<ιταλ. gaglioffo. (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Γαργαλέλης/Γαργάλης- ν.ε. γαργάλι ?η σκανδάλη του πυροβόλου όπλου/ είδος φυτού?. Και σχετικό τοπωνύμιο στη Μεσσηνία Γαργαλιάνοι. Πιθανότατα να σχετίζεται όμως με το ρήμα γαργαλώ.{ΤΟΖ}
Γαρμπής- Γαρμπής , ο νοτειοδυτικός άνεμος, συνήθως χειμερινός και βροχερός. Μτφ. ο βάναυσος. μσν.γαρμπής<βεν.garbin< αραβ.garb?.. Και σαν βαφτιστικό, σπάνια.{ΓΚΕ}
Γαρμπίλας- Ίσως σχετικό με το ν.ε. γαρμπίλι ,ψιλό χαλίκι που χρησιμοποείται στην οικοδομική και στην οδοποιία· σύντριμμα.Πιθανότερο θεωρώ το ενδεχόμενο να προέρχεται από το σπάνιο βαφτιστικό Γαρμπής με την υποκοριστική κατάληξη ?ίλας, κατά το Γεωργίλας. {ΜΣΚ}
Γαρώνης- Από το δημώδ. ρήμα γαρώνω, αλλιώς το αλατίζω, παστώνω. Από το ους. γάρος-η άρμη, από το αρχ. ουσ. γάρος, η λέξη και σήμερα ιδιωματικά. Το επώνυμο σχηματίστηκε όπως πολλά άλλα, π.χ. Βουλώνης(βουλώνει), Κουτσοπίνης(κουτσοπίνει), Κρυώνης(κρυώνει), Περιμένης(περιμένει), κ.α.. {ΜΣΚ}(ΛΔΗΜ)
Γάτσης-Γάτσης <Γάκης <Γεωργάκης, με τσιτακισμό. Ίσως σχετικό και με το διαλεκτικό γάτσος/γάτσης ο γάτος.{ΤΟΖ}
Γερακάρης- Αυτός που τρέφει και γυμνάζει κυνηγετικά γεράκια. Ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή εμφανίζεται ως επώνυμο (1264-Κεφαλονιά).{ΜΣΚ}(BZP)
Γεράνης/Γερανίδης- Από το ν.ε. γεράνι, καλλωπιστικό φυτό< ελνστ. γεράνιον.{Λ.Τ.}
Γεροντόπουλος/Γέρος/Γέρου/Γερούδης/Γερούσης κ.α.- Από το δημώδ. γέροντας, γέρος, ο ηλικιωμένος, < μσν. γέροντας < αρχ. γέρων, αιτ. ?οντα. Και ως μοναχικό όνομα Γερόντιος. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, με μορφές όπως Γεροδυάκος(sic), το 1357 στην Πόλη, Γεροκαλάς,1287 Πάφος, Γέρος το 1394-Λευκωσία,κτλ. (BZP) (ΛΤ)
Γεωργιάδης/Γεωργίου/Γεωργόπουλος/Γεωργούσης/Γεωργούλιας κ.α.- Από το βαφτ. Γεώργιος, ένα από τα δημοφιλέστερα βαφτιστικά στην Ελλάδα, όνομα αγίων, πατριαρχών, < αρχ. γεωργός. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, με μορφές όπως Γεωργίλας(1360-Σέρρες), Γεωργίτζης (1271-Χαλκ/κη), Γεωργιτζόπουλος(1375-Μυστράς) κτλ (BZP) (ΛΜ)
Γιαβάσης- Από το τουρκ. yavas, μαλακός.{ΣΗΤΡ}
Γιαγκάσης- Από το ν.ε. γιαγκάσης,γιαγκάης(Ποντ.). Από το τουρκ.yankaz=απατεώνας, άτακτος.{ΑΝΤΖ}
Γιαγκούλας- από το βαφτιστικό Γιάγκος+μεγεθ.καταλ. ?ούλας. (Γιάγκος-Γιάννης-Ιωάννης).{ΤΟΖ}
Γιακουμάτος/Γιακουμής/Γιακουμάκης/Γιακούμογλου κ.α.- Από το βαφτ. Γιακουμής, μορφή του Ιάκωβος. Ίσως επηρεασμένο από την βενετσ. εκδοχή του ίδιου ονόματος, Giacomo<υστερολατ. Jacomus/Jacobus<Ιάκωβος. Το Ιάκωβος αποτελεί εξελληνισμένη μορφή του αρχικού εβραϊκού Ιακώβ>Yaʼakov, που συνδέεται με το εβρ. aqeb- φτέρνα- , επειδή σύμφωνα με τη βίβλο ο Ιακώβ γεννήθηκε δεύτερος κρατώντας τη φτέρνα του αδελφού του Ησαύ. (ΛΜ)
Γιαλαμάς- Από το τουρκ. yalama, ξεφλούδισμα, εξάνθημα στα χείλη.{ΣΗΤΡ}
Γιαλούρος- Από το ιδιωμ. γιαλούρι, πετεινός ακατάλληλος για καπόνι/καπόνι-Πετεινός ευνουχισμένος <πληθ. caponi του βεν. capon{ΣΗΤΡ}
Γιαλούσης/Γιαλουσάκης- Από το δημωδ. ο κάτοικος σε παράλιες περιοχές, κοντά σε γιαλούς, ή αυτός που ζει παραλιακά και ζει από την αλιεία και κατά συνέπεια ο άκληρος, ο φτωχός. (ΛΔΗΜ)
Γιαμαλάκης- Από το τουρκ. yamalak, μπαλωμένος.{ΣΗΤΡ}
Γιαννακάς/Γιαννάκης/Γιαννέλης/Γιαννόπουλος κτλ- Από το βαφτ. Γιάννης<Ιωάννης, δημοφιλέστατο όνομα στην Ελλάδα. Όνομα του Προδρόμου, αγιών, αυτοκρατόρων κτλ. Από το εβρ. Yokhanan-o Θεός έχει δείξει εύνοια-.Ως επώνυμο εμφανίζεται τουλάχιστον από τον 12ο αιώνα με μορφές όπως, Καλογιάννης (12ος), Κουστουγιάννης(1378-Χαλ/κη), Κουτζογιάννης( 1415-Λήμνος), Μουσογιάννης (1331-Κρήτη), Παπαγιάννης(1445-Χαλκ/κη), Παπαγιαννόπουλος (13ος-Τραπεζούντα), Σγουρογιάννης (1331-Κρήτη), Γιαννίτζης(1323-Κρήτη), Τζουρουγιάννης(1319-Μακεδονία), Γιαννούτζος(1391-Κέρκυρα), Βλαχοϊάννης(1279-Ιερισσός), Γιαννίκης(1374-Κύπρος), Γιαννόπουλος(14ος), Γιανούλας(1316-Σέρρες), Δαιμονογιάννης(1248-Μονεμβασιά), κτλ. (BZP)(ΛΜ)
Γιόλδασης- Από το τουρκ. yoldas, συνοδοιπόρος.{ΣΗΤΡ}
Γιουρλάς- Από τη λέξη γιουρλάς , εθελοντής ή τοπικός γενίτσαρος (της κυρίως Ελλάδας), όχι του σουλτάνου, <τουρκ. yerli.{ΜΣΚ}
Γιουρούκης- Από το τουρκ.y?r?k, ο γρήγορος στα πόδια, ο νομάς, ο άσκοπα περιφερόμενος.(ΕΠΜΑ)
Γιούτσος-Από το τουρκ. y??e=ο ψηλός, ο μεγάλος{ΣΗΤΡ}
Γκαγκάνης- Από το διαλεκτ. ν.ε. γκαγκάνι(Αμοργ.,Πελ.,Θεσσ.,Μακεδ.,Μύκ.). Ο καρπός του γαιδουράγκαθου. Σκωπτικά οι κάτοικοι του Λιτόχωρου από τους κατοίκους των γειτονικών χωριών. Η λέξη απαντά στο ιδίωμα Πυλαίας Θεσσ/κης ως ʽγκάνι «αγκάθι». Προέρχεται από το ακάνιον, ακάνθιον του Ησύχιου, με επανάληψη στην πρώτη συλλαβή του συμφώνου της δεύτερης,πρβ.ίλερη>λίλερη, αβατσινιά>βαβατσινιά κ.α.{ΑΝΤΖ}
Γκάγκαρος- Από το δημωδ. γκάγκαρος, χαρακτηρισμός που δινόταν στους γηγενείς Aθηναίους, γκάγκαρο -ς < ιταλ. ganghero `στρόφιγγα΄ (σκωπτικά, επειδή υποτίθεται ότι μαντάλωναν την πόρτα τους). {Λ.Τ.} (ΛΔΗΜ)
Γκαλίτσιος- Από το διαλεκ.(Ζαγόρι), είδος πουλιού, γκαλίτσια(τα), εν.γκαλίτσι, είδος γκαΐλας, κουρούνας, αλλά σε μικρότερο μέγεθος. Η λέξη διαλ.(Κοζ.,Καστ.){ΤΟΖ}
Γκανάτσιος- Απο την καταγεγραμμένη μορφή του βαφτιστικού Αθανάσιος, Γκανάτσιος, στα βορειοελλαδικά ιδιώματα(Σιάτιστα, Βελβ.) (ΒΕΛΒ)
Γκέρμπεσης- Από το αρβαν. g?rb?, καμπούρα,<σλαβ.g?rba .Και όνομα οικισμών στην Πελοπόννησο, Γκέρμπεσης ήταν το επώνυμο αρβανίτη stratioto, μισθοφόρος των Βενετών, και όπως σνηθιζόταν ανταμοίβονταν με εκτάσεις-πρόνειες.{ALBD}
Γκιάτης/Γκλιάτης- Από το αρβαν.gjat? ?ο μακρύς, μακρουλός?.{ΤΟΖ}
Γκιζίκης- Από το τουρκ. gezig, κακό σπυρί, φαγούρα.{ΣΗΤΡ}
Γκίνης- Από την αρβαν. εκδοχή του βαφτ. Ιωάννης-Γιάννης.{ΤΟΖ}
Γκιόκας- Από την αρβαν. βαφτ. Γκιόκας<Γεώργιος.{ΤΟΖ}
Ή Γκιόκας- Από το τουρκ. g?k, ο γαλάζιος, γαλαζωπός(ΕΠΜΑ)
Γκιουλέκας- Από το δημώδ. γκιουλέκας, πληθ. γκιουλέκηδες, ο νταής, ο ψευτοπαλικαράς: «Kάνει τον γκιουλέκα». Από το όνομα Αλβανού άτυχου επαναστάτη του 19ου αιώνα, Gjoleka. Το αλβανικό επίθετο Gjoleka προέρχεται από τα βαφτ. Gjon-Ιωάννης και Leka-Αλέξανδρος {Λ.Τ.}
Γκλαβάνης- Από το σλαβ. glavan(glava=κεφάλι), ο σπουδαίος, κύριος.{ΣΗΤΡ}
Γκόγκας- Το επίθετο που δίνουν οι Αλβανοί στους Βλάχους, ?gog??.{ΤΟΖ}
Γκολέμης-Από το σλαβ. golem, μεγάλος. Συχνό αρβανίτικο επώνυμο.{ΣΗΤΡ}
Γκολφινος (Γκολφινόπουλος κ.α.)- Συχνό επώνυμο κυρίως στην Αχαΐα, από το βαφτ. Γκολφίνος<εγκόλπιον το· γκόλφι· γκόλφιν·εγκόλφιον, α) Εγκόλπιο, φυλαχτό, ) (εκκλ.) το επιστήθιο του αρχιερέα που εικονίζει το Χριστό σαν επίσημο διακριτικό της αρχιερατικής εξουσίας, γενικ.) πράγμα πολύτιμο, κόσμημα.{Λ.Τ.}
Γκουλιάρας-Από το διαλεκτ. γκουλιάρας-είδος κούνιας, η τραμπάλα, από το ιταλ.gugla<λατ.agulia.{ΤΟΖ}
Γκόνης δεν προέρχεται από το πτηνό γκιώνης (υπάρχει επώνυμο Γκιώνης).
Το Γκόνης προέρχεται από την ονομασία του μοναδικού εγγονού κάποιου Έλληνα επί τουρκοκρατίας στην Αρκαδία (Αλωνίσταινα) .
Οι τούρκοι είχαν ξεκληρίσει όλη την οικογενειά του , εκτός απο ένα εγγόνι του που το ονόμασε Θοδωρή. (Δώρο Θεού ) και Γκόνη από το εγγόνι.
Γκούμας- Αρβανίτικη εκδοχή του Γιακουμής<Ιάκωβος.{ΤΟΖ}
Γκούντης/Γκουντίνας- Επώνυμα από τις καταγεγραμμένες μορφές του βαφτ. Κωνσταντίνος στα βορειοελλαδικά ιδιώματα, Γκούντης-Γκουντίνας. Η διαδρομή που έκαναν μέσα από τη φωνολογία των βορειοελλαδικών ιδιωμάτων(Βελβεντό, Κοζάνη, Σιάτιστα κ.α.) είναι κάπως έτσι Κωσταντής>Κουσταντής>Κουντής(που έχει δώσει επώνυμο)> Γκούντης. (ΒΕΛΒ)
Γκρίτζαλης- Από το διαλεκτ.(Ηπειρ.) γκρίζαλος=τραχύς, κακότροπος, φιλόνικος. Ίσως σχετικό με το σλαβ. gryzo=δαγκώνω, ροκανίζω.{ΤΟΖ}
Γοντζές- Από το τουρκ. gonce, ,μπουμπούκι.{ΣΗΤΡ}
Γόντικας- Από τη γοντικοβελόνα των ραφτάδων-τερζήδων, ίσως γόντικας ο κατασκευαστής τέτοιων βελονών.{ΣΗΤΡ}
Γούλιαρης- Από το δημωδ. γούλιαρης, ο λαίμαργος, από το ουσ. γούλα<λατ.gula, το στομάχι των πουλερικών. (ΤΣΑΚΛ)
Γούργουλας- Από το ουσ.γούργουρας, ο. λαιμός (εσωτερικά), λάρυγγας, φάρυγγας και είδος αγγείου. Σχετικό και το ρήμα γουργουρίζω. <λ. ηχοπ.{ΓΛ}
Γούρμος- Από το ιδιωμ. γούρμος, ο ώριμος,< αρχ. ?ριμος.
Γούσιας/Γούσας/Γούτος- Από το τα αντίστοιχα βαφτιστικά, μορφές του ονόμ.Γεώργιος,πρβ. Γεωργούσιας-Γεωργούσας-Γεωργούτος. Η κατάληξη ?ούσης, και οι παραλλαγές της απαντάται ως υποκοριστική σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, ιδίως στα τσακώνικα(βλ. Το Λεξικό της Τσακωνικής Διαλέκτου ,Θανάση Π. Κωστάκη), και σε επώνυμα κυρίως στη Χίο, και ως πατριδωνυμικό. (ΕΕΛΟΝ)
Γραμματικός/Γραμματίκας/Γραμματικόπουλος κ.α.- Από το δημώδ. γραμματικός, ο γραμματέας, από το αρχ. ουσ. γραμματικός. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 14ο αιώνα, καθώς μεταξύ άλλων αναφέρονται οι Γεώργιος Γραμματικός-Βέρροια-1338, Γραμματικόπουλος-Κρήτη-1452, Μιχαήλ Γραμματικός-Ραδόλιβος(Σέρρες)-1316, κ.α. (ΛΔΗΜ) (BZP) {ΜΣΚ}
Γρίβας- Από το μεσν. γρίβας, άλογο που έχει χρώμα σταχτί, ψαρής, «εις ίππον γρίβαν επιβάς, Διγεν. Ζ3358)< παλαιοτ. γερμ. Ghr?waz μέσω των λατινικών.{ΜΣΚ}
Γρίζας- Από το ν.ε. γρίζα, φόρεμα χρώματος γκρίζου<γαλλ. gris ή ιταλ. griso.{ΜΣΚ}
Γρυπάρης/Γριπάρης- Από το δημωδ.γρυπάρης/γριπάρης, αυτός που ψαρεύει με γρίπο, συσκευή ανάλογη προς την τράτα ή ο κατασκευαστής γριπών, <ελνστ. γρ?πος `δίχτυ ψαρά΄.(ΛΔΗΜ){ΜΣΚ}
Γρούτης- Διαλεκτ.(Χίος), ο πολύ σιωπηλός, αλλά κακής φύσης άνθρωπος.{ΧΓΠ}
Γωβιός/Γοβιός- Από το δημωδ. γωβιός, είδος μικρού ψαριού,<αρχ. κωβιός. Επώνυμο Ευβοιώτη πρωταγωνιστή του ʼ21, (ΛΔΗΜ)
Δ
Δάβαρης(Δαβαράκης,Ντάβαρης)- Από το τουρκ. davar, η κατσίκα, το κοπάδι.(ΕΠΜΑ)
Δαλάκης- Από το τουρκ. dalak, αιχμάλωτος, δούλος.{ΣΗΤΡ}
Δάλας- Ίσως από το αρβανίτικο dhalle=ξυνόγαλο, βλαχ.dala.{ΤΟΖ}
Δαμαλάς- Από το δημωδ. δαμάλι. Αλλιώς το μοσχάρι .<δαμάλιον.{ΜΣΚ}
Δαμανάκης/Δαμιανάκης- Από το βαφτ. Δαμιανός, και την (αρχικά υποκοριστική) κατάληξη ?άκης. Το βαφτ. Αβέβαιου ετύμου, πιθανώς, σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη, σχετίζεται με το αρχ. Δάμων.
Δεμέστικος/Δεμέστιχας- δομέστικος, αρχηγός, διοικητής, <λατ. domesticus{ΜΚΣ}
Δερβίσης- Από το τουρκ. dervis, μοναχός, φτωχός.{ΣΗΤΡ}
ΔΑΛΑΜΑΓΚΑΣ.Τα επώνυμα αυτά τα συναντούμε αυτούσια σε Ιταλούς και Ισπανούς (Dalamaga) και στα οποία έψαξα και βρήκα την ετυμολογική ρίζα ακόμη και το σχετικό οικόσημο.
Τα επώνυμα αυτά τα συναντούμε στα Δυτικά παράλια της Ελλάδας, κυρίως στην Ηπειρο-Νομός Πρεβέζης.
Τα επώνυμα αυτά τα συναντούμε
Δημηνάς- Από την καταγεγραμμένη μορφή του βαφτ. Δημήτριος, Δημηνάς. Η συγκεκριμένη μορφή του Δημήτρης απαντάται στα βορειοελλαδικά ιδιώματα(π.χ. Καταφύγι). (ΒΕΛΒ)
Διγόνης/Διγγόνης-Από το ιδιωμ. διγόνι, διγγόνι,1) ο δισέγγονος,2)το όψιμο αρνί,κατσίκι ή δημητριακό και 3) το ζώο που βυζαίνει δύο μητέρες. (ΤΣΑΚΛ)
Διδάχος- Από το δημωδ. διδάχος, ο διδάσκαλος, και οικισμός στην Αχαΐα, Διδαχέϊκα. (ΛΔΗΜ)
Δικαίος-Από το μεσν. Δικαίος, τοποτηρητής, αναπληρωτής (πολιτικού ή θρησκευτικού άρχοντα).Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγια εποχή.{ΜΣΚ}(BZP)
Διμισκής(Ντιμισκής)- Επώνυμο της μάνας του Καραϊσκάκη, της γνωστής καλόγριας. Η λέξη προέρχεται από το ν.ε. διμισκί<δαμασκί, προκ. για μαχαίρι ,δαμασκηνό<βεν. damaschin,πβ.τουρκ. dimi?k?{ΜΣΚ}
Δίπλας- Από το δημωδ. δίπλας/διπλάρι, ο δίδυμος. Επώνυμο γνωστού Σαρακατσάνου αγωνιστή του ʼ21. (ΛΔΗΜ)
Δισάκιας- Από το δημωδ. δισάκι, διπλός σάκος, ταγάρι, < ελνστ. δισάκκιον.
Δογάνης/ Ντογάνης- Από το τουρκ. dogan, γεράκι.{ΣΗΤΡ}
Δοκανάρης - Από το μεσν./δημώδ. δόκανο, ο δοκός, αλλιώς το δοκάνι, <αρχ. δοκός. Σχηματίστηκε με τη συνήθη επαγγελματική κατάληξη ?άρης, βλ.βαρκάρης, γελαδάρης, λυράρης, περιβολάρης κ.τ.λ. . Προφανώς η λέξη δοκανάρης θα είχε τη σημασία του κατασκευαστή ή εμπόρου δοκάνων. (ΛΔΗΜ)
Δοξαράς- ο. κατασκευαστής τόξων, <ουσ. δοξάρι + κατάλ. ?άς. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή.{ΜΣΚ}(BZP)
Δουδούμης- Από το αρβαν. ντουντούμ, το αρσ. κρεμμύδι, που το κάνουν σπόρους.{ΣΗΤΡ}
Δούκας- δουξ ο· δούκας, βυζ.στρατιωτικός ή πολιτικός διοικητής, άρχοντας, <λατ. Dux, Και όχι σπάνιο βαφτιστικό ήδη απο τη βυζαντινή εποχή λόγω της μεγάλης αυτοκρατορικής οικογένειας των Δουκών, όπως έδωσαν και οι άλλες σημαντικές μεσαιωνικές ελληνικές οικογένειες, βλ. Λάσκαρης/Λασκαρίνα, Δούκας/Δούκισα, Ράλλης/Ραλλού, Κομνηνός κ.α.{ΜΣΚ}
Δουλγέρης/Δουληγέρης- Από το τουρκ. d?lger,ο μαραγκός.{ΣΗΤΡ}
Δουσμάνης/Ντουσμάνης- Από το τουρκ. dusman, εχθρός. Η οικογένεια αναφέρεται ήδη απο τον 15ο αιώνα και κλάδη της υπήρχαν/υπάρχουν σε Αθήνα και Κέρκυρα.{ΣΗΤΡ}
Δραγουμάνος- ο· τζουρτζουμάνος· τζουτζουμάνος. Διερμηνέας, <αραβ. tar?um?n < ιταλ. dragomanno - βεν. dragoman.{ΜΣΚ}
Δραγώνας- Ίσως από το μεσν. και δημωδ. δραγόνος, στρατιώτης, πολεμιστής σε σώμα ελαφρού ιππικού,<αντιδ. γαλλ. dragon<λατ.draco<αρχ. δράκων. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, ως Δραγωνάς στη Χαλκιδική. (BZP) (ΛΜ)
Δρένιος/Ντρένιος- Από το δημωδ. δρένιος-ντρένιος, το ξύλο της οξύας και αυτό που έχει το χρώμα του. Μτφ. ο άμυαλος, ασυνείδητος, και αναίσθητος, < αρχ. επίθ. δρύινος.
Δρίτσας- Από το δημωδ.δρίτσα(συνηθ.πληθ.δρίτσες), ναυτικός όρος, τα σχοινιά από τα οποία κρέμονταν οι αρτέμονες.<ιταλ.drizza.Πρβλ. σχετικά με τη ναυσιπλοία επώνυμα Μάϊνας, Μπαρμπαρέσος, Λαγουδέρης, Φλόκος κτλ συνήθως ιταλικής προέλευσης αφού τα ιταλικά(βενετικά) ήταν ηlinguafranca και περίπου επίσημη γλώσσα των ναυτικών την περίοδο της δικής μας τουρκοκρατίας. (ΛΔΗΜ)
Δρόλαπας- Από το δημωδ. δρόλαπας/δρολάπι, ο σφοδρός άνεμος συνοδευόμενος από έντονη βροχή, λαίλαψ.<υδρολαιλάπιον<αρχ.?δρο- + λα?λαψ.Πρβλ. σχετικά επών.(άνεμ.) Πουνέντης, Μαΐστρος, Μελτέμης κτλ (ΛΔΗΜ) (Λ.Τ)
Δρούγγας- Από το ηπειρωτικόδρούγκα «το αδράχτι χωρίς σφοντίλι»,σχετικό με το βλαχ. druga «ρόκα για γνέσιμο», αλβ. drug? «αδράχτι», σλαβ. drongu «το κοντάρι».{ΤΟΖ}
Δυοβουνιώτης- Επώνυμο γνωστού αγωνιστή του ʼ21. Το επώνυμο δηλώνει καταγωγή από το χωριό Δύο Βουνά, ν. Φδιώτιδος, δ. Γοργοποτάμου.{ΤΠΝΜ}
Ε
Εμφιετζόγλου- Από το τουρκ.emfiye=το ταμπάκο, καπνός. Εμφιετζής ο παραγωγός καπνού.{ΣΗΤΡ}
Ευταξίας- Από το μεσν. ευταξίας, εκκλησιαστικό αξίωμα, ο υπεύθυνος για την τήρηση της ευταξίας την ώρα της λειτουργίας. (ΛΔΗΜ)
Ζ
Ζάβαλης- Από το τουρκ. zavalli, δυστυχισμένος, κακόμοιρος.{ΣΗΤΡ}
Ζαβιτσάνος-Επώνυμο που δηλώνει τον κάτοικο που προέρχεται από το χωριό Ζάβιτσα(σημ. Αρχοντοχώρι) της Αιτωλοακαρνανίας.Το τοπωνύμιο πιθανώς είναι σλαβικό και σχετίζεται με το σλαβ.zaba=βατράχι.{ΤΠΝΜ}
Ζαββός- Προέρχεται από τη ν.ε. λέξη ζαβός, που δηλώνει τον τρελό,άμυαλος. Αβέβαιης ετυμολογίας . (Λ.Μ)
Ζαβράκος- Από το αραβ.τουρκ. zavrak, βαρκάκι, είδος λαγηνιού.{ΣΗΤΡ}
Ζάβρας- Ίσως από το βλαχ. javra, το ζαγάρι, το κοπρόσκυλο.{ΤΟΖ}
Ζαγάρης- Από το μεσν. ζαγάριν, <αραβ.τουρκ. zagar, λαγωνικό.{ΣΗΤΡ}
Ζαγκανιάρης-σχετικό με το επίθετο δαγκανιάρης, που συνηθίζει να επιτίθεται και να δαγκώνει.{ΦΔΚ}
Ζαΐμης- κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας, ο ιδιοκτήτης ή επικαρπωτής γαιών που είχε την υποχρέωση, σε περίοδο πολέμου, να δίνει στο σουλτάνο ορισμένο αριθμό ιππέων, τουρκ. Za?m{ΜΚΣ}
Ζάκουρας- Από το ιδιωμ. ζάκουρας,1)το μέρος της δούγας που εξέχει από τον πάτο του ξύλινου βαρελιού, και μτφ.2) ο μικρόσωμος, βραχύσωμος άνθρωπος. <μεσν.(Λεξ.Σουιδα)ζάκορον, και ο υπηρέτης<διάκορος. (ΤΣΑΚΛ)
Ζαμάνης- Από το τουρκ. zaman, χρόνος, καιρός, ν.ε. ζαμάνι.{ΣΗΤΡ}
Ζαμπάκης- Από το ν.ε. ζαμπάκι, , ο κρίνος, τουρκ. zambak {ΣΗΤΡ}
Ζαμπέτας- Μητρων. επώνυμο σχετικό με το βαφτ. Ζαμπέτα, γυναικείο όνομα που διαδόθηκε στην Ελλάδα μετά την Βενετοκρατία/ Φραγκοκρατία, <ιταλ.Elisabetta<ελλην.Ελισάβετ<εβρ.Elisheva, που σημαίνει «όρκος Θεού». {ΚΥΘΝ}
Ζαμπίτης- Αστυνομικό όργανο κατά την τουρκοκρατία,< τουρκ. z?bit.{ΜΣΚ}
Ζαμπούνης- Ο ασθματικός, αδύνατος.<τουρκ.zabun{ΓΛ}
Ζαργάνης-είδος ψαριού, μσν.ζαργάνα, ζαργάνη < ελνστ.ζαργάν(η){Λ.Τ.}
Ζαρίφης- Από το αραβ.τουρκ. zarif, χαριτωμένος, κομψός, λεπτός.{ΣΗΤΡ}
Ζάρκος- Από το ιδιωμ. ζάρκος/ζόρκος, ο γυμνός, άγν. ετυμ.Και ζαρκώνομαι, αλλιώς το ντύνωμαι. Ίσως σχετικό με το σάρκα. (ΜΣΚ)(ΛΔΗΜ)
Ζαρπαλής- Από το τουρκ. zarpali, ορμητικός, σφοδρός.{ΣΗΤΡ}
Ζάρπας- Από το τουρκ. zarp, ορμή.({ΣΗΤΡ}
Ζαχείλας(Τζαχείλας)- Από το διαλεκτ.(βορ.Ελλ.) ζαχείλας,τζαχείλας ή τραχείλας, ο άνθρωπος με πρησμένα χείλη. (ΚΖΛ)
Ζέβλας- Από το ιδιωμ.(Στερεά Ελλάδα) ζέβλα, ξύλινο εξάρτημα σε σχήμα U απʼόπου δένονταν ο ζυγός για να γίνει το όργωμα. Σχετικό με το κοινό ζευγάς. {ΓΛΑΙΤ}
Ζεγγίνης- Από το τουρκ. zengin, πλούσιος.{ΣΗΤΡ}
Ζιώγας- Από την παραλλαγή του ονόματος Γεώργιος στη βόρεια Ελλάδα, χρησιμοποιούμενο και από βλαχόφωνους. Παρόμοιες παραλλαγές, Τζιώγας,Τζόγγας,Ζόγκας. {ΜΓΤΧ}
Ζόγκας- Από το αρβανίτικο zog, πτηνό, το πουλί. (ΧΡΑΡΒ)
Ζολότας- Από το οθωμανικό νόμισμα zolota(αργυρό νόμισμα αξίας 30 παράδων) και με τη σειρά του από το αρχ.σλαβ. zlato «χρυσός».{ΤΟΖ}
Ζορμπάς- Από το αραβ.τουρκ. zorba, ο ταραξίας, αντάρτης.{ΣΗΤΡ}
Ζουγλός/Ζουγλής/Ζουγλάς/Ζουγλάκης- Από το μεσν. ζουγλός, ο ανάπηρος, και ζουγλοχέρης ο κουλοχέρης.(ΜΣΚ)
Ζουλούμης- Από το αραβ.τουρκ. zulum, αδικία, πίεση.{ΣΗΤΡ}
Ζυγούρης-ζυγούρι, αρνί ηλικίας δύο χρόνων. μσν. ζυγούριν < ζυγ(ός) (επίθ.) ?ούριν,(Τριαντ.){ΤΟΖ}
Ζυμπρακάκης- Από ιδιωμ. ζύμπραγος <αρχ. σύμπραγής, ο δίδυμος.{ΣΗΤΡ}
Ζώτος- Από το αρβαν. ζοτ-ι, κύριος, θεός, άξιος. Εχει και τη σημασία του ιερέα.{ΣΗΤΡ}
Ζώχιος- Από το ιδιωμ. ζόχιοι,οι. Είδος χόρτου. Ο αρχ. σόγχος.{ΣΗΤΡ}
Θ
Θέμελης- Από το βαφτ. Θέμελης, και αυτό με τη σειρά του από το ουσ. θεμέλιο.{ΤΟΖ}
Θεριακός-Από το δημωδ. θεριακός, ο γερός, ο κοτσονάτος, μτφ. το θεριό. (ΛΔΗΜ)
μοςT ? ? ? ?- @|- δυνος,< μσν. απόκοτος. (ΤΣΑΚΛ)(ΛΤ)
Θερμός/Θερμογιάννης/Θερμολιάς/Θερμίδης- Από το δημωδ. θέρμη, η ζεστασιά, θερμός ο ζεστός. Μτφ. Ο ένθερμος, ο εγκάρδιος αλλά και ο ζωηρός και ευκίνητος,<αρχ. επίθ. θερμός.
Θρασκιάς- Από το διαλεκτικό θρασκιάς, ο άνεμος που φυσάει από τη Θράκη.Μτφ. ο Θρακιώτης.
(ΗΜΕ)
Θράψας- Διαλεκτ.(Χίος), θράψα, γεωργική σανίδα, κυρτή στο μπροστά μέρος, Για τη «θράυση» βώλων.Ίσως Θράψας ο κατασκευαστής τέτοιων σανιδών. {ΧΓΠ}
Ι
Ιντζές- Από το τουρκ. ince, λεπτός, φίνος, πονηρός.{ΣΗΤΡ}
http://greek-lastnames.blogspot.gr/2009/05/blog-post_9090.html
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΘΕΤΟΥ ΣΟΥ ΑΠΟ - Α - Ι."
Αβάζος - Από το τουρκ. avaz, κραυγή, βοή.{ΣΗΤΡ}
Αβάνης/Αβάνέας/Αβάνογλου - Από το δημώδ. αβάνης, ο συκοφάντης, μεσαιωνικό αβάνης<αραβ. hawan. Και αβανιά η συκοφαντία, η κακολογία. (Λ.Τ) (ΘΗΣΑΥ)
Αβάσταγος - Από το δημωδ. αβάσταγος, ο ασυγκράτητος, ο ανυπόμονος, μσν. αβάσταγος<ελνστ. ?βάστακτος. Ως επώνυμο, καταγράφεται το 1264, στην Κεφαλονιά. (BZP)(ΛΤ)
Αβδελάς/Αβδελόπουλος - Από το δημώδ. αβδέλλα, η βδέλα, <αρχ. βδέλλα. Αβδελάς πιθανώς ο έμπορος βδελλών, ίσως για θεραπευτικούς λόγους. (Λ.Τ) (ΘΗΣΑΥ)
Αβράμης/Αβραμάκης/Αβραμόπουλος κοκ- Από το χριστ. βαφτ. Αβραάμ, εβρ.Abhraham, ο πατέρας πολλών εθνών. Αρκετά διαδεδομένο βαφτ. εξού και οι πολλές παραλλαγές του. Ως επώνυμο ήδη από τον 13ο αι. ως Αβράμος, ?Αβράμης (Κρητ.), κτλ.(ΛΜ) (BZP)
Αγαπητός/Αγαπήτογλου/Αγαπητάκης/Αγαπητόπουλος κ.α. - Από το βαφτ. Αγαπητός, ήδη από την κλασσική εποχή, και όχι σπάνιο τη βυζαντινή περίοδο φτάνοντας ως τις μέρες μας. Ως επώνυμο συναντάται τον 14ος αιώνα καθώς αναφέρεται κάποιος ιερέας Ιωσήφ Αγαπητός στο Γαλατά της Πόλης, και ένας Αγαπητός το 1321 στο Νεοχώριον Χαλκιδικής κ.α.. (BZP)
Αγιομαυρίτης -Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από την Αγία Μαύρα, η Λευκάδα τον μεσαίωνα.{ΤΠΝΜ}
Αγοραστός - Από το επιθ.αγοραστός «αυτός που αποκτήθηκε με αγορά»<αγοράζω + παραγ.επίθ.-τός. Δηλώνει τα έκθετα παιδιά που υιοθετήθηκαν όπως και τα Βρετός, Πουλημένος, Πούλος.{ANX}
Αγουρίδας -Από το ουσ. αγουρίδα η· αγγουρίδα· αγουρίς, άγουρος καρπός αμπέλου.{ΜΣΚ}
Αγραβάνης - Από το δημώδ. αγραβάνι, ο καρπός της αγραβανιάς, αλλιώς η κουτσουπιά, δύσκολα να ετυμολογηθεί ακριβώς η λέξη. (ΘΗΣΑΥ)
Αδρασκέλας - Από το δημωδ. αδρασκελιά, η δρασκελιά, το βήμα με μεγάλο άνοιγμα των σκεών, το ανοιχτό βήμα. Λογικά αδρασκελάς, αυτός που περπατάει με μεγάλα βήματα-δρασκελιές. Η λέξη από το ελνστ. διασκελίζομαι `κάνω μεγάλο βήμα΄. (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Αδραχτάς/Αδράχτας- Από το δημωδ. αδράχτι, το κυλινδρικό ξύλο στο οποίο τυλίγεται το νήμα που παράγεται κατά το γνέσιμο του μαλλιού,< μσν. αδράχτι<ελνστ. ?δράκτιον υποκορ. του?δρακτος.Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 15ο αι., αναφέρεται ένας Αδραχτάς Μιχαήλ.(ΛΤ) (BZP)
Αζάπης- Από το αραβοτουρκ. Azap, στρατιώτης ή ναύτης υποχρεωμένος να μένει άγαμος, ο ατίθασος μτφ.{ΣΗΤΡ}
Αζαρίας- Από το βαφτιστικό Αζαρίας, πρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης. Το όνομα, στα εβραικά, σημαίνει «βοηθούμενος από τον Θεό», ενώ στην ελληνική λαϊκή κουλτούρα οι μητέρες έταζαν τα μωρά τους πριν γεννηθούν στον Άγιο Αζαρία, παρετυμολογώντας το όνομα ως «αζάρωτος» για να μη γεννηθεί το μωρό ζαρωμένο.
Αηδόνης- Από το δωμωδ. αηδόνι, ωδικό πτηνό, και μεταφορικά για πρόσωπα, ο καλλίφωνος, μσν. αηδόνι(ν) < ελνστ. ?ηδόνιον υποκορ. του αρχ. ?ηδών.(ΛΤ)
Αϊβαλιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το Αϊβαλί της Μικρασίας, τις αρχαίες Κυδωνίες. Η ονομασία Αϊβαλί, λογικά σχετίζεται με την αρχική ονομασία, καθώς ayva είναι στα τούρκικα το κυδώνι. Η κατάλ. -(ι)ώτης, συνηθέστατη σε πατριδωνυμικά επώνυμα,πρβλ. Βολιώτης, Χαλκιδιώτης, Θασιώτης κτλ, από το αρχ. επίθ. ?ώτης, πρβλ. δεσμώτης, Ηπειρώτης, Σικελιώτης, Παρπαριώτης κτλ. (ΛΤ)
Ακαρέπης- Από το το τουρκικό akrep , ο σκορπιός.
Ακίλας- Από το αραβ/τουρκ. akil, φρόνιμος, συνετός.{ΣΗΤΡ}
Άκουρος- Από το δημώδ. άκουρος, ο ακούρευτος, στερ. ?α και αρχ. κουρά. (ΛΔΗΜ)
Άκρατος- Από το δημώδ. άκρατος, ο ανόθευτος, ο αμιγής και για χαρακτηρισμό ανθρώπου, ο γνήσιος, ο πραγματικός, <αρχ. επίθ. άκρατος. Η λέξη και σήμερα ιδιωματικά. {ΜΣΚ}(ΛΔΗΜ)
Ακρίδας-ν.ε. ακρίδα<αρχ.?κρίς,αιτ. -ίδα{Λ.Τ.}
Αλα?πάντας-Από το διαλεκτ. αλαμπάντα=ανακατωσιά, επανάσταση.< ιταλ.εκφρα. alla banda(λαφυραγωγία).{ΗΠΟΙΚ}
Αλατζάς-Σχετικό με το ν.ε. αλατζάς, βαμβακερό ύφασμα κατώτερης ποιότητας: Φουστάνι από αλατζά. <τουρκ. alaca ?ς{Λ.Τ.}
Αλατερός- Από το δημωδ. επίθ. αλατερός, ο έχων πολύ αλάτι, ο αλμυρός, <μσν. αλατερόν<αρχ. άλας.
Αλαφούζος- Από το ιδιωμ. αλάφι, αντί ελάφι(και αλαφίνα αντί ελαφίνα), και την ιδιωμ.υποκοριστική κατάληξη ?ούζος, πρβλ. Γιαννούζος, Γαβρούζος κτλ.(ΛΔΗΜ)
Αλαβάνος- Σχετικό με το ιδιωμ. αλαμάνος, απάνθρωπος, αιμοβόρος. Ετυμολογικά συνδέεται με το φράγκικο alleman, ο Γερμανός, που πέρασε σε μερικές ελληνικές διαλέκτους ως χαρακτηρισμός, όπως κι άλλα εθνικά ονόματα λόγω στερεοτύπων που επικράτησαν στον λαό, Βούλγαρης, Αρναούτης, Τσιφούτης, Λιτζερίνος κτλ.(ΛΔΗΜ)
Αλεβίζος/Αλεβιζάκης/Αλεβιζόπουλος/Αλεβιζάτος- Από το παλαιότ. βαφτ. Αλεβίζος, ελληνοποίηση του ιταλ. Alviso και αυτό με τη σειρά του ιταλοποίηση του νορβ. Alvis, πρόσωπο της μυθολογίας των Νορβηγών.
Αλετράς- Ο κατασκευαστής αλετριών( αλέτρι, το), <ουσ. άλετρον{ΗΠΓΛ}
Αλευράς- Από το ν.ε. αλευράς, ο αλευροπώλης,παροιμ. «αλευράς και πεινασμένος δε γίνεται». <αρχ. ?λευρον . Ως επώνυμο εμφανίζεται πρώτα, τουλάχιστον, το 1436.(ΛΔΗΜ)
Αλέφαντος- Μητρωνυμικό επώνυμο από το σπάνιο βαφτιστικό Αλεφαντώ(Ελεφαντώ). Πολύ σπάνιο και σήμερα χρησιμοποιείται όμως. Λιγότερο πιθανό είναι το επώνυμο να προέρχεται από το δημωδ. αλεφάντης,οπή επι της στέγης ή η είσοδος οικήματος από την οποία εισέρχεται το φως.Πρβλ. παρόμοια επώνυμα Φεγγίτης, Γκλαβάνης(βλ.επών.) κτλ.Σε διάφορες περιοχές όπως την Κάρπαθο η λέξη ?αλεφαντού? δηλώνει την υφάντρια, και είναι σχετικός με την παραλλαγή του επωνύμου Ανυφαντής/Αλυφαντής. (ΚΡΠΘ)
Αλικάκης(Αλικάκος)- Σχετικό με το τουρκ.alik, το φτιασίδι, η ερυθρότητα(ΕΠΜΑ)
Αλισανδράκης/Αλυσανδράκης- Από την ιταλική παραλλαγή το ονόματος Αλέξανδρος,Alissandro=Alessandro, συν την συνηθέστατη κατάληξη στην Κρήτη, -άκης. Το επώνυμο απαντάται στο Ρέθυμνο, Ρουμελή Μυλοπ. Και Πλάτανος Αμαρ.).(ΚΡΗΤ)
Αλούπης-Από το ιδιωμ. αλουπού, η αλεπού, αρχ. αλώπηξ..Στην κεφαλλ. διάλ. αλούπι , ο ζωηρός, δραστήριος, πανούργος, σχετικό με την αλεπού.{ΓΚΕ}
Αλιτζερίνος/Λιτζερίνος- Από το δημώδες (α)λιτζερίνος, που εκτός από την πρωταρχική του σημασία(Αλγερινός) σήμαινε και τον πειρατή, τον κουρσάρο, φαινόμενο συνηθέστατο ανάμεσα σε ελληνικούς πληθυσμούς της Τουρκοκρατίας, ιδιαίτερα στη Μάνη. Η λέξη είχε και την έννοια του αρπακτικού και κακόπιστου ανθρώπου. (ΛΔΗΜ)
Αλφιέρης- Από το δημώδ. αλφιέρης, ο σημαιοφόρος, φλαμπουροφόρος, την περίοδο της τουρκοκρατίας/βενετοκρατίας, από το ιταλ. lʼalfiere. (ΘΗΣΑΥ)
Αμανατίδης/Αμανετίδης/Αμανετόπουλος- Από το τουρκ. amanet, παρακαταθήκη, σύμφωνα με τον Βογιατζόγλου. Θεωρώ πιθανότερο να σχετίζεται με το (ομόριζο ν.ε. αμανέ<τουρκ. m?n(i)- είδος λαϊκής μουσικής, πρβλ. αμανετζής. (ΕΠΜΑ)
Αμδίτης- Επώνυμο εθνικό που δηλώνει καταγωγή από περιοχή που ονομάζεται Αμδί, συν την κατάλ. ?ίτης. Οικισμό Αμδί δεν βρήκα πουθενά, αμδί πάντως στην διάλεκτο της ανατολικής Θράκης(Σαράντα Εκκλησιών), έλεγαν το αμμούδι, την άμμο.
Αμοιρίδης/Αμυράς- Ίσως να σχετίζεται με την λέξη άμοιρος, ο κακόμοιρος, αλλά θεωρώ ότι το ?οι- προήλθε από λόγιο ορθογραφικό «εξελληνισμό». Είναι πιθανότερη η συσχέτιση του με το μεσν. αμιράς, ο άρχοντας, στρατηγός, που χρησιμοποιήθηκε και ως βαφτιστικό,εξού και η διάδοσή του. Η λέξη χρησιμοποιείται και θωπευτικά ως προσφώνηση , «αμιρά μου»(άρχοντα μου),< <αραβ.?am?r, η λέξη από τον 7ο αι.(μ.Χ) στα ελληνικά. Σαν επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα με μορφές όπως Αμηράλης(128-Σμύρνη),Αμιρούτζης(Τραπεζ.) κτλ (ΜΣΚ)(ΛΤ)(BZP)
Αμπατζής -κατασκευαστής ή πωλητής χοντρών μάλλινων υφασμάτων ή ρούχων.<τουρκ.Abacι{ΜΣΚ}
Αμπράζης- Από το αραβ/τουρκ. ebras, ψωραλέος, αγροίκος.{ΣΗΤΡ}
Αναγνώστης/Αναγνωστόπουλος/Αναγνωστάκης- Από το ν.ε. αναγνώστης ο. 1) Aυτός που διαβάζει 2) Πρόσωπο με κατώτερο εκκλησιαστικό βαθμό <αρχ.ουσ. αναγνώστης.που βοηθεί το διάκονο και τον ιερέα στα έργα τους. Και σαν βαφτιστικό σε ορισμένες περιοχές όπως την Πελοπόννησο, εξού η ευρεία διάδοση του ως επώνυμο, με όλες τις παραλλαγές του. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, ως Αναγνώστου(Εύβοια), ?Αναγνώστης (Θεσσ/κη){ΣΗΤΡ}(BZP)
Αναλυτής- Από το μεσν./δημώδ. αναλυτής, αυτός που αναλύει λεπτομερώς τα πράγματα, από το αρχ. ρήμα αναλύω. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, καθώς αναφέρεται κάποιος Αναλυτής στην Κεφαλονιά το 1264, αλλά και το 1331/2 αναφέρεται κάποιος Κωνσταντίνος Αναλυτής, ιερέας-δωρητής της εκκλησίας των Ταξιαρχών στη Δεσφίνα Φωκίδας. (ΛΔΗΜ) (BZP)
Αναματερός- Από το δημώδες αναματερό και αναματηρό, το δοχείο που μπαίνει το ανάμα. Ανάμα λέγεται στην εκκλησιαστική ορολογία το κόκκινο κρασί που χρησιμοποιείται για τη Θεία Ευχαριστία, <μεσν. νάμα με τη σημερινή σημασία< αρχ. ν?μα «τρεχούμενο νερό». (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Αναστασοβίτης- Επώνυμο εθνικό που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Αναστάσοβα της επαρχίας Καλαβρύτων, σήμ. Ανάσταση. Σλαβογενές τοπωνύμιο που δημιουργήθηκε από το βαφτ. Αναστάσιος, ως ανδρωνυμικό. {ΤΠΝΜ}
Αναστασόπουλος/Αναστασάκης κοκ- Από το βαφτ. Αναστάσιος,<αρχ. ανάστασις, έχει μορφές όπως Τάσιος, Τάσος, Σάκης, Τούσιας, Τσιάκος, κτλ.Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, με μορφές όπως, Αναστάς(Τραπεζ.), Αναστάσης(Λήμν.), Αναστασιόπουλος(Θεσσ/κη), Άναστος (Τραπεζ.), κτλ. (ΛΜ) (BZP)
Αναπλιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το Ανάπλι<Ναύπλιο λαικτρ.{ΤΠΝΜ}
Ανδριόπουλος / Ανδρουλάκης /Ανδρικόπουλος/Ανδρίτσος/Ανδρούτσος κοκ- Από το βαφτ. Ανδρέας, και τις καταλ. 1)?ίκος, από την μεσν. υποκορ. κατάλ. ?ίκι(ο)ν, πρβλ. πέρδιξ-περδίκιον κ.α.,2) ?ίτσος, από το μεσν. υποκορ. επίθ. ?ίτζι(ν),-ίτσι(ν), εξέλιξη του παλαιότερου ?ίκιν, πρβλ. αστρίκιν/αστρίτσι, 3) ?ούτσος, από το μεσν. επίθημα ?ούτση(ς)-ικος< ιταλ. υποκορ. επίθημα ucc(io), πρβλ. ιταλ. animaluccio ?ζωάκι?. Ως επώνυμα με αυτούς τους τύπους, τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, όπου αναφέρονται Ανδρούτζος στη Βέροια, και ?Ανδριτζόπουλος στην Αιτωλία. (ΛΤ)(ΛΜ)(BZP)(DCHD)
Ανδρώνης- Από το βαφτ. Ανδρώνης,υποχωρητικά,< Ανδρόνικος. Το όνομα Ανδρόνικος ήταν πολύ διαδεδομένο στα ύστερα βυζαντινά χρόνια, ίσως λόγω των δύο αυτοκρατόρων Ανδρόνικων,14ος αι.. Εμφανίζεται και σαν Ανδρωνάς τον 13ο αιώνα στη Θεσσ/κη.Και όνομα οικισμού στην Ηλεία, Αντ(δ)ρώνη(του).(BZP) (ΑΝΧΜ)
Αντωνίου/Αντώναρος/Αντωνόπουλος κοκ- Από το βαφτ. Αντώνιος,όνομα αγιών, από το λατ. Antonius, άγνωστου ετύμου, ίσως ετρουσκικής αρχής.(ΛΤ)
Ανευλαβής- Από το μεσν. ανευλαβής, 1) ο μη ευλαβής, ο μη σεβόμενος ή μη φοβούμενος, και 2) ο θρησκευτικά ασεβής. (ΛΔΗΜ)
Ανυφαντής- Από το δημ. ανυφαντής(μεσν. ανυφάντης), ο εξ επαγγέλματος υφαντής, αυτός που υφαίνει. Και Αλυφαντής, Αλφαντής. (ΛΔΗΜ).Αλ-υφαντής (ο) = αράχνη [< ανυφαντής < μεσν. ανυφάντης < αρχ. ανυφαίνω. Υπάρχουν δεκάδες είδη αράχνης με επιστ. ονομ. που έχει ως β΄ συνθετικό το -yphantes (κατάλογος του Αμερικανικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας) ένα από τα οποία είναι και το hylyphantes, που παραπέμπει στο αλυφαντής. Ίσως γι' αυτό το λόγο και η προφορά του -λυ- είναι υπερωική]
ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΤΕΝΕΔΟΥ-http://users.otenet.gr/~aker/GlossariA-I.htm
Ανυφαντής ο• Αλυφαντής.
1) Aυτός που υφαίνει, ο υφαντής: (Bακτ. αρχιερ. 181).2) «Pωγαλίδα» (του γένους των αραχνοειδών): (Eρωτόκρ. A´ 1197). [<αόρ. του ανυφαίνω + κατάλ. -τής. Η λ. (Βλάχ.) και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
Επιτομή Λεξικού Κριαρa
Σχετική έρευνα σε αρχεία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το αρχικό Αλ-υ-φαντής έχει οδηγήσει στις εκδοχές που αποδίδονται στους γραφείς υπάλληλους της εποχής: [1} των Αλ-η-φαντής ή Αλ-ει-φαντής λόγω καλλιγραφικής ή δύσμορφης γραφής του "υ" το οποίο εκλήφθηκε σε μεταγενέστερες μεταγραφές ως "η" ή "ει" και [2] του Αλ-ι-φαντής λόγω απλοποίησης της γραφής της προφορικής εκφοράς του επωνύμου.
Η παλαιότερη σωζόμενη γραφή του επωνύμου απαντάται στο Δημοτικό τραγούδι "Ο Αλλυφαντής" και αναφέρεται στον αρματολό "Αλλυφαντή" και στην δράση του. Δες: http://www.kenef.phil.uoi.gr/pdf/37971/37971.pdf. Χειρόγραφο του Δημοτικού έχει διασωθεί στο Κέντρο Ερεύνης των Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων της Ακαδημίας Αθηνών. Η διεύθυνση είναι Αλεξάνδρου Σούτσου 22, Αθήνα και το τηλέφωνο 211 211 1000. Ιστότοπος:www.academyofathens.gr/ilne/. {Αύξων αριθμός:1, Αριθμός χειρογράφου:00460 , Ημερομηνία κατάθεσης:19 Μαΐου 1923 ,Καταθέτης: Ιστορ.[ικόν] Λεξ.[ικόν] αρ. 66 ,Συλλογέας: Ανωνύμου Τόποι συλλογής: Πελοπόννησος αντιγεγραμμένα άλλοθεν, Τίτλος συλλογής: Μωραΐτικα τραγούδια, [σχ.] 4ον, φύλ.[λα] 72 (1905). Άσματα 121, δίστιχα 67. , Θεματικές ενότητες:[Άσματα, δίστιχα]
Άντζας- Από το ιδιωμ. άντζα, η γάμπα, μσν. άντζα <μσνλατ. *ancia.. Ως επώνυμο αναφέρεται ήδη από τον 11οαιώνα.{Λ.Τ.}
Αξαόπουλος- α)Από το δημώδες αξάγι/αξάι, το εξάγιον, το αλεύρι που δίνεται για αμοιβή στο μυλωνά. β) Ίσως από διαλεκτ. μορφή(Πελ/σος) του δημωδ. επιθέτου άξαντος/άξαστος, ο αλανάριστος, αυτού που δεν μπορεί να λαναριστεί το μαλλί του. Η πρώτη εκδοχή πρέπει να θεωρηθεί επικρατέστερη. (ΛΔΗΜ)
Απέκης/Απόκης- Από το ιδιωμ.(Πελ/σο) απέκης/απόκης, ο Ρουμελιώτης, ο «απʼέκει», ο από απέναντι, από τη Στερεά Ελλάδα.
Απέργης- Από το μεσν. απέργης, ο αμαρτωλός, ό άνομος. Από το ουσ. απέργιν, η αμαρτία, ανομία. (TRAPP)
Απόκοτος- Από το μεσν. και δημωδ. επιθ. απόκοτος,ο υπερβολικά τολμηρός, παράτολμος, ριψοκίνδυνος,< μσν. απόκοτος. (ΤΣΑΚΛ)(ΛΤ)
Αποσπόρης- Από το δημωδ. απόσπορο, κυριολ. το υπόλειμμα του σπόρου, μτφ. και συνήθ. χαρακτηρισμός του τελευταίου παιδιού μιας οικογένειας, αλλιώς το απογόνι, στερνοπαίδι.(ΛΔΗΜ)
Αποστολάκης/Αποστολάτος/Αποστολάκος κοκ- Από το βαφτ. Απόστολος-ης, αρχικά η λέξη , απόστολος,δήλωνε τον αγγελιοφόρο<αποστέλλω, διαδόθηκε λόγω των Δώδεκα Αποστόλων. Ως επώνυμο εμφανίζεται τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, ως Αποστόλης(1265-Σμύρνη), Αποστολόπουλος (1284-Λήμνος), κτλ. (ΛΜ)(BZP)
Αράπης/Αράπογλου- Από το δημωδ. αράπης, 1) αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή, ο μαύρος, ο νέγρος, 2) ο Άραβας, 3)ο πολύ μελαχρινός, μελαψός.<τουρκ. arap. Η κατάληξη ?όγλου, σχεδόν κατά κανόνα κατάληξη Μικρασιατών, προέρχεται από το τουρκ. ?oglu
Αρβάλης- Από το δημωδ. αρβάλι, ο αναρτήρας του κουβά, ή της μπακράτσας, το πιαστήρι, και ρήμα αρβαλώ/αρβαλίζω κάνω κρότο με αρβάλια, αρβάλη σύμφωνα με τον Ησύχιο, «τήγανον οστράκινον,Ταραντίνοι». (ΛΔΗΜ)
Αργύρης/Αργυράκης/Αργυρούσης κοκ- Από το βαφτ. Αργύρης<Αργύριος, μάρτυρας της Ορθοδ. Εκκλ., συντομευμένος τύπος του Ανάργυρος. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα ως Αργύρης, Αργυρόπουλος, Αργυρός κτλ. Ως Αργυρόπουλος είναι γνωστός και ο αυτοκράτορας Ρωμανός ο Γʼ (1028-1034), και ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, σημαντικός λόγιος του 15ου αιώνα. (ΛΜ)(BZP)
Αρίδας- Από το δημωδ. αρίδα, 1) είδος τρυπανιού, και 2) αρίδα τα πόδια, «μάζεψε τις αρίδες σου», και αρίδας αυτός που έχει μακριά πόδια, αρχ.?ρίς. (ΛΔΗΜ)
Αρμάγος-Αρμάος- Απο το βαφτ. Αρμάος-Αρμάγος, από το βενετσιάνικο armato, διαδεδομένο σε πολλές περιοχές του ελληνικού χώρου (Ιόνιο,Κρήτη,Θεσσαλία,Σέρρες κτλ). (ΑΝΧΜ)
Αρνάρης- Από το ν.ε. αρνάρης, ο έχων πρόβατα, αρνιά, ο προβατάς,πρβλ. Γιδάρης, Γελαδάρης κτλ. (ΛΔΗΜ)
Αρνιακός- Πατριδωνυμικό, δηλώνοντας καταγωγή από τοπωνύμιο όπως Αρνάς Πάρου και Άρνα Λακωνίας. Η κατάληξη ?ιακός είναι αρκετά σπάνια, παρόμοιο σχηματισμός είναι το «Βυζαντιακός». Λιγότερο πιθανό,από το δημωδ. αρνιακό, το δέρμα του αρνιού, το αρνοτόμαρο, προβιά. Πιθανώς το επώνυμο δηλώνει κάποιον που επεξεργαζόταν την προβιά, ή την πουλούσε. (ΛΔΗΜ)
Αρφάνης/Αρφανίδης/Αρφανάκος/Αρφανάκης- Από το ιδιωμ. αρφανός, ο ορφανός. Ως επώνυμο με την πιο συνηθισμένη και αρχική μορφή της λέξης, ορφανός, εμφανίζεται : το 13ο αιώνα στη Κεφαλονιά ως Ορφανός, το 15ο αιώνα ως Ορφανόπουλος, το 1288 ένας Λέων Ορφανός στην Κω κ.α. Η λέξη από το αρχαίο «ορφανός». (ΛΔΗΜ) (BZP) (ΛΤ)
Αρώνης- Από το βαφτ. Αρώνης, η εξελληνισμένη μορφή του βιβλικού Ααρών. Ως επώνυμο(ή μορφή βαφτιστικού) συναντάται για πρώτη φορά το 1260 στην Τραπεζούντα. (BZP)
Ασκούνης/Ασκόπουλος- Από το δημωδ. ασκί, υποκορ. του ασκός, το ασκάκι,και ασκοπούλι. Συν την υποκορ. κατάλ. ?ούνης(μσν. -ούνι < αρχ. υποκορ. επίθημα ?ιον,πρβλ. κεντρούνι,βυζούνι, Βασιλούνης,Δεσπούνης κτλ), και το Ασκόπουλος με την συνηθέστατη πατρωνυμική κατάλ. ?όπουλος. Το επώνυμο πιθανώς σχηματίστηκε από το επαγγελματικό Ασκάς, ο κατασκευαστής ασκών. (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Ασπιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Ασπάι της Κέρκυρας, πρβ.Ασπιωτάδες Κέρκυρας.{ΤΠΝΜ}
Ατματζίδης-Προέρχεται απο το τουρκ. ουσ. atmaca που δηλώνει ένα είδος γερακιού(accipiter gentilis),το ξεφτέρι.Εμφανίζεται και ως Ατματζιάδης, Ατματζής, Ατματζάκης,κτλ. (ΕΠΜΑ)
Αυγενάκης/Αυγεράκης/Αυγέρης/Αυγερόπουλος κ.α.- Από το βαφτ. Αυγερινός, όνομα από το επίθετο του πλανήτη Αφροδίτη, όπως φαίνεται την αυγή ως το τελευταίο άστρο της νύχτας, <μεσν.<επιθ. Αυγερινός< αρχ. αυγή, κατά το εσπερινός, νυχτερινός κ.α. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, αναφέρεται κάποιος Αυγερηνός Ιωάννης στη Λήμνο το 1300. (ΛΜ) (BZP)
Αφιώνης- Από το ν.ε. αφιόνι ,το όπιο<μσν. αφιόνι(ον) αντδ. < τουρκ. afyon -ι(ον) < περσ. < ελνστ.?πιον.{ΔΟΦ}
Αχαμνός- Από το ιδιωμ. αχαμνός, ο άσχημος, ο αδύνατος, ο ισχνός, <μσν. αχαμνός, `αδύναμος΄ < χαμνός, < αρχ. χα?νος. (ΛΤ)
B
Βαβύλης- Από το όνομα αγίου της Εκκλησίας, Άγιος Βάβυλας, επίσκοπος Αντιόχειας τον 3οαιώνα, ή λέξη ίσως σχετίζεται με το αρχ. βαβύλας-βαβύας, σύμφωνα με τον Ησύχιο «ο βόρβορος, πηλός». Λιγότερα πιθανό, από τη κεφαλλ. Ιδιωμ. λέξη βαβύλα, είδος κανθάρου βαθυκόκκινου, εκφρ. «βαβύλα κεράσια» δλδ κατακόκκινα-ώριμα κεράσια.{ΓΚΕ}
Βαγενάς- Από το ν.ε. βαγένι-βαρέλι,< μεσν. βαγοίνιον. Ο Meyer την ετυμολογεί από το σλαβ. vagan ?ξύλινη γαβάθα?. Πιθανώς από το <μεσν. λατ. vagna.{ΤΟΖ}
Βαγιωνάς/Βαγιόνης/Βαγιονάκης/Βαγιανόγλου κοκ- Από το βαφτ. Βάϊος, Βάγια, Βαγιώνα,<μτγν. βάιον, και βάγια, τα κλαδιά από φοίνικα,δάφνη κλπ, που δίνονται στους εκκλησιαζόμενους την Κυριακή των Βαΐων.(ΛΜ)
Βαζούρας / Βαβούρας - Από το δημωδ. βαβούρα, και βαζούρα ιδιωματικά, ο ενοχλητικός θόρυβος, η βοή, φασαρία, <μεσν. βαβούρα, ηχομιμ. < ελνστ. βαβ(άζω) `φωνάζω΄ -ούρα.(ΛΤ) {ΓΛΑΙΤ}
Βακράτσης - Από το τουρκ. bakrac, μικρό δοχείο για μεταφορά νερού, ν.ε. μπρακάτσια.Μπακράτσης/Βακράτσης ίσως ο κατασκευαστής ή έμπορων των συγκεκριμένων δοχείων.{ΣΗΤΡ}
Βαληνάκης- Από το πατριδωνυμικό Βαληνός/Βαλινός, ο καταγόμενος από το χωριό Βαλής του νομού Ηρακλείο, κατά το Πατρινός, Ζακυνθινός, Κομνηνός, Καντακουζηνός κτλ. {ΤΠΝΜ}
Βανδής- Από το μεσν. βάνδον ,το. Στρατιωτική σημαία και συνεκδ. στρατιωτική μονάδα. <ουσ. βάνδα<μεσν. λατ. bandum.{ΜΣΚ}
Βαξεβάνης (Μπαχτσεβάνης) - Από το τουρκ. bah??van- bah?e- κήπος, ο περιβολάρης, με φωνητικό εξελληνισμό.{ΣΗΤΡ}
Βαρβάκης- Από την ιδιωμ. λέξη βαρβάκι, πουλί νυχτόβιο με μεγάλα στρογγυλά μάτια, και φυτό.{ΣΗΤΡ}
Βαρβαρίγος- Από το βενετσιάνικο επώνυμο Barbarigo, μάλιστα ο Agostino Barbarigo, ήταν δόγης της Βενετίας από το 1486 ως το 1501. Σύμφωνα με το Ιστορικό Λεξικό Ζακύνθου του Ζώη, η οικογένεια καταγόταν από την οικογένεια των Βαρβαρίγων της Βενετίας, αφού πρώτα είχε εγκατασταθεί στην Κρήτη. Βαρβαρήγοι υπήρξαν και Προβλεπτές της Βενετίας, στη Ζάκυνθο. (ΛΞΖΑΚ)
Βαρβατσούλιας- Κεφαλλ. Ιδιωμ. λέξη βαρβατσούλια, η βαρειά οσμή που έχουν οι ?εργένηδες τράγοι. Σχετικό με το «βαρβάτος» και την κατάληξη ?ίλα(βλ.προβατίλα, ξινίλακ.α.){ΓΚΕ}
Βαρβιτσιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Μπαρμπίτσα(Βαρβίτσα) της Λακωνίας, πατρίδα του μεγάλου προεπαναστατικού κλεφτη του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη.{ΤΠΝΜ}
Βαρδής/Βαρδινογιάννης- Από το βαφτ. όνομα Βαρδής, σύνηθες από Έλληνες σε βενετοκρατούμενες περιοχές(Κρήτη,Κυκλάδες κτλ), από το βενετσιάνικο Baldin, εξελληνισμένο φωνητικά. Το βεν. Valdin με τη σειρά του προέρχεται αποτο αρχ.γερμ.Baldawin
Βαρθακούρης- Από το ιδιωμ. βαρθάκι, το βατράχι, συν την υποκορ. κατάληξ. ?ούρης.
Βαρνακιώτης- Επώνυμο γνωστού αγωνιστή του ʼ21. Το επώνυμο εθνικό, δηλώνει καταγωγή από το χωριό Βάρνακας, οικ. νομού Αιτωλοακαρνανίας, δ. Αλυζίας.{ΤΠΝΜ}
Βασσάρας,-Σχετίζεται με το τοπωνύμιο Βασσαράς, χωριό της Λακωνίας. Δεν είναι σπάνιο(ούτε όμως και σύνηθες) να δημιουργούνται πατριδωνυμικά επώνυμα με την απλή πρόσθεση του τελικού -ς, όπως Λοιδωρίκης, Σαμοθράκης, Σαλονίκης κτλ. Όσον αφορά την ετυμολογία του τοπωνυμίου απο το οποίο προέρχεται πιθανώς και το επώνυμο, η επικρατέστερη άποψη είναι οτι σχετίζεται με την αρχ. και μεσν. ελλ. λέξη βάσσα-τόπος φαραγγώδους κοιλάδας. Την άποψη αυτή δέχεται ο καθ.Δ. Β. Βαγιακάκος, '(Αρχαία καί μεσαιωνικά τοπωνύμια έκ Μάνης, Ελληνικά 15 (1957), σελ. 207-208).
Βασκαντάρης.Βασκαντήρας - Από την ηπειρ. ιδιωμ. λέξη βασκαντάρι/βασκαντήρα, όστρακο θαλάσσιο, όπου κρεμούν οι μητέρες στο λαιμό των παιδιών τους προς αποφυγή βασκανίας.{ΗΠΓΛ}
Βαφιάς/Βαφέας/Βαφειάδης/Βαφίδης/Βαφίνης/Βαφόπουλος- Από το δημωδ. βαφιάς, ο ελαιοχρωματιστής, ο μπογιατζής, <αρχ. βαφεύς.
Βεάκης: ο μπέης, ο κύριος (τουρκικά: bey)
Βέγγος: το φαρμακερό φυτό (περσικά: benk)
Βεδούρης - Από το δημωδ. βεδούρι/βεδούρα, ξύλινο ποιμενικό δοχείο, καρδάρα, μτφ. ως επίθετο δηλώνει τον παχύ και βραχύσωμος άνθρωπο. (ΛΔΗΜ)
Βελέντζας- Από τη ν.ε. βελέντζα, χοντρό και βαρύ μάλλινο υφαντό με ή χωρίς φλόκια, που το χρησιμοποιούσαν ως κλινοσκέπασμα· (πρβ. φλοκάτη). τουρκ. velen?(e) -α{ΣΗΤΡ}
Βελιμέζης- Από το τουρκ. bilmez, ο αμαθής, αχάριστος.{ΣΗΤΡ}
Βελόπουλος/Βελής/Βελίδης/Βελιδάκης/Βελλής κτλ- Από το τουρκ. veli, φύλακας, προστάτης, και άνθρωπος κοντά στον Θεό. Λιγότερα πιθανό από το δημώδ. βέλο, λεπτό και διαφανές ύφασμα, παλαιότερα. Ίσως με το δεύτερο να σχετίζεται και το επώνυμο Βελός, που αναφέρεται το 1264 στην Κεφαλονιά.(BZP)(ΕΠΜΣ)
Βέρρας/Βερόπουλος/Βεράκης/Βερίδης/Βερούσης κ.α.- Μητρωνυμικά επώνυμα από το θηλ. βαφτ. Βέρ(ρ)α, από το ιταλ. Vera, από το επίθ. vero<λατ. verus-αληθινός, σωστός-.(ΛΜ)
Βεργής- Επώνυμο από το βαφτ. Βεργής, ήδη από την παλαιολόγεια εποχή ως βαφτιστικό και ως επώνυμο(1370-Πόλη,1301-Χαλκιδική, κτλ). Το βαφτ., και ως Βεργής, Βέργος, Βέργω προήλθε από τη λέξη βεργί, ευλύγιστη ράβδος. Παρόμοια βαφτιστικά που βασίστηκαν σε αντικείμενα μπορούν να θεωρηθούν τα Συρμώ-Συρμή(σύρμα), Βελούδω(βελούδω), Μπαλάσης (μπαλάσι, είδος πολύτιμου λίθου),Πιπερώ(πιπέρι) και αρκετά άλλα που δεν χρησιμοποιούνται πλέον. (BZP) (ΣΨΘΡΑ)
Βερεμής- Από το ν.ε. βερέμης, <τουρκ. verem, χτικιό, ο χτικιάρης και κατʼεπέκταση ο δύστροπος.{ΣΗΤΡ}
Βερνίκος- Από το δημωδ. βερνίκι, ρευστή, ρητινώδης ουσία που χρησιμοποιείται ως επίχρισμα σε διάφορες επιφάνειες για στίλβωση ή και για προστασία, πιθανώς αυτός που έφερε το επώνυμο ήταν κατασκευαστής ή έμπορος του προϊόντος. ελνστ. βερενίκιον(Λ.Μ)
Βεσκούκης- Από το αρβαν. veshqok, ο έξυπνος, το ξεφτέρι. {ALBD}
Βετούλης- Από το ιδιωμ. βετούλι, το νεογέννητο κατσικάκι.{ΓΚΕ}
Βηλαράς-Από το μεσν./νεοελλ.βηλάρι,το. 1) Ύφασμα του αργαλειού, 2) Παραπέτασμα: να σηκώσουν τα βηλάρια του μίσκαν,<λατ. velarium,η λέξη στα ελληνικά :?ιον τον 6. αι. και ?ιν το 10. αι.,{ΜΣΚ}
Βλάτης/Βλάττης- Από το δημωδ. βλάττι(ν)- βλατί, πολυτελές μεταξωτό ύφασμα, συν. πορφυρό, και συνεκδ. ένδυμα ή κάλυμμα από αυτό.Ως επώνυμο αναφέρεται ήδη από τον 14ο αιώνα ως Βλατής(Βλατής Θεόδωρος-Μητροπ.Θεσσ/κης{1371),Βλατάς,Βλατερός κτλ(ΛΔΗΜ)(ΜΣΚ)(BZP)
Βλάχος/Βλαχογιάννης/Βλαχόπουλος/Βλαχάκης κτλ- Από το μεσν. & δημώδ. βλάχος, 1)ο βλαχόφωνος, ο ομιλών βλάχικη-λατινογενή διάλεκτο, 2) ο ορεσίβιος, και νομάδας ποιμένας,3) ο άξεστος, αγροίκος, ο χωριάτης. Βλάχους λέγανε παραδείγματος χάρη και οι Χιώτες τους προύχοντες συμπατριώτες τους που ξενιτεύονταν στη Βλαχία, όπως επίσης βλάχους ονομάζουν οι Μανιάτες όλους τους υπόλοιπους Πελοποννήσιους. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα με τύπους όπως, Βλαχοϊάννης(1279-Χαλκ/κη),Βλαχόπουλος (1316-Σέρρες, 1440-Πάτρα), Βλάχος(1264- Κεφαλονιά) κτλ. (ΛΔΗΜ) (BZP)
Βλίτας-από τη ν.ε. λέξη βλίτο, αρχ. ουσ. βλίτον{Λ.Τ.}
Βογιατζής: ο μπογιατζής (τουρκικά: boyaci)
Βοναπάρτης: η καλή μερίδα (ιταλικά: buono parte)
Βουγιουκλάκη: η μεγάλη (από το τούρκικο buyuk)
Βολουδάκης/Βολούδης- Επώνυμο Σφακιανής οικογένειας, που είναι κλάδος των Πατακών. Η μόνη ερμηνεία που μπορώ να δώσω όσον αφορά την ετυμολογία του επων. Βολούδης, είναι να σχετίζεται με το δημωδ. βόλος,μικρή σφαίρα από γυαλί, η μπίλια,<αρχ. β?λος. Η κατάληξη ?ούδης, από το υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών, -ούδι, μσν. -ούδιν < ελνστ. ?ούδιον. Σχετικό επώνυμο αναφέρεται στην Κρήτη(Κάλαμος), τον 14ο αιώνα, Βόλακας, που σχηματίστηκε από το ίδιο θέμα και την μεγενθ. αρσενικών ονομάτων ?άκας. (ΛΤ)(BZP)
Βορίδης/Βοριάς/Βορέας/Βοράκης- Από το δημ. βοριάς,βορέας, ο βόρειος άνεμος, μσν. βοριάς < αρχ. βορέας. Ίσως να χρησιμοποιήθηκε και σαν βαφτιστικό. Παρόμοια επίθετα Πουνέντης, Μαΐστρος, Σιρόκος κτλ. (ΛΤ)
Βόσκαρης- Από το δημωδ. βόσκαρης, ο βοσκός συν την υποκορ. καταλ. ?άρης. (ΛΔΗΜ)
Βουλάρης- Από το μεσν. βουλάριος, ο γραμματέας της μητρόπολης, εντελταμένος να φυλάει τη σφραγίδα. (ΛΔΗΜ)
Βουρλής/Βούρλας/Βουρλός- Από το δημωδ. βούρλα, αλλιώς η μούρλα/μούρλια, η τρέλα, η μανία, πρβλ. βουρλίζω, βούρλισμα.< μσν. βουρλίζω `τρέμω σαν βούρλο΄<ελνστ. βρο?λον. (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Βουζουνάρας- Από το ιδιωμ. βουζούνι-α, το απόστημα, το σπυρί-καλόγερος. Η λέξη βουζούνι, από το ιδιωμ. βουζ- ούνι<βύζα+-ούνι. Η κατάλ. ?άρας ως μεγενθυτική, πρβλ. Κωνσταντάρας, Γιανναράς κτλ. (ΤΣΑΚΛ)
Βουλάρης- Από το μεσν. βουλάριος, ο γραμματέας της μητρόπολης, εντελταμένος να φυλάει τη σφραγίδα, τη βούλα. (ΛΔΗΜ)
Βουτσάς-από τη λέξη βούτσι+ επαγγελ. καταλ. -άς, βαρέλι. Β.=βαρελάς. (Τριαντ.),< ελνστ. βούτις.{ΤΟΖ}
Βρεττός/Βρεττάκος- Απο το δημ. βρετός, ο ευρημένος, ο ευρετός,1) "επί νηπίων, το υπό των οικείων του εγκαταλειφθέν και ευρεθέν υπό τινός, το έκθετον,2) νήπιον υπό των γονέων του αποτεθέν έμρποσθεν της εκκλησίας, είτε εν τη οδώ, ινά αναλάβη την βάπτισιν του ο πρώτος τυχών διαβάτης. Σύμφωνα με τον Βαγιακάκο, «Μανιάται εις Ζάκυνθον», το όνομα Βρετός, ως βαφτιστικό, είναι σύνηθες στη Μάνη. Έτσι καλείται το εκτεθειμένο από τους γονείς του βρέφος και αργότερα ευρεθέν(βρετό) από άλλους, και ονομάζεται έτσι από πρόληψη πιστεύοντας ότι έτσι θα απόφευχθεί ο θάνατος του βρέφους. Σαν επώνυμο,τουλάχιστον, από τον 14ο αιώνα, με την αρχική μορφή Ευρετός,στην Χαλκιδική(1318). Την ίδια έννοια έχει και το ιταλ. Esposito , πολύ διαδεδομένο επώνυμο στην Ιταλία.(BZP)(ΛΔΗΜ)
Βρούχας/Βρούχος/Βρουχάκης- Από το ιδιωμ. βρούχος, είδος μεγαλόσωμης ακρίδας, από το αρχ. βρούκος, Ησύχ.Γλώσσ. «βρούκος-ακριδών είδη Ίωνες. Κύπριοι δε την χλωράν ακρίδα βρούκαν». (ΤΣΑΚΛ)
Βουτσινάς-Από το δημωδ. βουτσίνα(βυτίνα,βουτίνα,μπουτίνα,μπουτινέλος), είδος μεγάλος κάδου για ποιμενική χρήση, η βούτα ή βούτη αλλού. Η παραγωγική καταλ.-άς, δηλώνει επάγγελμα πρβλ. φαναράς, βαρελάς, βουτσάς, βαγενάς κτλ(ΛΔΗΜ)
Βρούβας-από τη λέξη βρούβα ,είδος άγριου χόρτου.Και η έκφραση «τρώει βρούβες» για τον εύπιστο.{Λ.Τ.}
Βρούτσης/Βούρτσης- Από το μεσν.(και σημ.ιδιωμ.) βρουτσί(ν), μικρή βούρτσα από τρίχες χοίρου, <ουσ. βρούτσα. Ως επώνυμο με τη μορφή Βούρτζης, ήδη τον 11ο αιώνα.( J.-Cl. Cheynet, C. Morrisson and W. Seibt)(BZP)(ΜΣΚ)
Βρυώνης- Από το μτγν/μεσν. βρυώνης, είδος αμπέλου.Επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή. Διευκρινιστικά ο γνωστός τουρκαλβανός Ομέρ Βρυώνης όφειλε το «επώνυμο» του στον τόπο καταγωγής του, χωριό Βρυώνη στη νότια Αλβανία. Και στα ν.ε. βρυωνιές είδος φυτού. (ΛΔΗΜ)
Βωβός- Από το μσν. βωβός, ο άλαλος, ως επώνυμο καταγράφεται τον 11ο αι. από τον Κεδρηνό(Georgius Cedrenus,Bonnae,1838-1839,II,451,18).{GLOBG}
Βώκος- Από το δημωδ. βώκος, ο μη αντιλαμβανόμενος, ο ανόητος, ο μπουνταλάς,<αρχ.βώκος, βούκος, ο γελαδάρης. Το επώνυμο Βώκος ήταν το επώνυμο της οικογένειας των Μιαούληδων, η οποία καταγόταν από τα Φυλλά Ευβοίας. (ΛΔΗΜ)
Γ
Γαβαλάς- Επώνυμο που εμφανίζεται ήδη από τον 11οαιώνα στην Ελλάδα, σχετίζεται:1) μεσν. γαβαλάν, «κεφαλάν»(Ησυχ.), και ιδιωμ.γάβα και κάβα το κεφάλι ή 2) με το δημωδ. γάβαλο, ο κόπρος του αλόγου. (ΛΔΗΜ)
Γαζέπης- Από το τουρκ. gazap, θυμός, κατάρα.{ΣΗΤΡ}
Γαζής- Από το τουρκ. gazi, αγωνιστής, τροπαιούχος.{ΣΗΤΡ}
Γαϊτάνης- Από το ν.ε. γαϊτάνι(κορδόνι μεταξωτό)< ελνστ. γαϊετανόν <λατ.gaitanum. Και ως βαφτιστικό, σπάνιο βέβαια, ως και τις μέρες μας, πρβλ. Συρμώ/ Συρματένια/Συρμής.{ΤΟΖ}
Γαλακτερός- Από το ιδιωμ. γαλαχτερός, ο πλήρης γάλακτος. Για τα ζώα, γαλακτερά όσα ακόμα θηλάζουν.{ΓΚΕ}
ΓΑΛΑΝΗΣ, ΓΑΛΑΝΟΣ,ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ,ΓΑΛΑΝΙΔΗΣ,ΓΑΛΑΝΙΔΑΚΗΣ,ΓΑΛΑΝΕΑΣ,ΓΑΛΑΝΟΥΔΑΚΗΣ,ΓΑΛΑΝΟΓΛΟΥ :
Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι που έχει δημιουργηθεί από σωματικές ιδιότητες στο συγκεκριμένο από χρώμα που δόθηκε στα μαλλιά ή στα μάτια,προερχομενο απο το ΒυζντιοΓαλάνης-γαλανός + καταλ. ?ης.
Γάλαρης- Σχετικό με την ιδιωμ. λέξη γαλάρι. Το πρόβατο, το παράγων γάλα, αντιθέτως με τα στέρφα-στείρα. {ΓΣ}
Γαλατσίδας- Από το δημωδ. γαλατσίδα, γενική ονομασία διάφορων χόρτων με γαλακτώδη χυμό, μσν. γαλατσίδα < γαλατσίς, αιτ. -ίδα < γαλακτίς.(ΛΔΗΜ) {Λ.Τ.}
Γαλέος-ν.ε.γαλέος, είδος ψαριού,<αρχ.γαλεός{Λ.Τ.}
Γαλής- Από το τουρκ. gali, ακριβός, υπερτιμημένος.{ΣΗΤΡ}
Γαλιάτσος- Από το ν.ε. γαλιάτσος, κωπηλάτης σε γαλέρα,ουσ. γαλιότος <βεν. galioto· πβ. γαλιότης.{ΜΣΚ}
Γαλιφάς/Γαλιφός/Γαλιφάκης/Γαλύφας- Από το δημώδ. γαλίφης, γαλίφος, ο πλάνος, ο κόλακας, αυτός που προσπαθεί να πετύχει κάτι με γαλιφιές, με καλόπιασμα. <μεσν. γαλίφος<ιταλ. gaglioffo. (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Γαργαλέλης/Γαργάλης- ν.ε. γαργάλι ?η σκανδάλη του πυροβόλου όπλου/ είδος φυτού?. Και σχετικό τοπωνύμιο στη Μεσσηνία Γαργαλιάνοι. Πιθανότατα να σχετίζεται όμως με το ρήμα γαργαλώ.{ΤΟΖ}
Γαρμπής- Γαρμπής , ο νοτειοδυτικός άνεμος, συνήθως χειμερινός και βροχερός. Μτφ. ο βάναυσος. μσν.γαρμπής<βεν.garbin< αραβ.garb?.. Και σαν βαφτιστικό, σπάνια.{ΓΚΕ}
Γαρμπίλας- Ίσως σχετικό με το ν.ε. γαρμπίλι ,ψιλό χαλίκι που χρησιμοποείται στην οικοδομική και στην οδοποιία· σύντριμμα.Πιθανότερο θεωρώ το ενδεχόμενο να προέρχεται από το σπάνιο βαφτιστικό Γαρμπής με την υποκοριστική κατάληξη ?ίλας, κατά το Γεωργίλας. {ΜΣΚ}
Γαρώνης- Από το δημώδ. ρήμα γαρώνω, αλλιώς το αλατίζω, παστώνω. Από το ους. γάρος-η άρμη, από το αρχ. ουσ. γάρος, η λέξη και σήμερα ιδιωματικά. Το επώνυμο σχηματίστηκε όπως πολλά άλλα, π.χ. Βουλώνης(βουλώνει), Κουτσοπίνης(κουτσοπίνει), Κρυώνης(κρυώνει), Περιμένης(περιμένει), κ.α.. {ΜΣΚ}(ΛΔΗΜ)
Γάτσης-Γάτσης <Γάκης <Γεωργάκης, με τσιτακισμό. Ίσως σχετικό και με το διαλεκτικό γάτσος/γάτσης ο γάτος.{ΤΟΖ}
Γερακάρης- Αυτός που τρέφει και γυμνάζει κυνηγετικά γεράκια. Ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή εμφανίζεται ως επώνυμο (1264-Κεφαλονιά).{ΜΣΚ}(BZP)
Γεράνης/Γερανίδης- Από το ν.ε. γεράνι, καλλωπιστικό φυτό< ελνστ. γεράνιον.{Λ.Τ.}
Γεροντόπουλος/Γέρος/Γέρου/Γερούδης/Γερούσης κ.α.- Από το δημώδ. γέροντας, γέρος, ο ηλικιωμένος, < μσν. γέροντας < αρχ. γέρων, αιτ. ?οντα. Και ως μοναχικό όνομα Γερόντιος. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, με μορφές όπως Γεροδυάκος(sic), το 1357 στην Πόλη, Γεροκαλάς,1287 Πάφος, Γέρος το 1394-Λευκωσία,κτλ. (BZP) (ΛΤ)
Γεωργιάδης/Γεωργίου/Γεωργόπουλος/Γεωργούσης/Γεωργούλιας κ.α.- Από το βαφτ. Γεώργιος, ένα από τα δημοφιλέστερα βαφτιστικά στην Ελλάδα, όνομα αγίων, πατριαρχών, < αρχ. γεωργός. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, με μορφές όπως Γεωργίλας(1360-Σέρρες), Γεωργίτζης (1271-Χαλκ/κη), Γεωργιτζόπουλος(1375-Μυστράς) κτλ (BZP) (ΛΜ)
Γιαβάσης- Από το τουρκ. yavas, μαλακός.{ΣΗΤΡ}
Γιαγκάσης- Από το ν.ε. γιαγκάσης,γιαγκάης(Ποντ.). Από το τουρκ.yankaz=απατεώνας, άτακτος.{ΑΝΤΖ}
Γιαγκούλας- από το βαφτιστικό Γιάγκος+μεγεθ.καταλ. ?ούλας. (Γιάγκος-Γιάννης-Ιωάννης).{ΤΟΖ}
Γιακουμάτος/Γιακουμής/Γιακουμάκης/Γιακούμογλου κ.α.- Από το βαφτ. Γιακουμής, μορφή του Ιάκωβος. Ίσως επηρεασμένο από την βενετσ. εκδοχή του ίδιου ονόματος, Giacomo<υστερολατ. Jacomus/Jacobus<Ιάκωβος. Το Ιάκωβος αποτελεί εξελληνισμένη μορφή του αρχικού εβραϊκού Ιακώβ>Yaʼakov, που συνδέεται με το εβρ. aqeb- φτέρνα- , επειδή σύμφωνα με τη βίβλο ο Ιακώβ γεννήθηκε δεύτερος κρατώντας τη φτέρνα του αδελφού του Ησαύ. (ΛΜ)
Γιαλαμάς- Από το τουρκ. yalama, ξεφλούδισμα, εξάνθημα στα χείλη.{ΣΗΤΡ}
Γιαλούρος- Από το ιδιωμ. γιαλούρι, πετεινός ακατάλληλος για καπόνι/καπόνι-Πετεινός ευνουχισμένος <πληθ. caponi του βεν. capon{ΣΗΤΡ}
Γιαλούσης/Γιαλουσάκης- Από το δημωδ. ο κάτοικος σε παράλιες περιοχές, κοντά σε γιαλούς, ή αυτός που ζει παραλιακά και ζει από την αλιεία και κατά συνέπεια ο άκληρος, ο φτωχός. (ΛΔΗΜ)
Γιαμαλάκης- Από το τουρκ. yamalak, μπαλωμένος.{ΣΗΤΡ}
Γιαννακάς/Γιαννάκης/Γιαννέλης/Γιαννόπουλος κτλ- Από το βαφτ. Γιάννης<Ιωάννης, δημοφιλέστατο όνομα στην Ελλάδα. Όνομα του Προδρόμου, αγιών, αυτοκρατόρων κτλ. Από το εβρ. Yokhanan-o Θεός έχει δείξει εύνοια-.Ως επώνυμο εμφανίζεται τουλάχιστον από τον 12ο αιώνα με μορφές όπως, Καλογιάννης (12ος), Κουστουγιάννης(1378-Χαλ/κη), Κουτζογιάννης( 1415-Λήμνος), Μουσογιάννης (1331-Κρήτη), Παπαγιάννης(1445-Χαλκ/κη), Παπαγιαννόπουλος (13ος-Τραπεζούντα), Σγουρογιάννης (1331-Κρήτη), Γιαννίτζης(1323-Κρήτη), Τζουρουγιάννης(1319-Μακεδονία), Γιαννούτζος(1391-Κέρκυρα), Βλαχοϊάννης(1279-Ιερισσός), Γιαννίκης(1374-Κύπρος), Γιαννόπουλος(14ος), Γιανούλας(1316-Σέρρες), Δαιμονογιάννης(1248-Μονεμβασιά), κτλ. (BZP)(ΛΜ)
Γιόλδασης- Από το τουρκ. yoldas, συνοδοιπόρος.{ΣΗΤΡ}
Γιουρλάς- Από τη λέξη γιουρλάς , εθελοντής ή τοπικός γενίτσαρος (της κυρίως Ελλάδας), όχι του σουλτάνου, <τουρκ. yerli.{ΜΣΚ}
Γιουρούκης- Από το τουρκ.y?r?k, ο γρήγορος στα πόδια, ο νομάς, ο άσκοπα περιφερόμενος.(ΕΠΜΑ)
Γιούτσος-Από το τουρκ. y??e=ο ψηλός, ο μεγάλος{ΣΗΤΡ}
Γκαγκάνης- Από το διαλεκτ. ν.ε. γκαγκάνι(Αμοργ.,Πελ.,Θεσσ.,Μακεδ.,Μύκ.). Ο καρπός του γαιδουράγκαθου. Σκωπτικά οι κάτοικοι του Λιτόχωρου από τους κατοίκους των γειτονικών χωριών. Η λέξη απαντά στο ιδίωμα Πυλαίας Θεσσ/κης ως ʽγκάνι «αγκάθι». Προέρχεται από το ακάνιον, ακάνθιον του Ησύχιου, με επανάληψη στην πρώτη συλλαβή του συμφώνου της δεύτερης,πρβ.ίλερη>λίλερη, αβατσινιά>βαβατσινιά κ.α.{ΑΝΤΖ}
Γκάγκαρος- Από το δημωδ. γκάγκαρος, χαρακτηρισμός που δινόταν στους γηγενείς Aθηναίους, γκάγκαρο -ς < ιταλ. ganghero `στρόφιγγα΄ (σκωπτικά, επειδή υποτίθεται ότι μαντάλωναν την πόρτα τους). {Λ.Τ.} (ΛΔΗΜ)
Γκαλίτσιος- Από το διαλεκ.(Ζαγόρι), είδος πουλιού, γκαλίτσια(τα), εν.γκαλίτσι, είδος γκαΐλας, κουρούνας, αλλά σε μικρότερο μέγεθος. Η λέξη διαλ.(Κοζ.,Καστ.){ΤΟΖ}
Γκανάτσιος- Απο την καταγεγραμμένη μορφή του βαφτιστικού Αθανάσιος, Γκανάτσιος, στα βορειοελλαδικά ιδιώματα(Σιάτιστα, Βελβ.) (ΒΕΛΒ)
Γκέρμπεσης- Από το αρβαν. g?rb?, καμπούρα,<σλαβ.g?rba .Και όνομα οικισμών στην Πελοπόννησο, Γκέρμπεσης ήταν το επώνυμο αρβανίτη stratioto, μισθοφόρος των Βενετών, και όπως σνηθιζόταν ανταμοίβονταν με εκτάσεις-πρόνειες.{ALBD}
Γκιάτης/Γκλιάτης- Από το αρβαν.gjat? ?ο μακρύς, μακρουλός?.{ΤΟΖ}
Γκιζίκης- Από το τουρκ. gezig, κακό σπυρί, φαγούρα.{ΣΗΤΡ}
Γκίνης- Από την αρβαν. εκδοχή του βαφτ. Ιωάννης-Γιάννης.{ΤΟΖ}
Γκιόκας- Από την αρβαν. βαφτ. Γκιόκας<Γεώργιος.{ΤΟΖ}
Ή Γκιόκας- Από το τουρκ. g?k, ο γαλάζιος, γαλαζωπός(ΕΠΜΑ)
Γκιουλέκας- Από το δημώδ. γκιουλέκας, πληθ. γκιουλέκηδες, ο νταής, ο ψευτοπαλικαράς: «Kάνει τον γκιουλέκα». Από το όνομα Αλβανού άτυχου επαναστάτη του 19ου αιώνα, Gjoleka. Το αλβανικό επίθετο Gjoleka προέρχεται από τα βαφτ. Gjon-Ιωάννης και Leka-Αλέξανδρος {Λ.Τ.}
Γκλαβάνης- Από το σλαβ. glavan(glava=κεφάλι), ο σπουδαίος, κύριος.{ΣΗΤΡ}
Γκόγκας- Το επίθετο που δίνουν οι Αλβανοί στους Βλάχους, ?gog??.{ΤΟΖ}
Γκολέμης-Από το σλαβ. golem, μεγάλος. Συχνό αρβανίτικο επώνυμο.{ΣΗΤΡ}
Γκολφινος (Γκολφινόπουλος κ.α.)- Συχνό επώνυμο κυρίως στην Αχαΐα, από το βαφτ. Γκολφίνος<εγκόλπιον το· γκόλφι· γκόλφιν·εγκόλφιον, α) Εγκόλπιο, φυλαχτό, ) (εκκλ.) το επιστήθιο του αρχιερέα που εικονίζει το Χριστό σαν επίσημο διακριτικό της αρχιερατικής εξουσίας, γενικ.) πράγμα πολύτιμο, κόσμημα.{Λ.Τ.}
Γκουλιάρας-Από το διαλεκτ. γκουλιάρας-είδος κούνιας, η τραμπάλα, από το ιταλ.gugla<λατ.agulia.{ΤΟΖ}
Γκόνης δεν προέρχεται από το πτηνό γκιώνης (υπάρχει επώνυμο Γκιώνης).
Το Γκόνης προέρχεται από την ονομασία του μοναδικού εγγονού κάποιου Έλληνα επί τουρκοκρατίας στην Αρκαδία (Αλωνίσταινα) .
Οι τούρκοι είχαν ξεκληρίσει όλη την οικογενειά του , εκτός απο ένα εγγόνι του που το ονόμασε Θοδωρή. (Δώρο Θεού ) και Γκόνη από το εγγόνι.
Γκούμας- Αρβανίτικη εκδοχή του Γιακουμής<Ιάκωβος.{ΤΟΖ}
Γκούντης/Γκουντίνας- Επώνυμα από τις καταγεγραμμένες μορφές του βαφτ. Κωνσταντίνος στα βορειοελλαδικά ιδιώματα, Γκούντης-Γκουντίνας. Η διαδρομή που έκαναν μέσα από τη φωνολογία των βορειοελλαδικών ιδιωμάτων(Βελβεντό, Κοζάνη, Σιάτιστα κ.α.) είναι κάπως έτσι Κωσταντής>Κουσταντής>Κουντής(που έχει δώσει επώνυμο)> Γκούντης. (ΒΕΛΒ)
Γκρίτζαλης- Από το διαλεκτ.(Ηπειρ.) γκρίζαλος=τραχύς, κακότροπος, φιλόνικος. Ίσως σχετικό με το σλαβ. gryzo=δαγκώνω, ροκανίζω.{ΤΟΖ}
Γοντζές- Από το τουρκ. gonce, ,μπουμπούκι.{ΣΗΤΡ}
Γόντικας- Από τη γοντικοβελόνα των ραφτάδων-τερζήδων, ίσως γόντικας ο κατασκευαστής τέτοιων βελονών.{ΣΗΤΡ}
Γούλιαρης- Από το δημωδ. γούλιαρης, ο λαίμαργος, από το ουσ. γούλα<λατ.gula, το στομάχι των πουλερικών. (ΤΣΑΚΛ)
Γούργουλας- Από το ουσ.γούργουρας, ο. λαιμός (εσωτερικά), λάρυγγας, φάρυγγας και είδος αγγείου. Σχετικό και το ρήμα γουργουρίζω. <λ. ηχοπ.{ΓΛ}
Γούρμος- Από το ιδιωμ. γούρμος, ο ώριμος,< αρχ. ?ριμος.
Γούσιας/Γούσας/Γούτος- Από το τα αντίστοιχα βαφτιστικά, μορφές του ονόμ.Γεώργιος,πρβ. Γεωργούσιας-Γεωργούσας-Γεωργούτος. Η κατάληξη ?ούσης, και οι παραλλαγές της απαντάται ως υποκοριστική σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, ιδίως στα τσακώνικα(βλ. Το Λεξικό της Τσακωνικής Διαλέκτου ,Θανάση Π. Κωστάκη), και σε επώνυμα κυρίως στη Χίο, και ως πατριδωνυμικό. (ΕΕΛΟΝ)
Γραμματικός/Γραμματίκας/Γραμματικόπουλος κ.α.- Από το δημώδ. γραμματικός, ο γραμματέας, από το αρχ. ουσ. γραμματικός. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 14ο αιώνα, καθώς μεταξύ άλλων αναφέρονται οι Γεώργιος Γραμματικός-Βέρροια-1338, Γραμματικόπουλος-Κρήτη-1452, Μιχαήλ Γραμματικός-Ραδόλιβος(Σέρρες)-1316, κ.α. (ΛΔΗΜ) (BZP) {ΜΣΚ}
Γρίβας- Από το μεσν. γρίβας, άλογο που έχει χρώμα σταχτί, ψαρής, «εις ίππον γρίβαν επιβάς, Διγεν. Ζ3358)< παλαιοτ. γερμ. Ghr?waz μέσω των λατινικών.{ΜΣΚ}
Γρίζας- Από το ν.ε. γρίζα, φόρεμα χρώματος γκρίζου<γαλλ. gris ή ιταλ. griso.{ΜΣΚ}
Γρυπάρης/Γριπάρης- Από το δημωδ.γρυπάρης/γριπάρης, αυτός που ψαρεύει με γρίπο, συσκευή ανάλογη προς την τράτα ή ο κατασκευαστής γριπών, <ελνστ. γρ?πος `δίχτυ ψαρά΄.(ΛΔΗΜ){ΜΣΚ}
Γρούτης- Διαλεκτ.(Χίος), ο πολύ σιωπηλός, αλλά κακής φύσης άνθρωπος.{ΧΓΠ}
Γωβιός/Γοβιός- Από το δημωδ. γωβιός, είδος μικρού ψαριού,<αρχ. κωβιός. Επώνυμο Ευβοιώτη πρωταγωνιστή του ʼ21, (ΛΔΗΜ)
Δ
Δάβαρης(Δαβαράκης,Ντάβαρης)- Από το τουρκ. davar, η κατσίκα, το κοπάδι.(ΕΠΜΑ)
Δαλάκης- Από το τουρκ. dalak, αιχμάλωτος, δούλος.{ΣΗΤΡ}
Δάλας- Ίσως από το αρβανίτικο dhalle=ξυνόγαλο, βλαχ.dala.{ΤΟΖ}
Δαμαλάς- Από το δημωδ. δαμάλι. Αλλιώς το μοσχάρι .<δαμάλιον.{ΜΣΚ}
Δαμανάκης/Δαμιανάκης- Από το βαφτ. Δαμιανός, και την (αρχικά υποκοριστική) κατάληξη ?άκης. Το βαφτ. Αβέβαιου ετύμου, πιθανώς, σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη, σχετίζεται με το αρχ. Δάμων.
Δεμέστικος/Δεμέστιχας- δομέστικος, αρχηγός, διοικητής, <λατ. domesticus{ΜΚΣ}
Δερβίσης- Από το τουρκ. dervis, μοναχός, φτωχός.{ΣΗΤΡ}
ΔΑΛΑΜΑΓΚΑΣ.Τα επώνυμα αυτά τα συναντούμε αυτούσια σε Ιταλούς και Ισπανούς (Dalamaga) και στα οποία έψαξα και βρήκα την ετυμολογική ρίζα ακόμη και το σχετικό οικόσημο.
Τα επώνυμα αυτά τα συναντούμε στα Δυτικά παράλια της Ελλάδας, κυρίως στην Ηπειρο-Νομός Πρεβέζης.
Τα επώνυμα αυτά τα συναντούμε
Δημηνάς- Από την καταγεγραμμένη μορφή του βαφτ. Δημήτριος, Δημηνάς. Η συγκεκριμένη μορφή του Δημήτρης απαντάται στα βορειοελλαδικά ιδιώματα(π.χ. Καταφύγι). (ΒΕΛΒ)
Διγόνης/Διγγόνης-Από το ιδιωμ. διγόνι, διγγόνι,1) ο δισέγγονος,2)το όψιμο αρνί,κατσίκι ή δημητριακό και 3) το ζώο που βυζαίνει δύο μητέρες. (ΤΣΑΚΛ)
Διδάχος- Από το δημωδ. διδάχος, ο διδάσκαλος, και οικισμός στην Αχαΐα, Διδαχέϊκα. (ΛΔΗΜ)
Δικαίος-Από το μεσν. Δικαίος, τοποτηρητής, αναπληρωτής (πολιτικού ή θρησκευτικού άρχοντα).Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγια εποχή.{ΜΣΚ}(BZP)
Διμισκής(Ντιμισκής)- Επώνυμο της μάνας του Καραϊσκάκη, της γνωστής καλόγριας. Η λέξη προέρχεται από το ν.ε. διμισκί<δαμασκί, προκ. για μαχαίρι ,δαμασκηνό<βεν. damaschin,πβ.τουρκ. dimi?k?{ΜΣΚ}
Δίπλας- Από το δημωδ. δίπλας/διπλάρι, ο δίδυμος. Επώνυμο γνωστού Σαρακατσάνου αγωνιστή του ʼ21. (ΛΔΗΜ)
Δισάκιας- Από το δημωδ. δισάκι, διπλός σάκος, ταγάρι, < ελνστ. δισάκκιον.
Δογάνης/ Ντογάνης- Από το τουρκ. dogan, γεράκι.{ΣΗΤΡ}
Δοκανάρης - Από το μεσν./δημώδ. δόκανο, ο δοκός, αλλιώς το δοκάνι, <αρχ. δοκός. Σχηματίστηκε με τη συνήθη επαγγελματική κατάληξη ?άρης, βλ.βαρκάρης, γελαδάρης, λυράρης, περιβολάρης κ.τ.λ. . Προφανώς η λέξη δοκανάρης θα είχε τη σημασία του κατασκευαστή ή εμπόρου δοκάνων. (ΛΔΗΜ)
Δοξαράς- ο. κατασκευαστής τόξων, <ουσ. δοξάρι + κατάλ. ?άς. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή.{ΜΣΚ}(BZP)
Δουδούμης- Από το αρβαν. ντουντούμ, το αρσ. κρεμμύδι, που το κάνουν σπόρους.{ΣΗΤΡ}
Δούκας- δουξ ο· δούκας, βυζ.στρατιωτικός ή πολιτικός διοικητής, άρχοντας, <λατ. Dux, Και όχι σπάνιο βαφτιστικό ήδη απο τη βυζαντινή εποχή λόγω της μεγάλης αυτοκρατορικής οικογένειας των Δουκών, όπως έδωσαν και οι άλλες σημαντικές μεσαιωνικές ελληνικές οικογένειες, βλ. Λάσκαρης/Λασκαρίνα, Δούκας/Δούκισα, Ράλλης/Ραλλού, Κομνηνός κ.α.{ΜΣΚ}
Δουλγέρης/Δουληγέρης- Από το τουρκ. d?lger,ο μαραγκός.{ΣΗΤΡ}
Δουσμάνης/Ντουσμάνης- Από το τουρκ. dusman, εχθρός. Η οικογένεια αναφέρεται ήδη απο τον 15ο αιώνα και κλάδη της υπήρχαν/υπάρχουν σε Αθήνα και Κέρκυρα.{ΣΗΤΡ}
Δραγουμάνος- ο· τζουρτζουμάνος· τζουτζουμάνος. Διερμηνέας, <αραβ. tar?um?n < ιταλ. dragomanno - βεν. dragoman.{ΜΣΚ}
Δραγώνας- Ίσως από το μεσν. και δημωδ. δραγόνος, στρατιώτης, πολεμιστής σε σώμα ελαφρού ιππικού,<αντιδ. γαλλ. dragon<λατ.draco<αρχ. δράκων. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, ως Δραγωνάς στη Χαλκιδική. (BZP) (ΛΜ)
Δρένιος/Ντρένιος- Από το δημωδ. δρένιος-ντρένιος, το ξύλο της οξύας και αυτό που έχει το χρώμα του. Μτφ. ο άμυαλος, ασυνείδητος, και αναίσθητος, < αρχ. επίθ. δρύινος.
Δρίτσας- Από το δημωδ.δρίτσα(συνηθ.πληθ.δρίτσες), ναυτικός όρος, τα σχοινιά από τα οποία κρέμονταν οι αρτέμονες.<ιταλ.drizza.Πρβλ. σχετικά με τη ναυσιπλοία επώνυμα Μάϊνας, Μπαρμπαρέσος, Λαγουδέρης, Φλόκος κτλ συνήθως ιταλικής προέλευσης αφού τα ιταλικά(βενετικά) ήταν ηlinguafranca και περίπου επίσημη γλώσσα των ναυτικών την περίοδο της δικής μας τουρκοκρατίας. (ΛΔΗΜ)
Δρόλαπας- Από το δημωδ. δρόλαπας/δρολάπι, ο σφοδρός άνεμος συνοδευόμενος από έντονη βροχή, λαίλαψ.<υδρολαιλάπιον<αρχ.?δρο- + λα?λαψ.Πρβλ. σχετικά επών.(άνεμ.) Πουνέντης, Μαΐστρος, Μελτέμης κτλ (ΛΔΗΜ) (Λ.Τ)
Δρούγγας- Από το ηπειρωτικόδρούγκα «το αδράχτι χωρίς σφοντίλι»,σχετικό με το βλαχ. druga «ρόκα για γνέσιμο», αλβ. drug? «αδράχτι», σλαβ. drongu «το κοντάρι».{ΤΟΖ}
Δυοβουνιώτης- Επώνυμο γνωστού αγωνιστή του ʼ21. Το επώνυμο δηλώνει καταγωγή από το χωριό Δύο Βουνά, ν. Φδιώτιδος, δ. Γοργοποτάμου.{ΤΠΝΜ}
Ε
Εμφιετζόγλου- Από το τουρκ.emfiye=το ταμπάκο, καπνός. Εμφιετζής ο παραγωγός καπνού.{ΣΗΤΡ}
Ευταξίας- Από το μεσν. ευταξίας, εκκλησιαστικό αξίωμα, ο υπεύθυνος για την τήρηση της ευταξίας την ώρα της λειτουργίας. (ΛΔΗΜ)
Ζ
Ζάβαλης- Από το τουρκ. zavalli, δυστυχισμένος, κακόμοιρος.{ΣΗΤΡ}
Ζαβιτσάνος-Επώνυμο που δηλώνει τον κάτοικο που προέρχεται από το χωριό Ζάβιτσα(σημ. Αρχοντοχώρι) της Αιτωλοακαρνανίας.Το τοπωνύμιο πιθανώς είναι σλαβικό και σχετίζεται με το σλαβ.zaba=βατράχι.{ΤΠΝΜ}
Ζαββός- Προέρχεται από τη ν.ε. λέξη ζαβός, που δηλώνει τον τρελό,άμυαλος. Αβέβαιης ετυμολογίας . (Λ.Μ)
Ζαβράκος- Από το αραβ.τουρκ. zavrak, βαρκάκι, είδος λαγηνιού.{ΣΗΤΡ}
Ζάβρας- Ίσως από το βλαχ. javra, το ζαγάρι, το κοπρόσκυλο.{ΤΟΖ}
Ζαγάρης- Από το μεσν. ζαγάριν, <αραβ.τουρκ. zagar, λαγωνικό.{ΣΗΤΡ}
Ζαγκανιάρης-σχετικό με το επίθετο δαγκανιάρης, που συνηθίζει να επιτίθεται και να δαγκώνει.{ΦΔΚ}
Ζαΐμης- κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας, ο ιδιοκτήτης ή επικαρπωτής γαιών που είχε την υποχρέωση, σε περίοδο πολέμου, να δίνει στο σουλτάνο ορισμένο αριθμό ιππέων, τουρκ. Za?m{ΜΚΣ}
Ζάκουρας- Από το ιδιωμ. ζάκουρας,1)το μέρος της δούγας που εξέχει από τον πάτο του ξύλινου βαρελιού, και μτφ.2) ο μικρόσωμος, βραχύσωμος άνθρωπος. <μεσν.(Λεξ.Σουιδα)ζάκορον, και ο υπηρέτης<διάκορος. (ΤΣΑΚΛ)
Ζαμάνης- Από το τουρκ. zaman, χρόνος, καιρός, ν.ε. ζαμάνι.{ΣΗΤΡ}
Ζαμπάκης- Από το ν.ε. ζαμπάκι, , ο κρίνος, τουρκ. zambak {ΣΗΤΡ}
Ζαμπέτας- Μητρων. επώνυμο σχετικό με το βαφτ. Ζαμπέτα, γυναικείο όνομα που διαδόθηκε στην Ελλάδα μετά την Βενετοκρατία/ Φραγκοκρατία, <ιταλ.Elisabetta<ελλην.Ελισάβετ<εβρ.Elisheva, που σημαίνει «όρκος Θεού». {ΚΥΘΝ}
Ζαμπίτης- Αστυνομικό όργανο κατά την τουρκοκρατία,< τουρκ. z?bit.{ΜΣΚ}
Ζαμπούνης- Ο ασθματικός, αδύνατος.<τουρκ.zabun{ΓΛ}
Ζαργάνης-είδος ψαριού, μσν.ζαργάνα, ζαργάνη < ελνστ.ζαργάν(η){Λ.Τ.}
Ζαρίφης- Από το αραβ.τουρκ. zarif, χαριτωμένος, κομψός, λεπτός.{ΣΗΤΡ}
Ζάρκος- Από το ιδιωμ. ζάρκος/ζόρκος, ο γυμνός, άγν. ετυμ.Και ζαρκώνομαι, αλλιώς το ντύνωμαι. Ίσως σχετικό με το σάρκα. (ΜΣΚ)(ΛΔΗΜ)
Ζαρπαλής- Από το τουρκ. zarpali, ορμητικός, σφοδρός.{ΣΗΤΡ}
Ζάρπας- Από το τουρκ. zarp, ορμή.({ΣΗΤΡ}
Ζαχείλας(Τζαχείλας)- Από το διαλεκτ.(βορ.Ελλ.) ζαχείλας,τζαχείλας ή τραχείλας, ο άνθρωπος με πρησμένα χείλη. (ΚΖΛ)
Ζέβλας- Από το ιδιωμ.(Στερεά Ελλάδα) ζέβλα, ξύλινο εξάρτημα σε σχήμα U απʼόπου δένονταν ο ζυγός για να γίνει το όργωμα. Σχετικό με το κοινό ζευγάς. {ΓΛΑΙΤ}
Ζεγγίνης- Από το τουρκ. zengin, πλούσιος.{ΣΗΤΡ}
Ζιώγας- Από την παραλλαγή του ονόματος Γεώργιος στη βόρεια Ελλάδα, χρησιμοποιούμενο και από βλαχόφωνους. Παρόμοιες παραλλαγές, Τζιώγας,Τζόγγας,Ζόγκας. {ΜΓΤΧ}
Ζόγκας- Από το αρβανίτικο zog, πτηνό, το πουλί. (ΧΡΑΡΒ)
Ζολότας- Από το οθωμανικό νόμισμα zolota(αργυρό νόμισμα αξίας 30 παράδων) και με τη σειρά του από το αρχ.σλαβ. zlato «χρυσός».{ΤΟΖ}
Ζορμπάς- Από το αραβ.τουρκ. zorba, ο ταραξίας, αντάρτης.{ΣΗΤΡ}
Ζουγλός/Ζουγλής/Ζουγλάς/Ζουγλάκης- Από το μεσν. ζουγλός, ο ανάπηρος, και ζουγλοχέρης ο κουλοχέρης.(ΜΣΚ)
Ζουλούμης- Από το αραβ.τουρκ. zulum, αδικία, πίεση.{ΣΗΤΡ}
Ζυγούρης-ζυγούρι, αρνί ηλικίας δύο χρόνων. μσν. ζυγούριν < ζυγ(ός) (επίθ.) ?ούριν,(Τριαντ.){ΤΟΖ}
Ζυμπρακάκης- Από ιδιωμ. ζύμπραγος <αρχ. σύμπραγής, ο δίδυμος.{ΣΗΤΡ}
Ζώτος- Από το αρβαν. ζοτ-ι, κύριος, θεός, άξιος. Εχει και τη σημασία του ιερέα.{ΣΗΤΡ}
Ζώχιος- Από το ιδιωμ. ζόχιοι,οι. Είδος χόρτου. Ο αρχ. σόγχος.{ΣΗΤΡ}
Θ
Θέμελης- Από το βαφτ. Θέμελης, και αυτό με τη σειρά του από το ουσ. θεμέλιο.{ΤΟΖ}
Θεριακός-Από το δημωδ. θεριακός, ο γερός, ο κοτσονάτος, μτφ. το θεριό. (ΛΔΗΜ)
μοςT ? ? ? ?- @|- δυνος,< μσν. απόκοτος. (ΤΣΑΚΛ)(ΛΤ)
Θερμός/Θερμογιάννης/Θερμολιάς/Θερμίδης- Από το δημωδ. θέρμη, η ζεστασιά, θερμός ο ζεστός. Μτφ. Ο ένθερμος, ο εγκάρδιος αλλά και ο ζωηρός και ευκίνητος,<αρχ. επίθ. θερμός.
Θρασκιάς- Από το διαλεκτικό θρασκιάς, ο άνεμος που φυσάει από τη Θράκη.Μτφ. ο Θρακιώτης.
(ΗΜΕ)
Θράψας- Διαλεκτ.(Χίος), θράψα, γεωργική σανίδα, κυρτή στο μπροστά μέρος, Για τη «θράυση» βώλων.Ίσως Θράψας ο κατασκευαστής τέτοιων σανιδών. {ΧΓΠ}
Ι
Ιντζές- Από το τουρκ. ince, λεπτός, φίνος, πονηρός.{ΣΗΤΡ}
http://greek-lastnames.blogspot.gr/2009/05/blog-post_9090.html