Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥ
ΤΟ ΚΑΤ’ ΗΠΕΙΡΟΝ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑ----
(Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Α.ΙΙ.5-7,10-11, 13, 14, 19, 20, 23, Α.VΙΙ.20, Α.Χ.12, Β.ΙΙ.4, Αρριανός Γ.9, Ε.13, 24, Ζ.14)-----
Το κατ’ ἤπειρον στράτευμα αποτελούνταν από το πεζικό, το ιππικό και τα τμήματα υποστήριξης. Οι πολεμιστές και ειδικά οι μισθοφόροι (ιππείς και πεζοί) είχαν τους βοηθητικούς τους (τον ιπποκόμο και τον υπασπιστή αντίστοιχα) για τη φροντίδα του οπλισμού και των αποσκευών τους, οι οποίες περιελάμβαναν προσωπικά είδη και λάφυρα.
Τα τμήματα υποστήριξης χειρίζονταν τις πολεμικές μηχανές, συντηρούσαν και επισκεύαζαν το πολεμικό υλικό (όπλα, εξάρτηση, μηχανές, σκευοφόρα), φρόντιζαν ίππους και υποζύγια, οδηγούσαν τα υποζύγια και τα σκευοφόρα, συγκέντρωναν και διαχειρίζονταν τα εφόδια για όλο το στράτευμα, εξουδετέρωναν τα φυσικά κωλύματα (χαντάκια, ποτάμια, διώρυγες), εξομάλυναν τα δύσβατα δρομολόγια και διακινούσαν την αλληλογραφία.
Το βασικό αυτό σύνολο ακολουθούσαν και συμπλήρωναν οι συνακολουθούντες, δηλαδή γυναικόπαιδα, μάντεις, μάγειροι, δούλοι, μουσικοί, αυλητρίδες, ορχηστρίδες, ηθοποιοί, έμποροι, τραπεζίτες καθώς και όλοι εκείνοι οι καιροσκόποι, που ακολουθούν όλες τις εκστρατείες, αρχαίες και σύγχρονες: δηλαδή εταίρες, πόρνες, πορνοβοσκοί, τοκογλύφοι και κάθε άλλου είδους τυχοδιώκτες.
Ο σημαντικότερος περιορισμός στην κίνηση ενός στρατού ήταν ανέκαθεν το ίδιο του το μέγεθος. Στους αρχαίους στρατούς ο αριθμός των βοηθητικών έφτανε τον αριθμό των μαχίμων. Σ’ αυτόν πρέπει να προσθέσουμε τον αριθμό των συνακολουθούντων και τα σκευοφόρα για τις ανάγκες τόσο του στρατού όσο και των συνακολουθούντων, ενώ ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα ήταν οι αιχμάλωτοι, που επιπροσθέτως απαιτούσαν φρούρηση.
Η κανονική ταχύτητα κίνησης μίας τέτοιας στρατιάς ήταν περίπου 35 χμ ημερησίως, όπως προκύπτει από τη στρατιά του Κύρου του Νεότερου με τους Μυρίους, που είχε την ίδια περίπου δύναμη και ως ένα σημείο ακολούθησε το ίδιο περίπου δρομολόγιο, με την αρχική στρατιά του Αλεξάνδρου. Με βάση τα αναλυτικά στοιχεία του Ξενοφώντα διήνυσε 222 παρασάγγες σε 34 σταθμούς, δηλαδή κατά μέσον όρο 6,5 παρασάγγες ή 196 στάδια ή 36,2 χμ ανά σταθμό.
Τα βασικά παραγγέλματα δίνονταν με τη σάλπιγγα και μετά το πρόγευμα, η στρατιά ξεκινούσε την πορεία της. Ανάλογα με τα εδάφη, που θα διέσχιζε και το αν επέκειτο ή επιθανολογείτο μάχη, έμπαιναν στην κατάλληλη σειρά τα μάχιμα τμήματα (ιππικό ή πεζικό, φάλαγγες ή ψιλοί), με τελευταία τα σκευοφόρα και τους συνακολουθούντες. Αν γινόταν πορεία, χωρίς να προβλέπεται μάχη, εκτός από την αυτονόητη φρουρά και τα τμήματα προκαλύψεως, οι υπόλοιποι στρατιώτες είχαν τον οπλισμό τους στα σκευοφόρα, για να μην κουράζονται άσκοπα.
Κάθε μέρα στη θέση του προπομπού και των μονάδων κατά σειρά πίσω του εναλλάσσονταν οι διάφορες τάξεις πεζών ή ιππαρχίες. Κάθε ιππαρχία και τάξις πεζών είχε τη σημαία και το έμβλημά της, ενώ μπροστά από τον Αλέξανδρο μεταφέρονταν τα ιερά όπλα, που πήρε από τον ναό της Αθηνάς στην Τροία.
Μετά από ένα σταθμό (δηλαδή πορεία μιάς ημέρας) και μόλις έφταναν στο σημείο που είχε επιλεγεί με τη βοήθεια των οδηγών, οριοθετούσαν το στρατόπεδο. Αν επρόκειτο να μείνουν σ’ εκείνο το σημείο για κάποιο διάστημα ή αν η περιοχή ήταν εχθρική, περιέβαλλαν το στρατόπεδο με τάφρο και χάρακα (ξύλινο τείχος).
Στη συνέχεια έστηναν τις σκηνές, ετοίμαζαν το δείπνο, έκαναν τις καθημερινές ατομικές εργασίες (συντήρηση οπλισμού, φροντίδα ίππων και υποζυγίων) και τέλος το κέρας σήμαινε τρεις φορές για το σιωπητήριο. Οι νυχτερινές φυλακές (βάρδιες ή νούμερα, στην φανταρική γλώσσα) ήταν τέσσερις.
Το βασικό στοιχείο του κατ’ ἤπειρον στρατεύματος των αρχαίων ελληνικών κρατών επί σειρά αιώνων ήταν η φάλαγγα των οπλιτών. Για λόγους, που θα αναφέρουμε παρακάτω, οι δημοκρατίες του Νότου περιόριζαν το ιππικό σε δευτερεύοντα ρόλο, αντίθετα προς τα ολιγαρχικά, τυραννικά και βασιλικά πολιτεύματα του ελληνικού Βορρά, που ανέκαθεν χρησιμοποιούσαν το ιππικό ως όπλο κρούσεως.
Οι Πέρσες, όπως όλοι οι ανατολικοί λαοί, χρησιμοποιούσαν το ιππικό επίσης ως όπλο κρούσεως. Επίσης χρησιμοποιούσαν πολύ τους τοξότες, ώστε να προξενούν στον εχθρό τις μεγαλύτερες δυνατές απώλειες και σύγχυση πριν την εμπλοκή των πεζών.
Τέλος είναι πολύ σημαντικό να κάνουμε απόλυτα σαφές ότι στην αρχαία Ελλάδα ο κάθε πολίτης ήταν υποχρεωμένος να προμηθεύεται ο ίδιος τον οπλισμό του (εκτός από την ασπίδα, την οποία χορηγούσε το κράτος).
Έτσι αυτό, που σήμερα στο στρατό ονομάζεται «ειδικότητα», στην αρχαιότητα προσδιοριζόταν κατ’ ανάγκην από την οικονομική και συνεπώς κοινωνική θέση του πολίτη, γι’ αυτό και οι ιππείς ανήκαν στις οικονομικά ισχυρότερες τάξεις. Στους οπλίτες λοιπόν κατατάσσονταν οι πολίτες, που είχαν την οικονομική δυνατότητα να προμηθευτούν πανοπλία, ενώ στους ψιλούς κατατάσσονταν υποχρεωτικά οι φτωχότερες τάξεις, των οποίων τα οικονομικά επέτρεπαν την προμήθεια ενός φθηνού επιθετικού όπλου (τόξο, ακόντιο, σφενδόνη).
Το Πεζικό Στράτευμα
Τα αρχαία ελληνικά στρατιωτικά συγγράμματα, που έχουν διασωθεί, δεν μάς δίνουν την εντύπωση ότι υπήρχαν, όπως σήμερα, αυστηροί κανονισμοί που να επέβαλλαν ομοιομορφία στην εμφάνιση και τον εξοπλισμό. Αντίθετα, γνωρίζουμε ότι μετά τις μάχες σκυλεύονταν οι νεκροί αντίπαλοι, τα λάφυρα μοιράζονταν στους νικητές, ενώ ο Ξενοφών αναφέρει ως προαιρετική τη χρήση εφιππίου (σέλλας) από τους ιππείς.
Αυτά δείχνουν ότι δεν υπήρχε στον εξοπλισμό και την ένδυση η ομοιομορφία, που χαρακτηρίζει τους σημερινούς εθνικούς στρατούς. Όπως προκύπτει τόσο από παραστάσεις σε ανάγλυφα και αγγεία, όσο και από τα διασωθέντα κείμενα, υπήρχαν και ψιλοί, οι οποίοι μετά από τη διανομή των λαφύρων, έφεραν τμήματα πανοπλίας.
Οι αρχαίοι συγγραφείς μας δίνουν αρκετές πληροφορίες, ώστε να σχηματίσουμε τη γενική εικόνα, αλλά δεν μας δίνουν τις λεπτομέρειες εκείνες, τις οποίες σήμερα περιέχουν οι στρατιωτικοί κανονισμοί. Άλλωστε οι συγγραφείς αυτοί απευθύνονταν σε αναγνώστες της εποχής τους, οι οποίοι λίγο-πολύ ήξεραν τις λεπτομέρειες, και γενικά δεν έδειχναν ούτε ενδιαφέρον ούτε επιμέλεια στο να τις καταγράψουν με ακρίβεια. Ίσως όμως ο πραγματικός λόγος να ήταν η χρήση διαφορετικής ονοματολογίας από τους διάφορους ελληνικούς στρατούς.
Έτσι το όπλο που ο Ξενοφών ονομάζει μάχαιρα, οι μεταγενέστεροι Αρριανός, Διόδωρος και Πλούταρχος το ονομάζουν κοπίδα. Ο τομέας του οπλισμού διεθνώς έχει επισκιασθεί από τις υπόλοιπες πτυχές της ιστορικής ανάλυσης και της αρχαιολογίας και ό,τι έχει σχέση με τον οπλισμό και τις δυνατότητες των αρχαίων ελληνικών στρατών βρίσκεται στο περιθώριο του ενδιαφέροντος.
Ακόμη και στις πιο επιμελημένες μεταφράσεις των αρχαίων κειμένων, τα σημεία του οπλισμού και της τακτικής αποδίδονται με σχεδόν ποιητική διάθεση, ενώ σε κάποιες άλλες παραλείπονται ως ανάξια λόγου. Το αποτέλεσμα είναι ότι πολλοί πιστεύουν πως αρκετές από τις κατασκευές, τις μηχανές και γενικά τις επιχειρησιακές δυνατότητες του 4ου π.Χ. αιώνα εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά την - ιδιαίτερα τονισμένη και προβεβλημένη από τους Δυτικούς λόγιους - περίοδο των Ρωμαίων ή ακόμη χειρότερα, 15 ολόκληρους αιώνες μετά τον Αλέξανδρο, την εποχή των σταυροφόρων.
Ο μακεδονικός στρατός, όπως τον διαμόρφωσε ο Φίλιππος, περιλάμβανε περίπου τα ίδια τμήματα με τους άλλους ελληνικούς στρατούς της εποχής, ενώ κάποιες χαρακτηριστικές διαφορές οφείλονται κυρίως σε πολιτικούς λόγους. Κυρίαρχο πολίτευμα στο Νότο ήταν η δημοκρατία, ενώ η Μακεδονία ήταν βασίλειο με διαρκή τον κίνδυνο διάσπασης στα επιμέρους έθνη της και σε πολλά σημεία θυμίζει έντονα απολίθωμα ελληνικού κράτους των μυκηναϊκών χρόνων.
Οι ευγενείς των περιφερειακών εθνών αποτελούσαν την αριστοκρατία του διευρυμένου βασιλείου και εννοούσαν να διακρίνονται από τους ταπεινής καταγωγής πολίτες. Από αυτήν την αριστοκρατία προέρχονταν λοιπόν οι σωματοφύλακες, οι πεζέταιροι και οι εταίροι ιππείς, ενώ οι ανώνυμοι Μακεδόνες πολίτες κατατάσσονταν στο απλό ιππικό και στη φάλαγγα.
Βαρύ Πεζικό
(Αρριανός Α.14, Β.23, Γ.11.-12, Γ.23, Ε.17, ΣΤ.6, 21, Διόδωρος ΙΖ.57, Λυκούργος Κατά Λεωκράτους 76)
Φάλαγγα οπλιτική: ήταν ο σχηματισμός μάχης των οπλιτών. Κινούνταν, ελισσόταν και εμπλεκόταν συντεταγμένη και με συντονισμένες ενέργειες όλων των οπλιτών, οι οποίοι αποτελούσαν ενιαίο σύνολο και εξαρτώνταν ο ένας από τον άλλο. Στον συνασπισμό η ασπίδα του κάθε οπλίτη κάλυπτε την αριστερή πλευρά του, ενώ τη δεξιά πλευρά του κάλυπτε η ασπίδα του διπλανού (παραστάτη) του. Έτσι οι οπλίτες του δεξιού ζυγού είχαν ακάλυπτη τη δεξιά πλευρά τους και συνεπώς η δεξιά πλευρά της φάλαγγας ήταν η πιο τρωτή.
Η σημασία, που είχε για τη φάλαγγα ο παραστάτης, φαίνεται στον όρκο των Αθηναίων εφήβων «… ού καταισχυνῶ ὅπλα τα ἱερά οὔδ’ ἐγκαταλείψω τον παραστάτην ὅτῳ ἄν στοιχίσω…», δηλαδή «δεν θα ντροπιάσω τα ιερά όπλα ούτε θα εγκαταλείψω τον παραστάτη, με όποιον κι αν στοιχισθώ». Ο ρίψασπις, αυτός δηλαδή που έρριχνε την ασπίδα του και τρεπόταν σε φυγή, άφηνε ακάλυπτο τον παραστάτη του και διευκόλυνε τον εχθρό να διασπάσει τη φάλαγγα. Γι’ αυτό ο ρίψασπις δεν ήταν απλώς δειλός, αλλά επικίνδυνος για τη συνοχή της φάλαγγας και σχεδόν συνώνυμος του προδότη. Στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου ο Δαρείος υπήρξε δυο φορές ρίψασπις.
Φάλαγγα μακεδονική: ήταν δημιούργημα του Φιλίππου Β΄ και αποτελούσε μία παραλλαγή της οπλιτικής φάλαγγας. Κάποιοι θέλουν να την εμπνεύστηκε ο Φίλιππος κατά την ομηρία του στη Θήβα από τη λοξή φάλαγγα, που είχαν δημιουργήσει τότε οι Θηβαίοι. Όμως η αλήθεια είναι ότι το μόνο κοινό μεταξύ της λοξής και της μακεδονικής φάλαγγας είναι ότι και οι δύο αποτελούσαν παραλλαγές της παραδοσιακής οπλιτικής.
Η μακεδονική φάλαγγα χωριζόταν σε τάξεις πεζών, οι οποίες αναφέρονται με το όνομα του ηγήτορά τους και στις οποίες υπηρετούσαν ομοεθνείς Μακεδόνες (όπως τάξις Ελιμιωτών, τάξις Ορεστών και Λυγκηστών, τάξις Στυμφαίων).
Ο Αρριανός στη μάχη του Γρανικού κάνει λόγο για 8 τάξεις (Κρατερού, Μελέαγρου, Φιλίππου, Φιλίππου του Αμύντα, Αμύντα, Κρατερού του Αλεξάνδρου, Κοίνου και Περδίκκα) και σε έναν υπεραπλουστευτικό υπολογισμό διαιρείται το σύνολο των 12.000 πεζών Μακεδόνων της στρατιάς με τις 8 αυτές τάξεις, οπότε προκύπτουν 1.500 πεζοί ως δύναμη της κάθε τάξεως. Όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Ο γενικά προσεκτικός και ακριβής Αρριανός ρητώς θεωρεί ως τμήμα της φάλαγγας και τους υπασπιστές, τη δράση των οποίων περιγράφει σε διάφορα σημεία.
Λέει λ.χ. ότι «η μακεδονική φάλαγγα επιτέθηκε στους ελέφαντες ακοντίζοντας τους αναβάτες τους» ή ότι ο Αλέξανδρος πήρε μαζί του «τους ελαφρύτερα οπλισμένους από τη μακεδονική φάλαγγα». Προκύπτει λοιπόν, ότι η μακεδονική φάλαγξ δεν περιελάμβανε μόνο τους γνωστούς σαρισσοφόρους οπλίτες (ευγενούς και μη καταγωγής), αλλά ότι ήταν γενικός όρος, που υποδήλωνε το σύνολο των πεζών δυνάμεων του μακεδονικού κράτους.
Η τακτική της μακεδονικής φάλαγγας απέναντι στις άμαξες των Θρακών και της σπαρτιατικής απέναντι στους Εδεσσαίους υποδηλώνουν ότι οι φάλαγγες γενικά ήταν στρατιωτικά τμήματα πολύ πειθαρχημένα, οι πολεμιστές τους μπορούσαν να ελέγχουν το αίσθημα της αυτοσυντήρησης και εκεί ακριβώς όφειλαν την αποτελεσματικότητά τους.
Οι φάλαγγες (οπλιτική, λοξή και μακεδονική) είχαν την ίδια υποδιαίρεση και τους ίδιους βαθμοφόρους. Η δεκάς εδιοικείτο από τον δεκαδάρχη, η διμοιρία (ή ημιλοχία) από τον διμοιρίτη, ο λόχος (24 πεζοί) από τον λοχαγό, η πεντηκοστύς από τον πεντηκοντάρχη, η εκατοστύς από τον εκατοντάρχη, η πεντακοσιοστύς από τον πεντακοσιάρχη και η χιλιαρχία από τον χιλιάρχη. Επιπλέον για τη μακεδονική φάλαγγα γνωρίζουμε ότι ο διοικητής της τάξεως, ο ταξιάρχης, της έδινε το όνομά του και καθόριζε το έμβλημά της, σε αντίθεση προς τους ταξιάρχες των δημοκρατιών, οι οποίοι δεν είχαν τέτοια εξουσία.
Ὁπλίτης: ήταν ο εμβληματικός πολεμιστής των αρχαίων ελληνικών κρατών. Έφερε πανοπλία, την οποία αποτελούσαν μόνο ἀγχέμαχα όπλα, ἀμυντήρια και επιθετικά. Στα ἀμυντήρια όπλα περιελάμβανε την ασπίδα, το κράνος, τον θώρακα, τις κνημίδες και (σπανίως) τα παραμηρίδια, ενώ στα επιθετικά το δόρυ και το ξίφος. Η τυπική αυτή πανοπλία είχε πολλές παραλλαγές.
Φαλαγγίτης & πεζέταιρος: ήταν η μακεδονική παραλλαγή του οπλίτη. Απάρτιζαν τη μακεδονική φάλαγγα και ο οπλισμός τους περιελάμβανε ασπίδα, κράνος, (ίσως) ημιθωράκιο, κνημίδες, σάρισσα και ξίφος. Μεταξύ του 369 και του 367 ο Αλέξανδρος Β΄ ονόμασε εταίρους τους αριστοκράτες, που υπηρετούσαν στο ιππικό και πεζέταιρους (= πεζούς εταίρους), όσους υπηρετούσαν στη φάλαγγα των πεζών.
Σ’ αυτό συνηγορεί κι ο Αρριανός, που γενικά κάνει λόγο για τάξεις πεζών ή πεζούς και μόνο σε συγκεκριμένα σημεία κάνει λόγο για πεζέταιρους, τους οποίους θεωρεί ως ένα από τα συστατικά τμήματα της φάλαγγας. Δηλαδή οι οπλίτες της μακεδονικής φάλαγγας διακρίνονταν σε φαλαγγίτες (αν κι ο όρος είναι εντελώς αδόκιμος) και πεζέταιρους, όπου οι πρώτοι ήταν απλοί Μακεδόνες πολίτες και οι δεύτεροι αριστοκράτες.
Κατά τον σύγχρονο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αναξιμένη τον Λαμψακηνό, πεζέταιροι ονομάζονταν τόσο οι αριστοκράτες όσο και οι απλοί Μακεδόνες πολίτες.
Αν έχει δίκιο, αυτή η εξομοίωση είναι πιθανό να συνέβη κάποια στιγμή μετά τη μάχη της Ισσού, οπότε έπαψε να εμφανίζεται και το ιππικό των απλών Μακεδόνων πολιτών, ίσως διότι κι αυτό εξομοιώθηκε με το εταιρικό ιππικό.
http://www.alexanderofmacedon.info/greek/ARMY2gr.htm#land_army
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΦΑΛΑΓΓΑ"
ΤΟ ΚΑΤ’ ΗΠΕΙΡΟΝ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑ----
(Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Α.ΙΙ.5-7,10-11, 13, 14, 19, 20, 23, Α.VΙΙ.20, Α.Χ.12, Β.ΙΙ.4, Αρριανός Γ.9, Ε.13, 24, Ζ.14)-----
Το κατ’ ἤπειρον στράτευμα αποτελούνταν από το πεζικό, το ιππικό και τα τμήματα υποστήριξης. Οι πολεμιστές και ειδικά οι μισθοφόροι (ιππείς και πεζοί) είχαν τους βοηθητικούς τους (τον ιπποκόμο και τον υπασπιστή αντίστοιχα) για τη φροντίδα του οπλισμού και των αποσκευών τους, οι οποίες περιελάμβαναν προσωπικά είδη και λάφυρα.
Τα τμήματα υποστήριξης χειρίζονταν τις πολεμικές μηχανές, συντηρούσαν και επισκεύαζαν το πολεμικό υλικό (όπλα, εξάρτηση, μηχανές, σκευοφόρα), φρόντιζαν ίππους και υποζύγια, οδηγούσαν τα υποζύγια και τα σκευοφόρα, συγκέντρωναν και διαχειρίζονταν τα εφόδια για όλο το στράτευμα, εξουδετέρωναν τα φυσικά κωλύματα (χαντάκια, ποτάμια, διώρυγες), εξομάλυναν τα δύσβατα δρομολόγια και διακινούσαν την αλληλογραφία.
Το βασικό αυτό σύνολο ακολουθούσαν και συμπλήρωναν οι συνακολουθούντες, δηλαδή γυναικόπαιδα, μάντεις, μάγειροι, δούλοι, μουσικοί, αυλητρίδες, ορχηστρίδες, ηθοποιοί, έμποροι, τραπεζίτες καθώς και όλοι εκείνοι οι καιροσκόποι, που ακολουθούν όλες τις εκστρατείες, αρχαίες και σύγχρονες: δηλαδή εταίρες, πόρνες, πορνοβοσκοί, τοκογλύφοι και κάθε άλλου είδους τυχοδιώκτες.
Ο σημαντικότερος περιορισμός στην κίνηση ενός στρατού ήταν ανέκαθεν το ίδιο του το μέγεθος. Στους αρχαίους στρατούς ο αριθμός των βοηθητικών έφτανε τον αριθμό των μαχίμων. Σ’ αυτόν πρέπει να προσθέσουμε τον αριθμό των συνακολουθούντων και τα σκευοφόρα για τις ανάγκες τόσο του στρατού όσο και των συνακολουθούντων, ενώ ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα ήταν οι αιχμάλωτοι, που επιπροσθέτως απαιτούσαν φρούρηση.
Η κανονική ταχύτητα κίνησης μίας τέτοιας στρατιάς ήταν περίπου 35 χμ ημερησίως, όπως προκύπτει από τη στρατιά του Κύρου του Νεότερου με τους Μυρίους, που είχε την ίδια περίπου δύναμη και ως ένα σημείο ακολούθησε το ίδιο περίπου δρομολόγιο, με την αρχική στρατιά του Αλεξάνδρου. Με βάση τα αναλυτικά στοιχεία του Ξενοφώντα διήνυσε 222 παρασάγγες σε 34 σταθμούς, δηλαδή κατά μέσον όρο 6,5 παρασάγγες ή 196 στάδια ή 36,2 χμ ανά σταθμό.
Τα βασικά παραγγέλματα δίνονταν με τη σάλπιγγα και μετά το πρόγευμα, η στρατιά ξεκινούσε την πορεία της. Ανάλογα με τα εδάφη, που θα διέσχιζε και το αν επέκειτο ή επιθανολογείτο μάχη, έμπαιναν στην κατάλληλη σειρά τα μάχιμα τμήματα (ιππικό ή πεζικό, φάλαγγες ή ψιλοί), με τελευταία τα σκευοφόρα και τους συνακολουθούντες. Αν γινόταν πορεία, χωρίς να προβλέπεται μάχη, εκτός από την αυτονόητη φρουρά και τα τμήματα προκαλύψεως, οι υπόλοιποι στρατιώτες είχαν τον οπλισμό τους στα σκευοφόρα, για να μην κουράζονται άσκοπα.
Κάθε μέρα στη θέση του προπομπού και των μονάδων κατά σειρά πίσω του εναλλάσσονταν οι διάφορες τάξεις πεζών ή ιππαρχίες. Κάθε ιππαρχία και τάξις πεζών είχε τη σημαία και το έμβλημά της, ενώ μπροστά από τον Αλέξανδρο μεταφέρονταν τα ιερά όπλα, που πήρε από τον ναό της Αθηνάς στην Τροία.
Μετά από ένα σταθμό (δηλαδή πορεία μιάς ημέρας) και μόλις έφταναν στο σημείο που είχε επιλεγεί με τη βοήθεια των οδηγών, οριοθετούσαν το στρατόπεδο. Αν επρόκειτο να μείνουν σ’ εκείνο το σημείο για κάποιο διάστημα ή αν η περιοχή ήταν εχθρική, περιέβαλλαν το στρατόπεδο με τάφρο και χάρακα (ξύλινο τείχος).
Στη συνέχεια έστηναν τις σκηνές, ετοίμαζαν το δείπνο, έκαναν τις καθημερινές ατομικές εργασίες (συντήρηση οπλισμού, φροντίδα ίππων και υποζυγίων) και τέλος το κέρας σήμαινε τρεις φορές για το σιωπητήριο. Οι νυχτερινές φυλακές (βάρδιες ή νούμερα, στην φανταρική γλώσσα) ήταν τέσσερις.
Το βασικό στοιχείο του κατ’ ἤπειρον στρατεύματος των αρχαίων ελληνικών κρατών επί σειρά αιώνων ήταν η φάλαγγα των οπλιτών. Για λόγους, που θα αναφέρουμε παρακάτω, οι δημοκρατίες του Νότου περιόριζαν το ιππικό σε δευτερεύοντα ρόλο, αντίθετα προς τα ολιγαρχικά, τυραννικά και βασιλικά πολιτεύματα του ελληνικού Βορρά, που ανέκαθεν χρησιμοποιούσαν το ιππικό ως όπλο κρούσεως.
Οι Πέρσες, όπως όλοι οι ανατολικοί λαοί, χρησιμοποιούσαν το ιππικό επίσης ως όπλο κρούσεως. Επίσης χρησιμοποιούσαν πολύ τους τοξότες, ώστε να προξενούν στον εχθρό τις μεγαλύτερες δυνατές απώλειες και σύγχυση πριν την εμπλοκή των πεζών.
Τέλος είναι πολύ σημαντικό να κάνουμε απόλυτα σαφές ότι στην αρχαία Ελλάδα ο κάθε πολίτης ήταν υποχρεωμένος να προμηθεύεται ο ίδιος τον οπλισμό του (εκτός από την ασπίδα, την οποία χορηγούσε το κράτος).
Έτσι αυτό, που σήμερα στο στρατό ονομάζεται «ειδικότητα», στην αρχαιότητα προσδιοριζόταν κατ’ ανάγκην από την οικονομική και συνεπώς κοινωνική θέση του πολίτη, γι’ αυτό και οι ιππείς ανήκαν στις οικονομικά ισχυρότερες τάξεις. Στους οπλίτες λοιπόν κατατάσσονταν οι πολίτες, που είχαν την οικονομική δυνατότητα να προμηθευτούν πανοπλία, ενώ στους ψιλούς κατατάσσονταν υποχρεωτικά οι φτωχότερες τάξεις, των οποίων τα οικονομικά επέτρεπαν την προμήθεια ενός φθηνού επιθετικού όπλου (τόξο, ακόντιο, σφενδόνη).
Το Πεζικό Στράτευμα
Τα αρχαία ελληνικά στρατιωτικά συγγράμματα, που έχουν διασωθεί, δεν μάς δίνουν την εντύπωση ότι υπήρχαν, όπως σήμερα, αυστηροί κανονισμοί που να επέβαλλαν ομοιομορφία στην εμφάνιση και τον εξοπλισμό. Αντίθετα, γνωρίζουμε ότι μετά τις μάχες σκυλεύονταν οι νεκροί αντίπαλοι, τα λάφυρα μοιράζονταν στους νικητές, ενώ ο Ξενοφών αναφέρει ως προαιρετική τη χρήση εφιππίου (σέλλας) από τους ιππείς.
Αυτά δείχνουν ότι δεν υπήρχε στον εξοπλισμό και την ένδυση η ομοιομορφία, που χαρακτηρίζει τους σημερινούς εθνικούς στρατούς. Όπως προκύπτει τόσο από παραστάσεις σε ανάγλυφα και αγγεία, όσο και από τα διασωθέντα κείμενα, υπήρχαν και ψιλοί, οι οποίοι μετά από τη διανομή των λαφύρων, έφεραν τμήματα πανοπλίας.
Οι αρχαίοι συγγραφείς μας δίνουν αρκετές πληροφορίες, ώστε να σχηματίσουμε τη γενική εικόνα, αλλά δεν μας δίνουν τις λεπτομέρειες εκείνες, τις οποίες σήμερα περιέχουν οι στρατιωτικοί κανονισμοί. Άλλωστε οι συγγραφείς αυτοί απευθύνονταν σε αναγνώστες της εποχής τους, οι οποίοι λίγο-πολύ ήξεραν τις λεπτομέρειες, και γενικά δεν έδειχναν ούτε ενδιαφέρον ούτε επιμέλεια στο να τις καταγράψουν με ακρίβεια. Ίσως όμως ο πραγματικός λόγος να ήταν η χρήση διαφορετικής ονοματολογίας από τους διάφορους ελληνικούς στρατούς.
Έτσι το όπλο που ο Ξενοφών ονομάζει μάχαιρα, οι μεταγενέστεροι Αρριανός, Διόδωρος και Πλούταρχος το ονομάζουν κοπίδα. Ο τομέας του οπλισμού διεθνώς έχει επισκιασθεί από τις υπόλοιπες πτυχές της ιστορικής ανάλυσης και της αρχαιολογίας και ό,τι έχει σχέση με τον οπλισμό και τις δυνατότητες των αρχαίων ελληνικών στρατών βρίσκεται στο περιθώριο του ενδιαφέροντος.
Ακόμη και στις πιο επιμελημένες μεταφράσεις των αρχαίων κειμένων, τα σημεία του οπλισμού και της τακτικής αποδίδονται με σχεδόν ποιητική διάθεση, ενώ σε κάποιες άλλες παραλείπονται ως ανάξια λόγου. Το αποτέλεσμα είναι ότι πολλοί πιστεύουν πως αρκετές από τις κατασκευές, τις μηχανές και γενικά τις επιχειρησιακές δυνατότητες του 4ου π.Χ. αιώνα εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά την - ιδιαίτερα τονισμένη και προβεβλημένη από τους Δυτικούς λόγιους - περίοδο των Ρωμαίων ή ακόμη χειρότερα, 15 ολόκληρους αιώνες μετά τον Αλέξανδρο, την εποχή των σταυροφόρων.
Ο μακεδονικός στρατός, όπως τον διαμόρφωσε ο Φίλιππος, περιλάμβανε περίπου τα ίδια τμήματα με τους άλλους ελληνικούς στρατούς της εποχής, ενώ κάποιες χαρακτηριστικές διαφορές οφείλονται κυρίως σε πολιτικούς λόγους. Κυρίαρχο πολίτευμα στο Νότο ήταν η δημοκρατία, ενώ η Μακεδονία ήταν βασίλειο με διαρκή τον κίνδυνο διάσπασης στα επιμέρους έθνη της και σε πολλά σημεία θυμίζει έντονα απολίθωμα ελληνικού κράτους των μυκηναϊκών χρόνων.
Οι ευγενείς των περιφερειακών εθνών αποτελούσαν την αριστοκρατία του διευρυμένου βασιλείου και εννοούσαν να διακρίνονται από τους ταπεινής καταγωγής πολίτες. Από αυτήν την αριστοκρατία προέρχονταν λοιπόν οι σωματοφύλακες, οι πεζέταιροι και οι εταίροι ιππείς, ενώ οι ανώνυμοι Μακεδόνες πολίτες κατατάσσονταν στο απλό ιππικό και στη φάλαγγα.
Βαρύ Πεζικό
(Αρριανός Α.14, Β.23, Γ.11.-12, Γ.23, Ε.17, ΣΤ.6, 21, Διόδωρος ΙΖ.57, Λυκούργος Κατά Λεωκράτους 76)
Φάλαγγα οπλιτική: ήταν ο σχηματισμός μάχης των οπλιτών. Κινούνταν, ελισσόταν και εμπλεκόταν συντεταγμένη και με συντονισμένες ενέργειες όλων των οπλιτών, οι οποίοι αποτελούσαν ενιαίο σύνολο και εξαρτώνταν ο ένας από τον άλλο. Στον συνασπισμό η ασπίδα του κάθε οπλίτη κάλυπτε την αριστερή πλευρά του, ενώ τη δεξιά πλευρά του κάλυπτε η ασπίδα του διπλανού (παραστάτη) του. Έτσι οι οπλίτες του δεξιού ζυγού είχαν ακάλυπτη τη δεξιά πλευρά τους και συνεπώς η δεξιά πλευρά της φάλαγγας ήταν η πιο τρωτή.
Η σημασία, που είχε για τη φάλαγγα ο παραστάτης, φαίνεται στον όρκο των Αθηναίων εφήβων «… ού καταισχυνῶ ὅπλα τα ἱερά οὔδ’ ἐγκαταλείψω τον παραστάτην ὅτῳ ἄν στοιχίσω…», δηλαδή «δεν θα ντροπιάσω τα ιερά όπλα ούτε θα εγκαταλείψω τον παραστάτη, με όποιον κι αν στοιχισθώ». Ο ρίψασπις, αυτός δηλαδή που έρριχνε την ασπίδα του και τρεπόταν σε φυγή, άφηνε ακάλυπτο τον παραστάτη του και διευκόλυνε τον εχθρό να διασπάσει τη φάλαγγα. Γι’ αυτό ο ρίψασπις δεν ήταν απλώς δειλός, αλλά επικίνδυνος για τη συνοχή της φάλαγγας και σχεδόν συνώνυμος του προδότη. Στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου ο Δαρείος υπήρξε δυο φορές ρίψασπις.
Φάλαγγα μακεδονική: ήταν δημιούργημα του Φιλίππου Β΄ και αποτελούσε μία παραλλαγή της οπλιτικής φάλαγγας. Κάποιοι θέλουν να την εμπνεύστηκε ο Φίλιππος κατά την ομηρία του στη Θήβα από τη λοξή φάλαγγα, που είχαν δημιουργήσει τότε οι Θηβαίοι. Όμως η αλήθεια είναι ότι το μόνο κοινό μεταξύ της λοξής και της μακεδονικής φάλαγγας είναι ότι και οι δύο αποτελούσαν παραλλαγές της παραδοσιακής οπλιτικής.
Η μακεδονική φάλαγγα χωριζόταν σε τάξεις πεζών, οι οποίες αναφέρονται με το όνομα του ηγήτορά τους και στις οποίες υπηρετούσαν ομοεθνείς Μακεδόνες (όπως τάξις Ελιμιωτών, τάξις Ορεστών και Λυγκηστών, τάξις Στυμφαίων).
Ο Αρριανός στη μάχη του Γρανικού κάνει λόγο για 8 τάξεις (Κρατερού, Μελέαγρου, Φιλίππου, Φιλίππου του Αμύντα, Αμύντα, Κρατερού του Αλεξάνδρου, Κοίνου και Περδίκκα) και σε έναν υπεραπλουστευτικό υπολογισμό διαιρείται το σύνολο των 12.000 πεζών Μακεδόνων της στρατιάς με τις 8 αυτές τάξεις, οπότε προκύπτουν 1.500 πεζοί ως δύναμη της κάθε τάξεως. Όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Ο γενικά προσεκτικός και ακριβής Αρριανός ρητώς θεωρεί ως τμήμα της φάλαγγας και τους υπασπιστές, τη δράση των οποίων περιγράφει σε διάφορα σημεία.
Λέει λ.χ. ότι «η μακεδονική φάλαγγα επιτέθηκε στους ελέφαντες ακοντίζοντας τους αναβάτες τους» ή ότι ο Αλέξανδρος πήρε μαζί του «τους ελαφρύτερα οπλισμένους από τη μακεδονική φάλαγγα». Προκύπτει λοιπόν, ότι η μακεδονική φάλαγξ δεν περιελάμβανε μόνο τους γνωστούς σαρισσοφόρους οπλίτες (ευγενούς και μη καταγωγής), αλλά ότι ήταν γενικός όρος, που υποδήλωνε το σύνολο των πεζών δυνάμεων του μακεδονικού κράτους.
Η τακτική της μακεδονικής φάλαγγας απέναντι στις άμαξες των Θρακών και της σπαρτιατικής απέναντι στους Εδεσσαίους υποδηλώνουν ότι οι φάλαγγες γενικά ήταν στρατιωτικά τμήματα πολύ πειθαρχημένα, οι πολεμιστές τους μπορούσαν να ελέγχουν το αίσθημα της αυτοσυντήρησης και εκεί ακριβώς όφειλαν την αποτελεσματικότητά τους.
Οι φάλαγγες (οπλιτική, λοξή και μακεδονική) είχαν την ίδια υποδιαίρεση και τους ίδιους βαθμοφόρους. Η δεκάς εδιοικείτο από τον δεκαδάρχη, η διμοιρία (ή ημιλοχία) από τον διμοιρίτη, ο λόχος (24 πεζοί) από τον λοχαγό, η πεντηκοστύς από τον πεντηκοντάρχη, η εκατοστύς από τον εκατοντάρχη, η πεντακοσιοστύς από τον πεντακοσιάρχη και η χιλιαρχία από τον χιλιάρχη. Επιπλέον για τη μακεδονική φάλαγγα γνωρίζουμε ότι ο διοικητής της τάξεως, ο ταξιάρχης, της έδινε το όνομά του και καθόριζε το έμβλημά της, σε αντίθεση προς τους ταξιάρχες των δημοκρατιών, οι οποίοι δεν είχαν τέτοια εξουσία.
Ὁπλίτης: ήταν ο εμβληματικός πολεμιστής των αρχαίων ελληνικών κρατών. Έφερε πανοπλία, την οποία αποτελούσαν μόνο ἀγχέμαχα όπλα, ἀμυντήρια και επιθετικά. Στα ἀμυντήρια όπλα περιελάμβανε την ασπίδα, το κράνος, τον θώρακα, τις κνημίδες και (σπανίως) τα παραμηρίδια, ενώ στα επιθετικά το δόρυ και το ξίφος. Η τυπική αυτή πανοπλία είχε πολλές παραλλαγές.
Φαλαγγίτης & πεζέταιρος: ήταν η μακεδονική παραλλαγή του οπλίτη. Απάρτιζαν τη μακεδονική φάλαγγα και ο οπλισμός τους περιελάμβανε ασπίδα, κράνος, (ίσως) ημιθωράκιο, κνημίδες, σάρισσα και ξίφος. Μεταξύ του 369 και του 367 ο Αλέξανδρος Β΄ ονόμασε εταίρους τους αριστοκράτες, που υπηρετούσαν στο ιππικό και πεζέταιρους (= πεζούς εταίρους), όσους υπηρετούσαν στη φάλαγγα των πεζών.
Σ’ αυτό συνηγορεί κι ο Αρριανός, που γενικά κάνει λόγο για τάξεις πεζών ή πεζούς και μόνο σε συγκεκριμένα σημεία κάνει λόγο για πεζέταιρους, τους οποίους θεωρεί ως ένα από τα συστατικά τμήματα της φάλαγγας. Δηλαδή οι οπλίτες της μακεδονικής φάλαγγας διακρίνονταν σε φαλαγγίτες (αν κι ο όρος είναι εντελώς αδόκιμος) και πεζέταιρους, όπου οι πρώτοι ήταν απλοί Μακεδόνες πολίτες και οι δεύτεροι αριστοκράτες.
Κατά τον σύγχρονο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αναξιμένη τον Λαμψακηνό, πεζέταιροι ονομάζονταν τόσο οι αριστοκράτες όσο και οι απλοί Μακεδόνες πολίτες.
Αν έχει δίκιο, αυτή η εξομοίωση είναι πιθανό να συνέβη κάποια στιγμή μετά τη μάχη της Ισσού, οπότε έπαψε να εμφανίζεται και το ιππικό των απλών Μακεδόνων πολιτών, ίσως διότι κι αυτό εξομοιώθηκε με το εταιρικό ιππικό.
http://www.alexanderofmacedon.info/greek/ARMY2gr.htm#land_army