Η Αρμενία, που κάποτε υπήρξε ο προμαχώνας της αυτοκρατορίας και που είχε παραμείνει εντελώς ανυπεράσπιστη λόγω της διάλυσης των στρατιωτικών της θεμάτων, βρισκόταν στα χέρια των Σελτζούκων Τούρκων από το 1067.
Αυτή η απώλεια είχε σαν αποτέλεσμα τις συνεχείς σχεδόν επιδρομές των Τούρκων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, της καρδιάς της αυτοκρατορίας. Ήταν ολοφάνερο πια, ότι η υπεράσπιση των ανατολικών συνόρων δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί παρά μόνο με την ανακατάληψη των χαμένων αρμενικών περιοχών.
Το 1071 παρουσιάστηκε η ευκαιρία ώστε αυτό να γίνει δυνατό.Στις αρχές εκείνου του έτους ο Σελτζούκος Σουλτάνος, Αλπ Αρσλάν (το όνομά του σημαίνει Λιοντάρι του Βουνού), εκστράτευσε στη Συρία με σκοπό να καταλάβει τη Δαμασκό, που κατείχαν οι Φατιμίδες της Αιγύπτου, από όπου θα ξεκινούσε την επίθεσή του εναντίον της ίδιας της Αιγύπτου. Καθ’ οδόν επιτέθηκε σε αρκετές βυζαντινές οχυρωμένες πόλεις.
Το ίδιο έκανε και ένας αξιωματικός του, ο Αφσίν, ένα από τα κατορθώματά του οποίου ήταν η κατάληψη του φρουρίου του Ματζικέρτ και του Αργίς τον Ιανουάριο. Οι δυνάμεις του Αφσίν ωστόσο αποκλείστηκαν εξαιτίας του χιονιού στο πέρασμα του Τζαμανδού και δεν υπήρχε περίπτωση να ελευθερωθούν πριν την Άνοιξη.
Στο μεταξύ, ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ ‘ Διογένης εκμεταλλευόμενος την παρατεταμένη απουσία του Αλπ Αρσλάν, προετοίμασε μια επίθεση στα μετόπισθεν των Σελτζούκων. Κατάφερε να συγκεντρώσει έναν πολύ μεγάλο στρατό στο Ερζερούμ, 80 μίλια περίπου από το Ματζικέρτ, την Άνοιξη του 1071. Η πραγματική δύναμη του στρατού είναι αμφισβητήσιμη. από δύο πηγές πληροφορούμαστε ότι είχε στις τάξεις του 300.000 άντρες, ενώ από άλλες ότι είχε 200.000, 400.000 ή 600.000 άντρες.
Ο Ματθαίος της Εδέσσης, μάλιστα, υπερβάλλει λέγοντας ότι είχε ένα εκατομμύριο! Πέρα από τις υπερβολές όμως, όλες οι πηγές συμφωνούν ότι ήταν ένας ασυνήθιστα μεγάλος στρατός. Ο μουσουλμάνος χρονικογράφος του 120υ αιώνα Ιμάντ αντ Ντιν μας δίνει αρκετές λεπτομερείς πληροφορίες για την κοσμοπολίτικη σύνθεσή του, λέγοντας ότι τα βυζαντινά στρατεύματα αποτελούνταν από Ρώσους, Χαζάρους, Αλανούς, Ούζους, Κουμάνους, Γεωργιανούς, Αρμένιους και Φράγκους (που φαίνεται ότι ήταν κυρίως Νορμανδοί και Γερμανοί). Ο Ματθαίος της Εδέσσης προσθέτει και τους Γότθους από την Κριμαία, τους Πατζινάκες και τους Βουλγάρους.
Τα γηγενή βυζαντινά στρατεύματα απαρτίζονταν από άντρες που είχαν συγκεντρωθεί από τα περισσότερα Θέματα της Δύσης και από όλα της Ανατολής, αν και ο πάλαι ποτέ ξακουστός στρατός των Ανατολικών Θεμάτων είχε μειωθεί σημαντικά. Ακόμη, ο αυτοκράτορας συνοδευόταν από μια μονάδα των Βαράγγων και από το ιππικό των Ταγμάτων.
Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού αποτελείτο από μηχανικούς, εργάτες και υπηρέτες. Οι πρώτοι ήταν απαραίτητοι για να χειρίζονται τις πολιορκητικές μηχανές, που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος των μεταγωγικών από «χιλιάδες» άμαξες.
Απ’ ό,τι φαίνεται, λοιπόν, μόνο το σαράντα τοις εκατό των αντρών ήταν μάχιμοι, εκ των οποίων ένα μικρό τμήμα ήταν Βυζαντινοί και πολλοί λίγοι από αυτούς τακτικοί. Οι υπόλοιποι ήταν μάλλον κατώτερης ποιότητας, χωρίς καλή εκπαίδευση, χωρίς επαρκή εξοπλισμό και χωρίς πειθαρχία. Το χαμηλό τους επίπεδο ήταν αποτέλεσμα της διάλυσης του στρατιωτικού μηχανισμού από τους προηγούμενους αυτοκράτορες, που ακολουθούσαν αντιστρατιωτική πολιτική. Επιπλέον, μερικές μισθοφορικές μονάδες ήταν τόσο απείθαρχες, ώστε έγινε αληθινή μάχη με τους Γερμανούς, που είχαν αρχίσει να επιδίδονται σε λεηλασίες.
Μέχρι που αναγκάστηκαν να καλέσουν ολόκληρο το στρατό στα όπλα για να συνετίσουν τους Γερμανούς στασιαστές!Ο Αλπ Αρσλάν έμαθε τα νέα για την επίθεση του Ρωμανού στην Αρμενία στις αρχές του Μάη, ενώ βρισκόταν στρατοπεδευμένος λίγο έξω από το Χαλέπι. Αμέσως εγκατέλειψε το σχέδιό του να κινηθεί προς τη Δαμασκό και οπισθοχώρησε στη Μοσούλη, τόσο γρήγορα ώστε ο στρατός του σχεδόν διαλύθηκε. Τότε πολλοί Ιρακινοί βοηθητικοί στρατιώτες βρήκαν ευκαιρία να λιποτακτήσουν. Εκτός από αυτό, οι Σελτζούκοι έχασαν και πολλά άλογα καθώς διέσχιζαν τον Ευφράτη.
Πράγματι, σύμφωνα με ένα Βυζαντινό παρατηρητή στη Συρία, η οπισθοχώρηση του Αλπ Αρσλάν έδωσε την εντύπωση αληθινής πανωλεθρίας και τελικά αυτή η πληροφορία μάλλον έπεισε τον Ρωμανό ότι έπρεπε να εξαπολύσει μια ολοκληρωτική επίθεση, αντί να αρκεστεί απλώς σε μια μερική αποκατάσταση των αμυντικών θέσεων στα παλιά σύνορα της Αρμενίας.
Τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο ωστόσο, κι ενώ ετοιμαζόταν για γενική έφοδο στο Βασπουρακάν, χώρισε το στρατό του στα δύο, στέλνοντας μια μεγάλη δύναμη Φράγκων και Τούρκων συμμάχων με επικεφαλής το Νορμανδό διοικητή Ρουσέλ ντε Μπαγιέλ (ή Ρουσέλιο) να καταλάβει την περιοχή γύρω από το Ματζικέρτ και το Αχλάτ (Χλίατ). Ο Αλπ Αρσλάν, που πληροφορήθηκε τις κινήσεις των Βυζαντινών από πρόσφυγες εκείνης της περιοχής, κατευθύνθηκε προς τα βόρεια από τη Μοσούλη για να ανακόψει την πορεία του Ρωμανού.
Γι’ αυτόν το λόγο έστειλε έναν από τους πιο διακεκριμένους αξιωματικούς του (τον «Σουντάκ τον Τούρκο», σύμφωνα με τις πληροφορίες) με 5.000 άντρες περίπου να ενισχύσουν το Αχλάτ. Ο ίδιος ο Σουλτάνος συνοδευόταν στην αρχή από 4.000 προσωπικούς του Μαμελούκους (στρατιωτικά σώματα δούλων), επειδή δεν κατάφερε να ανασυντάξει το διαλυμένο του στρατό και η σοβαρότητα της κατάστασης δεν του επέτρεπε να επιστρέψει στα εδάφη του στα Ανατολικά για να συγκεντρώσει καινούρια στρατεύματα.
Αντί γι’ αυτό έστειλε επείγουσα ειδοποίηση να τον συναντήσουν καθ’ οδόν, ενώ συγχρόνως στρατολόγησε 10.000 Κούρδους που κατοικούσαν σ’ εκείνη την περιοχή.Ο Ρωμανός πιθανόν να έμαθε με τη σειρά του ότι ο Αλπ Αρσλάν πλησίαζε.
Έστειλε τότε ένα σώμα 20.000 αντρών, μάλλον Κουμάνους ή Ρώσους βαρείς ιππείς, με επικεφαλής ένα Γεωργιανό αξιωματικό, τον Iωσήφ Ταρχανιώτη, για να βοηθήσουν τους Φράγκους και τους Τούρκους που πλησίαζαν στο Αχλάτ, επειδή αυτοί οι τελευταίοι δεν θα μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Στο μεταξύ, τα υπόλοιπα στρατεύματα ανακατέλαβαν το Ματζικέρτ μετά από μια σύντομη πολιορκία.
Τότε μόνο πληροφορήθηκαν οι Βυζαντινοί ότι ένα μέρος του επικουρικού στρατού των Σελτζούκων είχε ήδη φτάσει στην περιοχή, γιατί το πρωί της 16ης Αυγούστου ο Σουντάκ συγκρούστηκε και νίκησε ένα μεγάλο στρατιωτικό απόσπασμα που είχε βγει σε προνομή στην περιοχή. Ο Ρωμανός έστειλε αμέσως έναν από τους στρατηγούς του, τον Νικηφόρο Βρυέννιο (σίγουρα πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο που έγινε αργότερα Δούκας του Δυρραχίου και στασίασε εναντίον του Μιχαήλ Ζ’) για να αντιμετωπίσει τον Σουντάκ.
Αποκρούστηκε όμως και χρειάστηκε να ενισχυθεί από ένα δεύτερο απόσπασμα με επικεφαλής τον Βασιλάκη, Δούκα της Θεοδοσιουπόλεως. Ο Σουντάκ, κάτω από την πίεση μιας τόσο μεγάλης δύναμης, αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Αν η υποχώρηση του ήταν απλώς ένα τέχνασμα η όχι, δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Οι Βυζαντινοί τον καταδίωξαν χωρίς να πάρουν τις κατάλληλες προφυλάξεις και τότε δέχτηκαν μια αιφνιδιαστική αντεπίθεση, με αποτέλεσμα να αιχμαλωτιστεί ο ίδιος ο Βασιλάκης μαζί με τη σημαία του, ενώ ο Βρυέννιος τραυματίστηκε. Την ίδια στιγμή ο Ταρχανιώτης και ο Ρουσέλ ντε Μπαγιέλ, που είχαν υποστεί και αυτοί βαριές απώλειες κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης με τον Σουντάκ, όταν πληροφορήθηκαν ότι είχε φτάσει και ο Αλπ Αρσλάν αποσύρθηκαν από το Αχλάτ και οπισθοχώρησαν μέχρι τη Μελιτηνή.Όταν τελικά έφτασε ο Ρωμανός και παρατάχτηκε με όλο τον όγκο του στρατού του, ο Σουντάκ και οι στρατιώτες του, σαν αληθινοί Σελτζούκοι, είχαν εξαφανιστεί. Έτσι ο στρατός ξαναγύρισε στο στρατόπεδό του (ενώ μια ομάδα «νομιμοφρόνων» υπηκόων που είχε στρατολογηθεί στο Ματζικέρτ βρήκε την ευκαιρία να λιποτακτήσει) όπου πέρασε μια πολύ δύσκολη νύχτα, κάτω από το βλέμμα και τα βέλη των Σελτζούκων.
Οι τελευταίοι, που είχαν ενωθεί με τον Αλπ Αρσλάν και τον κυρίως στρατό του, είχαν στρατοπεδεύσει μόλις τρία μίλια μακριά.Ωστόσο, οι ανιχνευτές του Ρωμανού θα πρέπει να τον είχαν πληροφορήσει ότι ο στρατός του Σουλτάνου ήταν σαφώς μικρότερος του βυζαντινού. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές θα πρέπει να είχε τουλάχιστον 12.000 άντρες, ενώ ο Ιμπνάλ Αθίρ λέει ότι ήταν 15.000. Άλλοι, όμως, δίνουν πολύ μεγαλύτερο αριθμό, 30.000-40.000 ή και μεγαλύτερο ακόμα.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, ο βυζαντινός στρατός ήταν πολύ μικρότερος από ό,τι ήταν στην αρχή της εκστρατείας. Τα αποσπάσματα του Ρουσέλ ντε Μπαγιέλ και του Ταρχανιώτη δεν ξαναγύρισαν, ενώ οι απώλειες από τις αψιμαχίες με τον Σουντάκ (που είχαν εξελιχθεί σε αληθινές μάχες) ήταν αρκετές. Εκτός αυτού, ο Ρωμανός, για να θρέψει τον τεράστιο στρατό του, έκρινε απαραίτητο να στείλει ένα μεγάλο αριθμό αποσπασμάτων προνομής, μέχρι τη Γεωργία μάλιστα, για να μαζέψει τρόφιμα και (φορβή) χορτονομή.
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, ο βυζαντινός στρατός είχε μειωθεί πολύ και αριθμούσε 100.000 περίπου άντρες, από τους οποίους πολλοί δεν ήταν μάχιμοι.Την άλλη μέρα το πρωί, ο Αλπ Αρσλάν έστειλε μια πρεσβεία ζητώντας ανακωχή.
Η προσφορά απορρίφτηκε περιφρονητικά. Επειδή ήταν οικονομικά ασύμφορο να διατηρήσει ένα τόσο μεγάλο στρατό για μεγάλο διάστημα, ο Ρωμανός είχε μία και μόνη επιλογή. Έπειτα, είχε πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στο μέγεθος, αν όχι και στην ποιότητα, του στρατού του και στη δική του ικανότητα να πετύχει μια πολύ σημαντική νίκη. πίστευε ακόμη ότι ο Σουλτάνος μόλις τώρα είχε συνειδητοποιήσει την αριθμητική υπεροχή των Βυζαντινών και πρότεινε ανακωχή με απώτερο σκοπό να πετύχει κάποια εκεχειρία ώσπου να φτάσουν οι ενισχύσεις που περίμενε.
Ομολογουμένως, μια καθυστέρηση θα μπορούσε να ήταν προς όφελος των Βυζαντινών -ο Ταρχανιώτης, ο Ρουσέλ ντε Μπαγιέλ και ορισμένα αποσπάσματα θα είχαν προλάβει να επιστρέψουν. Αλλά η καθυστέρηση από την άλλη μεριά μπορεί να είχε κάνει το στρατό -που είχε αποθαρρυνθεί από τους ατυχείς χειρισμούς κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, προκαλώντας συγχρόνως τη δυσπιστία των Αρμενίων και των Τούρκων- να χάσει τελείως το ηθικό του και να γίνει πιο απείθαρχος απ’ ό,τι ήταν μέχρι τότε.
Ακόμη υπήρχε η πιθανότητα πολλοί μισθοφόροι να στασιάσουν ή να λιποτακτήσουν. Αν το πάρουμε λογικά, όμως, δεν μπορούμε να προβλέψουμε ακριβώς τι αποτέλεσμα θα είχε μια καθυστέρηση που μπορεί να ευνοούσε αριθμητικά τους Βυζαντινούς, αλλά θα είχε επιπτώσεις στο ήδη πεσμένο ηθικό τους, ενώ οι Σελτζούκοι θα ήταν διπλά ευνοημένοι (θα είχαν αυξήσει σημαντικά τη δύναμή τους και θα είχαν ξαναβρεί την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους).
Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που ο Ρωμανός, παρά την αντίθετη γνώμη πολλών στρατηγών του, αποφάσισε να οδηγήσει το στρατό του στη μάχη. Ο κύβος ερρίφθη.Στις 18 Αυγούστου και οι δύο πλευρές άρχισαν να ετοιμάζονται για τη μάχη, που οι Σελτζούκοι πίστευαν ότι θα γινόταν την επόμενη μέρα, δηλαδή την Παρασκευή -τη μουσουλμανική Κυριακή. Κανένα από τα μεγάλα αποσπάσματα του Ρωμανού δεν είχε επιστρέψει κατά τη διάρκεια της μέρας. Αντίθετα, ένας αριθμός Ούζων μισθοφόρων με επικεφαλής κάποιον Ταμίς αποφάσισε να αλλάξει στρατόπεδο στις 17 ή στις 18 Αυγούστου, μάλλον επειδή ήταν Τούρκοι, όπως οι Σελτζούκοι, αλλά το πιθανότερο είναι επειδή είχαν να πληρωθούν πολλούς μήνες. Κατάφεραν να φύγουν χωρίς να τους πάρει είδηση κανείς και να ενωθούν με τους Σελτζούκους. Εν τω μεταξύ είχαν φτάσει και οι ενισχύσεις των μουσουλμάνων από το Αχλάτ και το Ματζικέρτ.
Ο Ταρχανιώτης, όμως, φαίνεται ότι δεν είχε σκοπό να επιστρέψει και όπως αποδείχτηκε ούτε ο Ρουσέλ. Το μόνο γεγονός που συνέβη εκείνη τη μέρα ήταν η επίθεση των τοξοτών του βυζαντινού στρατού, που βγήκαν από τα οχυρά τους και κατάφεραν να απομακρύνουν τους ακροβολιστές του Αρσλάν προκαλώντας τους βαριές απώλειες.
Οι πληροφορίες για τη Μάχη του Ματζικέρτ που έχουν φτάσει σε μας δεν είναι ξεκάθαρες, αντίθετα είναι μάλλον αντιφατικές. Απ’ όλες τις πηγές μόνο μία (ηΙστορία του Ατταλειάτη) γράφτηκε από κάποιον που ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Το σίγουρο όμως είναι ότι εκείνο το πρωινό της 19ης Αυγούστου, ο Ρωμανός παρέταξε το στρατό του σε δυο παρατάξεις, όπως γινόταν συνήθως, Η πρώτη ήταν χωρισμένη σε τρία μέρη -δεξιά βρίσκονταν τα στρατεύματα της Καππαδοκίας, της Αρμενίας και του Χαρσιανού. Υπήρχαν επίσης και Ούζοι μισθοφόροι, με επικεφαλής τον Αλλυάτη (στρατηγό του Θέματος της Καππαδοκίας). Στο κέντρο τα στρατεύματα της κεντρικής Μικράς Ασίας και τα Τάγματα με επικεφαλής τον ίδιο τον Ρωμανό. Τέλος αριστερά τα στρατεύματα της Δύσης μαζί με τους Πατζινάκες και άλλους συμμάχους με επικεφαλής τον Νικηφόρο Βρυέννιο.
Η δεύτερη (ή εφεδρική) παράταξη ήταν κάτω από τις διαταγές του Ανδρόνικου Δούκα, ανιψιού του προηγουμένου αυτοκράτορα, που σίγουρα δεν έτρεφε και τόσο φιλικά αισθήματα για τον Ρωμανό -γεγονός που αποδείχτηκε μοιραίο. Απαρτιζόταν από Γερμανούς και Νορμανδούς μισθοφόρους ιππείς με βαρύ οπλισμό, από τους Άρχοντες (ένα νέο Τάγμα) και ένα μεγάλο μέρος της Εταιρείας. Στο στρατόπεδο δεν έμειναν στρατεύματα για να το φρουρούν.Η προέλασή τους προς το στρατόπεδο των Σελτζούκων μέσα από την πεδιάδα του Ματζικέρτ, που θα πρέπει να άρχισε κατά το μεσημέρι, δεν αντιμετώπισε κανένα εμπόδιο.
Οι ακροβολιστές μόνο των Σελτζούκων έπληξαν τα άκρα των κεράτων, στα οποία οι Βυζαντινοί διοικητές έπρεπε να προσέχουν ιδιαίτερα του δικούς τους Τούρκους, ώστε να μην λιποτακτήσουν σαν τους Ούζους του Ταμίς, ειδικά εκείνη την ώρα που τα πλευρά δεν παρείχαν καμία σιγουριά έτσι όπως ήταν εκτεθειμένα στον ανοιχτό χώρο. Αλλά ο κύριος όγκος του στρατού των Σελτζούκων συνέχιζε να υποχωρεί μπροστά τους σε μια προσποιητή υποχώρηση, ώσπου μετά το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα οι Βυζαντινοί έφτασαν στο εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο των Σελτζούκων. Σε εκείνο το σημείο, ο Ρωμανός φαίνεται ότι άρχισε να αμφιβάλλει αν ήταν σωστό να συνεχίσουν την προέλαση. Επειδή, λοιπόν, φοβήθηκε μήπως οι Σελτζούκοι επιτεθούν στο δικό του αφύλαχτο στρατόπεδο, έδωσε διαταγή να οπισθοχωρήσουν , γυρνώντας την αυτοκρατορική σημαία προς τα πίσω.Αλλά η διαταγή παρεξηγήθηκε. Επειδή είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, μόνο το κέντρο έκανε μεταβολή σύμφωνα με τη διαταγή, ενώ τα πλευρά δίσταζαν. προφανώς δεν ήξεραν τι να κάνουν.
Συγχρόνως μια φήμη άρχισε να διαδίδεται στην εφεδρική παράταξη, μάλλον από τον ίδιο το Δούκα, ότι ο αυτοκράτορας είχε σκοτωθεί. Οι Σελτζούκοι που παρακολουθούσαν από τους κοντινούς λόφους, μην πιστεύοντας στα μάτια τους, είδαν το χάος που επικρατούσε στην πεδιάδα και σκέφτηκαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία που τους δινόταν.
Εκείνη τη στιγμή, η πρώτη γραμμή των Βυζαντινών είχε αποδιοργανωθεί τελείως, οι άντρες της είχαν μέτωπο προς όλες τις κατευθύνσεις, ενώ ανάμεσα στο κέντρο και στα πλευρά υπήρχαν μεγάλα κενά. Τότε ο Αλπ Αρσλάν όρμησε με 10.000 Σελτζούκους ιππείς εναντίον τους. Αμέσως σχεδόν επικράτησε πανικός και όλοι τράπηκαν σε φυγή πιστεύοντας ότι προδόθηκαν από τους Αρμένιους ή από τους Τούρκους συμμάχους. Πράγματι, οι Αρμένιοι ήταν αυτοί που εγκατέλειψαν πρώτοι το πεδίο της μάχης με αποτέλεσμα να σωθούν σχεδόν όλοι, ενώ οι Πατζινάκες και οι Ούζοι παρέμειναν πιστοί μέχρι το τέλος. Η δεξιά πτέρυγα του βυζαντινού στρατού γρήγορα διαλύθηκε, επειδή είχε αποδυναμωθεί εξαιτίας της σταδιακής λιποταξίας των Καππαδοκών.
Αντίθετα, η αριστερή, αν και αποκόπηκε από το κέντρο και δέχτηκε επίθεση από τα πλάγια και από τα νώτα, ηττήθηκε μόνο μετά από σκληρή μάχη. Ο Δούκας, αμελώντας ολοφάνερα τα καθήκοντά του σαν διοικητής της εφεδρικής παράταξης, που ο στρατός χρειαζόταν απελπισμένα -η επέμβασή του μπορεί να ήταν σωτήρια για την έκβαση της μάχης- είχε αποχωρήσει ήδη από το πεδίο χωρίς να χρησιμοποιήσει τους άντρες του.
Ο Βρυέννιος, ένας άλλος Βυζαντινός ιστορικός, δηλώνει κατηγορηματικά «η οπισθοφυλακή αποσύρθηκε αμέσως».Μόνο το κέντρο κρατούσε ακόμη όπου συνέχιζε να μάχεται ο Ρωμανός, πληγωμένος πάνω από το νεκρό του άλογο, ώσπου αναγνωρίστηκε από τη στολή του και τους Βαράγγους που τον περιστοίχιζαν. Τότε αιχμαλωτίστηκε από ένα Σελτζούκο δούλο- στρατιώτη. Ήταν η πρώτη φορά που ένας Βυζαντινός αυτοκράτορας είχε συλληφθεί αιχμάλωτος από μουσουλμάνους. Οι τελευταίες λιγοστές βυζαντινές μονάδες, που δεν είχαν ακόμη διαλυθεί, άρχισαν να υποχωρούν. Ακολούθησε μια ανελέητη, αιματηρή καταδίωξη του διαλυμένου στρατού που συνεχίστηκε όλη τη νύχτα.
Ένας αυτοκράτορας είχε πει κάποτε ότι «0 στρατός για το κράτος είναι ό,τι το κεφάλι για το σώμα». Το σώμα λοιπόν είχε μείνει τώρα ακέφαλο κι αυτή η εκτέλεση σήμανε το τέλος της στρατιωτικής υπεροχής του Βυζαντίου.
Η μετά το Ματζικέρτ εποχή
Η ήττα στο Ματζικέρτ ήταν το τέλος του παραδοσιακού βυζαντινού στρατού. Τα περισσότερα στρατεύματα των Ταγμάτων καταστράφηκαν στο πεδίο της μάχης και όσα απέμειναν εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο λίγο αργότερα. Το ίδιο συνέβη και με τα Θέματα της Ανατολής που, αποδυναμωμένα όπως ήταν, καταργήθηκαν εντελώς.
Μόλις εξαφανίστηκαν όμως, ένα μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας κατελήφθη από τους νικητές Τούρκους, πολλοί από τους οποίους εισήλθαν στην περιοχή ως μισθοφόροι των Βυζαντινών με τις ευλογίες των διαδόχων του Ρωμανού, του Μιχαήλ Ζ ‘ (1071-1078) και του Νικηφόρου Γ’ (1078- 1081).Η καταστροφή των Στρατών της Ανατολής άφησε στην κυριολεξία την αυτοκρατορία εντελώς ανυπεράσπιστη.
Αν και στην πρωτεύουσα άρχισε σύντομα να δημιουργείται ένας νέος στρατιωτικός πυρήνας, η ευθύνη για την προάσπιση των ευάλωτων ανατολικών συνόρων της αυτοκρατορίας πέρασε αποκλειστικά σχεδόν στα χέρια των συνεχώς αυξανομένων μισθοφορικών στρατευμάτων , που αποτελούνταν κυρίως από Νορμανδούς, Τούρκους, Κουμάνους και Πατζινάκες.
Η ολοκληρωτική σχεδόν εξαφάνιση των ιθαγενών μονάδων και η παράλληλη αύξηση της εξάρτησης της αυτοκρατορίας από τους μισθοφόρους ήταν χωρίς αμφιβολία οι κυριότερες επιπτώσεις της στρατιωτικής ήττας στο Ματζικέρτ. Από τότε άρχισε η πτωτική πορεία που συνεχίστηκε μέχρι τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας…
Πηγή: «Βυζαντινοί Στρατοί 886-1118, Ian Heath – ελληνική έκδοση»
Πηγή 2: www.e-istoria.com