Ανταγωνιστικότητα: Πώς καταρρίπτονται οι «μύθοι»-----
Του Γιώργου Παπανικολάου, euro2day.gr 5/9/2013-----
Οι πραγματικές αιτίες που καθιστούν την Ελλάδα ουραγό στη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Στο προσκήνιο το πρόβλημα των θεσμών, οι αναποτελεσματικές αγορές, οι παρενέργειες της μνημονιακής πολιτικής, αλλά και η ποιότητα της Παιδείας.
Σύμφωνα με την έκθεση του World Εconomic Forum (WEF) για τη διεθνή ανταγωνιστικότητα, που κυκλοφόρησε χθες, η Ελλάδα βρίσκεται στην… 91η θέση σε σύνολο 148 χωρών, όταν η Κύπρος και η Πορτογαλία (οι τελευταίες της ευρωζώνης, ημών εξαιρουμένων) είναι στην 58η και στην 51η αντίστοιχα.
Αυτά όμως πιθανώς τα ξέρετε ήδη. Αυτό που ίσως δεν γνωρίζετε, κι έχει μεγάλη σημασία, είναι ότι με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα (πάνω από 17.000 δολάρια ετησίως) η Ελλάδα συγκαταλέγεται στην έρευνα ανάμεσα στις 37 οικονομίες χωρών που δεδομένου του ύψους των εισοδημάτων πρέπει να στηρίζονται στις καινοτομίες, τεχνολογικές και μη, ώστε να είναι ανταγωνιστικές!
Aυτό από μόνο του λέει πολλά ως προς το ποια κατεύθυνση θα έπρεπε να επιλέξουμε για να ανεβούμε θέσεις στη διεθνή ανταγωνιστικότητα, αντί να φλερτάρουμε με λύσεις τριτοκοσμικού τύπου!
Όμως, τα αναλυτικά στοιχεία της μελέτης του WEF είναι εκείνα που δείχνουν με σαφήνεια ότι το πρόβλημα της Ελλάδας δεν σχετίζεται μονοδιάστατα με το ύψος των απολαβών, ή με την ανελαστικότητα της αγοράς εργασίας, όσο με άλλους παράγοντες όπως η λειτουργία των Θεσμών και η αποτελεσματικότητα των αγορών αγαθών, η έλλειψη χρηματοδότησης, η ποιότητα της Παιδείας, η υπερφορολόγηση και η έλλειψη «καινοτομίας» και «ποιότητας» στην επιχειρηματική δράση.
Αρκετοί δε από αυτούς τους παράγοντες παραμένουν ανεπηρέαστοι ή και επιδεινώνονται από τις μνημονιακές πολιτικές.
Για να γίνει κατανοητός ο τρόπος μέτρησης της ανταγωνιστικότητας από το WEF πρέπει να σημειωθεί ότι έχει ορίσει 12 «πυλώνες» ανταγωνιστικότητας, οι οποίοι με τη σειρά τους συγκροτούν τρεις βασικούς «τομείς».
Στις χώρες με σχετικά υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, όπως η Ελλάδα, υπάρχει ενισχυμένη στάθμιση του τομέα της καινοτομίας (30% βαρύτητα) για την κατάρτιση της τελικής «βαθμολογίας», ενώ ο τομέας των «βασικών απαιτήσεων» έχει βαρύτητα 20% και ο τομέας των «ενισχυτών αποδοτικότητας» 50%.
Αντίθετα, στις χώρες με μικρό κατά κεφαλήν εισόδημα, είναι μειωμένη στη βαθμολογία η σημασία της καινοτομίας, ενώ αυξάνεται η βαρύτητα του τομέα των βασικών απαιτήσεων
Γι’ αυτό κι έχει μεγάλη σημασία να δούμε πώς προκύπτει η βαθμολογία της Ελλάδας σε σχέση με τους 12 «πυλώνες» της ανταγωνιστικότητας που συγκροτούν τελικά την αξιολόγηση.
Το τεράστιο πρόβλημα των ελληνικών «Θεσμών»
Στον τομέα των βασικών απαιτήσεων, με συνολική κατάταξη την 88η θέση (μεταξύ 148 χωρών), η Ελλάδα παίρνει επιμέρους κατατάξεις ως εξής:
Θεσμοί 103η θέση, Υποδομές 38η θέση, Μακροοικονομικό περιβάλλον 147η θέση, Υγεία και Βασική Μόρφωση 35η θέση.
Αφήνοντας κατά μέρος το -γνωστό σε όλους- μακροοικονομικό περιβάλλον που σχετίζεται με το χρέος, τα ελλείμματα και την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, προκύπτει ότι το μεγάλο μας πρόβλημα έχει να κάνει με τους Θεσμούς. Ευτυχώς το WEF παρουσιάζει αναλυτικά τις 21 κατηγορίες υποπαραγόντων που συγκροτούν τον πυλώνα των Θεσμών (Institutions).
Δυστυχώς, από αυτές τις 21 κατηγορίες, μόνο σε μία έχουμε σχετικά καλή βαθμολογία. Στο… οργανωμένο έγκλημα (56η θέση στη διεθνή κατάταξη). Σε καμία άλλη δεν είμαστε πάνω από την 60ή θέση.
Το όνειδος προέρχεται κατά μείζονα λόγο από τους εξής τομείς: Επιβάρυνση λόγω δημόσιων κανονιστικών ρυθμίσεων 144η θέση (σε 148 χώρες, θυμίζω), Κατασπατάληση κρατικών δαπανών (140ή θέση), Αποτελεσματικότητα του νομικού πλαισίου στην επίλυση διαφορών (138η θέση).
Εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στους πολιτικούς (138η θέση), Αποτελεσματικότητα νομικού πλαισίου στην αμφισβήτηση κρατικών κανονισμών (130ή θέση), Διαφάνεια κυβερνητικών πολιτικών (123η θέση), Αποτελεσματικότητα εταιρικών διοικητικών συμβουλίων (122η θέση), «Φαβοριτισμός» στη λήψη κυβερνητικών αποφάσεων (113η θέση), Προστασία των επενδυτών (100ή θέση), Κανόνες auditing και reporting (93η θέση), Χρηματισμός και διαφθορά (91η θέση).
Κατόπιν αυτών, μάλλον προκύπτει αβίαστα ότι έχουμε σοβαρό πρόβλημα λειτουργίας των Θεσμών, το οποίο στην πράξη ουδόλως έχουμε αντιμετωπίσει τα τελευταία χρόνια, παρότι παίζει σημαντικό ρόλο στην καταβαράθρωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας – και όχι μόνο.
Οι «ενισχυτές αποτελεσματικότητας» που… δεν λειτουργούν
Σε ό,τι αφορά τους «ενισχυτές αποτελεσματικότητας», η συνολική κατάταξη της χώρας αφορά την 67η θέση, ήτοι την αναλογικά «καλύτερη». Έχει σημασία όμως να δούμε τους επιμέρους «πυλώνες»:
Ανώτερη Παιδεία και Εκπαίδευση (41η θέση), Αποτελεσματικότητα στις αγορές αγαθών (108η θέση), Αποτελεσματικότητα αγοράς εργασίας (127η θέση), Ανάπτυξη των χρηματοοικονομικών αγορών (138η θέση), Τεχνολογική «ετοιμότητα» (39η θέση) και μέγεθος αγοράς (47η θέση).
Ας ξεκινήσουμε από τα πλέον τρωτά. Στις χρηματοοικονομικές αγορές δεν έχουμε πουθενά καλή θέση, ακόμη και σε θέματα εποπτείας. Ωστόσο, τα βαριά πλήγματα τα δίνουν παράγοντες σχετιζόμενοι με την κρίση.
Τα προβλήματα των τραπεζών (που θεραπεύτηκαν, όλοι ελπίζουμε, από την ανακεφαλαιοποίηση), η αδυναμία δανεισμού αλλά και εύρεσης κεφαλαίων από το Χρηματιστήριο, καθώς και παράγοντες που δεν σχετίζονται άμεσα με την κρίση όπως η διαθεσιμότητα (106η θέση) και το κόστος (118η θέση) των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, η έλλειψη Venture Capital Funds (146η θέση!) καθώς και τα «δικαιώματα των επενδυτών» (101η θέση).
Σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας, έχουν λεχθεί πολλά γύρω από τον άξονα της μείωσης των μισθών και της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας.
Ωστόσο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έκθεσης του EWF, που δίνουν και τους επιμέρους τομείς του κάθε πυλώνα, τη χειρότερη θέση στην παγκόσμια κατάταξη την έχει η χώρα μας σε ό,τι αφορά την επίδραση της φορολογίας στα κίνητρα για εργασία (137η θέση), κι έπονται η ελαστικότητα στον καθορισμό του μισθού (132η θέση), η σύνδεση της αμοιβής με την παραγωγικότητα (129η θέση) και η ευχέρεια της χώρας να προσελκύσει «ταλέντο» από το εξωτερικό (127η θέση).
Κακές θέσεις λαμβάνει η Ελλάδα επίσης στη σχέση εργοδοτών – εργαζομένων (124η θέση), αλλά και στη διατήρηση του στελεχικού ταλέντου στην Ελλάδα (86η θέση).
Κατά συνέπεια, το πρόβλημά της δεν έχει να κάνει, όπως θέλουν πολλοί να πιστεύουν, απλώς και μόνο με τις μειώσεις αποδοχών και την απελευθέρωση-ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας (που συντελείται μονοδιάστατα και με καταιγιστικούς ρυθμούς), αλλά με πληθώρα άλλων παραγόντων, που σπανίως σχολιάζονται και με τους οποίους ουδείς πολυασχολείται.
Σε σχέση με την αποτελεσματικότητα των αγορών αγαθών (βλέπε ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό), τις χαμηλότερες βαθμολογίες λαμβάνουμε στα εξής:
Κόστος Αγροτικών Πολιτικών (144η θέση, σε 148 χώρες), Επίδραση της φορολογίας στα κίνητρα για επενδύσεις (142η θέση), Επίδραση στις επιχειρήσεις από τους κανονισμούς Ξένων Απευθείας Επενδύσεων (Foreign Direct Investment – FDI), όπου λαμβάνουμε την 141η θέση, και στον Αριθμό διαδικασιών για την έναρξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας (126η θέση).
Σημαντικό δυσμενές ρόλο παίζουν επίσης η συνολική φορολογική επιβάρυνση ως ποσοστό των κερδών (101η θέση), η αποτελεσματικότητα της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας (92η θέση) και ο χαμηλός βαθμός εγχώριου ανταγωνισμού (87η θέση).
Και πάλι λοιπόν έχουμε να κάνουμε με παράγοντες που αφορούν το θεσμικό πλαίσιο που δημιουργεί το κράτος με έμφαση στη φορολόγηση και τα προσκόμματα στην επενδυτική-επιχειρηματική δραστηριότητα και στον ελεύθερο ανταγωνισμό.
Ανταγωνιστικότητα σε καινοτομίες και «ποιότητα»
Κι έτσι φτάνουμε στην «καινοτομία» και στην «ποιότητα» των οικονομικών δραστηριοτήτων, όπου η Ελλάδα βρίσκεται στην 81η θέση, όταν η Πορτογαλία κατέχει την 38η και η Κύπρος την 50ή.
Σε ό,τι αφορά την Ποιότητα (sophistication) της επιχειρηματικότητας, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 83η θέση και στην Καινοτομία την 87η.
Πολλά ενδιαφέροντα όμως προκύπτουν από τους επιμέρους παράγοντες:
Σε ό,τι αφορά την ποιότητα, η χώρα μας υστερεί πολύ στην ανάπτυξη επιχειρηματικών clusters (128η θέση), στην προθυμία μεταβίβασης εξουσιών-αρμοδιοτήτων (103η θέση), στην ποσότητα εγχώριων προμηθευτών (89η θέση), αλλά και στο εύρος της αλυσίδας αξίας (value chain breadth) όπου λαμβάνει την 84η θέση, ενώ μη ικανοποιητική θα πρέπει να θεωρηθεί και η 79η θέση όσον αφορά τις εξελιγμένες διαδικασίες παραγωγής και η 70ή στο marketing.
Ασφαλώς χειρότερα είναι τα πράγματα με την «καινοτομία».
Η χώρα μας έλαβε την 141η θέση στην προμήθεια προϊόντων υψηλής τεχνολογίας από το Δημόσιο Τομέα, την 122η στις επιχειρηματικές δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη, την 119η θέση στις συνεργασίες Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων και Επιχειρήσεων για Ε&Α και την 117η θέση σε ό,τι αφορά τη δυναμικότητα για καινοτομία (capacity for innovation)!
Εν ολίγοις, έχουμε πολύ χαμηλή βαθμολογία σε τομείς στους οποίους θα έπρεπε να δίνουμε πολύ μεγάλο βάρος προκειμένου να «εκσυγχρονιστεί» πραγματικά η ελληνική οικονομία και να έχει ανταγωνιστικότητα αντίστοιχη των εισοδημάτων της.
Σε αυτούς τους τομείς, όμως, ούτε σχέδιο υφίσταται, ούτε τα απαιτούμενα επενδυτικά κονδύλια (και από την πλευρά των κρατικών επενδύσεων), ώστε να υπάρξει έρευνα και κυρίως… ανάπτυξη. Τουναντίον, παρατηρείται επενδυτικός μαρασμός.
Πού βρίσκεται το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα;
Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, η Ελλάδα φέρεται να έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε τομείς στους οποίους κατατάσσεται στην 50ή θέση και πάνω, δεδομένου ότι η συνολική της κατάταξη είναι πολύ χαμηλότερη.
Με βάση αυτήν την εκτίμηση του WEF, έχουμε πλεονέκτημα στις υποδομές (δρόμοι, λιμάνια, αεροπορικές συνδέσεις, τηλεφωνικές επικοινωνίες), όπου κατέχουμε την 38η θέση, στην Υγεία και την Πρωτοβάθμια Παιδεία του ανθρώπινου δυναμικού (35η θέση) καθώς επίσης και στην Ανώτερη Παιδεία και την Εκπαίδευση (41η θέση) κι ακόμη στην τεχνολογική ετοιμότητα (διαθεσιμότητα τεχνολογιών και κυρίως υποδομές-χρήση διαδικτύου, δικτύου κινητής για φωνή-δεδομένα), όπου κατέχουμε την 39η θέση.
Σημειωτέον ότι η χώρα μας λαμβάνει την 5η θέση διεθνώς σε ό,τι αφορά τη διαθεσιμότητα επιστημόνων και μηχανικών.
Ακόμη και σε αυτούς τους τομείς, όμως, τα πράγματα δεν είναι και τόσο ρόδινα. Όπως προκύπτει από τις επιμέρους βαθμολογίες, μεγάλο ρόλο στη θετική κατάταξη παίζει το γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλήνων έχει πρόσβαση και συμμετέχει στην Πρωτοβάθμια (20ή θέση) και στην Ανώτερη Παιδεία (13η θέση), σε αναλογία με τον πληθυσμό.
Σε ό,τι αφορά όμως την ποιότητα της Παιδείας, τα αποτελέσματα είναι πολύ λιγότερο ενθαρρυντικά. Η ποιότητα της πρωτοβάθμιας Παιδείας μας φέρνει στην 78η θέση και η ποιότητα του συστήματος Ανώτερης Παιδείας στην 112η, ενώ άσχημα είναι τα αποτελέσματα στην εκπαίδευση των στελεχών της Παιδείας, για την πρόσβαση στο Internet στα Σχολεία, το επίπεδο των Σχολών Management και τη διαθεσιμότητα ερευνητικών και εκπαιδευτικών υπηρεσιών.
Τι πρέπει να αλλάξει για να γίνουμε ανταγωνιστικοί
Κατά την άποψή μου (και παρά τα μάλλον ευμενή και διπλωματικά σχόλια που επιφυλάσσει η μελέτη του WEF στη «μνημονιακή» προσπάθεια προσαρμογής της Ελλάδας), από τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα η μονοδιάστατη και κοντόφθαλμη εστίαση μεγάλου μέρους των μνημονιακών πολιτικών στην αγορά εργασίας, η οποία παραγνωρίζει πολύ σημαντικούς παράγοντες που μειώνουν και θα συνεχίσουν να μειώνουν την ανταγωνιστικότητα.
Από τις ίδιες τις βαθμολογίες της μελέτης, προκύπτει ότι υπάρχει σοβαρό θέμα στο θεσμικό πλαίσιο και στη λειτουργία του, ιδίως σε ό,τι αφορά τους κανονισμούς του κράτους, τη λειτουργία του μηχανισμού του, την εφαρμογή της Δικαιοσύνης και τη λειτουργία του επιχειρείν, τομείς στους οποίους ελάχιστα έχουν αλλάξει.
Εξίσου προφανής είναι η πολύ δυσμενής επίπτωση της φορολογικής λαίλαπας, όχι μόνον στην ίδια την επιχειρηματική δραστηριότητα αλλά και στους εργαζόμενους, που χάνουν κίνητρο εργασίας, καθώς τα πραγματικά τους εισοδήματα συνθλίβονται μεταξύ μειώσεων αμοιβής, κρατήσεων και συστηματικής πλέον υπερφορολόγησης.
Ομοίως, είναι σαφές ότι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας δεν συνάδουν με την οπισθοδρόμηση σε τριτοκοσμικές συνθήκες αμοιβής, διαβίωσης και κρατικών επενδύσεων.
Οι υποδομές θέλουν καλή συντήρηση και βελτιώσεις για να συνεχίσουν να είναι ικανοποιητικές. Το σύστημα Παιδείας, από το οποίο εξαρτάται το μέλλον μας, δείχνει να καταρρέει καθώς η ποιότητα δεν ακολουθεί την ποσότητα των εισακτέων, ενώ τα κονδύλια μειώνονται.
Κι ακόμη, η πολύ κακή βαθμολογία σε θέματα καινοτομίας και ανάπτυξης δείχνει με τον καλύτερο τρόπο ότι αν δεν αλλάξει η στρατηγική μας σε αυτά τα θέματα, πρώτον, η ανταγωνιστικότητα θα μειώνεται και, δεύτερον, το «σπουδαγμένο» ανθρώπινο δυναμικό μας θα μένει ανεκμετάλλευτο και σταδιακά θα διαρρέει ολοένα και περισσότερο στο εξωτερικό.
Τέλος, δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε τον ολέθριο ρόλο που παίζει στην ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη η έλλειψη πρόσβασης σε χρηματοδότηση.
Αυτός είναι ο πρώτος παράγοντας που αναφέρεται στη μελέτη του WEF ως «πρόβλημα» για την επιχειρηματική δραστηριότητα για την Ελλάδα (με ποσοστό 22,4% των ερωτηθέντων). Δεύτερος παράγοντας είναι η αναποτελεσματική κρατική γραφειοκρατία (21,2%), τρίτος το φορολογικό πλαίσιο (14,5%), τέταρτος οι συνεχείς εναλλαγές πολιτικών (12%), πέμπτος οι φορολογικοί συντελεστές (9,8%) και έκτος η διαφθορά (6,9%).
Το «περιοριστικό πλαίσιο στην αγορά εργασίας» έρχεται έβδομο με ποσοστό μόλις 5,2% των ερωτηθέντων, κι αυτό μάλλον δείχνει προς τα πού πρέπει να κατευθυνθούν πλέον κατά προτεραιότητα οι προσπάθειες για αλλαγή – και ανάπτυξη
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ"
Του Γιώργου Παπανικολάου, euro2day.gr 5/9/2013-----
Οι πραγματικές αιτίες που καθιστούν την Ελλάδα ουραγό στη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Στο προσκήνιο το πρόβλημα των θεσμών, οι αναποτελεσματικές αγορές, οι παρενέργειες της μνημονιακής πολιτικής, αλλά και η ποιότητα της Παιδείας.
Σύμφωνα με την έκθεση του World Εconomic Forum (WEF) για τη διεθνή ανταγωνιστικότητα, που κυκλοφόρησε χθες, η Ελλάδα βρίσκεται στην… 91η θέση σε σύνολο 148 χωρών, όταν η Κύπρος και η Πορτογαλία (οι τελευταίες της ευρωζώνης, ημών εξαιρουμένων) είναι στην 58η και στην 51η αντίστοιχα.
Αυτά όμως πιθανώς τα ξέρετε ήδη. Αυτό που ίσως δεν γνωρίζετε, κι έχει μεγάλη σημασία, είναι ότι με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα (πάνω από 17.000 δολάρια ετησίως) η Ελλάδα συγκαταλέγεται στην έρευνα ανάμεσα στις 37 οικονομίες χωρών που δεδομένου του ύψους των εισοδημάτων πρέπει να στηρίζονται στις καινοτομίες, τεχνολογικές και μη, ώστε να είναι ανταγωνιστικές!
Aυτό από μόνο του λέει πολλά ως προς το ποια κατεύθυνση θα έπρεπε να επιλέξουμε για να ανεβούμε θέσεις στη διεθνή ανταγωνιστικότητα, αντί να φλερτάρουμε με λύσεις τριτοκοσμικού τύπου!
Όμως, τα αναλυτικά στοιχεία της μελέτης του WEF είναι εκείνα που δείχνουν με σαφήνεια ότι το πρόβλημα της Ελλάδας δεν σχετίζεται μονοδιάστατα με το ύψος των απολαβών, ή με την ανελαστικότητα της αγοράς εργασίας, όσο με άλλους παράγοντες όπως η λειτουργία των Θεσμών και η αποτελεσματικότητα των αγορών αγαθών, η έλλειψη χρηματοδότησης, η ποιότητα της Παιδείας, η υπερφορολόγηση και η έλλειψη «καινοτομίας» και «ποιότητας» στην επιχειρηματική δράση.
Αρκετοί δε από αυτούς τους παράγοντες παραμένουν ανεπηρέαστοι ή και επιδεινώνονται από τις μνημονιακές πολιτικές.
Για να γίνει κατανοητός ο τρόπος μέτρησης της ανταγωνιστικότητας από το WEF πρέπει να σημειωθεί ότι έχει ορίσει 12 «πυλώνες» ανταγωνιστικότητας, οι οποίοι με τη σειρά τους συγκροτούν τρεις βασικούς «τομείς».
Στις χώρες με σχετικά υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, όπως η Ελλάδα, υπάρχει ενισχυμένη στάθμιση του τομέα της καινοτομίας (30% βαρύτητα) για την κατάρτιση της τελικής «βαθμολογίας», ενώ ο τομέας των «βασικών απαιτήσεων» έχει βαρύτητα 20% και ο τομέας των «ενισχυτών αποδοτικότητας» 50%.
Αντίθετα, στις χώρες με μικρό κατά κεφαλήν εισόδημα, είναι μειωμένη στη βαθμολογία η σημασία της καινοτομίας, ενώ αυξάνεται η βαρύτητα του τομέα των βασικών απαιτήσεων
Γι’ αυτό κι έχει μεγάλη σημασία να δούμε πώς προκύπτει η βαθμολογία της Ελλάδας σε σχέση με τους 12 «πυλώνες» της ανταγωνιστικότητας που συγκροτούν τελικά την αξιολόγηση.
Το τεράστιο πρόβλημα των ελληνικών «Θεσμών»
Στον τομέα των βασικών απαιτήσεων, με συνολική κατάταξη την 88η θέση (μεταξύ 148 χωρών), η Ελλάδα παίρνει επιμέρους κατατάξεις ως εξής:
Θεσμοί 103η θέση, Υποδομές 38η θέση, Μακροοικονομικό περιβάλλον 147η θέση, Υγεία και Βασική Μόρφωση 35η θέση.
Αφήνοντας κατά μέρος το -γνωστό σε όλους- μακροοικονομικό περιβάλλον που σχετίζεται με το χρέος, τα ελλείμματα και την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, προκύπτει ότι το μεγάλο μας πρόβλημα έχει να κάνει με τους Θεσμούς. Ευτυχώς το WEF παρουσιάζει αναλυτικά τις 21 κατηγορίες υποπαραγόντων που συγκροτούν τον πυλώνα των Θεσμών (Institutions).
Δυστυχώς, από αυτές τις 21 κατηγορίες, μόνο σε μία έχουμε σχετικά καλή βαθμολογία. Στο… οργανωμένο έγκλημα (56η θέση στη διεθνή κατάταξη). Σε καμία άλλη δεν είμαστε πάνω από την 60ή θέση.
Το όνειδος προέρχεται κατά μείζονα λόγο από τους εξής τομείς: Επιβάρυνση λόγω δημόσιων κανονιστικών ρυθμίσεων 144η θέση (σε 148 χώρες, θυμίζω), Κατασπατάληση κρατικών δαπανών (140ή θέση), Αποτελεσματικότητα του νομικού πλαισίου στην επίλυση διαφορών (138η θέση).
Εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στους πολιτικούς (138η θέση), Αποτελεσματικότητα νομικού πλαισίου στην αμφισβήτηση κρατικών κανονισμών (130ή θέση), Διαφάνεια κυβερνητικών πολιτικών (123η θέση), Αποτελεσματικότητα εταιρικών διοικητικών συμβουλίων (122η θέση), «Φαβοριτισμός» στη λήψη κυβερνητικών αποφάσεων (113η θέση), Προστασία των επενδυτών (100ή θέση), Κανόνες auditing και reporting (93η θέση), Χρηματισμός και διαφθορά (91η θέση).
Κατόπιν αυτών, μάλλον προκύπτει αβίαστα ότι έχουμε σοβαρό πρόβλημα λειτουργίας των Θεσμών, το οποίο στην πράξη ουδόλως έχουμε αντιμετωπίσει τα τελευταία χρόνια, παρότι παίζει σημαντικό ρόλο στην καταβαράθρωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας – και όχι μόνο.
Οι «ενισχυτές αποτελεσματικότητας» που… δεν λειτουργούν
Σε ό,τι αφορά τους «ενισχυτές αποτελεσματικότητας», η συνολική κατάταξη της χώρας αφορά την 67η θέση, ήτοι την αναλογικά «καλύτερη». Έχει σημασία όμως να δούμε τους επιμέρους «πυλώνες»:
Ανώτερη Παιδεία και Εκπαίδευση (41η θέση), Αποτελεσματικότητα στις αγορές αγαθών (108η θέση), Αποτελεσματικότητα αγοράς εργασίας (127η θέση), Ανάπτυξη των χρηματοοικονομικών αγορών (138η θέση), Τεχνολογική «ετοιμότητα» (39η θέση) και μέγεθος αγοράς (47η θέση).
Ας ξεκινήσουμε από τα πλέον τρωτά. Στις χρηματοοικονομικές αγορές δεν έχουμε πουθενά καλή θέση, ακόμη και σε θέματα εποπτείας. Ωστόσο, τα βαριά πλήγματα τα δίνουν παράγοντες σχετιζόμενοι με την κρίση.
Τα προβλήματα των τραπεζών (που θεραπεύτηκαν, όλοι ελπίζουμε, από την ανακεφαλαιοποίηση), η αδυναμία δανεισμού αλλά και εύρεσης κεφαλαίων από το Χρηματιστήριο, καθώς και παράγοντες που δεν σχετίζονται άμεσα με την κρίση όπως η διαθεσιμότητα (106η θέση) και το κόστος (118η θέση) των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, η έλλειψη Venture Capital Funds (146η θέση!) καθώς και τα «δικαιώματα των επενδυτών» (101η θέση).
Σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας, έχουν λεχθεί πολλά γύρω από τον άξονα της μείωσης των μισθών και της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας.
Ωστόσο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έκθεσης του EWF, που δίνουν και τους επιμέρους τομείς του κάθε πυλώνα, τη χειρότερη θέση στην παγκόσμια κατάταξη την έχει η χώρα μας σε ό,τι αφορά την επίδραση της φορολογίας στα κίνητρα για εργασία (137η θέση), κι έπονται η ελαστικότητα στον καθορισμό του μισθού (132η θέση), η σύνδεση της αμοιβής με την παραγωγικότητα (129η θέση) και η ευχέρεια της χώρας να προσελκύσει «ταλέντο» από το εξωτερικό (127η θέση).
Κακές θέσεις λαμβάνει η Ελλάδα επίσης στη σχέση εργοδοτών – εργαζομένων (124η θέση), αλλά και στη διατήρηση του στελεχικού ταλέντου στην Ελλάδα (86η θέση).
Κατά συνέπεια, το πρόβλημά της δεν έχει να κάνει, όπως θέλουν πολλοί να πιστεύουν, απλώς και μόνο με τις μειώσεις αποδοχών και την απελευθέρωση-ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας (που συντελείται μονοδιάστατα και με καταιγιστικούς ρυθμούς), αλλά με πληθώρα άλλων παραγόντων, που σπανίως σχολιάζονται και με τους οποίους ουδείς πολυασχολείται.
Σε σχέση με την αποτελεσματικότητα των αγορών αγαθών (βλέπε ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό), τις χαμηλότερες βαθμολογίες λαμβάνουμε στα εξής:
Κόστος Αγροτικών Πολιτικών (144η θέση, σε 148 χώρες), Επίδραση της φορολογίας στα κίνητρα για επενδύσεις (142η θέση), Επίδραση στις επιχειρήσεις από τους κανονισμούς Ξένων Απευθείας Επενδύσεων (Foreign Direct Investment – FDI), όπου λαμβάνουμε την 141η θέση, και στον Αριθμό διαδικασιών για την έναρξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας (126η θέση).
Σημαντικό δυσμενές ρόλο παίζουν επίσης η συνολική φορολογική επιβάρυνση ως ποσοστό των κερδών (101η θέση), η αποτελεσματικότητα της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας (92η θέση) και ο χαμηλός βαθμός εγχώριου ανταγωνισμού (87η θέση).
Και πάλι λοιπόν έχουμε να κάνουμε με παράγοντες που αφορούν το θεσμικό πλαίσιο που δημιουργεί το κράτος με έμφαση στη φορολόγηση και τα προσκόμματα στην επενδυτική-επιχειρηματική δραστηριότητα και στον ελεύθερο ανταγωνισμό.
Ανταγωνιστικότητα σε καινοτομίες και «ποιότητα»
Κι έτσι φτάνουμε στην «καινοτομία» και στην «ποιότητα» των οικονομικών δραστηριοτήτων, όπου η Ελλάδα βρίσκεται στην 81η θέση, όταν η Πορτογαλία κατέχει την 38η και η Κύπρος την 50ή.
Σε ό,τι αφορά την Ποιότητα (sophistication) της επιχειρηματικότητας, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 83η θέση και στην Καινοτομία την 87η.
Πολλά ενδιαφέροντα όμως προκύπτουν από τους επιμέρους παράγοντες:
Σε ό,τι αφορά την ποιότητα, η χώρα μας υστερεί πολύ στην ανάπτυξη επιχειρηματικών clusters (128η θέση), στην προθυμία μεταβίβασης εξουσιών-αρμοδιοτήτων (103η θέση), στην ποσότητα εγχώριων προμηθευτών (89η θέση), αλλά και στο εύρος της αλυσίδας αξίας (value chain breadth) όπου λαμβάνει την 84η θέση, ενώ μη ικανοποιητική θα πρέπει να θεωρηθεί και η 79η θέση όσον αφορά τις εξελιγμένες διαδικασίες παραγωγής και η 70ή στο marketing.
Ασφαλώς χειρότερα είναι τα πράγματα με την «καινοτομία».
Η χώρα μας έλαβε την 141η θέση στην προμήθεια προϊόντων υψηλής τεχνολογίας από το Δημόσιο Τομέα, την 122η στις επιχειρηματικές δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη, την 119η θέση στις συνεργασίες Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων και Επιχειρήσεων για Ε&Α και την 117η θέση σε ό,τι αφορά τη δυναμικότητα για καινοτομία (capacity for innovation)!
Εν ολίγοις, έχουμε πολύ χαμηλή βαθμολογία σε τομείς στους οποίους θα έπρεπε να δίνουμε πολύ μεγάλο βάρος προκειμένου να «εκσυγχρονιστεί» πραγματικά η ελληνική οικονομία και να έχει ανταγωνιστικότητα αντίστοιχη των εισοδημάτων της.
Σε αυτούς τους τομείς, όμως, ούτε σχέδιο υφίσταται, ούτε τα απαιτούμενα επενδυτικά κονδύλια (και από την πλευρά των κρατικών επενδύσεων), ώστε να υπάρξει έρευνα και κυρίως… ανάπτυξη. Τουναντίον, παρατηρείται επενδυτικός μαρασμός.
Πού βρίσκεται το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα;
Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, η Ελλάδα φέρεται να έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε τομείς στους οποίους κατατάσσεται στην 50ή θέση και πάνω, δεδομένου ότι η συνολική της κατάταξη είναι πολύ χαμηλότερη.
Με βάση αυτήν την εκτίμηση του WEF, έχουμε πλεονέκτημα στις υποδομές (δρόμοι, λιμάνια, αεροπορικές συνδέσεις, τηλεφωνικές επικοινωνίες), όπου κατέχουμε την 38η θέση, στην Υγεία και την Πρωτοβάθμια Παιδεία του ανθρώπινου δυναμικού (35η θέση) καθώς επίσης και στην Ανώτερη Παιδεία και την Εκπαίδευση (41η θέση) κι ακόμη στην τεχνολογική ετοιμότητα (διαθεσιμότητα τεχνολογιών και κυρίως υποδομές-χρήση διαδικτύου, δικτύου κινητής για φωνή-δεδομένα), όπου κατέχουμε την 39η θέση.
Σημειωτέον ότι η χώρα μας λαμβάνει την 5η θέση διεθνώς σε ό,τι αφορά τη διαθεσιμότητα επιστημόνων και μηχανικών.
Ακόμη και σε αυτούς τους τομείς, όμως, τα πράγματα δεν είναι και τόσο ρόδινα. Όπως προκύπτει από τις επιμέρους βαθμολογίες, μεγάλο ρόλο στη θετική κατάταξη παίζει το γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλήνων έχει πρόσβαση και συμμετέχει στην Πρωτοβάθμια (20ή θέση) και στην Ανώτερη Παιδεία (13η θέση), σε αναλογία με τον πληθυσμό.
Σε ό,τι αφορά όμως την ποιότητα της Παιδείας, τα αποτελέσματα είναι πολύ λιγότερο ενθαρρυντικά. Η ποιότητα της πρωτοβάθμιας Παιδείας μας φέρνει στην 78η θέση και η ποιότητα του συστήματος Ανώτερης Παιδείας στην 112η, ενώ άσχημα είναι τα αποτελέσματα στην εκπαίδευση των στελεχών της Παιδείας, για την πρόσβαση στο Internet στα Σχολεία, το επίπεδο των Σχολών Management και τη διαθεσιμότητα ερευνητικών και εκπαιδευτικών υπηρεσιών.
Τι πρέπει να αλλάξει για να γίνουμε ανταγωνιστικοί
Κατά την άποψή μου (και παρά τα μάλλον ευμενή και διπλωματικά σχόλια που επιφυλάσσει η μελέτη του WEF στη «μνημονιακή» προσπάθεια προσαρμογής της Ελλάδας), από τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα η μονοδιάστατη και κοντόφθαλμη εστίαση μεγάλου μέρους των μνημονιακών πολιτικών στην αγορά εργασίας, η οποία παραγνωρίζει πολύ σημαντικούς παράγοντες που μειώνουν και θα συνεχίσουν να μειώνουν την ανταγωνιστικότητα.
Από τις ίδιες τις βαθμολογίες της μελέτης, προκύπτει ότι υπάρχει σοβαρό θέμα στο θεσμικό πλαίσιο και στη λειτουργία του, ιδίως σε ό,τι αφορά τους κανονισμούς του κράτους, τη λειτουργία του μηχανισμού του, την εφαρμογή της Δικαιοσύνης και τη λειτουργία του επιχειρείν, τομείς στους οποίους ελάχιστα έχουν αλλάξει.
Εξίσου προφανής είναι η πολύ δυσμενής επίπτωση της φορολογικής λαίλαπας, όχι μόνον στην ίδια την επιχειρηματική δραστηριότητα αλλά και στους εργαζόμενους, που χάνουν κίνητρο εργασίας, καθώς τα πραγματικά τους εισοδήματα συνθλίβονται μεταξύ μειώσεων αμοιβής, κρατήσεων και συστηματικής πλέον υπερφορολόγησης.
Ομοίως, είναι σαφές ότι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας δεν συνάδουν με την οπισθοδρόμηση σε τριτοκοσμικές συνθήκες αμοιβής, διαβίωσης και κρατικών επενδύσεων.
Οι υποδομές θέλουν καλή συντήρηση και βελτιώσεις για να συνεχίσουν να είναι ικανοποιητικές. Το σύστημα Παιδείας, από το οποίο εξαρτάται το μέλλον μας, δείχνει να καταρρέει καθώς η ποιότητα δεν ακολουθεί την ποσότητα των εισακτέων, ενώ τα κονδύλια μειώνονται.
Κι ακόμη, η πολύ κακή βαθμολογία σε θέματα καινοτομίας και ανάπτυξης δείχνει με τον καλύτερο τρόπο ότι αν δεν αλλάξει η στρατηγική μας σε αυτά τα θέματα, πρώτον, η ανταγωνιστικότητα θα μειώνεται και, δεύτερον, το «σπουδαγμένο» ανθρώπινο δυναμικό μας θα μένει ανεκμετάλλευτο και σταδιακά θα διαρρέει ολοένα και περισσότερο στο εξωτερικό.
Τέλος, δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε τον ολέθριο ρόλο που παίζει στην ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη η έλλειψη πρόσβασης σε χρηματοδότηση.
Αυτός είναι ο πρώτος παράγοντας που αναφέρεται στη μελέτη του WEF ως «πρόβλημα» για την επιχειρηματική δραστηριότητα για την Ελλάδα (με ποσοστό 22,4% των ερωτηθέντων). Δεύτερος παράγοντας είναι η αναποτελεσματική κρατική γραφειοκρατία (21,2%), τρίτος το φορολογικό πλαίσιο (14,5%), τέταρτος οι συνεχείς εναλλαγές πολιτικών (12%), πέμπτος οι φορολογικοί συντελεστές (9,8%) και έκτος η διαφθορά (6,9%).
Το «περιοριστικό πλαίσιο στην αγορά εργασίας» έρχεται έβδομο με ποσοστό μόλις 5,2% των ερωτηθέντων, κι αυτό μάλλον δείχνει προς τα πού πρέπει να κατευθυνθούν πλέον κατά προτεραιότητα οι προσπάθειες για αλλαγή – και ανάπτυξη