Το σώμα των ελλήνων ερυθροχιτώνων του Αλεξάνδρου Ρώμα στη Μάχη του Δρίσκου 26-28 Νοεμβρίου 1912.
Πατρίδα μου, σηκώσου. Ας λάμψει πάλι
στον αιθέρα ψηλά το μέτωπό σου
και της Ελευτεριάς θε να προβάλει
η μέρα και το θείο πρόσωπό σου
θα λάμπει σαν τον ήλιο της.
Λ. Μαβίλης «Εις την Πατρίδα
Στις 28 Νοεμβρίου του 1912, εναντίον της ισχυρά οχυρωμένης από τους τούρκους τοποθεσίας Δρίσκος, πάνω από τα Γιάννενα εμαίνετο η μάχη μεταξύ τούρκων και γαριβαλδινών εθελοντών. Λίγο πιο πίσω , στο σημείο συλλογής των τραυματιών, ξαπλωμένος στο πεζούλι της Αγίας Παρασκευής, με ανοιχτό το κόκκινο αμπέχονο και πρόχειρα σκεπασμένος με τον καταματωμένο γαλάζιο μανδύα, άφηνε την τελευταία του πνοή πνιγμένος από το ίδιο του το αίμα, καθώς είχε δεχθεί δυο βολίδες στο πρόσωπο, ο γαριβαλδινός λοχαγός Λορέντζος Μαβίλης. Πάνω του στέκονταν ο εθελοντής παπά Φώτης, και η εθελόντρια νοσοκόμα Ασπασία συζ. Ιωάννη Ράλλη, κόρη του πρώην πρωθυπουργού Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και ανηψιά του αρχηγού, εμπνευστή και χρηματοδότη των ελλήνων εθελοντών Αλέξανδρου Ρώμα. Πιο πέρα σφίγγοντας τα δόντια από τους πόνους του δικού του τραύματος χαιρετούσε σε στάση προσοχής ο ίδιος ο Αλέξανδρος Ρώμας, μονολογώντας: «Αγαθή η μοίρα σου λοχαγέ Μαβίλη».
Αν και η σκηνή είναι γνωστότατη καθώς αναφέρεται πάντα κι’ από όλους τους βιογράφους του Μαβίλη, η ίδια η περιπέτεια των γαριβαλδινών στην Ελλάδα παραμένει σε πολλούς ή σε πολλά σημεία άγνωστη, ακόμη και στη Ζάκυνθο γενέτειρα του Ρώμα και πολλών άλλων γαριβαλδινών εθελοντών .
Με την ευκαιρία λοιπόν της συμπλήρωσης ενός αιώνα, θα επιχειρηθεί εδώ μια σύντομη αναφορά στα γεγονότα.
Η προσπάθεια συγκρότησης γαριβαλδινών σωμάτων κατά την έναρξη του πρώτου βαλκανικού πολέμου, έγινε με έγκριση του αρχιστρατήγου διαδόχου Κωνσταντίνου, ταυτόχρονα με την επιστράτευση, στην Ελλάδα και την Ιταλία. Η όλη επιχείρηση δεν ήταν κάτι το άγνωστο στην ελληνική κοινωνία καθώς είχαν προηγηθεί παρόμοιες αποστολές τους στην Κρητική Επανάσταση του 1896 και στον ατυχή πόλεμο του 1897, ενώ γνωστή είναι η διασύνδεση, με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Λομβάρδου, των επτανησίων ριζοσπαστών με τον Giuseppe Garibaldi και το ιταλικό γαριβαλδινό κίνημα (όπως και με τα αντίστοιχα σλαβικά) κατά τη τελευταία φάση του ενωτικού αγώνα. Άλλως τε η προσωπικότητα του Giuseppe Garibaldi,ο πατριωτισμός και η αγάπη του για την Ελευθερία, η πολυτάραχη ζωή του και ο Φιλελληνισμός του ασκούσαν μια ιδιαίτερη γοητεία στους έλληνες .
Όμως όπως συνέβη και το 1897, παρά τον ενθουσιασμό που προκάλεσε στην Ιταλία η προκήρυξη του στρατηγού Ricciotti Garibaldi, γιού του προηγούμενου και συνεχιστή του έργου του, η ιταλική κυβέρνηση με την πρόφαση της τήρησης της ουδετερότητας, στην πραγματικότητα διασφαλίζοντας τα γαιοπολιτικά της σχέδια για την περιοχή, απαγόρευσε την στρατολογία εθελοντών και εμπόδισε την αναχώρηση εκείνων που το επιχείρησαν. Τελικά ο στρατηγός Ricciotti Garibaldi, με μικρή ομάδα εθελοντών και τους γιούς του Peppino και Ricciotti jr μπόρεσαν να φθάσουν στην Ελλάδα στις 20 Οκτωβρίου 1912 και ενώ ήδη είχε συγκροτηθεί ελληνικό γαριβαλδινό σώμα. Λίγες ημέρες αργότερα ακολούθησαν και η σύζυγός του Constance με τον μικρότερο γιό του Menotti jr και την θυγατέρα του Annita-Italia.
Στην Αθήνα πλήθος ενθουσιωδών ελλήνων εθελοντών είχαν τρέξει να ανταποκριθούν στην πρόσκληση που δημοσίευσε ο βουλευτής Ζακύνθου, πρώην υπουργός και πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων Αλέξανδρος Ρώμας (1863-1914). Ο Ρώμας είχε παλαιότερη εμπειρία συνεργασίας με τους γαριβαλδινούς εθελοντές κατά τη διάρκεια του ατυχούς πολέμου του 1897, όπου μάλιστα τραυματίσθηκε και για την ανδρεία του προήχθη σε ταγματάρχη επί του πεδίου της μάχης στο Δομοκό. Έκτοτε είχε διατηρήσει θερμές προσωπικές σχέσεις με τον Ricciotti Garibaldi, χωρίς όμως να συμφωνεί πάντα μαζί του.
Με τη δημοσίευση της πρόσκλησης πάνω από τρεις χιλιάδες εθελοντές πολιορκούσαν καθημερινά την κατοικία του στην Αθήνα (Πατησίων και Αλεξάνδρας), για να καταταγούν στο ελληνικό γαριβαλδινό σώμα, μετά την απαλλαγή τους από την στράτευση από τις στρατολογικές υπηρεσίες για διάφορους λόγους (κυρίως ηλικίας , σωματικής ικανότητας και έλλειψης της ελληνικής υπηκοότητας). Από αυτούς τελικά επελέγησαν για το «Σώμα Ελλήνων Ερυθροχιτώνων» χίλιοι διακόσιοι, οι οποίοι κατενεμήθησαν σε έξι λόχους. Ο αριθμός παρέπεμπε στους «χίλιους» της εκστρατείας του 1860 στη Σικελία, που από σεβασμό στην στρατιωτική παράδοση, οι γαριβαλδινοί τηρούσαν. Το σώμα ήταν στρατωνισμένο στο πανεπιστήμιο και εξασκείτο καθημερινά κυρίως στον χώρο των προπυλαίων. Ως στολή καθορίσθηκε το γαριβαλδινό κόκκινο χιτώνιο με χακί πανταλόνι και ο γαλάζιος επενδύτης. Το πηλήκιο ήταν κόκκινο των αξιωματικών και χακί των οπλιτών. Στους οπλίτες δόθηκαν από τα εθνικά αποθέματα εξοπλισμός εκστρατείας και μακρύκανα γαλλικά τυφέκια γκρά (Gras 1874) με την ξιφολόγχη και τις βολίδες τους (11 mm), γεγονός που προκάλεσε σχόλια καθώς το όπλο έβγαζε καπνό προδίδοντας τη θέση του μαχητή, όμως δεν υπήρχε τότε η δυνατότητα εφοδιασμού των εθελοντών, όμοια με του υπόλοιπου στρατού, με το σύγχρονο αυστρουγγρικό επαναληπτικό τυφέκιο μάνλιχερ (Mannlicher-Schönauer) . Στους αξιωματικούς παραχωρήθηκαν περίστροφα αξιωματικών του τακτικού στρατού (Mod. 1873 και 1874) .
Με τη δημοσίευση της πρόσκλησης πάνω από τρεις χιλιάδες εθελοντές πολιορκούσαν καθημερινά την κατοικία του στην Αθήνα (Πατησίων και Αλεξάνδρας), για να καταταγούν στο ελληνικό γαριβαλδινό σώμα, μετά την απαλλαγή τους από την στράτευση από τις στρατολογικές υπηρεσίες για διάφορους λόγους (κυρίως ηλικίας , σωματικής ικανότητας και έλλειψης της ελληνικής υπηκοότητας). Από αυτούς τελικά επελέγησαν για το «Σώμα Ελλήνων Ερυθροχιτώνων» χίλιοι διακόσιοι, οι οποίοι κατενεμήθησαν σε έξι λόχους. Ο αριθμός παρέπεμπε στους «χίλιους» της εκστρατείας του 1860 στη Σικελία, που από σεβασμό στην στρατιωτική παράδοση, οι γαριβαλδινοί τηρούσαν. Το σώμα ήταν στρατωνισμένο στο πανεπιστήμιο και εξασκείτο καθημερινά κυρίως στον χώρο των προπυλαίων. Ως στολή καθορίσθηκε το γαριβαλδινό κόκκινο χιτώνιο με χακί πανταλόνι και ο γαλάζιος επενδύτης. Το πηλήκιο ήταν κόκκινο των αξιωματικών και χακί των οπλιτών. Στους οπλίτες δόθηκαν από τα εθνικά αποθέματα εξοπλισμός εκστρατείας και μακρύκανα γαλλικά τυφέκια γκρά (Gras 1874) με την ξιφολόγχη και τις βολίδες τους (11 mm), γεγονός που προκάλεσε σχόλια καθώς το όπλο έβγαζε καπνό προδίδοντας τη θέση του μαχητή, όμως δεν υπήρχε τότε η δυνατότητα εφοδιασμού των εθελοντών, όμοια με του υπόλοιπου στρατού, με το σύγχρονο αυστρουγγρικό επαναληπτικό τυφέκιο μάνλιχερ (Mannlicher-Schönauer) . Στους αξιωματικούς παραχωρήθηκαν περίστροφα αξιωματικών του τακτικού στρατού (Mod. 1873 και 1874) .
Η κοινωνική, μορφωτική και οικονομική κατάσταση των εθελοντών είναι αξιοπρόσεκτη καθώς προήρχοντο από όλες τις τάξεις της ελληνικής κοινωνίας . Σημειώνεται ότι οι πρώτοι τραυματίες ήταν «… ο λοχίας Μπούχαλης καφεπώλης Αθηνών, ο δεκανεύς Θωμόπουλος φοιτητής κάτοικος Αθηνών και ο οπλίτης Παπαδημητρόπουλος έμπορος εξ Αχαϊας…» . Βεβαίως μεταξύ των εθελοντών αξιωματικών πολλοί ήταν οι αριστοκράτες και οι προβεβλημένοι αστοί, όπως ο μεσήνιος λοχαγός Πεζικού Δημήτριος Μπαρδόπουλος, που είχε διακριθεί στη μάχη του Γρίμποβου το 1897 (γαμβρός επ’ αδελφή του υπουργού εθνικής οικονομίας Ανδρέα Μιχαλόπουλου), ο κερκυραίος βουλευτής ποιητής Λορέντζος Μαβίλης εθελοντής της επανάστασης της Κρήτης και τραυματίας του πολέμου του 1897, οι επίσης κερκυραίοι , βορειοηπειρωτικής καταγωγής , Αριστοτέλης Τοπάλης και Γεώργιος Γιοβάνης, ο ιθακήσιος Νικόλαος Καρβούνης δημοσιογράφος, οι ζακύνθιοι Ναθαναήλ Δομενεγίνης πρώην νομάρχης, Διονύσιος-Προκόπιος Μαρτινέγκος διευθυντής τηλεγραφείου και Δημοσθένης Δαπόντες μηχανικός, ο ψαριανός εργοστασιάρχης Γεώργιος Χατζηκυριάκος, οι αθηναίοι δημοτικοί σύμβουλοι δικηγόρος Τέλλος Πρινόπουλος και Αλέξανδρος Γέροντας, ο ολυμπιονίκης της σκοποβολής , δικηγόρος Ιωάννης Θεοφιλάκης, ο γιατρός Βασίλειος (Βάσος) Βέργης και ο εργολάβος Γεώργιος Σκορδαράς, ο πειραιώτης δημοτικός σύμβουλος δικηγόρος Αλέξανδρος Βραχνός, οι σπαρτιάτες φοιτητές Λεωνίδας Μελετόπουλος της νομικής και Παναγιώτης Σταθόπουλος της ιατρικής, οι πολιτευτές Γορτυνίας Θεόδωρος Ματζουράνης και Κορίνθου Αθανάσιος Νοταράς , ο βουλευτής Καλαμπάκας Αλεξάκης Τάκης οι βετεράνοι των κρητικών επαναστάσεων Κωνσταντίνος Γερακάρης πρώην δήμαρχος Ρεθύμνου, πατέρας τεσσάρων στρατευμένων στον πόλεμο γιών, Παναγιώτης Κονδύλης καθηγητής του Αρσακείου και οι δικηγόροι Ιωάννης Αθανασιάδης, Ίων Κεφαλάς και Ιωάννης Ταμιολάκης, οι μανιάτες γιατροί Γιαννακάκος Ραζέλος (αρχίατρος του σώματος) και Ηλίας Μαυρομιχάλης όπως επίσης οι ιερείς παπα-Φώτης ως λοχαγός, ιερομόναχος Αγαθάγγελος Καπάκας ως ανθυπολοχαγός και ο ζακύνθιος παπα -Μαρούδας .
Όμως ενώ οι γαριβαλδινοί σχεδίαζαν την κατάταξη των υπολοίπων εθελοντών σε δεύτερο σώμα υπό τον Garibaldi, συνέβη στις 24 Οκτωβρίου το ατύχημα της 5ης Μεραρχίας στο Σόροβιτς και διατάχθηκε ο Ρώμας να αναχωρήσει αμέσως για την Μακεδονία. Πριν την αναχώρησή του το σώμα επιθεωρήθηκε στα προπύλαια τις 24 από τον Garibaldi και στις 25 Οκτωβρίου από τον πρωθυπουργό και Υπουργό Στρατιωτικών Ελευθέριο Βενιζέλο. Στις 26 αναχώρησε με δυο επιτεταγμένα ατμόπλοια για τον Βόλο στα οποία στο πρώτο επικεφαλής των τριών λόχων ήταν ο Ρώμας και στο δεύτερο με τους άλλους τρεις ο Μπαρδόπουλος, που ενεργούσε ως επιτελάρχης. Από το Βόλο οι γαριβαλδινοί μεταφέρθηκαν στη Λάρισα με το τραίνο και στη συνέχεια πεζοπορώντας πέρασαν το Σαραντάπορο και από εκεί μέσω Ισβόρου και Κοζάνης στη Σιάτιστα όπου και εντάχθηκαν στο απόσπασμα του αντισυνταγματάρχη Ηπίτη. Στη συνέχεια εκκαθάρισαν την περιοχή από μονάδες εξοπλισμένων με μάουζερ (mauser) χωρικών του Μπεκήρ αγά και έφθασαν στα Γρεβενά απ’ όπου συνεχίζοντας την εκκαθάριση, προωθήθηκαν στο Μέτσοβο και εντάχθηκαν στα διοικούμενα από τον συνταγματάρχη Δημήτριο Ματθαιόπουλο τμήματα της στρατιάς Ηπείρου της οποίας διοικητής ήταν ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Σαπουντζάκης.
Στο μεταξύ στην Αθήνα συγκροτήθηκε το δεύτερο γαριβαλδινό σώμα ελλήνων, βρετανών, ιταλών και άλλων εθελοντών υπό τη διοίκηση του Pepino Garibaldi, με την ίδια συγκρότηση, ενδυμασία και οπλισμό. Το δεύτερο σώμα αναχώρησε για το μέτωπο στις 17 Νοεμβρίου και συνάντησε το πρώτο στο Μέτσοβο στις 20 Νοεμβρίου.
Στις 24 Νοεμβρίου ο Σαπουντζάκης, για να κάνει αποτελεσματικότερη την πολιορκία των οχυρών του Μπιζανίου, εξέδωσε διαταγή καταλήψεως των Ιωαννίνων και ανέθεσε στον Ρώμα με τους γαριβαλδινούς «…να καταλάβη τον Δρίσκον και τα παράλια της λίμνης..».
Σύμφωνα με δημοσίευμα στην «Εστία» του γαριβαλδινού δημοσιογράφου Νίκου Καρβούνη (αργότερα από τα ιστορικά στελέχη του ΚΚΕ) η προώθηση των τμημάτων έγινε ως εξής : «…Μετά ολιγοήμερον παραμονήν εις το Μέτσοβον, όπου εχιόνιζε διαρκώς και όπου έφθασαν οι έλληνες ερυθροχίτωνες , διανύσαντες παρασάγγας τόσας , όσας δεν ονειρεύθη , βέβαια, ο μακαρίτης Ξενοφών, συνηντήθησαν με τους ερυθροχίτωνας του στρατηγού Γαριβάλδη και μίαν πρωίαν εξεκίνησαν διά την κατάληψιν του Δρίσκου. Παρήλασαν προ του καταλύματος του γηραιού στρατηγού με την κυματόεσσαν γενειάδα και το πολυδοξασμένο όνομα κατά λόχους, με τας σάλπιγγας ηχούσας, ζητωκραυγάζοντες, ζωηροί, ακμαίοι, εύθυμοι, προαισθανόμενοι τον θρουν των πτερύγων της νέας Δόξης εις το κρυστάλλινον αιθέρα της ηλιολούστου εκείνης χειμερινής πρωίας. Προεπορεύετο έφιππος της πυρίνης φάλαγγος ο Αρχηγός μόλις αποχαιρετίσας τον Γαριβάλδι, αφού εζητωκραύγασεν υπέρ της Ελλάδος και του στρατηγού. «Ιδού μία αρετή των ευσάρκων, δεν μπορούν να φύγουν προ του εχθρού», είπε γελών, γαλλιστί προς τον μειδιώντα στρατηγόν, μόλις ίππευσεν ο Αρχηγός. «Ζήτω ο Αρχηγός Ρώμας ! ηκούσθη βροντώδης ανακραυγή . Την αντελάλησαν τα πάλευκα βουνά του Μετσόβου και ο πύρινος όγκος των ελλήνων γαριβαλδινών εξελίχθη επί της στενωπού που φέρει προς τα Ιωάννινα. Ο κόμης Ρώμας επί κεφαλής . Ας μη παραξενευθούν οι τους τίτλους απεχθανόμενοι έλληνες δια την τιτλοφορίαν αυτήν. Διότι ο κ. Αλέξανδρος Ρώμας , ο άλλοτε προεδρεύσας του Εθνικού Συνεδρίου και υπουργεύσας, όταν φορή τον χιτώνα τον ερυθρόν –και τον φορεί δευτέραν φοράν- είναι ο κόμης Ρώμας, των Ρώμα της ευγενούς Βισέντζας ο άξιος απόγονος, των Ρώμα της γλυκείας Ζακύνθου, ο ευλαβής συνεχιστής του Μουκίου Ρώμα , του Κανδιάνου «του γενναίου μεταξύ των γενναίων» μαχητού του Χάνδακος ο έκγονος. Οπίσω από τον κόμητα έφιπποι και πεζοί οι υπασπισταί του επιτελείου του, ο Λαυρέντιος Μαβίλης, ο Ναθαναήλ Δομενεγίνης, ο Αριστοτέλης Τοπάλης, ο Αλέξανδρος Γέροντας, ο Αλεξάκης Τάκης και άλλοι…»
Τα ξημερώματα της 26ης Νοεμβρίου τρεις λόχοι με τον προαχθέντα για την ανδρεία του σε ταγματάρχη Μπαρδόπουλο, εξασφάλισαν την στενωπό των Λυγκιάδων και κατέλαβαν το τουρκικό στρατόπεδο του Δρίσκου, ενώ οι άλλοι τρεις λόχοι με τον Ρώμα απώθησαν τους τούρκους στην πεδιάδα και συνδέθηκαν με τις επιχειρούσες μονάδες του ελληνικού πεζικού . Οι οχυρωμένοι εξακόσιοι Τούρκοι του λόφου ετράπησαν σε φυγή, αφήνοντας σκηνές, όπλα και αιχμαλώτους. Κατά το απόγευμα έφθασαν η μονάδα του Garibaldi και τα εθελοντικά σώματα των κρητών οπλαρχηγών Μακρή και Κριάρη. Στο χειρουργείο που είχε οργανωθεί στη μονή Σωτήρος με τη Ασπασία Ι. Ράλλη-Μαυρομιχάλη, τοποθετήθηκαν για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους η σύζυγος και η θυγατέρα του Garibaldi.
Την επομένη 27η Νοεμβρίου, οκτώ χιλιάδες τούρκοι με δυο μυδραλιοβόλα και υποστηριζόμενοι από το βαρύ πυροβολικό του νησιού και της Καστρίτσας , επιτέθηκαν εναντίον των ελληνικών θέσεων από την κορυφογραμμή προφήτη Ηλία- Μονή Τζούρας (όπου ο λόχος Γιοβάνη-Μαβίλη-Τοπάλη) έως τη λίμνη.
Σύμφωνα με την τότε τακτική «έφιπποι και ξιφήρεις» οι αξιωματικοί με πρώτο τον Ρώμα κατεύθυναν την μάχη και απέκρουσαν την επίθεση .Τραυματίσθηκαν όμως οι Μπαρδόπουλος, Βέργης και Σκορδαράς ενώ στους νεκρούς προστέθηκαν ο πειραιώτης Βραχνός και ο κρητικός οπλαρχηγός Μακρής.
Την 28η Νοεμβρίου οι τούρκοι επανέλαβαν με βιαιότητα την επίθεση με μεγαλύτερες δυνάμεις και υπό την συνεχή κάλυψη του πυροβολικού, καθώς είχαν τοποθετήσει τηλεβόλα και στο χάνι της Λεύκας κοντά στη λίμνη. Παρά την ενίσχυση των ελληνικών δυνάμεων με ένα ορειβατικό πυροβόλο (Schneider-Danglis των 75 χιλ) και 44 άνδρες οπλισμένους με μάνλιχερ , άρχισαν να παρουσιάζονται προβλήματα : πρώτα μεγάλες ελλείψεις σε φυσίγγια, αφού δεν είχε έρθει ακόμη ο εφοδιασμός που είχε ζητηθεί από τα Γρεβενά κι ύστερα σημαντικές απώλειες ιδιαίτερα σε αξιωματικούς. Ο Μπαρδόπουλος ξανατραυματίσθηκε αυτή τη φορά σοβαρά στο πόδι και ο Ρώμας στο χέρι . ΄Ετσι ετέθησαν εκτός μάχης ταυτόχρονα ο Αρχηγός και ο επιτελάρχης. Από τους αμυνόμενους στην κορυφογραμμή προφήτη Ηλία- Μονή Τζούρας, έπεσαν νεκροί οι Μαβίλης, Τοπάλης και Γερακάρης και τραυματίσθηκαν σοβαρά ο Γιοβάνης και αργότερα ο Χατζηκυριάκος. Με την αποχώρηση των ελλήνων αρχηγών την διοίκηση ανέλαβε o Pepino Garibaldi.
Ύστερα από αυτά, ο συνταγματάρχης Ματθαιόπουλος εκτιμώντας την κατάσταση διέταξε την σύμπτυξη των τμημάτων στο Μέτσοβο. Οι ερυθροχίτωνες απαγκιστρώθηκαν το απόγευμα με εξαιρετική τάξη προς το Χάνι Καμπέρ-αγά και από εκεί προς Πέτρα , μεταφέροντας τους τραυματίες τους . Είχαν χάσει 200 συμπολεμιστές τους αλλά είχαν αφαιρέσει από την τουρκική δύναμη που υπεράσπιζε τα Γιάννενα περισσότερους από 1400 μαχητές . Στο Δρίσκο παρέμειναν, αναμένοντας την απελευθέρωση, θαμμένοι οι νεκροί τους: ανάμεσά τους ο Μαβίλης, ο Τοπάλης , ο Βραχνός , ο Μακρής και ο Γερακάρης, που την παραμονή του θανάτου του είχε πει στον Μαβίλη, καθώς μαζί από ψηλά αγνάντευαν την πόλη και τη λίμνη με το νησί της: « Τι θαύμα τα Γιάννενα ! Αξίζει κανείς να πεθάνη για να τα πάρη».
Βιβλιογραφία κατ’ επιλογήν
[…] Ημερολόγιον Σκόκου, τεύχος 29 (1914) σ. 45-48.
Χατζόπουλος Δ., Οι γαριβαλδινοί και η μάχη του Δρίσκου, εν Αθήναις εκδοτικός οίκος Φέξη,1914
Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο , Γαριβαλδινές αναμνήσεις στην Ελλάδα, Αθήνα 1982.
Κουρκουμέλης Ν.Κ., «Έλληνες και ξένοι εθελοντές στον ελληνο-τουρκικό πόλεμο του 1897» , Ηπειρωτικά Χρονικά, τόμος 43, Ιωάννινα 2009, σ.179-216
Περάνθης Μ., Λορέντσος Μαβίλης, Άπαντα. Αθήνα, 1962.
Luigi Lotti, «Le spedizioni garibaldini in Grecia» Indipendenza e unitá nazionale in Italia ed in Grecia, Φλωρεντία, 1987
(Δημοσιεύθηκε στην επετειακή έκδοση "ΧΡΟΝΙΚΟ" της εφημερίδας "ΕΡΜΗΣ" , Ζάκυνθος 31 Δεκεμβρίου 2012 σ. 6-8)
(Δημοσιεύθηκε στην επετειακή έκδοση "ΧΡΟΝΙΚΟ" της εφημερίδας "ΕΡΜΗΣ" , Ζάκυνθος 31 Δεκεμβρίου 2012 σ. 6-8)