ΚΡΙΤΙΚΗ.---
Η Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου (1946-49) είναι πρώτα απ όλα η ιστορία μιας συλλογικής απώθησης ή, ορθότερα, η ιστορία ενός συλλογικού τραύματος αντίστοιχου, ας πούμε, με το μεταπολεμικό γερμανικό τραύμα.
----Η ελληνική Αριστερά, εγκλωβισμένη στη δεσμευτική σχέση της με τη μητέρα Ρωσία, σπανίως πρόβαλε τον Εμφύλιο στις πραγματικές διαστάσεις του.---- Οι αφηγήσεις για την Εθνική Αντίσταση, τη Μακρόνησο ή ακόμα για άλλα, δευτερεύοντα σε σχέση με τον Εμφύλιο, γεγονότα κατέχουν μεγαλύτερη έκταση και βάρος στη δική της εκδοχή του αριστερού κινήματος, ενώ σε αρκετές συζητήσεις το δεύτερο αντάρτικο αντιμετωπίστηκε ακόμα και ως αριστερίστικος βολονταρισμός.
Η συντηρητική πλευρά από την άλλη, αφού διαπίστωσε με το χρόνο ότι δεν εξυπηρετούσε άλλο η χονδροειδής προπαγάνδα του «συμμοριτοπολέμου», των «σλαβοπροδοτών» κ.λπ., τακτοποίησε (;) εν τέλει τη συνείδησή της με την «πολιτισμένη» προπαγάνδα, αυτή της «λήθης του παρελθόντος» στο όνομα του ολυμπιακού και χρηματιστηριακού μας μέλλοντος.
Αν λάβουμε υπόψη ότι στη διάρκεια του Εμφυλίου παρατάχθηκαν στα αντίπαλα στρατόπεδα περισσότεροι από πεντακόσιες χιλιάδες πολεμιστές (εκατό στον ΔΣΕ και τετρακόσιες χιλιάδες στην κυβερνητική πλευρά)· ότι ακόμα, αν εξαιρέσουμε τις μεγάλες πόλεις, το μέτωπο του πολέμου εκτεινόταν, στην ουσία, σε όλη την ελληνική επικράτεια· ότι, σε έναν πληθυσμό μόλις 7.000.000 κατοίκων, περισσότεροι από 1.000.000 άμαχοι μετακινήθηκαν από τις εστίες τους και προσφυγοποιήθηκαν διά της βίας· ότι επίσης, στο μεν κυβερνητικό στρατό οι συνολικές απώλειες έφτασαν τους 44.000 (εξ ων 14.000 νεκροί), ενώ στον ΔΣΕ ο ένας στους τέσσερις σκοτώθηκε στη μάχη (νεκροί 25.000, θύματα στους παραστρατιωτικούς μηχανισμούς και τους αμάχους: ανυπολόγιστα)· ότι ακόμα, σε σύγκριση με τους Βαλκανικούς Πολέμους (σύνολο 8.000 νεκροί), τη Μικρασιατική Εκστρατεία (σύνολο 37.000 νεκροί και εξαφανισθέντες) ή τον πόλεμο του 1940-41 (σύνολο 15.000 νεκροί και αγνοούμενοι), ο Εμφύλιος προκάλεσε το μεγαλύτερο φόρο αίματος στην ελληνική κοινωνία από την ίδρυση του ελληνικού κράτους στα 1830· αν σημειώσουμε, τέλος, ότι ο πόλεμος αυτός δεν αφορούσε μόνο το μισό εκατομμύριο εμπολέμους αλλά ολόκληρη την ελληνική κοινωνία -κι ότι, γι αυτόν ακριβώς το λόγο, κατ ουσίαν δεν τέλειωσε παρά σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, στη Μεταπολίτευση του 1974... τότε, θα πρέπει να συλλογιστούμε ότι το τραύμα αυτό υπήρξε απίστευτα βαθύ και άκρως επώδυνο.
Μια Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου έχει πρώτιστο καθήκον να εκθέσει το εθνικό τραύμα στο φως των πραγματικών του διαστάσεων. Διότι το τραύμα στηρίζει προς κάθε κατεύθυνση πλείστα ιδεολογήματα, πάνω στη θολή σύγχυση των οποίων οικοδομούνται στη συνέχεια πολιτικές επιλογές που διαμορφώνουν εν τέλει μια αθεράπευτα τραυματισμένη κοινωνία. Η Ιστορία του Γιώργου Μαργαρίτη κάνει ακριβώς αυτό -με ψυχραιμία, αλλά και τόλμη. Στο βιβλίο αναδύεται ανάγλυφα όλο το περίπλοκο πλέγμα των διεθνών συσχετισμών και της εντόπιας συγκυρίας υπό το βάρος των οποίων η κατεστραμμένη και ταλαιπωρημένη από τον πόλεμο Ελλάδα σύρθηκε ξανά στο χάος της βαρβαρότητας.
Σε παρόμοιες βάρβαρες συνθήκες οι άνθρωποι ενδίδουν εύκολα στις όποιες υποσχέσεις για ανθρωπινότερη επιβίωση -δίχως να υπολογίζουν τα ανταλλάγματα. Οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες από τους πρόσφατους πολέμους στα Βαλκάνια δεν απέχουν πολύ από την κατάσταση στη χώρα μετά την Κατοχή. Διόλου τυχαίο που η Βρετανία αντιμετώπισε τότε την Ελλάδα με ένα «σχέδιο ανασυγκρότησης» καθαρά αποικιακού τύπου· διόλου τυχαίο επίσης που η διάδοχός της, οι Ηνωμένες Πολιτείες, αντιμετώπισε τη χώρα και, σε κάποιο βαθμό, κατάφερε να τη μετατρέψει σε ευρωπαϊκή «μπανανία».
Μια τόσο εξαθλιωμένη χώρα οι οικονομικά ισχυροί την προσανατολίζουν με ευκολία κατά τα συμφέροντά τους. Στην αμέσως μετά την Απελευθέρωση πεινασμένη Ελλάδα μόνο η ΟΥΝΡΑ (UNRA =United Nations Relief and Rehabilitation Administration) «ρίχνει» περίπου 2.000.000 τόνους ειδών πρώτης ανάγκης, που όμως διανέμει το δίκτυο της κυβέρνησης σε συνεργασία με το παρακράτος της υπαίθρου (ΜΑΥ, Τάγματα Ασφαλείας κ.λπ.). Η βοήθεια αυτή, κάτω από την «προστασία» των Αγγλων, λειτουργεί σε δύο κατευθύνσεις: αφενός ενισχύει συστηματικά το τότε παρακράτος, ενώ αφετέρου υπονομεύει κάθε παραγωγική προσπάθεια εφόσον: «κανένα είδος εγχώριου αγαθού δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί σε τιμή και ευκολία απόκτησης τα αντίστοιχα της ΟΥΝΡΑ». Την ΟΥΝΡΑ διαδέχεται, με το γρήγορο πέρασμα της Ελλάδας στην αμερικανική «προστασία», το πασίγνωστο Δόγμα Τρούμαν με τα τριακόσια εκατομμύρια δολάρια «βοήθεια», το Σχέδιο Μάρσαλ με τα δύο δισ. δολάρια «βοήθεια» και η συνακόλουθη λογική της «συγκυβέρνησης» με τους Αμερικανούς (σύμφωνα με τους όρους του Σχεδίου οι Αμερικανοί διαχειρίζονταν από κοινού με τις ελληνικές κυβερνήσεις αυτά τα τεράστια για την εποχή ποσά).
Ο Γιώργος Μαργαρίτης επιτρέπει να κατανοήσουμε ότι η ιστορία του Δεύτερου Αντάρτικου είναι η ιστορία εκείνων που πίστεψαν -με μεταφυσικό πείσμα στην κυριολεξία!- ότι μπορούν να αντισταθούν σ αυτή την αδυσώπητη πορεία της παράδοσης άνευ όρων στην ξένη κηδεμονία. Από την άλλη όμως σαφώς υπαινίσσεται ότι η ίδια ιστορία αφορά εξίσου κι εκείνους που πράγματι τους θεώρησαν ή προσποιήθηκαν ότι τους θεωρούν ή τους φαντασίωσαν ως προδότες του έθνους, «συμμορίτες», «Σλάβους» κ.λπ.· εν ολίγοις, είναι επίσης η ιστορία εκείνων που υποκύπτουν ευκολότερα στο φόβο και την ανάγκη, εκείνων που δεν άντεξαν άλλη ταλαιπωρία μετά την Κατοχή, εκείνων πρωτίστως που συνέδεσαν την επιβίωσή τους (συχνά και την κερδοσκοπία) με το παιχνίδι της νέας εξουσίας -και που επομένως μπορούσαν να συμπαρασύρουν σ αυτό όλους τους πεινασμένους, φοβισμένους, ανίδεους, απατεώνες και δωσίλογους που είχε διαμορφώσει το στερημένο και καταπιεσμένο παρελθόν.
Η «ατυχία» των πρώτων, των μελών του Δημοκρατικού Στρατού (αλλά και των απανταχού αριστερών, που συνοδοιπορούσαν ή και τους στήριζαν παντοιοτρόπως), είναι ότι πολεμούσαν κόντρα στην ιστορική αναγκαιότητα του δυτικού κόσμου της «Ελεύθερης» Αγοράς, αυτή που την παγκοσμιοποιημένη εκδοχή της βιώνουμε σήμερα. Μια πρόσθετη «ατυχία» τους υπήρξε το ότι στήριζαν τις ελπίδες τους σε έναν φαντασιακό κομμουνιστικό κόσμο, εν πολλοίς ανύπαρκτο. Η «ατυχία» των δεύτερων, όλων εκείνων που πολέμησαν παντοιοτρόπως εναντίον των πρώτων, είναι ότι έκτοτε επέλεξαν ως καθολική στάση ζωής τον αγνωστικισμό, το φόβο, την υποκρισία, το βόλεμα, την απάτη, την κομπίνα, τη λοβιτούρα, ανάγοντάς τα σε θεμελιώδεις αρχές του ελληνικού κοινωνικού βίου.
Αυτά τα αντίπαλα «στρατόπεδα» του Εμφυλίου διαμόρφωσαν αμετάκλητα την εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας. Πράγματι ο ξένος παράγοντας κατάφερε δι αυτού του πολέμου να συγκροτήσει και να διαιωνίσει στη μεταπολεμική Ελλάδα μια απελπιστικά διχασμένη κοινωνία: των προνομιούχων, άμεσα ή έμμεσα εξαρτημένων από την παντοειδή βοήθειά του, και των κοινωνικά αποκλεισμένων -που θα έπρεπε οιονεί να επιβιώνουν στα κατώτατα κράσπεδα της εθνικής οικονομίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Το εμφύλιο μίσος που γεννήθηκε μέσα σ αυτή την οδυνηρή εμπειρία άνδρωσε γενεές ολόκληρες με αντίπαλες κοινωνικές συμπεριφορές: η τρομοκρατία, που εξαπολύθηκε την επαύριο κιόλας της συμφωνίας της Βάρκιζας (Φεβρουάριος του 45) και που ολοκληρώθηκε με το περίφημο Γ Ψήφισμα της τότε κατάπτυστης Βουλής των Ελλήνων (Ιούνιος του 1946), δεν αφορούσε μόνο τους αριστερούς πολίτες, που τους μετέτρεπε σε «πράγματα», σε ανθρώπους δίχως δικαιώματα, εναντίον των οποίων οποιοσδήποτε μπορούσε να διαπράξει οτιδήποτε. Αφορούσε εξίσου και τους «εθνικόφρονες» που, ιδίως στην ύπαιθρο, όφειλαν να αποδεικνύουν σε καθημερινή βάση το «υγιές» τους φρόνημα. Ας θυμηθούμε: αυτό το Καθεστώς του Φόβου και της παρατεταμένης έκτακτης ανάγκης άρχισε να καταλύεται μόλις στα 1974... Κανείς εμφύλιος δεν τελειώνει με μια ήττα στο πεδίο της μάχης. Με την ίδια διαδικασία που ριζώνει στους κόλπους μιας κοινωνίας έτσι και μαραίνεται: στα βάθη της συλλογικής ψυχής, μέσα από μια επίπονη διεργασία συλλογικής αναγνώρισης πρώτα, και επούλωσης ύστερα των εθνικών τραυμάτων. Το βιβλίο του Γιώργου Μαργαρίτη διαφωτίζει αυτή τη δύστροπη διαδρομή: από τη γνώση της τραυματικής Ιστορίας στην κατανόηση της τραυματισμένης κοινωνίας.
Ο συγγραφέας κατέγραψε την περίπλοκη συγκυρία του Εμφυλίου Πολέμου σε μια, μοναδική στην ελληνική βιβλιογραφία, άκρως αποκαλυπτική τοιχογραφία. Διασταύρωσε με διεισδυτικότητα και τόλμη το υλικό των πηγών (Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου του ΓΕΣ/ΔΙΣ κ.λπ.) με τις κυρίαρχες κοινωνικές στάσεις, τις συμπεριφορές, τις τεχνικές επιβίωσης και πολέμου, τις προφορικές μαρτυρίες και τα παντοία σπαράγματα του τότε ελληνικού βίου που διασώθηκαν έως τις ημέρες μας. Εκ παραλλήλου ανέσκαψε στο πυκνό πλέγμα του τότε κοινωνικού ιστού· εκείνου που δημιουργήθηκε κατ αρχήν υπό το βάρος του προσφυγικού κύματος, αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου και το οποίο παγιώθηκε αργότερα, στη διάρκεια της Κατοχής και κυρίως του Εμφυλίου υπό την πάγια επιρροή και καθοδήγηση του ξένου παράγοντα.
Η ευρηματική οργάνωση του βιβλίου παρέχει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να διατρέξει αυτή την περίοδο μέσα από πολλαπλούς αναγνωστικούς διαύλους· οι τελευταίοι -πάντα με κεντρικό άξονα την εξονυχιστική στην τεκμηρίωση εξιστόρηση των μαχών- διατρέχουν όλη την αφήγηση και συγκοινωνούν υπογείως διαφωτίζοντας, μέσα από αποκαλυπτικές διαδρομές, την ιστορική κρίση. Ενδεικτικά επισημαίνω μερικούς από τους -κατά την ταπεινή μου γνώμη- πλέον ενδιαφέροντες:
1. Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ υπήρξε ευθύς εξ αρχής υπόθεση της ελληνικής επαρχίας. Η μετά τη Βάρκιζα βαθμιαία έκπτωση και αδράνεια των κομματικών οργανώσεων του ΚΚΕ που έδρευαν στις πόλεις, η αδυναμία να συγκροτήσουν ευέλικτη πολιτική απέναντι στον τρομοκράτη αντίπαλο, να προστατεύσουν τα μέλη τους κ.λπ. μετατόπισε εξ ανάγκης, αυθόρμητα σχεδόν, την πολιτική δράση στην περιφέρεια, στο κατ εξοχήν θέατρο της κυβερνητικής και παρακρατικής τρομοκρατίας.
2. Η ΑΜΕΙΛΙΚΤΗ αριθμητική του πολέμου. Ο ΔΣΕ κέρδισε πολλές και κρίσιμες μάχες σε συνθήκες εξωφρενικά άνισες, αλλά έχασε τον πόλεμο διότι, μακροπρόθεσμα, η διαρκής αιμορραγία του σε ανθρώπινες εφεδρείες, επιμελητεία και, κυρίως, πολεμοφόδια έγειραν αποφασιστικά την πλάστιγγα υπέρ της αντίπαλης πλευράς· η τελευταία αντιθέτως, με τη συντριπτική υπεροπλία της σε ποσότητα εφοδίων και τεχνολογία, την εκτεταμένη στρατολογία αλλά και τις πολυδάπανες στρατηγικές του τύπου της Μακρονήσου (που καλλιεργούσαν επιτυχώς την «κοινωνική εμβέλειά» της) αναπτυσσόταν διαρκώς με απίστευτους ρυθμούς -πάντα υπό την αμερικανική καθοδήγηση.
3. ΟΙ ΔΥΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ, δύο κυβερνήσεις, δύο στρατοί. Ολοκληρωτικός πόλεμος για την απόλυτη (φυσική, ηθική κ.λπ.) εξόντωση του αντιπάλου. Σχετικά με αυτό παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο η εκάστοτε μικροκοινωνία της υπαίθρου επιβίωσε εν πολέμω σε μια διαρκώς ανατρεπόμενη ισορροπία τρόμου και βαρβαρότητας: διακυβεύοντας τα πάντα, σε καθημερινή βάση, ανάμεσα στο αντάρτικο και το κυβερνητικό στρατόπεδο.
4. Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ του πολέμου. Η δυνατότητα του Δημοκρατικού Στρατού να αντιμετωπίζει με επιτυχία την καταθλιπτικά δυσανάλογη υπεροπλία του αντιπάλου, υποχρεώνει συχνά τον επιστήμονα να καταφεύγει σε μια «μεταφυσική» εξήγηση. Μια μεταφυσική που ο συγγραφέας φροντίζει να διευκρινίσει ότι δεν αφορά την ψυχολογία των χαρακτήρων: αφορά εκείνη των αδυνάτων και των απελπισμένων, που μάχονται στα έσχατα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης.
5. Ο ΡΟΛΟΣ των πρωταγωνιστών. Βαφειάδης, Ζαχαριάδης, Γούσιας, Παπάγος, βασιλιάς Παύλος κ.ά. Η μυθολογία για την όποια προσωπικότητα των ηγετών υποχωρεί διακριτικά εμπρός στην άτεγκτη «προσωπικότητα» των ίδιων των ιστορικών γεγονότων που τους ανέδειξαν. Με την ίδια μετριοπάθεια καταγράφονται και γεγονότα που ο χρόνος τούς έδωσε επίσης μυθικές διαστάσεις όπως π.χ. οι περίφημες εκλογές του Μαρτίου του 46 ή η κρίση στον κυβερνητικό στρατό, το φθινόπωρο του 48.
6. Η ΜΟΙΡΑ των γυναικών στον Εμφύλιο: Ο εξευτελισμός, ο βιασμός, ο διασυρμός τους ως πάγια πρακτική απέναντι στις γυναίκες που καθ οιονδήποτε τρόπο σχετίζονταν ή συγγένευαν με αντάρτες· η μειονεκτική θέση τους ως μέλη του Δημοκρατικού Στρατού (ποσοστό 25 έως 40% του συνόλου!): πρώτες στον αγώνα, τελευταίες στην ιεραρχία!
Οι αναγνωστικοί δίαυλοι είναι πολλοί, ο αναγνώστης θα εντοπίσει τους δικούς του. Η Ιστορία του Γιώργου Μαργαρίτη (γραμμένη με μοναδική για το είδος γλαφυρότητα) ορθώνει ένα πολυπρισματικό κάτοπτρο της κοινωνίας που γεννήθηκε μέσα από τον Εμφύλιο και η οποία εν πολλοίς συνεχίζεται έως σήμερα· είμαστε όλοι, είτε μας αρέσει είτε όχι, παιδιά αυτού του πολέμου. Ο καθένας επομένως μπορεί να ανακαλύψει σ αυτό το κάτοπτρο αυτογνωσίας ένα ή περισσότερα είδωλα του κοινωνικού μας βίου. Φτάνει, βεβαίως, να θέλει να το αντικρίσει κατά μέτωπο.
ΑΡΗΣ ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ