Ο ΗΡΟΣΤΡΑΤΟΣ --
ήταν αρχαίος Έλληνας παροιμιώδης εμπρηστής από την Έφεσο.
Προκειμένου όπως είχε δηλώσει να μείνει το όνομά του στην Ιστορία έφθασε στο σημείο να πυρπολήσει το 356 π.Χ. το περίφημο Αρτεμίσιο δηλαδή τον Ναό της Αρτέμιδας στην Έφεσο. Οι Εφέσιοι συνέλαβαν αυτόν και τον θανάτωσαν και απαγόρευσαν τη μνεία του, η οποία όμως διατηρήθηκε στηλιτεύοντας πάντα την ανόσια πράξη του.
Κατά ιστορική έρευνα αναφέρεται πως την ίδια νύκτα της πυρπόλησης αυτής γεννήθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος --
Ο ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ (287 π.Χ.-212 π.Χ.)--- ήταν ένας από τους μεγάλους μαθηματικούς μηχανικούς και φυσικούς του αρχαίου Ελληνικού χώρου και μία από τις μεγαλύτερες μαθηματικές ευφυίες του κόσμου. Γεννήθηκε, έζησε και πέθανε στις Συρακούσες, την μεγάλη Ελληνική αποικία της Σικελίας.
Πατέρας του Αρχιμήδη ήταν ο αστρονόμος Φειδίας, που είχε δεσμούς φιλίας με το βασιλικό γένος των Συρακουσών. Ο Αρχιμήδης ταξίδεψε στην Αίγυπτο και ήρθε σε επαφή με τους διαδόχους του Ευκλείδη, τους Ερατοσθένη και Δοσίθεο, ενώ ήταν φίλος και συμμαθητής του Κόνωνα του Σάμιου
ΝΙΚΟΣΤΡΑΤΟΣ----
ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΔΙΑΔΡΑΜΑΤΙΣΕ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΡΟΛΟ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΠΕΛΛΟΠΟΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ.ΣΚΟΤΩΘΗΚΕ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΛΑΧΗ ΣΤΗ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 418 π.Χ.
ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ
Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Πρωτεσίλαος είναι γνωστός ένας Θεσσαλός ήρωας, ο πρωτότοκος γιος του Ιφίκλου και της Αστυόχης, αδελφός του Ποδάρκη. Ο Πρωτεσίλαος μνημονεύεται ως ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης και ως τέτοιος έλαβε μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας με 40 πλοία επικεφαλής των Θεσσαλών των πόλεων Φυλάκης και Πυράσου. Υπήρξε ο πρώτος που σκοτώθηκε στον Τρωικό Πόλεμο από την πλευρά των πολιορκητών. Λέγεται μάλιστα ότι είχε δοθεί χρησμός ότι ο πρώτος που θα έβγαινε από τα πλοία κατά την άφιξη του στόλου στην Τροία θα σκοτωνόταν και ο Πρωτεσίλαος δέχθηκε να βγει αυτός πρώτος γνωρίζοντας τον συγκεκριμένο χρησμό. Μάλιστα κατά τη μεταγενέστερη παράδοση το αρχικό του όνομα ήταν Ιόλαος και για την «ακραία» του αυτή προθυμία μετονομάσθηκε σε «Πρωτεσίλαο». Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, είχε συμμετάσχει και στην πρώτη εκστρατεία των Ελλήνων, στη Μυσία. Πριν από την αναχώρησή του από την Ελλάδα, ο Πρωτεσίλαος είχε πάρει ως σύζυγό του τη Λαοδάμεια (στα «Κύπρια έπη» ως σύζυγός του μνημονεύεται η Πολυδώρα, κόρη του Μελεάγρου). Οι θεοί λυπήθηκαν τη Λαοδάμεια για τη χηρεία της και τον έφεραν πίσω από τον `Αδη για να τον δει. Εκείνη χάρηκε πάρα πολύ, νομίζοντας ότι ο Πρωτεσίλαος είχε επιστρέψει από την Τροία, αλλά όταν οι θεοί τον πήγαν πάλι στον Κάτω Κόσμο, ήταν απαρηγόρητη. Παράγγειλε και της έφτιαξαν ένα μπρούτζινο άγαλμά του, και αφοσιώθηκε σε αυτό. Ο πατέρας της ανησύχησε με τη συμπεριφορά της και διέταξε την καταστροφή του αγάλματος, αλλά τότε η Λαοδάμεια έπεσε στη φωτιά και κάηκε μαζί με το άγαλμα. Ο Πρωτεσίλαος αναφέρεται σε δύο ραψωδίες της Ιλιάδας (Β 698 κ.ε., και Ν 681)
ΑΙΝΕΙΑΣ
Στην ελληνική και τη ρωμαϊκή μυθολογία ο Αινείας ήταν γιος του Αγχίση και της θεάς Αφροδίτης, αδελφός του Λύρου και συγγενής του βασιλιά της Τροίας Πριάμου.
Ο Αινείας έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο επικεφαλής των Δαρδάνων, ως σύμμαχος των Τρώων, και ήταν ο γενναιότερος ήρωας στην πλευρά τους μετά τον Έκτορα. Φαίνεται πάντως ότι αρχικώς δεν ήθελε να συμμετάσχει στον πόλεμο, γιατί περίμενε μετά τον θάνατο του Πριάμου να βασιλεύσει αυτός στον θρόνο του, αλλά όταν ο Αχιλλέας τον έδιωξε από την Ίδη στη Λυρνησσό, που επίσης κατέστρεψε ύστερα, ο Αινείας υποχρεώθηκε πλέον να καταφύγει στην Τροία και να συμπολεμήσει με τους Τρώες.
Πολεμώντας στον Τρωικό Πόλεμο με τον Διομήδη, ο Αινείας σώθηκε μόνο χάρη στην προστασία της μητέρας του Αφροδίτης και του Απόλλωνα, που τον μετέφεραν στην Πέργαμο για ανάρρωση, ενώ στη σύγκρουσή του με τον Αχιλλέα τον έσωσε ο θεός Ποσειδώνας.
Μετά την άλωση και τη λεηλασία της Τροίας, ο Αινείας με μερικούς Τρώες (που έγιναν γνωστοί ως «Αινειάδες») εξακολούθησαν να αμύνονται σε κάποια συνοικία της πόλης, ώσπου οι Έλληνες τους διεμήνυσαν ότι τους δέχονται «υποσπόνδους», δηλαδή ύστερα από συμφωνία να αποχωρήσουν ανενόχλητοι, με την άδεια να πάρουν ο καθένας τους ό,τι μπορούσε να σηκώσει στα χέρια του από την περιουσία του.
Και ενώ όλοι οι άλλοι γέμισαν και πήραν σακιά με χρυσάφι, ασήμι, κοσμήματα, χρήματα, κλπ., ο Αινείας σήκωσε στους ώμους του τον γέροντα και ανήμπορο πατέρα του, τον Αγχίση, και τον μετέφερε έξω από την πόλη.
Τότε οι Έλληνες, θαυμάζοντας την πράξη του αυτή, του επέτρεψαν να πάρει ελεύθερα και ό,τι άλλο ήθελε από το σπίτι τους. Αλλά εκείνος και πάλι δεν προτίμησε τίποτα άλλο από τα ιερά ξόανα των θεών και τα οικογενειακά κειμήλια, που τα θεωρούσε ανώτερα από κάθε άλλο θησαυρό. Πολλές φορές κινδύνευσε για χάρη των γονέων του και για την ευσέβειά του προς τους θεούς. Μετά από αυτό, οι Έλληνες του είπαν ότι ήταν διατεθειμένοι να του εκχωρήσουν όποιο μέρος της Τροίας ήθελε για να ζήσει εκεί με απόλυτη ασφάλεια.
Στο σημείο αυτό συνεχίζει η μεταγενέστερη και ρωμαϊκή παράδοση, που αναφέρει ότι ο Αινείας αρνήθηκε την προσφορά και, φεύγοντας από την Τροία, περνώντας από την Καρχηδόνα (βλ. Διδώ) και τη Σικελία, εγκαταστάθηκε στην Ιταλία. Εκεί θεωρήθηκε ότι τα εγγόνια του έχτισαν τη Ρώμη, και συγκεκριμένα τα παιδιά της κόρης του και του Ρωμύλου.
Αλλά αν δεχθούμε την αναγωγή των μυθικών γεγονότων σε ιστορική χρονολόγηση, παίρνοντας ως γεγονός τη διεξαγωγή του Τρωικού Πολέμου στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ., με πιθανότερο έτος φυγής του Αινεία από την Τροία το 1181 π.Χ., η χρονική απόσταση μέχρι την κτίση της Ρώμης (τον δεύτερο χρόνο της έβδομης Ολυμπιάδας) είναι 428 έτη, δηλαδή αρκετές γενεές. Μεταγενέστερες ρωμαϊκές παραδόσεις προσπάθησαν να διορθώσουν το πρόβλημα τροποποιώντας τη γενεαλογία. Κατ' αυτές η σειρά ήταν: Αινείας - Σίλβιος - Αινείας Σίλβιος - Λατίνος Σίλβιος - Άλμπα - Άτυς - Κάπυς - Καπέτος - Τιβερίνος Σίλβιος - Αγρίππας - Ρωμύλος Σίλβιος - Αβεντίνος - Προκάς - Νουμίτωρ - Ρέα Συλβία, η οποία με τον θεό Άρη απέκτησε τον Ρώμο και τον Ρωμύλο. Ανεξάρτητα από αυτό, κατά την παράδοση, ο Αινείας τρία χρόνια μετά την άφιξή του στο Λάτιο έγινε βασιλιάς, όμως μετά από άλλα τρία χρόνια δολοφονήθηκε.
Μετά τον θάνατό του η εξουσία πέρασε στον γιο του Ασκάνιο, για τον οποίο κάποιες πηγές αναφέρουν ότι συνόδευε τον πατέρα του ήδη κατά τη φυγή του από την Τροία. Γενικώς, ως παιδιά του Αινεία αναφέρονται μόνο ο Ασκάνιος από την Κρέουσα (δεύτερη εξαδέλφη του, κόρη του Πριάμου) και ο Σίλβιος από τη Ιταλίδα Λαβινία (κόρη του Λατίνου).
Μία από τις παραδόσεις για τον Αινεία και την ίδρυση της Ρώμης αναφέρει πως του είχε δοθεί χρησμός ότι ένα τετράποδο θα τον οδηγούσε στο μέρος όπου θα έπρεπε να ιδρύσει μια πόλη. Μια μέρα μετά από καιρό, ο Αινείας ετοιμαζόταν να θυσιάσει μια άσπρη και έγκυο γουρούνα. Το ζώο του ξέφυγε και καταδιωκόμενο έφθασε σε ένα από τους «επτά» λόφους της μελλοντικής Ρώμης, πιθανώς στον Παλατίνο. Ο Αινείας θυμήθηκε τον χρησμό, αλλά δεν άρχισε τότε να χτίζει την πόλη, επειδή είδε ολοκάθαρα στον ύπνο του μία μορφή που τον συμβούλευσε να τη χτίσει μετά από τριάντα χρόνια, όσα ήταν και τα γουρουνόπουλα που γέννησε εκεί στον λόφο η γουρούνα. Αυτή την ιστορία αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης.
ΑΡΣΙΝΟΗ
Η παραμάνα του Ορέστη
ΑΡΧΙΔΑΜΟΣ
Ο Αρχίδαμος Α΄ ήταν Βασιλεύς της αρχαίας Λακεδαίμονας, της Σπάρτης. Ανήκε στο βασιλικό γένος των Ευρυποντιδών. Ήταν ο 12ος Βασιλεύς από το γένος αυτό.
Διαδέχθηκε στο θρόνο της Σπάρτης τον πατέρα του Αναξίδαμο. Η Βασιλεία του ανάγεται περί το 600 π.Χ..
ΑΛΚΙΦΡΩΝ
Ο Αλκίφρων ήταν αρχαίος Έλληνας ερωτικός ποιητής, επιστολογράφος και σοφιστής, που έζησε πιθανώς τον 3ο αιώνα μ.Χ.. Συνέταξε ερωτικές επιστολές, τόσο ανδρών προς γυναίκες, όσο και γυναικών προς άνδρες. Οι επιστολές αυτές, συνολικά 116 σε τρία βιβλία, διακρίνονται για τη λεπτότητα αισθημάτων και γλώσσας, τρυφερότητα, ζωντάνια εικόνων και πρωτοτυπία. Ειδικότερα οι επιστολές «Μενάνδρου και Γλυκερίας» (ο Μένανδρος είναι ο γνωστός κωμωδιογράφος, ενώ η Γλυκερία μια άγνωστη κοπέλα) εμπεριέχουν πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία για τη ζωή και το ποιητικό έργο του ίδιου του Αλκίφρονος.
ΣΤΕΝΤΩΡ
Στην ελληνική μυθολογία ο Στέντορας (Στέντωρ) ήταν ένας Αχαιός ήρωας του Τρωικού Πολέμου, που αναφέρεται τόσο στην Ιλιάδα (Ε 785) όσο και στη «Διομήδους Αριστεία». Ο Στέντορας είχε ευεργετηθεί από τη θεά `Ηρα με το χάρισμα να έχει πολύ δυνατή φωνή, που ισοδυναμούσε με φωνή 50 ανδρών, γι' αυτό και χαρακτηρίζεται με το επίθετο «χαλκεόφωνος». Ακόμα και σήμερα, η φράση «Στεντόρεια φωνή» σημαίνει τη μέγιστη σε ένταση φωνή.
Θεωρείται ότι ο Στέντορας καταγόταν από τη Θράκη ή, σύμφωνα με τον «Σχολιαστή» του Ομήρου, από την Αρκαδία: «Αρκάς το γένος, ερίσας δε προς τον Ερμήν περί μεγαλοφωνίας εφονεύθη υπ' αυτού.» Δηλαδή ο Στέντορας διαγωνίσθηκε με τον θεό Ερμή, τον κήρυκα των θεών, στην ένταση της φωνής και ο Ερμής τον σκότωσε (ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, πέθανε από την προσπάθεια να φωνάξει ακόμα πιο δυνατά).
ΔΕΞΙΛΕΩΣ
Ο Δεξίλεως ήταν αρχαίος ευγενής Αθηναίος, γιος του Λυσανίου εκ του Θορικού, είχε γεννηθεί όταν στην Αθήνα ήταν άρχοντας ο Τείσανδρος. Ανήκε στη τάξη των ιππέων, που έπεσε, σε ηλικία μόλις 20 ετών, μαζί με άλλους 4 ιππείς και του φύλαρχου Αντιφάνους το 394 π.Χ. στη Κόρινθο, όταν ήταν άρχοντας Αθηνών ο Ευβουλίδης. Στη μάχη εκείνη είχαν ηττηθεί οι Αθηναίοι από τους Σπαρτιάτες.
Η τέφρα του Δεξίλεω καθώς και των τεσσάρων άλλων ιππέων μεταφέρθηκε στην Αθήνα και εναποτέθηκε στο Δημόσιο Σήμα. Το ανάγλυφο που αποκαλύφθηκε στον Κεραμεικό κατασκευάστηκε αργότερα από τους συγγενείς του Δεξίλεω (ανάγεται στο 390 π.Χ.), όταν κατασκευάστηκε ο οικογενειακός τους περίβολος, όπου και ευρέθη το ανάγλυφο. Το επιτύμβιο αυτό ανάγλυφο αποτελεί ένα από τα θαυμαστότερα ανάγλυφα της αττικής τέχνης, του χώρου, που έχει διασωθεί. Το μνημείο παριστά έφιππο νέο με αναπεταμένο το χιτώνα να εξακοντίζει το δόρυ του σε αντίπαλο που πίπτει στο έδαφος. Στη βάση του μνημείου αναγράφονται σε τέσσερις στίχους: "Δεξίλεως Λυσανίου Θορίκιος - Εγένετο επί Τεισάνδρου άρχοντος - Απέθανεν επ΄ Ευβουλίδου - εν Κορίνθω των Πέντε Ιππέων".
Σημειώνεται ότι δεν βρέθηκαν τα χάλκινα όπλα των δύο πολεμιστών (ακόντιο και ξίφος) καθώς και το χαλινάρι του αλόγου που για όλα αυτά από τις υφιστάμενες υποδοχές θεωρείται πως πρέπει να υπήρχαν στην αρχαιότητα. Επίσης αντίγραφο του ανάγλυφου αυτού έχει τοποθετηθεί στο σημείο ανεύρεσής του στον αρχαιολογικό χώρο.
Το μνημείο του Δεξίλεω καθώς και εκείνα της Ηγησούς και του Ταύρου χαρακτηρίζονται ως τα ωραιότερα μνημεία του Κεραμεικού που φυλάσσονται στο ομώνυμο Μουσείο Κεραμεικού.
ΑΡΧΕΛΑΟΣ(Ο Α΄ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ)
Ο Αρχέλαος Α' διαδέχθηκε τον Περδίκκα Β' στο θρόνο της Μακεδονίας από το 413 έως το 399 π.Χ. Ο Αρχέλαος ήταν γιός του Περδίκκα και μιας σκλάβας, κατέλαβε το θρόνο αφού πρώτα δολοφόνησε το θείο του, τον ξάδελφό του και τον ετεροθαλή αδελφό του (που ήταν ο νόμιμος διάδοχος). Παρ' όλ' αυτά αποδείχθηκε ικανός και ευεργετικός ηγεμόνας, γνωστός για τις ριζικές αλλαγές που επέβαλε στη δημόσια διοίκηση, στο στρατό και στο εμπόριο.
Μόλις ανέλαβε την εξουσία ο Αρχέλαος, έτυχε στην περίπτωση όπου η Αθήνα είχε απόλυτη ανάγκη ξυλείας (λόγω της καταστροφικής Σικελικής εκστρατείας). Ο Αρχέλαος γενναιόδωρα προμήθευσε τους Αθηναίους με ξυλεία και πέτυχε να αντιστρέψει το κλίμα αντιπαλότητας που υπήρχε μεταξύ των δύο κρατών. Οι Αθηναίοι, για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους, έδωσαν τον τίτλο του πρόξενου και του ευεργέτη του λαού στον Αρχέλαο και στα παιδιά του.
Ο Αρχέλαος προχώρησε σε πολλές εσωτερικές μεταρρυθμίσεις. Έκοψε νόμισμα καλής ποιότητας σε ικανή ποσότητα, έκτισε οχυρά, χάραξε ευθείς δρόμους και βελτίωσε τη στρατιωτική οργάνωση, κυρίως το ιππικό και την οπλιτική φάλαγγα.
Ο Αρχέλαος ήταν επίσης γνωστός για το ενδιαφέρον του προς την τέχνη. Στο νέο του παλάτι στην Πέλλα (που μεταφέρθηκε εκεί από τις Αιγές, την παλαιά πρωτεύουσα), φιλοξένησε διάσημους καλλιτέχνες της εποχής. Ο Ευριπίδης ήταν ένας απ' αυτούς, ο οποίος όσο ήταν στην αυλή του Αρχέλαου έγραψε τα έργα Αρχέλαος και Βάκχαι. Άλλος διάσημος ήταν ο ζωγράφος Ζεύξης. Επίσης ο Αρχέλαος διοργάνωσε Ολύμπια πανελλήνιας εμβέλειας στο Δίον, με αθλητικούς και μουσικούς αγώνες.
Σύμφωνα με τον Αιλιανό, ο Αρχέλαος σκοτώθηκε το 399 π.Χ. κατά τη διάρκεια κυνηγιού από ένα βασιλικό παίδα, τον ερωμένο του Κρατερό. Ο λόγος ήταν ότι αρνήθηκε να δώσει στον τελευταίο το χέρι μιας κόρης του που του είχε αρχικά υποσχεθεί. Ο Θουκυδίδης λέει για τον Αρχέλαο ότι πέτυχε για το βασίλειό του όσα είχαν πετύχει όλοι οι προκάτοχοί του μαζί.