Η δομή και ο ρόλος της ντρουζίνας.
Με την πολιτική βελτίωση του 10-11 αι. η επήρρεια των Ρώσων επεκτείνεται και στη Μαύρη θάλασσα. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία προσπαθεί πλέον να διατηρεί φιλικές σχέσεις μ'αυτούς διότι της είναι χρήσιμη η πολεμική τους δύναμη. Όταν ξεκινά τον πόλεμο εναντίον της Βουλγαρίας, ζητά τη βοήθεια του Σβιατοσλάβ. Αυτός στέλνει 60000 πολεμιστές με πλοία στην εκβολή του Δούναβη, σχεδιάζοντας να ιδρύσει εκεί ένα ειδικό υποτελές πριγκηπάτο. Εγκαθίστανται στο Περεγιάσλαβετς και με υποστήριξη του ντόπιου πληθυσμού βαδίζουν στα Βαλκάνια, καταλαμβάνοντας τη Φιλιππούπολη και την Αδριανούπολη. Το επόμενο έτος ο Ιωάννης Τζιμισκής πολιορκεί τον Σβιατοσλάβ στο Δοροστόλ (Σιλιστρία). Τα βυζαντινά πλοία με υγρό πυρ μπλοκάρουν το κάστρο από το Δούναβη και οιΡώσοι προσπαθούν να σπάσουν την πολιορκία. Ο Λέων Διάκος περιγράφει πως ο Σβιατοσλάβ στη συνέλευση της ντρουζίνας του απαρνιέται με αξιοπρέπεια την πρόταση να σωθούν με φυγή, επειδή με τη δειλία θα ατιμάσουν τη μνήμη των δοξασμένων προγόνων τους. Η επίπονη αντίσταση των Ρώσων εξαναγκάζουν τον Ιωάννη Τζιμισκή ν'αρχίσει τις διαπραγματεύσεις περί ειρήνης. Το ευαίσθητο ερώτημα για το δικαίωμα των Ρώσων εμπόρων να πουλάνε τα αγαθά τους στο Βυζάντιο λύνεται ευνοϊκά για τη Ρωσία.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ"
Οι πρώτες αναφορές στις ντρουζίνες βρίσκουμε στα έγγραφα του 5-6 αι., π.χ. στον "Πόλεμο με τους Γότθους", και τα αποτελέσματα των ανασκαφών τους επαληθεύουν. Οι ντρουζίννικοι του κάθε πρίγκηπα ήταν 100 έως 400, αν και αργότερα οι Βυζαντινοί ιστορικοί απέδιδαν τις νίκες μόνο στην αριθμητική πλεονεξία των βαρβάρων. Ήταν σύμβουλοι του ηγεμόνα, φρουροί και σύντροφοί του (η ρίζα -ντρουζ- σημαίνει φίλος), κυνηγοί, αλλά είχαν πολλές γνώσεις και στον μαγικο-θρησκευτικό τομέα. Φύλαγαν αγέλες αλόγων, αποθήκες όπλων και τους ιερούς χώρους, τα κάπισσε. Οι ιερείς των κάπισσε τους μάθαιναν να διαβάζουν ιερά βιβλία (κατασκευάζονταν από δέρμα πουλαριού επεξεργασμένο με άσπρο πυλό). Ήταν έτοιμοι να σκοτωθούν για τον πρίγκηπα στη μάχη, οι κοντινότεροι σ'αυτόν αυτοκτονούσαν στην περίπτωση του θανάτου του.
Η ντρουζίνα διαμορφωνόταν σύμφωνα με μια αυστηρή ιεραρχία. Οι μπογιάροι (boyare, από το boi - μάχη) ήταν το επόμενο κοινωνικό στρώμα μετά τον πρίγκηπα, κατείχαν ορισμένες εκτάσεις γης, ήταν ελεύθεροι στην επιλογή του τόπου υπηρέτησης, αλλά συνήθως παρέμειναν πιστοί στον πρίγκηπα. Τον 11 αι. όμως όταν συνδέθηκαν με τα κτήματά τους και η υπηρέτησή τους απέκτησε μονιμότητα, άρχισαν να συγκεντρώνουν δικές τους ντρουζίνες και υπηρέτες.
Οι μουζοί (muzhi, άνδρες) ήταν ένας χαρακτηρισμός που χρησιμοποιόταν και για τους μπογιάρους και για τους ντρουζίννικους και γενικότερα για τους αντιπροσώπους της πολεμικής κάστας. Αλλά σύμφωνα με πολλά ρώσικα χρονικά, συνήθως έτσι ονομαζόταν κάποιος που ανήκε σε μια συγκεκριμένη ομάδα της και είχε μεσαία θέση σ'αυτήν.
Οι ογκνισσανοί και οι γκρίδοι (ognischane i gridi) πήραν από τους Σκανδινάβους την ονομασία τους αλλά όχι την οργάνωσή τους. Οι ομάδες αυτές ήταν διαδεδωμένες στη Βόρεια Ρους' και ιδιαίτερα στην περιοχή του Νόβγκοροντ. Ογκνισσανοί και γκρίδοι ονομάζονταν "άρχι"-ντρουζίννικοι και απλοί ντρουζίννικοι αντίστοιχα. Ασχολούνταν και με δημόσια διοίκηση και με δικαστική δραστηριότητα.
Οι ότροκοι (otroki, ηβητές) πρωτοεμφανίστηκαν το 10 αι. όχι μόνο ως μικρότεροι ντρουζίννικοι αλλά και ως υπηρέτες των μπογιάρων, του πρίγκηπα και άλλων εχόντων διοικητικά δικαιώματα.
Οι δέτσκιοι (detskie, παιδικοί), όπως μας λέει το χρονικό "Povest' vremennyh let", υπήρχαν από το 1097 και στην ουσία δεν αποτελούσαν κατηγορία πολεμικής κάστας, εφόσον ανήκαν πάντα στην ντρουζίνα, αν και βρισκόταν κοντά στον πρίγκηπα. Ξεχωρίζονταν ανώτεροι και κατώτεροι δέτσκιοι.
Εκτός από αυτές τις βασικές κατηγορίες οι πηγές επισημαίνουν κι άλλες: μίλοστνικοι, πάσηνκοι, πάρομπκοι. Οι όροι αυτοί αναφέρονται ήδη στον 12 αι. Οι πρώτοι ήταν "φαβορί" των ηγεμόνων ενώ οι δεύτεροι και οι τρίτοι υπονοούσαν τους ότροκους και τους δέτσκιους.
Τα χρονικά περιγράφουν τους ντρουζίννικους ως τολμηρούς και γενναίους. Λόγου χάριν, κατά τη σύγκρουση του πρίγκηπα Γιαροπόλκ της πόλης Τσερνίγκωβ και του πρίγκηπα Βσέβολοδ Μεγάλη Φωλεά της πόλης Βλαδίμιρ οι πολεμιστές του Τσερνίγκωβ που το πρωί ήταν ήδη με όλη την πανοπλία τους, αποφάσισαν να μην αρχίσουν τη μάχη πριν το μεσημέρι, για να μπορέσει ο στρατός του Βλαδίμιρ να ξεκουραστεί από το δρόμο και να προετοιμαστεί. Σήμερα, όταν στις πολεμικές τακτικές όλων των χωρών το σημαντικότερο θεωρείται η αιφνιδιαστικότητα της επίθεσης και η ικανότητα να εκμεταλλευτείς το ευαίσθητο σημείο του αντιπάλου, αυτό φαίνεται περίεργο. Παρόλα αυτά οι Σλάβοι στους πολέμους με τις γειτονικές νομαδικές φυλές δεν ήταν όμηροι των ηθικών τους αρχών, είχαν κατασκόπους, περιπολικούς, κάλυψη, η ντρουζίνα αποτελούταν από πυρήνα, τάγματα κ.α.
Όπως γνωρίζουμε, τον 9-11 αι. Το 4% των σλαβικών ταγμάτων ήταν Σκανδινάβοι και 13% άλλοι λαοί μη σλαβικής καταγωγής. Από τα μέσα του 11 αι. οι Σκανδινάβοι αντικαθιστούνται από λαούς συγγενικούς στους Τούρκους.
Εξοπλισμός.
Άξιος αναφοράς είναι και ο εξοπλισμός των ντρουζίννικων. Εξ'αρχής το βασικό είδος θώρακα ήταν η κολτσούγα (kolchuga), πλεκτός θώρακας πάνω στον οποίο στη συνέχεια φορέθηκε ο λεπιδωτός θώρακας για επιπλέον άμυνα. Έως το 13 αι. υπήρξαν και άλλα είδη πανοπλίας φορούμενα από πάνω ή ραμμένα στηκολτσούγα. Στο κομπλέ περιλαμβάνονταν οι μεταλλικοί naruchi και ponozhi που κάλυπταν τα χέρια και τα πόδια αντίστοιχα. Τα κεφάλια των πολεμιστών στεφανώνονταν με κράνη (shelomy) κωνικής μορφής με μυτερό ύψωμα. Με το πέρασμα του χρόνου απέκτησαν την μπάρμιτσα (barmitsa), θώρακα για το λαιμό και τους ώμους όπως και άμυνα για τη μύτη. Εμφανίστηκαν οι λιτσίνες (lichina) και οι ημι-λιτσίνες (polulichina) που κάλυπταν το πρόσωπο του ντρουζίννικου προστατεύοντάς το από τα βέλη και τις σπαθιές. Υπήρχαν και οι ασπίδες, σταγονοειδούς μορφής ή κανονικές στρόγγυλες, κόκκινες, με το σήμα του κολοβράτ (αγκυλωτός σταυρός με τέσσερις ή οκτώ ακτίνες). Τα μαχαίρια κρεμιούνταν κοντά στη μέση ή πάνω από τη μπότα. Τα ρούχα των πολεμιστών, οι τσάντες, οι συνδετήρες των όπλων είχαν φυλακτά - ράμματα και δέματα κλωστών λιναριού (ακόμα και ο αυτοκράτορας Παύλος Α' προσπαθούσε να εξοντώσει αυτήν την ειδωλολατρική συνήθεια).
Τα κομπλέ εξοπλισμού των ντρουζίννικων αποτελούνταν ανάλογα από τόξο, βέλη, 2-3 σούλιτσες (κοντά βελάκια), ξίφος ή τσεκούρι, δόρυ και ασπίδα. Έως το 12 αι. εμφανίστηκαν οι κιστένοι, οι σαμοστρέλοι, τα βαριά τσεκούρια κ.α. Χαρακτηριστική για τους Σλάβους ήταν η μη ομογενής εξάπλωση των όπλων. Στο Βορρά συχνότερα χρησιμοποιούνταν τα τσεκούρια, ενώ στο Νότο τα τόξα με βέλη, ακόντια και σπαθιά (τα σπαθιά εμφανίστηκαν το 10-11 αι.) Η προϋπόθεση γι'αυτό ήταν η διαφορά στον εξοπλισμό των εχθρών των Σλάβων στο Βορρά και στο Νότο, δηλαδή για τον πόλεμο με Ευρωπαίους ιππότες επιλέχτηκε το τσεκούρι και για την αντίσταση στα γειτονικά νομαδικά φύλα άλλα αναφερόμενα όπλα. Έτσι, μέσο βάρος της πανοπλίας ενός πολεμιστή αποτελούσε 13 έως 16 χλγρ. Άλλη ιδιαιτερότητα ήταν ότι οι Σλάβοι κουβαλούσαν τους θώρακες πάνω στα άλογα και τους φορούσαν άμεσα πριν τη μάχη. Αυτό γινόταν τον 9 αι. και μετά εφόσον νωρίτερα πολεμούσαν μόνο πεζοί (φανέρωναν την πολεμική ισχύ τους μόνο στην περίπτωση ανάγκης, δηλαδή σύγκρουσης με τους λαούς της στέπης). Στο Βορρά, όπου οι φυσικές συνθήκες δεν επέτρεπαν τη δράση σε μεγάλες διαστάσεις, οι ντρουζίννικοι συνέχιζαν να επιστρατεύουν πεζοί για πολύ καιρό ακόμα.
Πολεμική τακτική.
Όσον αφορά την πολεμική τακτική, θεωρούσαν σημαντικότερο να αναγκάσουν τον εχθρό να τραπεί σε φυγή, να σπάσουν την άμυνά του και όχι να τον εξαφανίσουν. Γι'αυτόν το λόγο σκόπευαν να αποκτήσουν τη σημαία, γύρω από την οποία συγκεντρωνόταν ο αντίπαλος - με την πτώση της σημαίας οι στρατιώτες αποπροσανατολίζονταν και διασκορπίζονταν. Η μάχη συνήθως άρχιζε με την επίθεση των τοξοτών που είχε το σκοπό να κουράσει τον εχθρό. Ύστερα χρησιμοποιούνταν οι σούλιτσες που αν δεν έβρισκαν ζωντανό στόχο, τουλάχιστον βάραιναν τις ασπίδες του εχθρού ώστε τις πετούσε. Ακολουθούσαν το λιγότερο τρεις στενές σειρές των ακοντιομάχων που δημιουργούσαν έναν απρόσιτο τοίχο στον οποίο σκοτώνονταν και οι νομαδικοί με τα άλογα και οι Ευρωπαίοι ιππότες. Κατόπιν παίρνονταν ξίφη, σπαθιά, τσεκούρια, κιστενοί, μπουλαβές κλπ. Όταν η σύγκρουση μετατρεπόταν σε μάχη σώμα με σώμα χρησιμοποιούνταν μαχαίρια, μικρά τσεκούρια και γροθιές. Το 12-13 αι. οι αρχηγοί άρχισαν να αφήνουν το ιππικό για το αποφασιστικό χτύπημα, διότι είχαν περισσότερη ελευθερία στα μανούβρα.
Απ'όσα ειπώθηκαν παραπάνω βγάζουμε το συμπέρασμα ότι η σλαβική ντρουζίνα είχε μια αυστηρή τάξη και οργανωμένη δομή, συγκέντρωνε τις καλύτερες τεχνικές και τακτικές της εποχής που αφομοίωνε από τις επαφές με τους λαούς της Ευρώπης και της Ασίας. Ήταν ένα από ίσως καλύτερα πρότυπα του στρατού στις αρχές του Μεσαίωνα. Για τους Σλάβους πολεμιστές ήταν μια οικογένεια που τους ένωνε, διαμόρφωνε τους χαρακτήρες τους. Καλλιεργούσε τόσο έμπειρους στρατιώτες που η πολεμική τακτική του Βυζαντίου απαγόρευε στους αρχηγούς του να πολεμούν με τους Σλάβους στα δάση. Αρκετές φορές όμως ούτε η μάχες στις πεδιάδες δεν τους έσωζαν από τις ήττες.
Μύηση και χαρακτήρας.
Στην αρχαιότητα οι πολεμιστές ήταν και κυνηγοί, ήξεραν καλά τη συμπεριφορά των ζώων και χρησιμοποιούσαν στη μάχη κάποιες συνήθειές τους. Σύμφωνα με την παράδοση της μύησης, ο νεαρός στρατιώτης μπορούσε να επιλέξει ένα από τα τρία ζώα τοτέμ το καθένα από τα οποία αντιστοιχούσε στο συγκεκριμένο χαρακτήρα. Η αρκούδα είναι ατομικιστής, και παρά τα μεγέθη και την ισχύ του είναι γενναία, δεν επιτίθεται χωρίς λόγο τους γείτονες. Ο λύκος ζει στο κοπάδι, είναι πονηρός και έμπειρος αλλά σέβεται τουςκανόνες του κοπαδιού. Προετοιμάζει επιμελώς την επίθεση και την ακολουθεί ως το τέλος. Αν τον κόλλησαν στον τοίχο, πολεμά ως το τέλος, ενώ αν βρεθεί στο μαντρί δε θ'αφήσει κανένα πρόβατο ζωντανό. Ο ρίτσος στο φυσικό του περιβάλλον μπορεί να επιβιώσει εκεί όπου δεν μπορούν η αρκούδα και ο λύκος, επιλέγει κρυφούς δρόμους, μπορεί να μη φανερώνει την παρουσία της για πολύ καιρό, αλλά η επίθεσή της είναι πάντα αιφνιδιαστική και θανατηφόρα. Αν δεν μπορεί να νικήσει, αφήνει το θύμα και φεύγει γρήγορα, για να φυλάξει τη ζωή του και τις δυνάμεις του για το επόμενο κυνήγι.
Όταν εμφανίστηκαν οι πρίγκπηπες και οι ντρουζίνες τους, άρχισαν να καταστρέφουν τις παλιές φυλετικές σχέσεις και να επιβάλλουν μια καινούρια τάξη. Τότε διαμορφώθηκαν τα έθιμα των ντρουζίννικων, και κύριος θεός των Ρώσων πολεμιστών έγινε ο φοβερός Περούν.
Αντίστοιχη ήταν και η νοοτροπία αυτών των ανθρώπων. Παρά όλη τη θερμότητα των σχέσεων μέσα στην ντρουζίνα, η αλαζονεία και η καύχηση ήταν καταδικαστέες, τον ένοχο περιγελούσαν και έβριζαν, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τα παρελθοντικά κατορθώματα. Και οι ντόπιοι και οι ξένοι, αν συμπεριφέρονταν με ασέβεια στους παρόντες, τιμωρούνταν σκληρά.
Στη Ρωσία οι λογομαχίες σπάνια τελείωναν χωρίς μάχες σώμα με σώμα, "τοίχος στον τοίχο", όταν δεν ήξεραν ακόμα πυρίτιδα και η μάχη γινόταν με τόξοβολή. Καταρχήν, το να μαλώνονται, δηλαδή να ανταλλάσσονται υβριστικά λόγια μεταξύ τους, δε θεωρούσαν και τόσο κατακριτέο. Όμως το να η υβρεολογία με σκοπό να ατιμάσεις τον αντίπαλο, να τον ποδοπατήσεις, όπως και η κοροϊδία ενός αβοηθήτου θεωρούνταν απαράδεκτα πράγματα. Επίσης σύμφωνα με τους κανόνες της ρώσικης πάλης, δεν επιτρέπεται να χτυπήσεις έναν πεσμένο ή έναν πληγωμένο.
Ο πρίγκηπας του Νόβγκοροδ, Αλεξάνδρ Γιαροσλάβιτς Νέβσκι (πήρε το παρατσούκλι του από το ποταμό Νεβά) αφήνοντας τους αιχμαλώτους Τεύτωνες ιππότες να φύγουν μετά τη μάχη στην Τσουδική λίμνη (5 Απριλίου 1242) τους αποχαιρέτησε με τον εξής λόγο: "Θυμηθείτε και πείτε σε όλους: όποιος θα έρθει στη Ρους' με σπαθί, από σπαθί και θα πεθάνει." Έπραξε γενναία, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Έτσι λέει η σλαβική πολεμική παράδοση - να μην υποδουλώσεις τον ηττημένο αντίπαλο, αλλά αφού ξεχύνεις το θυμό σου στη μάχη να τον αφήσεις "με ειρήνη", όπως λένε, αποδεικνύοντας μ'αυτόν τον τρόπο την ανδρεία σου και τη μη θέληση ενός καινούριου πολέμου.
Σαν το ψάρι στο νερό.
Το βυζαντινό έργο "Στρατηγικόν" του 6 αι. μας δίνει τις εξής πληροφορίες για τους Σλάβους: "Τα έθνη των Σκλαβηνών και των Άντων είναι ίδιοι κατά τον τρόπο ζωής και κατά το χαρακτήρα. Ελεύθεροι, με κανέναν τρόπο δεν μπορούν ούτε να υποδουλωθούν ούτε να υποταχτούν, ιδιαίτερα στα δικά τους εδάφη. Είναι πολυάριθμοι και ανθεκτικοί, εύκολα αντέχουν και τον καύσωνα και την παγωνιά και τη βροχή και τη γυμνιά του σώματος και την έλλειψη τροφίμων. Στους ερχόμενους ξένους είναι καλοί και φιλικοί, τους οδηγούν από το ένα μέρος στο άλλο, όπου κι αν πρέπει, ώστε αν στον επισκέπτη κατά την επιπολαιότητα του δεχόμενου ασκήθηκε βλάβη, αυτός που έφερε τον επισκέπτη αρχίζει έχθρα εναντίον του δεχόμενου θεωρώντας την εκδίκηση ιερό καθήκον [...] Έχουν πολλά διάφορα κτήνη και σιτία μαζεμένα σε θημωνιές, ιδιαίτερα κεχρί και αγριοσίταρο [...] Ζουν ανάμεσα σε δάση, λήμνες και αδιαβατέους βάλτους, κάνοντας πολλές, από διάφορες πλευρές, εξόδους από τις οικίες τους [...] Είναι πιο έμπειροι απ'όλους τους άλλους ανθρώπους στην διαπεραίωση των ποταμών και με ανδρεία αντέχουν την παραμονή στο νερό, έτσι ώστε κάποιοι απ'αυτούς αν έμειναν σπίτι και έπεσαν σε ενέδρα, βυθίζονται στο νερό κρατώντας στο στόμα κατασκευασμένα γι'αυτό μακριά καλάμια, γλυπτά εξ'ολοκλήρου και φθάνοντα την επιφάνεια του νερού. Ξαπλωμένοι ανάσκελα στο βυθό, αναπνέουν μέσω αυτών και αντέχουν έτσι πολλές ώρες ώστε να μην υπάρξει καμία υποψία γι'αυτούς [...] Εφόσον έχουν πολλούς αρχηγούς και δεν είναι σύμφωνοι μεταξύ τους, είναι χρήσιμο κάποιους από αυτούς να τους καλοπιάσει κανείς με λόγους ή δώρα, ειδικά τους κοντινότερους στα σύνορα της αυτοκρατορίας, ενώ στους άλλους να επιτίθεται."
Πέρα από αυτό γνωρίζουμε ότι οι Σλάβοι είχαν αρκετά ανεπτυγμένη ναυτιλία. Το αποδεικνύει το γεγονός ότι ο Άντης Δομπρογάστ προσκλήθη από τους Βυζαντινούς να γίνει ναύαρχος του στολίσκου της Μαύρης θάλασσας. Στις επιδρομές οι Σλάβοι χρησιμοποιούσαν κυρίως τα μονοξύλια (odnodrevka) στην κατασκευή των οποίων θεωρούνταν μάστορες. Μ'αυτές έκαναν μακρινές εκστρατείες στη Μαύρη, Μεσόγειο, Αδριατική, Αιγαίο θάλασσες, στη Δούναβη. Τα μονοξύλια ήταν τόσο ασφαλή που το 765 ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Ε' προτίμησε τα ρώσικα πλοία στην εκστρατεία κατά των Βουλγάρων. Έδειξαν το παν μεγαλείο τους στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 860.
Τα περισσότερα είδη πλοίων που χρησιμοποιούσαν είχαν σλαβικές ονομασίες. Ο γενικός όρος ήταν "κοράμπλ'" (korabl', από το κορά - φλοιός δέντρου) ή "λοδιά"(lodia). Υπήρχε μεγάλη θαλασσινή, "μορσκάγια λοδιά" (morskaya lodya), μικρότερη "ναμπόϊναγια λοδιά" (naboynaya lodya) και καϊκι, "τσολν" (cheln). Οι Σλάβοι κατασκεύαζαν τα καράβια το χειμώνα, την άνοιξη τα άφηναν στις κοντινότερες λίμνες, ύστερα τα περνούσαν στο Δνείπερο και όταν έφταναν στην Κίεβο τα έβγαζαν στο γιαλό για πώληση. Έτσι, για να φτάσουν στη θάλασσα έπρεπε να περάσουν μεγάλες εκτάσεις από τα συστήματα ποταμών. Γι'αυτόν το λόγο μια από τις ιδιαιτερότητες των σλαβικών πλοίων ήταν η εύκολη προσαρμογή και στο ποτάμι και στη θάλασσα. Φτιάχνονταν εξ'ολοκλήρου από ένα δέντρο και είχαν επίπεδη καρίνα.
Θαλάσσιες επιδρομές.
Τα εφτά πετρώδη τμήματα του Δνείπερου δυσκόλευαν την κυκλοφορία των πλοίων και απαιτούσαν από τους πηδαλιούχους μεγάλη μαστοριά και γνώση του ρου του ποταμού. Στα πιο επικίνδυνα μέρη οι Ρώσοι έβγαιναν από τα πλοία οδηγώντας τα κοντά στο ακρογιάλι και επιθεωρώντας με τα πόδια το βυθό. Γι'αυτό τα μονοξύλια παρά την αρκετά μεγάλη χωρητικότητα (40-60 άτομα) έπρεπε να είναι τόσο ελαφριά ώστε οι άνθρωποι να μπορέσουν να τα κουβαλήσουν.
Κατά την εκστρατεία του Ολέγ εναντίον της Κωνσταντινούπολης το 907 οι Σλάβοι αγκυροβόλησαν στο γιαλό, έβαλαν τις λοδιές τους πάνω σε ρόδες και προχώρησαν στους τοίχους της πόλης εκμεταλλευόμενοι τον άνεμο που γέμισε τα πανιά. Οι Βυζαντινοί δεν κατάφεραν να δηλητηριάσουν τον Ρώσο πρίγκηπα και συμφώνησαν με τις συνθήκες ειρήνης που τους πρότεινε πληρώνοντας φόρο (12 γρίβνες για τον κάθε πολεμιστή). Ο Ολέγ κρεμάει την ασπίδα του στην πύλη της Τσαργκράδ (Πόλη-τσάρος, Κωνσταντινούπολη).
Όταν ο Ίγκορ' επιτίθεται στην Κωνσταντινούπολη το 941 με 10000 λοδιές, οι Βυζαντινοί τις γκρεμίζουν με το "υγρό πυρ" και μαζεύουν όλα τα στρατεύματα από τα ανατολικά σύνορα εναντίον του. Η προετοιμασία των καλύτερων δυνάμεων, εκλεκτών ταγμάτων μακεδονικού ιππικού και πεζοπορίας και 40000 πολεμιστών από τη Θράκη, αποδεικνύουν το πόσο ισχυρό θεωρούσαν οι Βυζαντινοί το ρώσικο στρατό. Το 941 οι Βυζαντινοί ιστορικοί μιλάνε για πλήρη καταστροφή του αλλά ήδη το 944 οι Ρώσοι ξεσηκώνονται πάλι εναντίον τους με ναυτικό και ιππικό. Για να σωθούν από την εισβολή, τους δωροδοκούν με χρυσό, μετάξι (pavoloki όπως λέει αυτά τα υφάσματα το χρονικό) και κρασί.
Με την πολιτική βελτίωση του 10-11 αι. η επήρρεια των Ρώσων επεκτείνεται και στη Μαύρη θάλασσα. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία προσπαθεί πλέον να διατηρεί φιλικές σχέσεις μ'αυτούς διότι της είναι χρήσιμη η πολεμική τους δύναμη. Όταν ξεκινά τον πόλεμο εναντίον της Βουλγαρίας, ζητά τη βοήθεια του Σβιατοσλάβ. Αυτός στέλνει 60000 πολεμιστές με πλοία στην εκβολή του Δούναβη, σχεδιάζοντας να ιδρύσει εκεί ένα ειδικό υποτελές πριγκηπάτο. Εγκαθίστανται στο Περεγιάσλαβετς και με υποστήριξη του ντόπιου πληθυσμού βαδίζουν στα Βαλκάνια, καταλαμβάνοντας τη Φιλιππούπολη και την Αδριανούπολη. Το επόμενο έτος ο Ιωάννης Τζιμισκής πολιορκεί τον Σβιατοσλάβ στο Δοροστόλ (Σιλιστρία). Τα βυζαντινά πλοία με υγρό πυρ μπλοκάρουν το κάστρο από το Δούναβη και οιΡώσοι προσπαθούν να σπάσουν την πολιορκία. Ο Λέων Διάκος περιγράφει πως ο Σβιατοσλάβ στη συνέλευση της ντρουζίνας του απαρνιέται με αξιοπρέπεια την πρόταση να σωθούν με φυγή, επειδή με τη δειλία θα ατιμάσουν τη μνήμη των δοξασμένων προγόνων τους. Η επίπονη αντίσταση των Ρώσων εξαναγκάζουν τον Ιωάννη Τζιμισκή ν'αρχίσει τις διαπραγματεύσεις περί ειρήνης. Το ευαίσθητο ερώτημα για το δικαίωμα των Ρώσων εμπόρων να πουλάνε τα αγαθά τους στο Βυζάντιο λύνεται ευνοϊκά για τη Ρωσία.
Η βυζαντινή κυβέρνηση αποφασίζει να βγάλει από τη μέση τον επικίνδυνο κιεβικό πρίγκηπα, εφόσον δεν καταφέρνει να τον νικήσει πλήρως. Το 972 ο Σβιατοσλάβ σκοτώνεται από μισθοφόρους Πετσενέγους. Το 987 όμως η εξέγερση του στρατού στη Μικρά Ασία με επικεφαλή το Βάρδα Φωκά και τα λαϊκά κινήματα στην υποταγμένη Βουλγαρία προκαλούν τέτοια κρίση που οι συγκυβερνητές Βασίλιος και Κωνσταντίνος δεν βρίσκουν άλλη λύση παρά να απευθυνθούν στον Βλαδίμιρ. Εκείνος στέλνει το στρατό του μεν, αλλά θέτει κάποιους όρους, και μεταξύ άλλων τη ρύθμιση ελληνορώσικων σχέσεων στην Κριμαία. Οι Έλληνες καταστέλλουν τις εξεγέρσεις με τη βοήθεια του ρώσικου στρατού αλλά αρνούνται να κρατήσουν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τη συνθήκη. Τότε ο Βλαδίμιρ το 989 καταλαμβάνει την πόλη Κόρσουν (Χερσόνησο). Για τον ίδιο λόγο συμβαίνει η επίθεση των Ρώσων στην Κωνσταντινούπολη το 1043. Όμως την νίκη των Βυζαντινών εκτός από το υγρό πυρ και τον βαρύ εξοπλισμό των τριήρων την εξασφαλίζει η καταιγίδα που γκρεμίζει τις ελαφριές ρώσικες λοδιές. Οι Έλληνες καταδιώκουν τους υπόλοιπους περίπου 6000 πολεμιστές με τον αρχηγό Βησάτα (Vyshata), τους αιχμαλωτίζουν και πολλούς απ'αυτούς τυφλώνουν.
Τα ίχνη των Σλάβων ναυτών στην ιστορία.
Απ'όσα ειπώθηκαν συνεπάγεται ότι στους πρώτους αιώνες ύπαρξης του Κιεβικού κράτους το ρώσικο ναυτικό ήταν ισχυρό μέσο της πολιτικής του. Στον πόλεμο από ξηρά η Ρους' δε θα μπορούσε να κερδίσει τον τεράστιο βυζαντινό στρατό προστατευόμενο από τα Βαλκάνια όρη και την σειρά κάστρων, αλλά στη θάλασσα το Βυζάντιο ήταν πιο ευαίσθητο στις επιδρομές. Οι τολμηρές εκστρατείες των Σλάβων άσκησαν τέτοια επίδραση στους σύγχρονους που οι Άραβες συγγραφείς συχνά ονόμαζαν τον Ντον "σλαβικό" ή "ρώσικο" ποταμό και τον Εύξεινο Πόντο "Ρώσικη θάλασσα". Ο Βόλγας αντίθετα λεγόταν "χαζαρικός ποταμός".
Ας δούμε τι άλλο λένε οι Άραβες για τους Ρώσους. Ο Ιμπν-Μισκαβέϊχ περιγράφει την επίθεσή τους στο Μπερδάα, πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν το 943-944: "Το έθνος αυτό είναι ισχυρό, έχουν ογκώδη σωματική διάπλαση, μεγάλη ανδρεία, δεν ξέρουν φυγή, δεν φεύγει κανένας απ'αυτούς πριν σκοτώσει ή σκοτωθεί. [...] Έχω ακούσει από ανθρώπους που ήταν μάρτυρες αυτών των Ρώσων εκπληκτικές ιστορίες για την τόλμη τους και για τη περιφρονητική τους συμπεριφορά απέναντι στους Μουσουλμάνους που ξεσηκώθηκαν εναντίον τους. Μια από αυτές τις ιστορίες ήταν διαδεδομένη στον τόπο μου και άκουσα από πολλούς ότι πέντε Ρώσοι μαζεύτηκαν σε έναν κήπο του Μπερδάα. Ανάμεσά τους ήταν ένας αγένειος νεαρός με καθαρό πρόσωπο, γιος ενός αρχηγού, και μαζί του μερικές αιχμάλωτες γυναίκες. Αφού ανακάλυψαν την παρουσία τους, οι Μουσουλμάνοι περικύκλωσαν τον κήπο. Μαζεύτηκε μεγάλο πλήθος δεϊλεμιτών και άλλων για να πολεμήσουν αυτούς τους πέντε ανθρώπους. Προσπαθούσαν να πάρουν αιχμάλωτο τουλάχιστον έναν απ'αυτούς αλλά δεν μπορούσαν να τους πλησιάσουν διότι δεν παραδίδονταν. Και δεν σκοτώθηκαν πριν σκότωσαν οι ίδιοι έναν πολλαπλάσιο απ'αυτούς αριθμό Μουσουλμάνων. Ο αγένειος νεαρός ήταν ο τελευταίος που έμεινε ζωντανός. Όταν αντιλήφθηκε ότι θα αιχμαλωτιστεί, σκαρφαλώθηκε σ'ένα δέντρο που βρισκόταν κοντύτερα και άρχισε να δίνει στον εαυτό του μαχαιριές σε θανάσιμα μέρη μέχρι να πέσει νεκρός. Οι επιζώντες Ρώσοι έφυγαν με τη λεία και τους αιχμαλώτους στις εκβολές του ποταμού Κουρά όπου τους περίμεναν τα πλοία τους. Πάνω σ'αυτά έπλευσαν πίσω". Ένας άλλος ανατολικός ιστορικός, ο Μαρβαζί, περίπου το 1120 γράφει: "η τόλμη και η ανδρεία τους είναι τόσο γνωστές που ένας απ'αυτούς είναι ισοδύναμος με μερικούς ανθρώπους από κάποιον άλλον λαό".
Η επήρρεια των Ρώσων ήταν επίσης φανερή στην Αζωβική, Κάσπια, Βαλτική, Βόρειο θάλασσα, στη θάλασσα του Μπάρεντς, στο Δούναβη. Με την εμφάνιση των φεουδαρχικών πριγκηπάτων χάθηκε η κρατική ενότητα και η Ρώσοι απομακρύνθηκαν από τη θάλασσα. Ο σλαβικός πληθυσμός μπήκε στο Μεσαίωνα γεμάτο αιματηρούς εμφυλίους. Οι νομάδοι απέκοψαν το δρόμο στη Μαύρη θάλασσα. Το 12 αι. στη Βαλτική άρχισαν οι ληστείες των Γερμανών ιπποτών. Το 13 αι. όλη η Ανατολική Ευρώπη πέφτει θύμα του ταταρομογγολικού πογκρόμ. Με την ίδρυση της Χρυσής Ορδής η Ρωσία υποδουλώνεται στους εισβολείς για περίπου 300 χρόνια. Το 15 αι. όμως ξαναεμφανίζεται το ισχυρό Ρώσικο κράτος που υπενθυμίζει στους Γερμανούς ιππότες, στη Σουηδία, στο Κριμαϊκό χανάτο και στην Τουρκία τα ιστορικά δικαιώματά του για τις εισόδους στις θάλασσες. Στην επίμονη κίνηση των σλαβικών λαών προς τη θάλασσα εκφράστηκε η αρχαία παράδοση που λόγω της γεωγραφικής τοποθεσίας τους συσχέτιζε τη θάλασσα με κάτι μακρινό, απρόσιτο, μεταφυσικό.
2005 - scarytale