Ο Ελληνισμός στο σταυροδρόμι
του Γιώργου Καραμπελιά
Τα τελευταία χρόνια, όποτε αναφέρω, και το κάνω
συχνά, τη βαθύτερη πεποίθησή μου πως ο ελληνισμός βρίσκεται μπροστά σε μια
κρίση υπαρκτικού χαρακτήρα, οι περισσότεροι συνομιλητές ή ακροατές μου θεωρούν
πως κάνω απλώς ένα σχήμα λόγου, για να υπογραμμίσω το βάθος της κρίσης. Ωστόσο
–δυστυχώς– εννοώ ακριβώς αυτό που υποστηρίζω. Οι Έλληνες βρίσκονται σ’ ένα
ιστορικό σταυροδρόμι, από τη μία πλευρά του οποίου υπάρχει μια καθοδική σπείρα,
πιθανόν χωρίς επιστροφή, και από την άλλη η ανάταξή του.
Στο βιβλίο μου, Ελλάδα μια χώρα των συνόρων, που έγραψα πριν είκοσι χρόνια και επανεξέδωσα αργότερα, ξαναδουλεμένο, με τον τίτλο Χιλιαεννιακοσιαεικοσιδύο, δοκίμιο για την ελληνική ιδεολογία, υπογράμμιζα πως εκείνο το μοιραίο έτος, το 1922, συνέβη κάτι ανεπανόρθωτο, που χώρισε στα δύο την ελληνική ιστορία. Πριν το ’22, με κράτος ή χωρίς, αυτόνομοι ή υποταγμένοι, συγκροτούσαμε την ταυτότητά μας με επίκεντρο το Αιγαίο και δύο πτέρυγες, δυτικά την ελληνική χερσόνησο και ανατολικά τη Μ. Ασία, τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη. Έτσι συνέβαινε για 3.000 χρόνια τουλάχιστον, από τον… Τρωικό Πόλεμο και στο εξής. Μετά το 1922, ο ελληνισμός έχασε τον ανατολικό πνεύμονά του και έμεινε κλεισμένος στην ελλαδική χερσόνησο και τα νησιά μας, ενώ το Αιγαίο από επίκεντρο μεταβλήθηκε σε σύνορο. Υποστηρίξαμε τότε –εγκαινιάζοντας μια μακρά πορεία είκοσι χρόνων «κατάδυσης» στην ελληνική συνείδηση και την ελληνική ιστορία– πως το 1922 σφραγίστηκε οριστικά και αμετάκλητα το τέλος του οικουμενικού, ευρύτερου ελληνισμού. Τα γεγονότα που ακολούθησαν, μετά το 1922, ήρθαν να επισφραγίσουν και να ολοκληρώσουν αυτή την απώλεια. Οι Έλληνες από τη Μ. Ασία, την Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο, τον Πόντο, τη Β. Ήπειρο στριμώχτηκαν σταδιακά, με αλλεπάλληλα κύματα φυγής, στην αρχέγονη κοιτίδα μας, την ελληνική χερσόνησο.
Το 1922 έληξε δραματικά η προσπάθεια ολοκλήρωσης του ελληνισμού μέσα από την ενσωμάτωση σε ένα ενιαίο εθνικό-κρατικό σύνολο των βασικών συνιστωσών του και βγήκαμε από αυτή την περιπέτεια με τα σπασμένα κουπιά του σεφερικού «μυθιστορήματος». Πριν είκοσι χρόνια, είχαμε ήδη τονίσει πως το νέο ιστορικό διακύβευμα του ελληνισμού είναι είτε η ολοκλήρωσή του, με μια στροφή προς τα μέσα και προς την ιστορία του, είτε η εξαφάνισή του, ως ιδιαίτερου ιστορικού υποκειμένου. Μέσα από μια τραγική ειρωνεία της ιστορίας, είμαστε υποχρεωμένοι είτε να ολοκληρωθούμε, ξεπερνώντας επιτέλους τον «καημό της ρωμιοσύνης», είτε να εξαφανιστούμε από το ιστορικό προσκήνιο.
Η μοναδική σωτηρία μας θα ήταν η «στροφή προς τα μέσα», ώστε να βρούμε τη δύναμη να ανασυγκροτήσουμε, από το ιστορικό DNA μας, έναν ατόφιο οργανισμό. Γιατί τα 3.000-4.000 χρόνια του οικουμενικού ελληνισμού μάς είχαν εθίσει στην εξωστρέφεια, στο ταξίδεμα σε ξένους κόσμους και πολιτισμούς, στο σκόρπισμα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Τώρα, η ιστορία απαιτούσε από εμάς να κάνουμε την αντίστροφη κίνηση, σε ρήξη με τις αταβιστικές συνήθειες τόσων χιλιετιών. Πράγματι, στο αίμα μας κυκλοφορούν ακόμα οι μνήμες των στρατιών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του οικουμενικού ελληνιστικού κόσμου, της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, του βυζαντινού κοσμοσυστήματος, της υπερεθνικής ορθοδοξίας. Ακόμα και μετά την Άλωση, στην τουρκοκρατία, μάθαμε να ταξιδεύουμε στη Δύση και στον Βορρά, σκορπίζοντας αφειδώλευτα τη δύναμη και το πνεύμα μας. Και αυτές οι μνήμες είναι πάντα παρούσες στη σκέψη και τη συμπεριφορά μας. Μπροστά σε κάθε κρίση, σε κάθε τρικυμία, σκεφτόμαστε και πάλι το ταξίδι του Οδυσσέα, την έξοδο σε άλλους κόσμους. Ακόμα και οι αντίπαλοί μας, ακόμα και οι καταχτητές μας θράφηκαν από το δικό μας αίμα. Εκατομμύρια ελληνικοί πληθυσμοί, στη Συρία, τη Μ. Ασία και τα Βαλκάνια, θα πυκνώσουν το αραβικό και τουρκικό Ισλάμ, την ιταλική Ρώμη, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, τη Ν. Ρωσία. Οι Έλληνες είχαν μάθει πως είναι ανεξάντλητη η ιστορική φύτρα τους και μπορούν να τη σκορπίζουν απλόχερα μέχρι τα τελευταία εκατομμύρια στις Η.Π.Α., την Αυστραλία και αλλού. Και αυτή η τάση στη φυγή, την εξωστρέφεια, εκφραζόταν –παράδοξα– και στο εσωτερικό της χώρας, με την αποδοχή προστατών, τη δημιουργία εξαρτημένων κομμάτων, τον μαϊμουδισμό ξένων προτύπων και την απόρριψη της δικής μας παράδοσης, ή μάλλον τον εγκλεισμό της σε ορισμένες και μόνο πλευρές της ζωής μας.
Στο βιβλίο μου, Ελλάδα μια χώρα των συνόρων, που έγραψα πριν είκοσι χρόνια και επανεξέδωσα αργότερα, ξαναδουλεμένο, με τον τίτλο Χιλιαεννιακοσιαεικοσιδύο, δοκίμιο για την ελληνική ιδεολογία, υπογράμμιζα πως εκείνο το μοιραίο έτος, το 1922, συνέβη κάτι ανεπανόρθωτο, που χώρισε στα δύο την ελληνική ιστορία. Πριν το ’22, με κράτος ή χωρίς, αυτόνομοι ή υποταγμένοι, συγκροτούσαμε την ταυτότητά μας με επίκεντρο το Αιγαίο και δύο πτέρυγες, δυτικά την ελληνική χερσόνησο και ανατολικά τη Μ. Ασία, τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη. Έτσι συνέβαινε για 3.000 χρόνια τουλάχιστον, από τον… Τρωικό Πόλεμο και στο εξής. Μετά το 1922, ο ελληνισμός έχασε τον ανατολικό πνεύμονά του και έμεινε κλεισμένος στην ελλαδική χερσόνησο και τα νησιά μας, ενώ το Αιγαίο από επίκεντρο μεταβλήθηκε σε σύνορο. Υποστηρίξαμε τότε –εγκαινιάζοντας μια μακρά πορεία είκοσι χρόνων «κατάδυσης» στην ελληνική συνείδηση και την ελληνική ιστορία– πως το 1922 σφραγίστηκε οριστικά και αμετάκλητα το τέλος του οικουμενικού, ευρύτερου ελληνισμού. Τα γεγονότα που ακολούθησαν, μετά το 1922, ήρθαν να επισφραγίσουν και να ολοκληρώσουν αυτή την απώλεια. Οι Έλληνες από τη Μ. Ασία, την Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο, τον Πόντο, τη Β. Ήπειρο στριμώχτηκαν σταδιακά, με αλλεπάλληλα κύματα φυγής, στην αρχέγονη κοιτίδα μας, την ελληνική χερσόνησο.
Το 1922 έληξε δραματικά η προσπάθεια ολοκλήρωσης του ελληνισμού μέσα από την ενσωμάτωση σε ένα ενιαίο εθνικό-κρατικό σύνολο των βασικών συνιστωσών του και βγήκαμε από αυτή την περιπέτεια με τα σπασμένα κουπιά του σεφερικού «μυθιστορήματος». Πριν είκοσι χρόνια, είχαμε ήδη τονίσει πως το νέο ιστορικό διακύβευμα του ελληνισμού είναι είτε η ολοκλήρωσή του, με μια στροφή προς τα μέσα και προς την ιστορία του, είτε η εξαφάνισή του, ως ιδιαίτερου ιστορικού υποκειμένου. Μέσα από μια τραγική ειρωνεία της ιστορίας, είμαστε υποχρεωμένοι είτε να ολοκληρωθούμε, ξεπερνώντας επιτέλους τον «καημό της ρωμιοσύνης», είτε να εξαφανιστούμε από το ιστορικό προσκήνιο.
Η μοναδική σωτηρία μας θα ήταν η «στροφή προς τα μέσα», ώστε να βρούμε τη δύναμη να ανασυγκροτήσουμε, από το ιστορικό DNA μας, έναν ατόφιο οργανισμό. Γιατί τα 3.000-4.000 χρόνια του οικουμενικού ελληνισμού μάς είχαν εθίσει στην εξωστρέφεια, στο ταξίδεμα σε ξένους κόσμους και πολιτισμούς, στο σκόρπισμα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Τώρα, η ιστορία απαιτούσε από εμάς να κάνουμε την αντίστροφη κίνηση, σε ρήξη με τις αταβιστικές συνήθειες τόσων χιλιετιών. Πράγματι, στο αίμα μας κυκλοφορούν ακόμα οι μνήμες των στρατιών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του οικουμενικού ελληνιστικού κόσμου, της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, του βυζαντινού κοσμοσυστήματος, της υπερεθνικής ορθοδοξίας. Ακόμα και μετά την Άλωση, στην τουρκοκρατία, μάθαμε να ταξιδεύουμε στη Δύση και στον Βορρά, σκορπίζοντας αφειδώλευτα τη δύναμη και το πνεύμα μας. Και αυτές οι μνήμες είναι πάντα παρούσες στη σκέψη και τη συμπεριφορά μας. Μπροστά σε κάθε κρίση, σε κάθε τρικυμία, σκεφτόμαστε και πάλι το ταξίδι του Οδυσσέα, την έξοδο σε άλλους κόσμους. Ακόμα και οι αντίπαλοί μας, ακόμα και οι καταχτητές μας θράφηκαν από το δικό μας αίμα. Εκατομμύρια ελληνικοί πληθυσμοί, στη Συρία, τη Μ. Ασία και τα Βαλκάνια, θα πυκνώσουν το αραβικό και τουρκικό Ισλάμ, την ιταλική Ρώμη, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, τη Ν. Ρωσία. Οι Έλληνες είχαν μάθει πως είναι ανεξάντλητη η ιστορική φύτρα τους και μπορούν να τη σκορπίζουν απλόχερα μέχρι τα τελευταία εκατομμύρια στις Η.Π.Α., την Αυστραλία και αλλού. Και αυτή η τάση στη φυγή, την εξωστρέφεια, εκφραζόταν –παράδοξα– και στο εσωτερικό της χώρας, με την αποδοχή προστατών, τη δημιουργία εξαρτημένων κομμάτων, τον μαϊμουδισμό ξένων προτύπων και την απόρριψη της δικής μας παράδοσης, ή μάλλον τον εγκλεισμό της σε ορισμένες και μόνο πλευρές της ζωής μας.
Ο καθοδικός κύκλος
Και να ’μαστε σήμερα μπροστά στην ολοκλήρωση ενός
καθοδικού κύκλου ενενήντα χρόνων. Ενώ, μετά το 1922, είχαμε αρχίσει, μέσα από
οδυνηρές αντιπαραθέσεις, να οικοδομούμε μια οικονομία σχετικά αυτοδύναμη,
ιδιαίτερα μετά την κρίση του 1929, και να ενσωματώνουμε το προσφυγικό δυναμικό
στο ελλαδικό –ελληνικό πλέον– έθνος, παρά τις αντιπροσφυγικές αγκυλώσεις του
Μεταξά, ήρθε η γερμανοϊταλική εισβολή να ολοκληρώσει αυτό που είχαν αρχίσει οι
τσέτες του Κεμάλ, με ανυπολόγιστες καταστροφές και εκατόμβες. Αντισταθήκαμε
ηρωικά στην Κατοχή και όμως, στη μεταπολεμική περίοδο, ολοκληρώσαμε την
αλλοτρίωσή μας. Μια εμφύλια σύγκρουση, την οποία καθόρισαν οι ξένες δυνάμεις,
μας εξάντλησε υποτάσσοντάς μας στη Δύση οικονομικά, στρατιωτικά, πολιτικά και
στην «Ανατολή της Δύσης» πνευματικά. Στη συνέχεια, μετά το ’60, θα
επανεμφανισθεί και πάλι, απειλητική για τη μοίρα μας, η «Δύση της Ανατολής», με
το κυπριακό, ανοίγοντας μία περίοδο αντιπαραθέσεων, με την ήττα στην Κύπρο μετά
το 1974, και σταδιακής υποταγής μετά το 1990 (Ίμια, Οτσαλάν, σχέδιο Ανάν
κ.λπ.). Στη μεταπολίτευση, η υποταγή στη Δύση θα ολοκληρωθεί μεταβαλλόμενη σε
πλήρη εσωτερική αλλοτρίωση, με την εκποίηση της οικονομίας, της κοινωνίας, του
πολιτισμού. Έτσι, αυτό που ήταν εξωτερική εξάρτηση μεταβλήθηκε, μέσα από την
εσωτερίκευσή της, σε εσωτερική αποικιοποίηση. Γι’ αυτό, και για πρώτη φορά στην
ιστορία μας σε τέτοιο βαθμό, δεν ήταν πλέον ο Φαλμεράιερ και οι ξένοι
βασιλιάδες που εξέφραζαν τον αποικιακό ζυγό… αλλά οι ίδιες οι ελληνικές ελίτ,
οι ίδιοι οι Έλληνες πολιτικοί, οι Έλληνες διανοούμενοι. Ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο
Κατσαρός αποτελούσαν πλέον παρελθόν για ένα έθνος που συνωστιζόταν στα Μακ
Ντόναλντ και τη Γιουροβίζιον.
Και ενώ το εκκρεμές της ιστορίας μετακινείται από τη Δύση στην Ανατολή, μετέωροι στη ρωγμή των δύο κόσμων, φτάσαμε σε μια κρίση που δεν είναι απλώς οικονομική. Είναι μια κρίση καθολική: δημογραφική, γεωπολιτική, πολιτική, μεταναστευτική, πνευματική: κλωτσοσκούφι της Μέρκελ, έντρομοι μπροστά στον Ερντογάν και τον Νταβούτογλου, λοιδορούμενοι από τους Σκοπιανούς. Η Δύση, στην οποία καταφύγαμε από τον εμφύλιο και μετά, μας εκμεταλλεύεται και μας απορρίπτει με όλους τους τρόπους, ενώ η ισλαμική Ανατολή μας απειλεί με υποταγή και ενσωμάτωση. Αίφνης, αντιμέτωποι με τον εαυτό μας, χωρίς, πλέον, περιθώρια για ψεύδη και μεσοβέζικες λύσεις. Είτε θα αποδεχτούμε το ιστορικό τέλος μας, τη μεταβολή της Ελλάδας σε μία πολυφυλετική και πολυεθνική ζώνη-ταμπόν μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ένας Λίβανος των Βαλκανίων, ελεγχόμενοι ταυτόχρονα από τη φραγκική Δύση και την τουρκική Ανατολή (εξάλλου ο άξονας Βερολίνου-Τουρκίας λειτουργεί εδώ και πάνω από εκατό χρόνια), είτε, για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ως συλλογικό υποκείμενο, θα πρέπει να ανακτήσουμε την αυτονομία μας, να πραγματοποιήσουμε σήμερα την ανολοκλήρωτη επανάσταση του Ρήγα, να υπερβούμε τον καημό της ρωμιοσύνης.
Πιεσμένοι από Ανατολή και Δύση, δεν έχουμε πλέον άλλα περιθώρια ιστορικής υποχώρησης. Το πρόβλημα της συνέχειας του έθνους μας παίζεται στα ίδια τα νησιά μας, στις ίδιες τις πόλεις, στην ίδια μας την πρωτεύουσα. Η φυγή, η εξωστρέφεια, όταν είσαι εξασθενημένος, σε μια πρώτη φάση, μεταβάλλονται σε υποταγή και εν τέλει σε ιστορικό θάνατο. Δεν έχουμε άλλα περιθώρια να συνεχίσουμε στον δρόμο της φυγής-υποταγής και ταυτόχρονα να συνεχίσουμε να επιβιώνουμε. Βρισκόμαστε μπροστά στη «μητέρα των μαχών». Είτε εδώ, σήμερα και στις επόμενες δεκαετίες, θα κερδίσουμε το δικαίωμα στην επιβίωση και παράδοξα θα ολοκληρώσουμε το ανολοκλήρωτο, είτε θα μεταβληθούμε σε μια ιστορική ανάμνηση ως ανεξάρτητο έθνος και ιδιαίτερο ιστορικό υποκείμενο.
Σε μια τέτοια στιγμή, όταν όλα τα ψέματα τελειώνουν, είναι δυνατό –«σε σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη»– να επιχειρήσουμε μία ολοκληρωτική επ-ανάσταση, διότι πλέον δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, διότι είμαστε απόλυτα στριμωγμένοι στον τοίχο και είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε μια μάχη ύπαρξης. Απορρίπτοντας τη φυγή προς τα έξω και στα κάθε ειδών ναρκωτικά, στα οποία με τόση ευκολία κατέφυγαν τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες, να αντικρίσουμε θαρραλέα το πεπρωμένο μας. Στα επόμενα πενήντα ή εκατό χρόνια, είτε θα πάψουμε να υπάρχουμε είτε, επιτέλους, θα ξεπεράσουμε τον καημό μας, επιτέλους ελεύθεροι και αυτεξούσιοι.
Με τον έναν ή άλλο τρόπο, εδώ, στα 2012, ενενήντα χρόνια μετά το 1922, άνοιξε μια νέα ιστορική περίοδος: αν συνεχιστεί η εξωστρέφεια/υποταγή και η ψευδο-οικουμενική λογική/φυγή, οδηγούμαστε στο σημείο μηδέν, στην ιστορική εξαφάνιση. Γι’ αυτό και η γενικευμένη εθνική μας κατάθλιψη. Συνειδητοποιούμε αίφνης πως το ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσουμε δεν είναι άλλο πάρεξ ελευθερία ή θάνατος, κυριολεκτικώς.
Και ενώ το εκκρεμές της ιστορίας μετακινείται από τη Δύση στην Ανατολή, μετέωροι στη ρωγμή των δύο κόσμων, φτάσαμε σε μια κρίση που δεν είναι απλώς οικονομική. Είναι μια κρίση καθολική: δημογραφική, γεωπολιτική, πολιτική, μεταναστευτική, πνευματική: κλωτσοσκούφι της Μέρκελ, έντρομοι μπροστά στον Ερντογάν και τον Νταβούτογλου, λοιδορούμενοι από τους Σκοπιανούς. Η Δύση, στην οποία καταφύγαμε από τον εμφύλιο και μετά, μας εκμεταλλεύεται και μας απορρίπτει με όλους τους τρόπους, ενώ η ισλαμική Ανατολή μας απειλεί με υποταγή και ενσωμάτωση. Αίφνης, αντιμέτωποι με τον εαυτό μας, χωρίς, πλέον, περιθώρια για ψεύδη και μεσοβέζικες λύσεις. Είτε θα αποδεχτούμε το ιστορικό τέλος μας, τη μεταβολή της Ελλάδας σε μία πολυφυλετική και πολυεθνική ζώνη-ταμπόν μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ένας Λίβανος των Βαλκανίων, ελεγχόμενοι ταυτόχρονα από τη φραγκική Δύση και την τουρκική Ανατολή (εξάλλου ο άξονας Βερολίνου-Τουρκίας λειτουργεί εδώ και πάνω από εκατό χρόνια), είτε, για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ως συλλογικό υποκείμενο, θα πρέπει να ανακτήσουμε την αυτονομία μας, να πραγματοποιήσουμε σήμερα την ανολοκλήρωτη επανάσταση του Ρήγα, να υπερβούμε τον καημό της ρωμιοσύνης.
Πιεσμένοι από Ανατολή και Δύση, δεν έχουμε πλέον άλλα περιθώρια ιστορικής υποχώρησης. Το πρόβλημα της συνέχειας του έθνους μας παίζεται στα ίδια τα νησιά μας, στις ίδιες τις πόλεις, στην ίδια μας την πρωτεύουσα. Η φυγή, η εξωστρέφεια, όταν είσαι εξασθενημένος, σε μια πρώτη φάση, μεταβάλλονται σε υποταγή και εν τέλει σε ιστορικό θάνατο. Δεν έχουμε άλλα περιθώρια να συνεχίσουμε στον δρόμο της φυγής-υποταγής και ταυτόχρονα να συνεχίσουμε να επιβιώνουμε. Βρισκόμαστε μπροστά στη «μητέρα των μαχών». Είτε εδώ, σήμερα και στις επόμενες δεκαετίες, θα κερδίσουμε το δικαίωμα στην επιβίωση και παράδοξα θα ολοκληρώσουμε το ανολοκλήρωτο, είτε θα μεταβληθούμε σε μια ιστορική ανάμνηση ως ανεξάρτητο έθνος και ιδιαίτερο ιστορικό υποκείμενο.
Σε μια τέτοια στιγμή, όταν όλα τα ψέματα τελειώνουν, είναι δυνατό –«σε σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη»– να επιχειρήσουμε μία ολοκληρωτική επ-ανάσταση, διότι πλέον δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, διότι είμαστε απόλυτα στριμωγμένοι στον τοίχο και είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε μια μάχη ύπαρξης. Απορρίπτοντας τη φυγή προς τα έξω και στα κάθε ειδών ναρκωτικά, στα οποία με τόση ευκολία κατέφυγαν τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες, να αντικρίσουμε θαρραλέα το πεπρωμένο μας. Στα επόμενα πενήντα ή εκατό χρόνια, είτε θα πάψουμε να υπάρχουμε είτε, επιτέλους, θα ξεπεράσουμε τον καημό μας, επιτέλους ελεύθεροι και αυτεξούσιοι.
Με τον έναν ή άλλο τρόπο, εδώ, στα 2012, ενενήντα χρόνια μετά το 1922, άνοιξε μια νέα ιστορική περίοδος: αν συνεχιστεί η εξωστρέφεια/υποταγή και η ψευδο-οικουμενική λογική/φυγή, οδηγούμαστε στο σημείο μηδέν, στην ιστορική εξαφάνιση. Γι’ αυτό και η γενικευμένη εθνική μας κατάθλιψη. Συνειδητοποιούμε αίφνης πως το ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσουμε δεν είναι άλλο πάρεξ ελευθερία ή θάνατος, κυριολεκτικώς.
Η αιφνίδια αφύπνιση
Και ερχόμαστε μπροστά σε αυτό το ιστορικό αίτημα,
σε αυτή την κυριολεκτική τιτανομαχία, γυμνοί, με ηγεσίες ανίκανες, πνευματικούς
ανθρώπους χορτασμένους από τη διαφθορά και φθορά των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, ένα
λαϊκό σώμα αλλοιωμένο και πλαδαρό από την καταναλωτική ευωχία, τη δουλοκτησία
των μεταναστών, την παιδοκεντρική ανευθυνότητα. Γι’ αυτό και, όλα τα τελευταία
χρόνια, απέναντι στην προδοσία των διανοουμένων και των πολιτικών, θα
καταφεύγει στα ναρκωτικά του μηδενιστικού αντιεξουσιασμού, του εθνομηδενισμού,
της φυγής.
Αυτός ο λαός, αυτό το έθνος, θα πρέπει με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, ψαχουλευτά, χωρίς πνευματικούς ταγούς, χωρίς ηγεσία, ξεκινώντας από την αγανάκτησή του, επιστρατεύοντας τις μνήμες μιας ασύγκριτης ιστορίας, να αντιταχθεί σε κάτι που μοιάζει με πεπρωμένο. Και όμως, έχει αρχίσει μία αντίστροφη κίνηση που, καθημερινά, μέσα από λάθη, αδιέξοδα, ψαχουλευτά, οδηγεί στη συνειδητοποίηση της φύσης της αντιπαράθεσης και των διακυβευμάτων της. Περνώντας από την αγανάκτηση στην κατάθλιψη και από αυτή πάλι στην εξέγερση, είναι υποχρεωμένος να απορρίψει, το ένα μετά το άλλο, τα ναρκωτικά και τις αυταπάτες του, και να συνειδητοποιήσει το μέγεθος και την πολλαπλότητα της σύγκρουσης.
Έτσι συμβαίνει πάντα στην ιστορία. Μόνο όταν πλέον η επιβίωση γίνεται ταυτόσημη με την επανάσταση, τότε μόνον αυτή η τελευταία γίνεται μια ρεαλιστική πιθανότητα.
Και αυτό ακριβώς συμβαίνει τα δύο τελευταία χρόνια. Οι Έλληνες έπρεπε να ανακαλύψουν την φενάκη του εκδυτικισμού –να κόψουμε δρόμο προς τη Δύση, μας καλεί ο αστείος Ράμφος, την ώρα ακριβώς που η εξαντλημένη Δύση μας απορρίπτει– τη βαλκανική τους υπόσταση, την ιδιαίτερη ταυτότητά τους, απέναντι στη Δύση και την Ανατολή, με τρόπο αιφνίδιο, σαρωτικό, τραγικό. Σε καμιά άλλη χώρα της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστούν τόσο βίαια και ταπεινωτικά μέτρα. Για καμιά άλλη χώρα της Δύσης δεν θα μπορούσαν οι Γερμανοί να ξαναθυμηθούν το αυταρχικό, «ναζιστικό» γονίδιό τους και να μεταβάλουν τους Έλληνες σε νέους Εβραίους ή Σέρβους των ολοκληρωτικών ονειρώξεών τους. Καμιά άλλη χώρα δεν θα μπορούσε να μεταβληθεί σε αποθήκη λαθρομεταναστών, ανυπεράσπιστη μπροστά στις τουρκικές προκλήσεις.
Οι Έλληνες, που είχαν πιστέψει το 1981 πως, μπαίνοντας στην Ε.Ε., θα απέφευγαν τον εξ Ανατολών κίνδυνο, και είχαν αφεθεί στην αποδυνάμωση του αγωνιστικού αντιστασιακού ήθους, κατασκευάζοντας μία κοινωνία με μειωμένα αντανακλαστικά, βρίσκονται αίφνης μπροστά στην πραγματικότητα: Οι οποιασδήποτε συμμαχίες έχουν νόημα και αποτέλεσμα, μόνο εάν εσύ ο ίδιος είσαι ισχυρός, με συναίσθηση της ταυτότητας και των συμφερόντων σου. Και όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης κυριαρχούσε η ακριβώς αντίθετη ιδεολογία. Η ιδεολογία της μικρότερης προσπάθειας, της εγκατάλειψης του αγωνιστικού ήθους του ελληνισμού – οι Έλληνες μεταβλήθηκαν στον πιο παχύσαρκο λαό της Ευρώπης, με εκτεταμένο αλκοολισμό, χρήση ναρκωτικών και ψυχοφάρμακα. Από χώρα μεταναστευτική, μεταβληθήκαμε σε χώρα υποδοχής μεταναστών, μέσα σε τριάντα χρόνια. Από χώρα αγροτική, γίναμε εισαγωγείς αγροτικών προϊόντων. Και η κατάρρευση αυτού του μοντέλου μάς ήρθε ακόμα πιο απότομα, αιφνιδιαστικά, χωρίς εισαγωγές και προλόγους, εν μια νυκτί.
Αυτός ο λαός, αυτό το έθνος, θα πρέπει με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, ψαχουλευτά, χωρίς πνευματικούς ταγούς, χωρίς ηγεσία, ξεκινώντας από την αγανάκτησή του, επιστρατεύοντας τις μνήμες μιας ασύγκριτης ιστορίας, να αντιταχθεί σε κάτι που μοιάζει με πεπρωμένο. Και όμως, έχει αρχίσει μία αντίστροφη κίνηση που, καθημερινά, μέσα από λάθη, αδιέξοδα, ψαχουλευτά, οδηγεί στη συνειδητοποίηση της φύσης της αντιπαράθεσης και των διακυβευμάτων της. Περνώντας από την αγανάκτηση στην κατάθλιψη και από αυτή πάλι στην εξέγερση, είναι υποχρεωμένος να απορρίψει, το ένα μετά το άλλο, τα ναρκωτικά και τις αυταπάτες του, και να συνειδητοποιήσει το μέγεθος και την πολλαπλότητα της σύγκρουσης.
Έτσι συμβαίνει πάντα στην ιστορία. Μόνο όταν πλέον η επιβίωση γίνεται ταυτόσημη με την επανάσταση, τότε μόνον αυτή η τελευταία γίνεται μια ρεαλιστική πιθανότητα.
Και αυτό ακριβώς συμβαίνει τα δύο τελευταία χρόνια. Οι Έλληνες έπρεπε να ανακαλύψουν την φενάκη του εκδυτικισμού –να κόψουμε δρόμο προς τη Δύση, μας καλεί ο αστείος Ράμφος, την ώρα ακριβώς που η εξαντλημένη Δύση μας απορρίπτει– τη βαλκανική τους υπόσταση, την ιδιαίτερη ταυτότητά τους, απέναντι στη Δύση και την Ανατολή, με τρόπο αιφνίδιο, σαρωτικό, τραγικό. Σε καμιά άλλη χώρα της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστούν τόσο βίαια και ταπεινωτικά μέτρα. Για καμιά άλλη χώρα της Δύσης δεν θα μπορούσαν οι Γερμανοί να ξαναθυμηθούν το αυταρχικό, «ναζιστικό» γονίδιό τους και να μεταβάλουν τους Έλληνες σε νέους Εβραίους ή Σέρβους των ολοκληρωτικών ονειρώξεών τους. Καμιά άλλη χώρα δεν θα μπορούσε να μεταβληθεί σε αποθήκη λαθρομεταναστών, ανυπεράσπιστη μπροστά στις τουρκικές προκλήσεις.
Οι Έλληνες, που είχαν πιστέψει το 1981 πως, μπαίνοντας στην Ε.Ε., θα απέφευγαν τον εξ Ανατολών κίνδυνο, και είχαν αφεθεί στην αποδυνάμωση του αγωνιστικού αντιστασιακού ήθους, κατασκευάζοντας μία κοινωνία με μειωμένα αντανακλαστικά, βρίσκονται αίφνης μπροστά στην πραγματικότητα: Οι οποιασδήποτε συμμαχίες έχουν νόημα και αποτέλεσμα, μόνο εάν εσύ ο ίδιος είσαι ισχυρός, με συναίσθηση της ταυτότητας και των συμφερόντων σου. Και όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης κυριαρχούσε η ακριβώς αντίθετη ιδεολογία. Η ιδεολογία της μικρότερης προσπάθειας, της εγκατάλειψης του αγωνιστικού ήθους του ελληνισμού – οι Έλληνες μεταβλήθηκαν στον πιο παχύσαρκο λαό της Ευρώπης, με εκτεταμένο αλκοολισμό, χρήση ναρκωτικών και ψυχοφάρμακα. Από χώρα μεταναστευτική, μεταβληθήκαμε σε χώρα υποδοχής μεταναστών, μέσα σε τριάντα χρόνια. Από χώρα αγροτική, γίναμε εισαγωγείς αγροτικών προϊόντων. Και η κατάρρευση αυτού του μοντέλου μάς ήρθε ακόμα πιο απότομα, αιφνιδιαστικά, χωρίς εισαγωγές και προλόγους, εν μια νυκτί.
Η «μεγάλη πορεία»
Και αρχίσαμε τη μεγάλη πορεία ενάντια στον
παρασιτισμό και την παρακμή. Στην αρχή άναρχα, με τα τραγούδια των παλιών
βάρδων μας, τις κραυγές τηλε-ευαγγελιστών της δραχμής ή αναιδών νεαρών. Γιατί
πρέπει να μάθουμε, μέσα από την εμπειρία μας, «όσα ξεμάθαμε» τα τριάντα πέντε
χρόνια της μεταπολίτευσης. Και μαθαίνουμε μάλλον γρήγορα. Μέσα σε δύο-τρία χρόνια
ξεπεράσαμε τους παλιούς πολιτικούς και τα κομματικά ναρκωτικά μας, αναζητώντας
νέα σχήματα, νέα πρόσωπα, νέες κατευθύνσεις. Ίσως κανένας άλλος λαός με τέτοια
ταχύτητα δεν ανέτρεψε παραδοχές και εδραιωμένα συμφέροντα δεκαετιών. Και αυτό
μπορεί να μας δίνει αισιοδοξία, πως όντως αρχίσαμε μια «μεγάλη πορεία».
Ίσως ακόμα δεν υπάρχει συνείδηση των διακυβευμάτων σε όλη τους την έκταση.
Ωστόσο, τα «γονίδιά» μας έχουν ενσωματωμένη μια βαθιά ιστορική εμπειρία, έστω
κι αν αυτή εκδηλώνεται ως ένστικτο και όχι ως ολοκληρωμένη πρόταση. Τα επόμενα
χρόνια θα παιχτούν τα πάντα. Και αυτή η νέα συνείδηση, που άρχισε από τις
«πλατείες» με σύμβολό της την ελληνική σημαία, θα πρέπει να παλέψει ενάντια
στις δυνάμεις της αποσύνθεσης και της διάλυσης. Θα πρέπει να παλέψει ενάντια
στην απογοήτευση και τη φυγή των νέων μας είτε προς τα έξω, είτε στην καταφυγή
στα ναρκωτικά και την κατάθλιψη. Θα πρέπει να ενισχύσει την κοινωνική συνοχή
και αλληλεγγύη, προωθώντας κάθε μορφής συλλογικές προσπάθειες και προπαντός
οικοδομώντας ένα όραμα για το μέλλον. Αυτό το όραμα που λείπει από όλες τις
ανούσιες αντιπαραθέσεις αυτής της μακράς και παρατεταμένης προεκλογικής
περιόδου.
Πρώτον, στήριξη στις δικές μας δυνάμεις, με την ανάπτυξη ενός νέου παραγωγικού μοντέλου. Ενός μοντέλου που αρχίζει από την πολυκαλλιεργητική αγροτική παραγωγή, συνεχίζεται με τη συνεταιριστική και μικροϊδιοκτητική αποκέντρωση της παραγωγής, έξω από την αδηφάγο και παρασιτική πρωτεύουσα, στηρίζεται αποφασιστικά στα συνεταιριστικά εγχειρήματα αλληλεγγύης και ολοκληρώνεται μ’ έναν αποδοτικό και παρεμβατικό δημόσιο και κοινωνικό τομέα στον χώρο των μεγάλων επιχειρήσεων. Οικολογική και κοινωνική ισορροπία πρέπει να αποτελούν ουσιαστικές συνιστώσες αυτού του νέου προτάγματος.
Δεύτερον, η χώρα θα πρέπει να αναζητήσει συμμαχίες σε πολλαπλά επίπεδα. Η συμμετοχή μας στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη αποτελεί μία επιλογή τακτικού και όχι στρατηγικού χαρακτήρα: απορρίπτουμε τόσο τους ευρωλιγούρηδες, που μας έφεραν σ’ αυτή την κατάσταση, όσο και εκείνους που, σε μια αντίστροφη κίνηση, κάποτε ακόμα και με αγαθές προθέσεις, υποτιμούν τον κίνδυνο να βρεθεί η Ελλάδα μόνη της απέναντι στην Τουρκία, χωρίς πρώτα να έχει οικοδομήσει άλλες εναλλακτικές συμμαχίες. Έτσι, θα πρέπει να προωθήσουμε, πριν απ’ όλα, τη στρατηγικού χαρακτήρα ενότητά μας με το δεύτερο ελληνικό κράτος, το κυπριακό, και τις βαλκανικές χώρες, παράλληλα. Το όραμα του Ρήγα, μιας βαλκανικής συμμαχίας, θα πρέπει κάποτε να γίνει πραγματικότητα. Πάρα πέρα, προσβλέποντας σε μια Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, θα πρέπει όχι μόνο να ενισχύσουμε τις σχέσεις μας με τη Ρωσία και την ανατολική Ευρώπη, αλλά και να παλέψουμε για τη δημιουργία μιας νέας ενωμένης Ευρώπης, με ισόρροπη παρουσία της ανατολικής και δυτικής πτέρυγάς της, που μόνη αυτή θα εξασφάλιζε και την ισότιμη συμμετοχή των Βαλκανίων και της Ελλάδας σε αυτήν.
Τρίτον, σε ό,τι αφορά στον τουρκικό επεκτατισμό, η αντιμετώπισή του περνάει τόσο από τις συμμαχίες που προαναφέραμε, όσο, κυρίως, από την ενίσχυση της παραγωγικής αυτονομίας και της αμυντικής μας ικανότητας. Η συμμαχία με το αγωνιζόμενο κουρδικό έθνος, τις κάθε είδους θρησκευτικές και εθνοτικές μειονότητες, καθώς και όσες δυνάμεις στην Τουρκία απορρίπτουν τον επεκτατικό και στρατιωτικό χαρακτήρα του κράτους, αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για την ισορροπία και την ειρήνη στην περιοχή. Μια σταθερή ειρήνη με την Τουρκία μπορεί να εδραιωθεί μόνο εάν υπάρχει ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στα Βαλκάνια και τον μικρασιατικό χώρο και εάν η Τουρκία γίνει μια δημοκρατική χώρα, αναγνωρίζοντας τα δικαιώματα στην αυτοδιάθεση όλων των λαών και των μειονοτήτων που ζουν σε αυτή.
Τέταρτον, ο σημαντικότερος παράγων, και προϋπόθεση για τα όσα προαναφέραμε, είναι η πνευματική και πολιτική ολοκλήρωση της ταυτότητάς μας. Φτάνοντας στο απόλυτο αδιέξοδο του αλλοτριωμένου εκσυγχρονισμού και της διαρκούς φυγής προς τα έξω, είμαστε υποχρεωμένοι να συνειδητοποιήσουμε πως, μετά από μερικές χιλιάδες χρόνια, που είχαμε την πολυτέλεια του ξοδέματος, σήμερα δεν μας περισσεύει ούτε μια σταγόνα αίμα, ούτε ένας άνθρωπος, ούτε μια προσπάθεια. Θα πρέπει να επιστρατεύσουμε όλες μας τις δυνάμεις, όχι «για να κόψουμε δρόμο προς μια Δύση» που πνέει τα λοίσθια, ούτε για να μεταβληθούμε στους νέους Φαναριώτες και τους υποτελείς του νεοθωμανισμού, αλλά για να κάνουμε επιτέλους πρότυπο του αναγκαίου εκσυγχρονισμού μας την ίδια τη δικιά μας παράδοση και ταυτότητα. Αυτό που έκαναν όλα τα έθνη και όλοι οι λαοί που θέλουν να είναι ελεύθεροι.
Πρώτον, στήριξη στις δικές μας δυνάμεις, με την ανάπτυξη ενός νέου παραγωγικού μοντέλου. Ενός μοντέλου που αρχίζει από την πολυκαλλιεργητική αγροτική παραγωγή, συνεχίζεται με τη συνεταιριστική και μικροϊδιοκτητική αποκέντρωση της παραγωγής, έξω από την αδηφάγο και παρασιτική πρωτεύουσα, στηρίζεται αποφασιστικά στα συνεταιριστικά εγχειρήματα αλληλεγγύης και ολοκληρώνεται μ’ έναν αποδοτικό και παρεμβατικό δημόσιο και κοινωνικό τομέα στον χώρο των μεγάλων επιχειρήσεων. Οικολογική και κοινωνική ισορροπία πρέπει να αποτελούν ουσιαστικές συνιστώσες αυτού του νέου προτάγματος.
Δεύτερον, η χώρα θα πρέπει να αναζητήσει συμμαχίες σε πολλαπλά επίπεδα. Η συμμετοχή μας στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη αποτελεί μία επιλογή τακτικού και όχι στρατηγικού χαρακτήρα: απορρίπτουμε τόσο τους ευρωλιγούρηδες, που μας έφεραν σ’ αυτή την κατάσταση, όσο και εκείνους που, σε μια αντίστροφη κίνηση, κάποτε ακόμα και με αγαθές προθέσεις, υποτιμούν τον κίνδυνο να βρεθεί η Ελλάδα μόνη της απέναντι στην Τουρκία, χωρίς πρώτα να έχει οικοδομήσει άλλες εναλλακτικές συμμαχίες. Έτσι, θα πρέπει να προωθήσουμε, πριν απ’ όλα, τη στρατηγικού χαρακτήρα ενότητά μας με το δεύτερο ελληνικό κράτος, το κυπριακό, και τις βαλκανικές χώρες, παράλληλα. Το όραμα του Ρήγα, μιας βαλκανικής συμμαχίας, θα πρέπει κάποτε να γίνει πραγματικότητα. Πάρα πέρα, προσβλέποντας σε μια Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, θα πρέπει όχι μόνο να ενισχύσουμε τις σχέσεις μας με τη Ρωσία και την ανατολική Ευρώπη, αλλά και να παλέψουμε για τη δημιουργία μιας νέας ενωμένης Ευρώπης, με ισόρροπη παρουσία της ανατολικής και δυτικής πτέρυγάς της, που μόνη αυτή θα εξασφάλιζε και την ισότιμη συμμετοχή των Βαλκανίων και της Ελλάδας σε αυτήν.
Τρίτον, σε ό,τι αφορά στον τουρκικό επεκτατισμό, η αντιμετώπισή του περνάει τόσο από τις συμμαχίες που προαναφέραμε, όσο, κυρίως, από την ενίσχυση της παραγωγικής αυτονομίας και της αμυντικής μας ικανότητας. Η συμμαχία με το αγωνιζόμενο κουρδικό έθνος, τις κάθε είδους θρησκευτικές και εθνοτικές μειονότητες, καθώς και όσες δυνάμεις στην Τουρκία απορρίπτουν τον επεκτατικό και στρατιωτικό χαρακτήρα του κράτους, αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για την ισορροπία και την ειρήνη στην περιοχή. Μια σταθερή ειρήνη με την Τουρκία μπορεί να εδραιωθεί μόνο εάν υπάρχει ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στα Βαλκάνια και τον μικρασιατικό χώρο και εάν η Τουρκία γίνει μια δημοκρατική χώρα, αναγνωρίζοντας τα δικαιώματα στην αυτοδιάθεση όλων των λαών και των μειονοτήτων που ζουν σε αυτή.
Τέταρτον, ο σημαντικότερος παράγων, και προϋπόθεση για τα όσα προαναφέραμε, είναι η πνευματική και πολιτική ολοκλήρωση της ταυτότητάς μας. Φτάνοντας στο απόλυτο αδιέξοδο του αλλοτριωμένου εκσυγχρονισμού και της διαρκούς φυγής προς τα έξω, είμαστε υποχρεωμένοι να συνειδητοποιήσουμε πως, μετά από μερικές χιλιάδες χρόνια, που είχαμε την πολυτέλεια του ξοδέματος, σήμερα δεν μας περισσεύει ούτε μια σταγόνα αίμα, ούτε ένας άνθρωπος, ούτε μια προσπάθεια. Θα πρέπει να επιστρατεύσουμε όλες μας τις δυνάμεις, όχι «για να κόψουμε δρόμο προς μια Δύση» που πνέει τα λοίσθια, ούτε για να μεταβληθούμε στους νέους Φαναριώτες και τους υποτελείς του νεοθωμανισμού, αλλά για να κάνουμε επιτέλους πρότυπο του αναγκαίου εκσυγχρονισμού μας την ίδια τη δικιά μας παράδοση και ταυτότητα. Αυτό που έκαναν όλα τα έθνη και όλοι οι λαοί που θέλουν να είναι ελεύθεροι.