ΠΕΡΙΚΛΗΣ: Ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Ο άνθρωπος που υπήρξε ο
γενικός αρχηγός όλων των φυσικών και πνευματικών δυνάμεων στο αρχαίο Αθηναϊκό
κράτος κατά τη διάρκεια μιας πολύ μεγάλης χρονικής περιόδου γεννήθηκε τρία
χρόνια πριν τη μάχη του Μαραθώνα.
Ο ποιητής Σέλλευ έγραψε
ότι <<Η περίοδος που μεσολάβησε από τη γέννηση του Περικλή μέχρι το
θάνατο του Αριστοτέλη είτε εξεταζόμενη αυτή καθεαυτή είτε σε σχέση με την
επίδραση που άσκησε στη μεταγενέστερη μοίρα του πολιτισμένου ανθρώπου, είναι
αναμφίβολα η μάλλον πιο αξιομνημόνευτη στην ιστορία του κόσμου>>.
Ο πατέρας του Περικλή ο Ξάνθιππος
είχε πολεμήσει στη Σαλαμίνα και είχε ηγηθεί του Αθηναϊκού στόλου στη μάχη
της Μυκάλης ανακτώντας τον Ελλήσποντο για την Ελλάδα.
Η μητέρα του Περικλή η Αγαρίστη
ήταν εγγονή του μεταρρυθμιστή Κλεισθένη
και επομένως ανήκε στην αρχαία οικογένεια των Αλκμαιωνιδών.
Ο Πλούταρχος λέει, ότι
όταν η μητέρα του ήταν έγκυος είδε στον ύπνο της λιοντάρι και μετά από λίγες
ημέρες γέννησε τον Περικλή ο οποίος κατά τα άλλα είχε τέλεια διάπλαση πλην του ότι το κεφάλι του ήταν
κάπως επιμήκη και δυσανάλογο.
Οι επικριτές του αργότερα επρόκειτο να διασκεδάσουν πολύ με το
σχήμα του κεφαλιού του.
Ο διασημότερος μουσικοδιδάσκαλος της εποχής του ο Δάμων τον δίδαξε μουσική και ο Πολυκλειτίδης φιλοσοφία.
Παρακολούθησε τις διαλέξεις του Ζήνωνα του Ελεάτη στην Αθήνα του φιλοσόφου Πρωταγόρα και έγινε
φίλος και μαθητής του φιλοσόφου Αναξαγόρα.
Απορρόφησε την γρήγορα αναπτυσσόμενη καλλιέργεια της εποχής
του και συνδύασε στο πνεύμα του όλα τα νάματα του Αθηναϊκού πολιτισμού –
οικονομικού, στρατιωτικού, φιλολογικού, καλλιτεχνικού και φιλοσοφικού.
Από όλες τις ιστορικές πηγές που έχουμε στη διάθεση μας
γνωρίζουμε ότι ο Περικλής ήταν ο πληρέστερος άνθρωπος που
γέννησε η αρχαία Ελλάδα.
Βλέποντας ότι το ολιγαρχικό κόμμα δεν συμβάδιζε με την εποχή ο
Περικλής προσκολλήθηκε από πολύ νέος στο κόμμα του Δήμου δηλαδή του ελεύθερου
πληθυσμού της Αθήνας.
Αντιμετώπιζε γενικά τη πολιτική και κάθε ιδιαίτερη περίπτωση
με προσεκτική προπαρασκευή μιλώντας σπάνια και σύντομα και παρακαλώντας τους
θεούς να μην του επιτρέψουν ποτέ να προφέρει λέξη που δεν θα ήταν επίκαιρη.
Ακόμα και οι σατυρικοί ποιητές που τον αντιπαθούσαν έλεγαν για
αυτόν ότι ήταν ‘’Ο
Ολύμπιος’’ που χειρίζονταν το κεραυνό και την αστραπή μιας εξέχουσας
ευγλωττίας την οποία ουδέποτε άλλοτε
είχε ακούσει η Αθήνα.
Και πράγματι σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η ομιλία του δεν
ήταν εμπαθής και απευθύνονταν προς όλα τα φωτεινά πνεύματα.
Η επιρροή που είχε δεν οφείλονταν μόνο στην ευφυΐα του αλλά
και στην τιμιότητα του.
Ήταν ικανός να
χρησιμοποιήσει τη δωροδοκία για την επιτυχία κρατικών σκοπών
αλλά ιδίως ήταν <<καταφανώς απηλλαγμένος πάσης διαφθοράς και ανώτερος
χρημάτων>>.
Και ενώ ο Θεμιστοκλής εισήλθε
στο δημόσιο βίο φτωχός και έφυγε πλούσιος, ο Περικλής λέγεται ότι δεν πρόσθεσε
τίποτα στη πατρική του κληρονομιά από τη πολιτική σταδιοδρομία του.
Ήταν δείγμα της φρόνησης των Αθηναίων εκείνης της γενιάς ότι
για σχεδόν(30) χρόνια μεταξύ του 467 π.Χ και 429 π.Χ τον εξέλεξαν και τον
επανεξέλεξαν με σύντομες διακοπές ως έναν από τους δέκα στρατηγούς τους.
Και αυτή η σχετική μονιμότητα του
αξιώματος όχι μόνο του έδωσε υπεροχή στο στρατιωτικό συμβούλιο αλλά του
επέτρεψε να ανυψώσει τη θέση του στρατηγού αυτοκράτορα και να την
καταστήσει πλέον σημαίνουσα στη κυβέρνηση.
Όπως είπε ο
ιστορικός και σύγχρονος του Περικλή, Θουκυδίδης:
<<Η Αθήνα ήταν κατ’ όνομα δημοκρατία και στην
πραγματικότητα, το πολίτευμα ενός άνδρα>>
Με τον Περικλή ενώ οι Αθηναίοι είχαν όλα τα προνόμια της
Δημοκρατίας απέκτησαν επίσης και τα πλεονεκτήματα της Αριστοκρατίας και της
Τυραννίας.
Η καλή διακυβέρνηση και η προστασία των γραμμάτων και των
τεχνών που διέκριναν την Αθήνα κατά την εποχή του Πεισιστράτου συνεχίστηκαν
τώρα με ίση ενότητα και αποφασιστικότητα, αλλά επίσης και με την πλήρη και την κάθε χρόνο ανανεωνόμενη
συγκατάθεση των ελευθέρων πολιτών.
Η ιστορία διαμέσου του Περικλή απέδειξε και πάλι την αρχή, ότι
οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις εκτελούνται με μεγαλύτερη ικανότητα και
εξασφαλίζονται με μεγαλύτερη μονιμότητα από τη φρόνιμη και μετριοπαθή ηγεσία
ενός αριστοκράτη που έχει τη λαϊκή υποστήριξη.
Ο ελληνικός πολιτισμός βρίσκονταν στο καλύτερο του σημείο,
όταν η δημοκρατία είχε αναπτυχθεί με τέτοια επάρκεια, ώστε να του προσδώσει
ποικιλία και ορμή και η αριστοκρατία είχε επιζήσει αρκετά, ώστε να του προσδώσει
τάξη και φιλοκαλία.
Οι μεταρρυθμίσεις του Περικλή επεξέτειναν ουσιαστικά τα
δικαιώματα του λαού.
Αν και οι εξουσίες της Ηλιαίας είχαν αυξηθεί από τον Σόλωνα,
τον Κλεισθένη και τον Εφιάλτη, το γεγονός ότι δεν πληρώνονταν οι ένορκοι
επέτρεψε στους εύπορους να αποκτήσουν κυριαρχική επιρροή στα δικαστήρια αυτά.
Ο Περικλής εισήγαγε το 451
π.Χ αμοιβή δυο οβολών που αργότερα αυξήθηκε στους τρείς για κάθε ημέρα
υπηρεσίας των ενόρκων, ποσόν, που ήταν αντίστοιχο προς το ήμισυ του
ημερομισθίου του μέσου Αθηναίου της εποχής.
Η αντίληψη ότι αυτά τα μικρά ποσά διέφθειραν το ηθικό των
Αθηνών δεν μπορεί να ληφθεί σοβαρά υπόψη, γιατί με το ίδιο κριτήριο κάθε κράτος
που πληρώνει τους δικαστές η τους
ενόρκους του θα είχε προ πολλού καταστραφεί.
Ο Περικλής φαίνεται ότι θέσπισε και μικρή αμοιβή για τη
στρατιωτική υπηρεσία.
Αποκορύφωσε τη σκανδαλώδη αυτή γενναιοδωρία του αφού έπεισε το
κράτος να πληρώνει σε κάθε πολίτη δυο οβολούς κάθε χρόνο για το αντίτιμο του
εισιτηρίου στο θέατρο και τους αγώνες κατά τη διάρκεια των επισήμων εορτών.
Υποστήριζε ότι οι παραστάσεις αυτές δεν θα πρέπει να είναι
πολυτέλεια των ανωτέρων και μεσαίων τάξεων αλλά να συμβάλλουν στην εξύψωση του
πνεύματος ολοκλήρου του λαού.
Ωστόσο θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και
ο Πλούταρχος – όλοι συντηρητικοί –
ήταν της γνώμης ότι αυτές οι πληρωμές έβλαψαν τον Αθηναϊκό χαρακτήρα.
Συνεχίζοντας το ριζοσπαστικό έργο του Εφιάλτη ο Περικλής
μεταβίβασε στα λαϊκά δικαστήρια τις διάφορες δικαστικές εξουσίες που κατείχαν
οι άρχοντες και οι δικαστές και από τότε το αξίωμα του άρχοντα έγινε μάλλον
γραφειοκρατική η διοικητική λειτουργία
και δεν είχε την εξουσία να διαμορφώνει τη πολιτική, να κρίνει υποθέσεις η να
εκδίδει διαταγές.
Το 457 π.Χ η
εκλογιμότητα για το αξίωμα του άρχοντα, η οποία περιορίζονταν μόνο στις
πλουσιότερες τάξεις, επεκτάθηκε και στη τρίτη τάξη η τους ζευγίτες.
Μετά από λίγο καιρό και η κατωτέρα τάξη των πολιτών ,οι θήτες,
έβαζαν υποψηφιότητα ψευδόμενοι όσον αφορά στα εισοδήματα τους.
Και η σπουδαία συμβολή των θητών στην άμυνα των Αθηνών έπεισε
και τις άλλες τάξεις να παραβλέψουν την απάτη.
Κινούμενος προς στιγμή προς την αντίθετη κατεύθυνση ο Περικλής
πέτυχε διαμέσου της Εκκλησίας του Δήμου περιορισμό του εκλογικού δικαιώματος
στα νόμιμα παιδιά από Αθηναίο πατέρα και Αθηναία μητέρα.
Δεν επιτρέπονταν νόμιμος γάμος μεταξύ πολίτου και μη πολίτου.
Το μέτρο απέβλεπε στη κατάργηση των γάμων με ξένους, στο
περιορισμό των παρανόμων γεννήσεων και ίσως στη διατήρηση από τους ζηλότυπους
κάτοικους των Αθηνών των υλικών απολαβών της ιδιότητας του πολίτη.
Ο ίδιος ο Περικλής επρόκειτο να μετανοήσει σύντομα για αυτή
την αποκλειστική νομοθεσία όταν μπήκε στη ζωή του η μετέπειτα σύντροφος του
Ασπασία.
Εφόσον κάθε μορφή διακυβέρνησης φαίνεται καλή όταν φέρει
ευημερία στο λαό και ακόμα η καλύτερη φαίνεται κακή όταν την εμποδίζει, ο
Περικλής μόλις κατοχύρωσε τη θέση του επιδόθηκε στην οικονομική πολιτική.
Προσπάθησε να ελαττώσει τη πίεση του πληθυσμού επί των στενών
πόρων της Αττικής εγκαθιστώντας αποικίες φτωχών πολιτών σε ξένα εδάφη.
Για να δώσει εργασία στους ανέργους μετέτρεψε το κράτος σε
εργοδότη σε κλίμακα άνευ προηγουμένου για την Ελλάδα.
Πρόσθεσε πλοία στο στον Αθηναϊκό στόλο, έκτισε ναύσταθμους,
και ανήγειρε μεγάλες αποθήκες σταριού στον Πειραιά.
Για να προστατεύσει αποτελεσματικά την Αθήνα από την κατά ξηρά
πολιορκία και ταυτόχρονα να παράσχει περαιτέρω εργασία στους ανέργους, ο Περικλής
έπεισε τη Συνέλευση του λαού να εγκρίνει τη δαπάνη της κατασκευής των λεγόμενων
<<Μακρών Τειχών>> , μήκους οκτώ μιλίων, τα οποία συνέδεαν την Αθήνα
με το Πειραιά και το Φάληρο.
Το αποτέλεσμα ήταν να μεταβληθεί η πόλη και τα λιμάνια της σε
οχυρό, το οποίο σε καιρό πολέμου ήταν ανοιχτό μόνο προς τη θάλασσα, όπου
κυριαρχούσε ο Αθηναϊκός στόλος.
Η εχθρότητα με την οποία η άτειχος Σπάρτη είδε αυτό το πρόγραμμα
των οχυρωματικών έργων, έδωσε στο ολιγαρχικό
κόμμα την ευκαιρία να επιχειρήσει να ανακαταλάβει την εξουσία.
Οι μυστικοί του πράκτορες κάλεσαν τους Σπαρτιάτες να
εισβάλλουν στην Αττική και με τη βοήθεια της ολιγαρχικής εξέγερσης να
ανατρέψουν την δημοκρατία.
Σε μια τέτοια περίπτωση οι ολιγαρχικοί υποσχέθηκαν να
ισοπεδώσουν τα Μακρά Τείχη.
Οι Σπαρτιάτες δέχτηκαν και έστειλαν στρατό, ο οποίος νίκησε
τους Αθηναίους στη Τανάγρα το 457 π.Χ.
Αλλά οι ολιγαρχικοί δεν κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν την
επανάσταση τους.
Οι Σπαρτιάτες επέστρεψαν στη Πελοπόννησο με ‘’άδεια χέρια’’ αναμένοντας καλύτερη
ευκαιρία να συντρίψουν τον ‘ανθούντα’ αντίπαλο, οποίος αποσπούσε από αυτούς τη
πατροπαράδοτη ηγεσία της Ελλάδας.
Κατά μια άλλη άποψη ο Περικλής με
διαπραγματεύσεις και δωροδοκίες έπεισε τους Σπαρτιάτες να γυρίσουν πίσω στη
Σπάρτη.
Όταν αργότερα έγινε οικονομικός
έλεγχος για τη διαχείριση κρατικών χρημάτων, η δαπάνη (10) ταλάντων από το κρατικό ταμείο δεν θα μπορούσε τυπικά να
δικαιολογηθεί, επειδή στα επίσημα έγγραφα αναφερόταν ότι τα χρήματα
χρησιμοποιήθηκαν για «πολύ σοβαρό
σκοπό», δηλαδή για τη δωροδοκία.
Ωστόσο, καθώς ο σκοπός αυτός ήταν
προφανής για τους ελεγκτές, η δαπάνη τελικά εγκρίθηκε.
Ο Περικλής απέφυγε το πειρασμό να
προβεί σε αντίποινα κατά της Σπάρτης και αντ’αυτού αφιέρωσε τις προσπάθειες του
στον εξωραϊσμό των Αθηνών.
Ελπίζοντας να καταστήσει τη πόλη του
το εκπολιτιστικό κέντρο της Ελλάδας και να ανοικοδομήσει τους αρχαίους βωμούς –
που είχαν καταστρέψει οι Πέρσες – με τόση μεγαλοπρέπεια, ώστε να εξυψώσει τη
ψυχή κάθε πολίτη, εκπόνησε σχέδιο για να χρησιμοποιήσει όλη την μεγαλοφυΐα των
Αθηναίων καλλιτεχνών και το μόχθο των υπολειπομένων ανέργων σε ένα τολμηρό
πρόγραμμα αρχιτεκτονικής διακόσμησης της Ακροπόλεως.
Μας λέει ο Πλούταρχος <<ήτο επιθυμία και σκοπός του, το απειθάρχητον
μηχανικόν πλήθος….να λάβη το μερίδιον του από το δημόσιον χρήμα και εν τούτοις
το χρήμα να μην τους δοθεί δίχως να πράξουν τίποτε. Προς το σκοπόν αυτόν
εισήγαγε τα τεράστια αυτά οικοδομικά σχέδια>>.
Για να χρηματοδοτήσει το εγχείρημα,
πρότεινε ο θησαυρός που είχε συσσωρευτεί από την Δήλιο Συνομοσπονδία να
μεταφερθεί από την Δήλο όπου παρέμενε αχρησιμοποίητος και δεν ήταν ασφαλής και
ότι δεν χρειάζονταν για τη κοινή άμυνα, να χρησιμοποιηθεί για τον εξωραϊσμό της
Αθήνας, την οποία ο Περικλής θεωρούσε ως τη νόμιμη πρωτεύουσα της μιας
αγαθοεργού αυτοκρατορίας.
Η μεταφορά του Δηλίου θησαυρού στην
Αθήνα ήταν ευπρόσδεκτη για τους Αθηναίους,
ακόμα και για τους ολιγαρχικούς.
Ωστόσο οι ψηφοφόροι ήταν απρόθυμοι
να εξοδεύσουν σημαντικό μέρος του κεφαλαίου για τον εξωραϊσμό της πόλης τους –
είτε από τύψη συνειδήσεως, είτε με τη κρυφή ελπίδα, ότι τα χρήματα θα ήταν
δυνατόν να διατεθούν αμεσότερα για τις ανάγκες και τις απολαύσεις τους.
Οι ηγέτες της ολιγαρχίας
εκμεταλλεύτηκαν το αίσθημα αυτό με τάση επιδεξιότητα, ώστε όταν πλησίασε η
στιγμή της ψηφοφορίας της Εκκλησίας του Δήμου η αποτυχία του σχεδίου του
Περικλή φαινόταν βεβαία.
Όμως εκείνη τη στιγμή έλαμψε και
πάλι η ευστροφία του μεγάλου Έλληνα που μετέστρεψε τη κοινή γνώμη.
Μας λέει ο Πλούταρχος ότι είπε ο
Περικλής:
<<Πολύ καλά η δαπάνη των
κτιρίων αυτών ας γίνει με δικά μου έξοδα και όχι για δικό σας λογαριασμό, αλλά
για δικό μου λογαριασμό. Και η επιγραφή πάνω στα κτίρια αυτά θα φέρει το όνομα
μου>>.
Όταν οι ψηφοφόροι άκουσαν τη δήλωση
αυτή, είτε αιφνιδιάστηκαν από το πνευματικό μεγαλείο του, είτε από άμιλλα για
τη δόξα των έργων, <<εκραύγασαν μεγαλοφώνως παραγγέλοντες εις αυτόν να
εξοδεύση και να μη φεισθή δαπάνης μέχρι να τελειώσουν όλα>>.
Ενώ τα έργα προχωρούσαν και ο
Περικλής προστάτευε και υποστήριζε ιδιαίτερα τον Φειδία, τον Ικτίνο, τον
Μνησικλή και άλλους καλλιτέχνες οι οποίοι μοχθούσαν για να πραγματοποιήσουν τα
όνειρα του, φρόντισε επίσης παράλληλα να προστατεύσει την φιλολογία και την
φιλοσοφία.
Και ενώ στις άλλες Ελληνικές πόλεις
της περιόδου αυτής η διαμάχη των κομμάτων απορροφούσε τη δραστηριότητα των
πολιτών, και η λογοτεχνία έφθινε, στην Αθήνα η παρόρμηση του πλούτου και της
δημοκρατικής ελευθερίας συνδυάστηκε με τόση φρόνιμη και φωτισμένη ηγεσία, ώστε
παρήγαγε το ΧΡΥΣΟΥΝ ΑΙΩΝΑ.
Όταν ο Περικλής, η σύντροφος του Ασπασία,
ο Φειδίας, ο Αναξαγόρας και ο Σωκράτης παρακολουθούσαν
ένα έργο του Ευριπίδη στο θέατρο του
Διονύσου, η Αθήνα έβλεπε συγκεκριμένα το ζενίθ και την ενότητα της ζωής της
Ελλάδας – τη πολιτική, τη τέχνη, την επιστήμη, την φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, τη
θρησκεία και την ηθική να μη ζουν χωριστή ζωή, όπως στις σελίδες των
χρονικογράφων, αλλά να συνθέτουν τη πολύχρωμη εικόνα της ιστορίας του Έθνους.
Παρουσίαση/επιμέλεια
Γιώργος Χαβαλές