
Α
Αβάζος - Από το τουρκ. avaz, κραυγή, βοή.{ΣΗΤΡ}
Αβάνης/Αβάνέας/Αβάνογλου - Από το δημώδ. αβάνης, ο συκοφάντης, μεσαιωνικό αβάνης<αραβ. hawan. Και αβανιά η συκοφαντία, η κακολογία. (Λ.Τ) (ΘΗΣΑΥ)
Αβάσταγος - Από το δημωδ. αβάσταγος, ο ασυγκράτητος, ο ανυπόμονος, μσν. αβάσταγος<ελνστ. ?βάστακτος. Ως επώνυμο, καταγράφεται το 1264, στην Κεφαλονιά. (BZP)(ΛΤ)
Αβδελάς/Αβδελόπουλος - Από το δημώδ. αβδέλλα, η βδέλα, <αρχ. βδέλλα. Αβδελάς πιθανώς ο έμπορος βδελλών, ίσως για θεραπευτικούς λόγους. (Λ.Τ) (ΘΗΣΑΥ)
Αβράμης/Αβραμάκης/Αβραμόπουλος κοκ- Από το χριστ. βαφτ. Αβραάμ, εβρ.Abhraham, ο πατέρας πολλών εθνών. Αρκετά διαδεδομένο βαφτ. εξού και οι πολλές παραλλαγές του. Ως επώνυμο ήδη από τον 13ο αι. ως Αβράμος, ?Αβράμης (Κρητ.), κτλ.(ΛΜ) (BZP)
Αγαπητός/Αγαπήτογλου/Αγαπητάκης/Αγαπητόπουλος κ.α. - Από το βαφτ. Αγαπητός, ήδη από...