Κατά τον Λουκιανό η τέχνη της ορχήσεως συμπίπτει με τη δημιουργία του παντός και εμφανίστηκε συγχρόνως με τον αρχαιότατο θεό Έρωτα.
Η κίνηση των άστρων, η περιφορά των πλανητών γύρω από τους απλανείς, η εύρυθμη σχέση τους και η αρμονία είναι δείγματα της αρχέγονης ορχήσεως. Ο χορός είναι ένας από τους αρχαιότερους τρόπους έκφρασης των συναισθημάτων του ανθρώπου και μέσο επικοινωνίας με τους ομοίους του.
Είναι η συνισταμένη όλων των ανθρώπινων δυνάμεων, οι οποίες καθώς διεγείρονται από την μελωδία και τον ρυθμό, δημιουργούν ψυχική ευφορία και αγαλλίαση στους χορευτές και κατά τον Λουκιανό διαπαιδαγωγούν, φρονιματίζουν και τελειοποιούν τους θεατές. Είναι η έκφραση της ψυχικής καταστάσεως του ανθρώπου με ρυθμικές κινήσεις. Υπάρχει ο Εθνικός χορός(αφορά σε κάθε έθνος) ο οποίος προέρχεται από εσωτερική ανάγκη, από μια “ορμέφυτη διάθεση” και ο χορός από τη μελετημένη ρυθμική κίνηση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, που ονομάζεται “όρχηση”.
Σχετικά με τη προέλευση της λέξης χορός υπάρχουν διάφορες εκδοχές……..ότι προήλθε από τη χαρά διότι συνήθως στη χαρά χορεύουμε, ή από τη λέξη “χορονός” που σημαίνει εγκύκλιο κίνηση (κύκλος) ή από την λέξη “χώρος” δηλαδή τον κατάλληλο τόπο για την εκτέλεση των χορών. Στα Ομηρικά έπη βρίσκουμε τη λέξη “ευρύχορος”και “καλλίχορος πόλις” που σημαίνει πόλη με χώρους ευρείς και κατάλληλους για την εκτέλεση των χορών.
Είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε την ακριβή χρονολόγηση και τον δημιουργό των σημερινών Ελληνικών παραδοσιακών χορών διότι χορογράφος είναι ο λαός. Έχουμε όμως σοβαρές ενδείξεις ότι ορισμένοι από τους Νεοελληνικούς χορούς αποτελούν συνέχεια των αρχαίων και δεν έπαψαν να χορεύονται στην Ελλάδα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, με τις ίδιες κινήσεις, το ίδιο σχήμα, την αυτή έκφραση, την ίδια λαβή και το ίδιο μουσικό μέτρο.
Πρώτη σοβαρή ένδειξη αποτελεί ο χορός που περιγράφει ο Ξενοφών στην Κύρου Ανάβαση: “Επεί δε σπονδαί τε εγένοντο και επαιάνισαν, ανέστησαν πρώτον μεν Θράκες και προς αυλόν ωρχήσαντο συν τοις όπλοις και ήλλοντο υψηλά τε και κούφως και ταις μαχαίρας εχρώντο. τέλος δε ο έτερος τον έτερον παίει, ως πάσιν εδόκει πεπληγέναι τον άνδρα. ο δ’ έπεσε τεχνικώς πως”. Λέγει λοιπόν ο Ξενοφών ότι στο συμπόσιο πρώτοι σηκώθηκαν και χόρεψαν οι Θράκες μαζί με τα όπλα τους και σύμφωνα με τη μελωδία που έπαιζε ο αυλητής ενώ συγχρόνως, πηδούσαν ψηλά και χρησιμοποιούσαν τα μαχαίρια τους. Στο τέλος δε, όπως φάνηκε σ’ όλους, ο ένας από τους δύο χορευτές χτυπάει με το μαχαίρι του τον άλλο. Ο δε άλλος έπεσε κάτω με τέχνη. Μήπως και σήμερα δεν βλέπουμε τις ίδιες ακριβώς χορευτικές κινήσεις, την ίδια επιδεξιότητα, επιθετικότητα και προσποίηση στους δύο Πόντιους χορευτές που κρατούν μαχαίρια και χορεύουν σύμφωνα με τη μελωδία της Ποντιακής λύρας;
Όπως στο χορό που περιγράφει ο Ξενοφώντας έτσι και στο χορό «μαχαίρια» που χορεύουν οι σημερινοί Πόντιοι, ο ένας χορευτής χτυπάει δήθεν τον άλλον με το μαχαίρι, εκείνος πέφτει κάτω και προσποιείται το σκοτωμένο, ενώ ο νικητής συνεχίζει το χορό. Οι δύο χοροί λοιπόν έχουν άμεση σχέση και ο ένας αποτελεί συνέχεια του άλλου.
Άλλη ένδειξη είναι ο χορός που ο Λουκιανός ονομάζει “Όρμον” και περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες. Ο όρμος είναι χορός κοινός των εφήβων και των παρθένων όπου χορεύουν ο ένας κοντά στον άλλον και σχηματίζουν αληθινό “Όρμον”. Σέρνει το χορό ο έφηβος και χορεύει επιδεικνύοντας με τις κινήσεις του πράξεις νεανικές και όσα θα πράξει μετά στον πόλεμο. Ακολουθεί η παρθένος που δείχνει στις άλλες να χορεύουν κόσμια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο πλέκεται ο όρμος από σωφροσύνη και ανδρεία. Το σχήμα του χορού (όρμος = περιδέραιο = κύκλος) οι κόσμιες κινήσεις των παρθένων και οι επιδεκτικές του εφήβου που μπαίνει μπροστά, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα, και τέλος η θέση των χορευτών (ο εις παρά τον άλλον), μας οδηγούν στο σημερινό συρτόή καλαματιανό που χορεύεται σε όλη την Ελλάδα. Άλλη μαρτυρία για την αρχαία καταγωγή του συρτού χορού μας δίνει και η επιγραφή του 1ου μ.Χ. αιώνα από θρησκευτικό πανηγύρι στη Βοιωτία, στο ιερό του Απόλλωνος που βρισκόταν στο όρος Πτώο κοντά στην Κωπαΐδα. Η μαρμάρινη επιγραφή, που στήθηκε προς τιμή κάποιου Επαμεινώνδα, αναφέρει τα εξής: “τας πατρίους πομπάς μεγάλας και την των συρτών πάτριον όρχησιν θεοσεβώς επετέλεσε”. Η λέξη “πάτριος” που χρησιμοποιείται μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι συρτοί χοροί υπήρχαν πολύ πιο μπροστά από τον 1ο αιώνα και κληροδοτήθηκαν στους αρχαίους προγόνους μας από τους πατέρες τους. Βλέπουμε δε ότι η επιγραφή αναφέρεται σε πολλούς συρτούς χορούς, κάτι δηλαδή που συναντάμε και σήμερα σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Ο Λουκιανός μνημονεύει τον χορό Γέρανο που κατά τον Πλούταρχο επινοήθηκε από το Θησέα. Έλεγαν πως όταν ο Θησέας έφτασε στη Δήλο από την Κρήτη, όπου είχε σκοτώσει το Μινώταυρο, αφού προσέφερε ευχαριστήρια θυσία, χόρεψε μαζί με τους νέους, που είχε λευτερώσει, το χορό αυτό. Τον ίδιο χορό χορεύουν και σήμερα στην Τσακωνιά της επαρχίας Κυνουρίας του Ν. Αρκαδίας με το όνομα Τσακώνικος ή Γέρανος.
Επίσης αναφορές που χρονολογούνται από το 15ο και 16ο π.Χ. αιώνα φανερώνουν πως ο χορός ήταν πολύ διαδομένος κατά την Κρητομυκηναϊκή περίοδο. Μάλιστα η Θεά Ρέα ήταν η πρώτη δασκάλα αυτής της τέχνης και εντυπωσιασμένη από το χορό τον δίδαξε στους Κουρήτες της Κρήτης (ο χορός των Κουρήτων ήταν πολεμικός χορός) και στους Κορύβαντες της Φρυγίας. Στην Κρήτη όπως αναφέρει ο Λουκιανός άριστοι χορευτές δεν ήταν μόνο οι απλοί πολίτες αλλά και οι ευγενέστεροι Κρήτες. Σε ανάγλυφο που βρέθηκε στο Παλαιόκαστρο Κρήτης βλέπουμε χορεύτριες να χορεύουν γύρω από λυράρη (εικόνα), κάτι δηλαδή που γίνεται και σήμερα με τους λαϊκούς οργανοπαίχτες στα διάφορα πανηγύρια. Ακόμη βλέπουμε σε τοιχογραφίες της Αγίας Τριάδας και της Κνωσού χορευτικές παραστάσεις. Ο Όμηρος για να επαινέσει τον Κρήτα ήρωα Μηριόνη τον ονόμασε “οσχηστήν” και τόσο πολύ ήταν γνωστός και διακρινόταν για τη χορευτική του τέχνη ώστε όχι μόνο οι Έλληνες το γνώριζαν αλλά και αυτοί οι Τρώες που ήταν εχθροί του.
Στην ομηρική εποχή ο χορός δεν ήταν απλώς συμπλήρωμα των συμποσίων αλλά ήταν το σπουδαιότερο ψυχαγωγικό μέσο στις διάφορες λαϊκές εκδηλώσεις μαζί με τις αγωνιστικές ασκήσεις.
Κάθε πόλη είχε ιδιαίτερη πλατεία προορισμένη για τους χορούς που ονομάζονταν “χορός” και όταν ο Όμηρος ήθελε να επαινέσει μια πόλη την ονόμαζε “ευρύχορον” και “ευρυάγυιαν”, δηλαδή με πλατείες και μεγάλα χορευτήρια.
Πρώτοι θέση στο χορό από όλους τους Έλληνες της ομηρικής εποχής κατείχαν οι Φαίακες, κάτοικοι της Κέρκυρας. Στους αγώνες που οργάνωσε ο Αλκίνοος για να τιμήσει τον Οδυσσέα, του είπε πως οι Φαίακες δεν είναι ούτε πυγμάχοι ούτε παλαιστές, αλλά καλοί δρομείς και ναυτικοί και ότι αγαπούν περισσότερο τη μουσική και το χορό (Οδ. Θ 246). Και για να αποδείξει στον Οδυσσέα πόσο πραγματικά είναι ανώτεροι από τους άλλους στο χορό, κάλεσε τους κορυφαίους χορευτές να κάνουν επίδειξη των προσόντων τους (Οδ. θ 251). Αυτό όμως που έχει ξεχωριστή σημασία για μας είναι ο χορός που περιγράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Σ στιχ. 589-606) και που φιλοτέχνησε πάνω στην ασπίδα του Αχιλλέα ο Θεός Ήφαιστος………νέοι με ωραία, λεπτά και γυαλιστερά ενδύματα – χιτώνες, με χρυσά ξίφη σε αργυρούς τελαμώνες και “παρθένοι αλφεσίβοιαι” (πολύπροικες παρθένες) χόρευαν με ωραία στεφάνια πιασμένες χέρι – χέρι “αλλήλως επί καρή χείρας έχοντες”.
Ο Αθήναιος και ο λεξικογράφος Ησύχιος περιγράφουν το χορό “Τελεσιάς”. Ο Αθήναιος αναφέρει πως ο χορός αυτός χορευόταν με όπλα και ότι πήρε το όνομά του από κάποιον Τελέσιο: “Και τελεσιάς δ’ εστίν όρχησις καλούμενη. στρατιωτική δ’ εστίν αύτη από τινος ανδρός Τελεσίου λαβούσα τούνομα, μεθ’ όπλων το πρώτον αυτήν εκείνου ορχησαμένου…”. Αντίθετα ο Ησύχιος περιγράφει το χορό με ξίφος: “Τελεσιάς η μετά ξίφους όρχησης, από του ευρόντος Τελεσίου”. Εάν βέβαια δεχτούμε την περιγραφή του Ησύχιου βρισκόμαστε πιο κοντά σ’ έναν Νεοελληνικό χορό που χορεύεται στα χωριά της Καρδίτσας και λέγεται “χορός του μαχαιριού”.
Οι Αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι οι χοροί αποτελούσαν επινόηση των Θεών και όταν τους χόρευαν αισθάνονταν χαρά διότι έρχονταν πιο κοντά στους Θεούς. Με κάθε ευκαιρία λοιπόν για να τους ευχαριστήσουν και να τους τιμήσουν άρχιζαν να χορεύουν. Ο Μέγας Αλέξανδρος όταν επισκέφθηκε τον τάφο του Αχιλλέα, για να τον τιμήσει, αφού έβγαλε τα ρούχα του, αντί για μνημόσυνο πήρε τα όπλα του και μαζί με τους συμπολεμιστές του άρχισαν να χορεύουν μπροστά στον τάφο. Ο Λουκιανός αποκαλούσε την όρχηση θεία, διότι καθώς ήταν αφιερωμένη στα μυστήρια, εξασκούνταν από τόσους θεούς και εκτελούνταν προς τιμή τους, πρόσφερε εκτός από χαρά και ωφέλεια (στη Δήλο και οι θυσίες γίνονταν με όρχηση και με μουσική).
Κατά την εκτέλεση των Θρησκευτικών χορών που γίνονταν γύρω από το βωμό της θεότητας που λάτρευαν, οι χορευτές δεν έφεραν όπλα. Οι χοροί αυτοί που χορεύονταν με τη συνοδεία ύμνων και κυρίως παιάνων είχαν καθαρά Θρησκευτικό σκοπό και ήσαν γαλήνιοι και σοβαροί. Θρησκευτικοί χοροί ήταν οΓέρανος που αναφέραμε και τον χόρεψε ο Θησέας και ο Παιάνας που πήρε το όνομά του από τον ύμνο που τον συνόδευε και χορεύονταν προς τιμή του Απόλλωνα, του Άρη και άλλων θεών. Επίσης τα παρθένεια που χορεύονταν από παρθένες προς τιμή διάφορων θεοτήτων και ο χορός των πεπλοφόρωνπου λεγόταν έτσι από το πέπλο που σκέπαζε το σώμα των χορευτριών. Στους θρησκευτικούς χορούς ανήκει και ο χορός των Καρυάτιδων που πήρε το όνομά του από την πόλη των Καρυών (Λακωνία) της Πελοποννήσου όπου κάθε χρόνο γίνονταν τα Καρυάτεια προς τιμή της Καρυάτιδας Άρτεμης. Όπως επίσης θρησκευτικοί ήταν και οι χοροί που συνδέονταν με τη λατρεία του Διόνυσου, Θεού της αμπελουργίας και του οίνου οι οποίοι όμως δεν είχαν ειρηνικό αλλά οργιαστικό χαρακτήρα.
Με τους πολεμικούς χορούς οι Αρχαίοι Έλληνες προετοιμάζονταν για τους αγώνες και τους πολέμους. Κατά τον Λουκιανό, οι Λακεδαιμόνιοι που ήταν οι ανδρειότεροι από όλους του Έλληνες, διδάχθηκαν από τον Πολυδεύκη και τον Κάστορα να καρυατίζουν (ο χορός στις Καρυές Λακωνίας) και να κάνουν τα πάντα ρυθμικά και σ’ αυτόν τον ρυθμό να πηγαίνουν ακόμη και στον πόλεμο και να κανονίζουν το βήμα τους ανάλογα με τον ήχο του αυλού, ο οποίος δίνει και το πρώτο σύνθημα για τη μάχη. Κατόρθωναν έτσι να νικούν καθώς οδηγούνταν από την μουσική και την ευρυθμία. Οι Λακεδαιμόνιοι επίσης, μετά από κάθε μάχη εκτελούσαν πολεμικούς χορούς για να γιορτάσουν τη νίκη τους και να διώξουν, όπως πίστευαν, τις ψυχές των σκοτωμένων εχθρών από την περιοχή της μάχης εξασφαλίζοντας συγχρόνως ανάπαυση στις ψυχές των δικών τους νεκρών. Πολλές φορές άρχιζαν να χορεύουν πριν την μάχη με κραυγές και θορύβους με σκοπό να μειώσουν το ηθικό των αντιπάλων και να εξυψώσουν το θάρρος των πολεμιστών τους.
Ο σπουδαιότερος από τους πολεμικούς χορούς ήταν ο Πυρρίχιος που κατά μία εκδοχή πήρε το όνομά του από το “πυρόχρουν” χρώμα των χιτωνίων που φορούσαν οι Πυρριχιστές. Άλλη εκδοχή είναι ότι πήρε το όνομά του από τον Νεοπτόλεμο, που ονομαζόταν πυρρός (ξανθός), το υιό του Αχιλλέα που λέγεται πως τον χόρεψε πρώτος για τη νίκη του κατά του Ευρίπυλου. Τέλος άλλοι πιστεύουν ότι πήρε το όνομά του από την πυρά, επειδή κατά το κάψιμο του Πατρόκλου τον χόρεψε για πρώτη φορά ο Αχιλλέας. Ο Πυρρίχιος λένε πως κατάγεται από την Κρήτη, ο Αθήναιος όμως αναφέρει ότι είναι επινόηση της Σπάρτης όπου χρησιμοποιούμενος για πολεμική άσκηση εκτελούνταν είτε από ένα άτομο, που με τις κινήσεις του παρίστανε την πάλη εναντίον του εχθρού, είτε από ζευγάρι χορευτών είτε από ομάδα χορευτών που εκτελούσαν όλα τα είδη των πολεμικών κινήσεων παριστάνοντας άμυνα και επίθεση. Είχε κατά τόπους διαφορετικά ονόματα. Στην Κρήτη λέγονταν Ορσίτης, στη ΜακεδονίαΤελεσιάς, στον Πόντο Σέρρα, στην Κύπρο Πρύλις ή Πρύλλια, κ.λ.π.
Στους ειρηνικούς χορούς επίσης ανήκουν και οι χοροί του θεάτρου (της τραγωδίας, της κωμωδίας και της σατυρικής ποιήσεως) και οι χοροί του ιδιωτικού βίου (συμποσίων, γάμων και πένθους). Τους χορούς αυτούς τους εκτελούσαν οι υποκριτές, δηλαδή οι ηθοποιοί που ονομάζονταν ορχηστές (χορευτές). Πρώτος ο Αισχύλος εισήγαγε το χορό στη τραγωδία και ο Αριστοφάνης τον μιμήθηκε και τον εισήγαγε στην κωμωδία. Ο πρώτος δημιούργησε το τραγικό είδος ή το “ευμελές”, σύμβολο ευγένειας και πραότητας, ο δε δεύτερος το Κωμικό ή τον Κόρδακα και τον Σικίνη.
Αναμφισβήτητα λοιπόν οι Νεοελληνικοί παραδοσιακοί χοροί αποτελούν συνέχεια των αρχαίων. Ο Εθνικός χορός είναι στενά συνδεδεμένος με τις παραδόσεις και τον τρόπο ζωής των κατοίκων μιας χώρας και συχνά αποτελεί απεικόνιση του πολιτιστικού επιπέδου ενός λαού. Οι χοροί π.χ. λαών με χαμηλό πνευματικό επίπεδο είναι περιορισμένης εκφραστικής ακτίνας, χαρακτηρίζονται από το σεξουαλικό στοιχείο και πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτούς παίζει η λεκάνη. Αντίθετα οι Ελληνικοί χοροί, στη διαμόρφωση των οποίων επέδρασε η ωραιότητα του τοπίου, οι περίφημες κλιματολογικές συνθήκες, η γεωγραφική θέση, που συνέβαλε στη δημιουργία ενός ανώτερου πνευματικού πολιτισμού και η ένδοξη ιστορία μας πήραν τη μορφή της έκφρασης όλων εκείνων των ωραίων συναισθημάτων, που προάγουν το άτομο και που δεν έχουν σχέση με την ύλη αλλά με το δημιουργικό πνεύμα.
Οι Ελληνικοί χοροί αγνοούν τη λεκάνη και ασχολούνται με την “ευστάθεια”, την ωραιότητα και τη πλαστικότητα του σώματος, χαρακτηριστικά γνωρίσματα των Αρχαίων Ελλήνων. Ο περίφημος Σιμωνίδης λέει για το χορό ότι είναι “βωβή ποίησις”. Ο Λεσβώναξ ο Μυτιληναίος αποκαλούσε τους χορευτές “χειροσόφους”, διότι κινούσαν τα χέρια τους με σοφία. Ο Λουκιανός λέει ότι ο μεγαλύτερος έπαινος για το χορό είναι ότι κατορθώνει να δίνει στα μέλη συγχρόνως ευκαμψία και δύναμη, γεγονός παράδοξο, ως να κατόρθωνε κάποιος να ενώσει σε ένα σώμα τη δύναμη του Ηρακλή και την απαλότητα της Αφροδίτης. Ο ίδιος θεωρούσε την όρχηση “γυμνασίων το κάλλιστον άμα και ευρυθμότατον”.
Ο σοφότατος Σωκράτης όχι μόνο μιλούσε επαινετικά για το χορό, αλλά ήθελε να τον μάθει, αποδίδοντας μεγάλη τιμή και σημασία στην ευρυθμία, το θέλγητρο της μουσικής και στη χάρη των κινήσεων. Ο ίδιος επαινούσε το χορό σαν “παμμερή άσκηση” σε αντίθεση με το δρόμο, με τον οποίο οι γυμναζόμενοι “τα σκέλη μεν παχύνονται, τους δε ώμους λεπτύνονται” και σε αντίθεση με την πυγμαχία, με την οποία οι πυγμάχοι “τους ώμους μεν παχύνονται, τα δε σκέλη λεπτύνονται”. Ο Ανακρέων, επίσης, λέγει για το χορό: “Αν δ’ ο γέρων χορεύη, τρίχας γέρων μεν έστιν, τας δε φρένας νεάζει”.
Από τέτοιες λοιπόν ρίζες πηγάζει ο Εθνικός μας χορός και γι’ αυτό είναι επιτακτική η ανάγκη να τον γνωρίσουμε, να τον καλλιεργήσουμε και να τον διαιωνίσουμε. Αποτελεί ένα ακόμη αποδεικτικό στοιχείο της Εθνικής μας συνέχειας. Όταν μιλάμε την ίδια γλώσσα με τους αρχαίους προγόνους μας, τραγουδάμε στα ίδια μέτρα και τους ίδιους σκοπούς με εκείνους, χορεύουμε με την ίδια κίνηση και έκφραση, είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί η Ελληνικότητα μας;
Όταν έχουμε κληρονομήσει ακριβώς τα ίδια ήθη και έθιμα, τις ίδιες παραδόσεις από τους προγόνους μας, είναι φανερό ότι είμαστε οι φυσικοί και γνήσιοι απόγονοί τους. Έχουμε λοιπόν υποχρέωση να διατηρήσουμε τους παραδοσιακούς μας χορούς γνήσιους και αμόλυντους από κάθε ξενική ή νεωτεριστική επίδραση όπως ακριβώς τους κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας. Και οι όποιες προσθήκες έρθουν στο μέλλον, να πηγάζουν από το δημιουργό τους, τον λαό μας και μόνο.
Καθότι η λαογραφία αποβλέπει στην αυτοεπίγνωση της εθνικότητας, χορεύοντας και σήμερα τους εθνικούς παραδοσιακούς χορούς μας διατηρούμε τα ήθη και τα έθιμα, μπαίνουμε στο βάθος της ψυχής του λαού μας και γνωρίζουμε καλύτερα το άμεσο και το πιο μακρινό παρελθόν μας ως το ελληνικό πολιτιστικό οικοδόμημα με Εθνική συνέχεια, γνωρίζοντας παράλληλα και τα προτερήματα της λαϊκής μας υπόστασης ώστε να επαναφέρουμε στη ζωή μας ότι καλό έχει παραμεριστεί και κινδυνεύει να χαθεί στο πέρασμα του χρόνου.
*******************
Ας μην ξεχνούμε ότι η λαϊκή ψυχή, το λαϊκό πνεύμα, είναι ζωτικές δυνάμεις του Έθνους και όταν γνωρίζουμε τις λαϊκές εκδηλώσεις, γνωρίζουμε και την ανθρώπινη ψυχή, την ανθρώπινη κοινωνία μας. Αποτελεί Εθνική υποχρέωση και καθήκον να αφυπνίσουμε και να διεγείρουμε το ενδιαφέρον και την αγάπη των νέων προς τις λαϊκές αυτές εκδηλώσεις προκειμένου να διατηρηθεί άσβεστη στο μέλλον η συνέχεια του Έθνους μας.
πηγή: Ηλία Δήμα “Ελληνικοί Παραδοσιακοί Χοροί” Αθήνα 1980
.