Το 1940 η Ιταλία κήρυξε τον ανεπιτυχή πόλεμο κατά της Ελλάδας, την οποία τελικά κατέλαβε το 1941 η Γερμανία. Το 1943, καθώς η νικηφόρα γερμανική επέλαση ανακόπτονταν, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ αποφάσισε την κατάληψη των Δωδεκανήσων, διότι αυτή θα αφαιρούσε από τον Άξονα προκεχωρημένες βάσεις στη Μεσόγειο, θα εξασφάλιζε τέτοιες βάσεις στους Συμμάχους, ενώ σε συνδυασμό με την επιθυμητή από την Τουρκία και συζητούμενη από την Αγγλίαπαράδοσή τους στην πρώτη, θα βοηθούσε στην είσοδο της ως τότε ουδέτερης Τουρκίας στον πόλεμο υπέρ των Συμμάχων.
Απώτερη επιδίωξη του Τσόρτσιλ ήταν η εξασφάλιση ενός εναλλακτικού δρομολογίου εφοδιασμού της Σοβιετικής Ένωσης με συμμαχικό υλικό μέσω Δαρδανελίων. Στις 27 Ιανουαρίου 1943 ο Τσόρτσιλ διέταξε τους επιτελείς του να καταστρώσουν τα αναγκαία σχέδια για την επιχείρηση κατάληψης των Δωδεκανήσων, που πήρε την κωδική ονομασία «Accolade(Απονομή Τιμής)». Το σοβαρότερο πρόβλημα της σχεδιαζόμενης επιχείρησης ήταν η αεροπορική υποστήριξη, καθώς ηLuftwaffe ήταν μεν ανύπαρκτη στο υπό ιταλική κατοχή Αιγαίο, αλλά παντοδύναμη στην ηπειρωτική Ελλάδα. Επιπλέον η συμμαχική αεροπορία έπρεπε να εξορμά από τις αγγλικές βάσεις της Κύπρου.
Την άνοιξη του 1943 οι Σύμμαχοι είχαν καταλάβει όλη τη Β. Αφρική και ο σημαντικότερος επόμενος στόχος τους ήταν η απόβαση πρώτα στη Σικελία και αμέσως μετά στην ηπειρωτική Ιταλία, ώστε να δημιουργήσουν προγεφύρωμα επί ευρωπαϊκού εδάφους, όσον το δυνατόν πλησιέστερα στην ίδια τη Γερμανία. Η κατάληψη των Δωδεκανήσων ερχόταν, λοιπόν, σε δεύτερη μοίρα και οι Αμερικανοί ξεκαθάρισαν στους Άγγλους ότι την Επιχείρηση Accolade θα έπρεπε να την κάνουν μόνοι τους, με όσες χερσαίες δυνάμεις θα τους περίσσευαν και όσες αεροναυτικές δυνάμεις θα αποδεσμεύονταν περιστασιακά από την προπαρασκευή της κρίσιμης απόβασης στη Σικελία και τις άλλες σημαντικές επιχειρήσεις στη Μεσόγειο. Η επιμονή των Άγγλων να επιχειρήσουν έστω και μόνοι τους κατά των Δωδεκανήσων, ενώ ήταν προφανές ότι δεν διέθεταν τις αναγκαίες για επιτυχές αποτέλεσμα δυνάμεις, καθιστά σαφές πέραν πάσης αμφιβολίας ότι αποσκοπούσε κυρίως –αν όχι αποκλειστικά- σε μεταπολεμικά οφέλη.
Την ίδια ώρα η Ιταλία αντιμετώπιζε σοβαρότατα προβλήματα τόσο στη βιομηχανική παραγωγή όσο και στην κοινωνία της, είχε χάσει τη Βόρειο Αφρική και ανέμενε συμμαχική επίθεση κατά της Σικελίας. Απ’ την άλλη πλευρά, οι Γερμανοί είχαν συντριπτική χερσαία και αεροπορική υπεροχή στην Ελλάδα, ένα μόλις βήμα από τα Δωδεκάνησα. Και φυσικά, περίμεναν κι αυτοί την κατάρρευση της Ιταλίας.
Έτσι το καλοκαίρι του 1943 αποβίβασαν στην ιταλοκρατούμενη Ρόδο την Τεθωρακισμένη Επιθετική Μεραρχία «Ρόδος» (Sturm Division Rodos) με 7.500 περίπου άντρες υπό τον υποστράτηγο Ούλριχ Κλέεμαν. Η Ρόδος, το μεγαλύτερο νησί των Δωδεκανήσων, ήταν από τότε το διοικητικό κέντρο του συμπλέγματος και διέθετε δύο στρατιωτικά αεροδρόμια (στα Μαριτσά και στην Κάλαθο) και έναν εφεδρικό αεροδιάδρομο (στην Κατταβιά). Ήταν, λοιπόν, ο κυριότερος στόχος στην κατάληψη των Δωδεκανήσων και οι Γερμανοί μερίμνησαν έγκαιρα για την εξασφάλισή της.
Στις 10 Ιουλίου 1943 έγινε η συμμαχική απόβαση στη Σικελία και το πολιτικό σκηνικό στην Ιταλία ανατράπηκε: στις 25 Ιουλίου 1943 ο Μουσολίνι συνελήφθη και στις 3 Σεπτεμβρίου η Ιταλία και οι Σύμμαχοι υπέγραψαν ανακωχή, την οποία κράτησαν μυστική, για να αποφύγουν την άμεση αντίδραση της Γερμανίας. Οι σχετικές διαταγές προς την ιταλική φρουρά της Κω ήταν να μην εμποδίσουν καμία πιθανή συμμαχική δύναμη, αλλά να προβάλουν ένοπλη αντίσταση σε τέτοιες ενέργειες άλλων δυνάμεων. Αυτές οι διαταγές δημιούργησαν ένα επικίνδυνο για τις κατά τόπους στρατιωτικές φρουρές των Ιταλών νομικό παράδοξο. Οι Ιταλοί τυπικά παρέμεναν σύμμαχοι των Γερμανών, κι όμως διατάσσονταν να στρέψουν τα όπλα εναντίον τους χωρίς προγενέστερη κήρυξη πολέμου.
Αποβίβαση βρετανικών δυνάμεων και γερμανικές αεροπορικές επιθέσεις
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1943 η ιταλική φρουρά του Καστελόριζου παραδόθηκε σε ένα βρετανικό απόσπασμα. Το βράδυ της 9ης Σεπτεμβρίου ένα αγγλικό αεροπλάνο έριξε στην Κω προκηρύξεις με οδηγίες προς την ιταλική φρουρά σχετικά με την ανακωχή και τους όρους της. Τις υπέγραφε ο Ανώτατος Στρατιωτικός Διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής, σερ Χένρυ Μέητλαντ Ουίλσον. Ο κορυφαίος αυτός Βρετανός αξιωματικός είχε δείξει την περιορισμένη αξία της επιτελικής σκέψης του δύο χρόνια νωρίτερα στην Ελλάδα, όταν κατέστρεψε το Σύνταγμα Δωδεκανησίων Εθελοντών, το Τμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας, το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα και μαζί μ’ αυτά κάθε δυνατότητα αντίστασης στη γερμανική επίθεση, υποχρεώνοντας τον νικηφόρο ελληνικό στρατό σε ατιμωτική άνευ όρων παράδοση.
Την ίδια μέρα (9 Σεπτεμβρίου) μία βρετανική αντιπροσωπεία έπεσε με αλεξίπτωτα στη Ρόδο, για να πείσει την ιταλική φρουρά να πολεμήσει υπέρ των Συμμάχων, αλλά η γερμανική μεραρχία επιτέθηκε αμέσως και δύο μέρες αργότερα υποχρέωσε τους 40.000 άντρες της ιταλικής φρουράς να παραδοθούν. Οι εξαιρετικά κρίσιμες επιχειρήσεις στην Αφρική είχαν απορροφήσει τους σημαντικότερους πόρους του ιταλικού στρατού και απολύτως λογικά οι δυνάμεις των Δωδεκανήσων, που βρίσκονταν σε μεγάλη απόσταση από το πλησιέστερο μέτωπο, δεν είχαν ούτε το ποιοτικότερο προσωπικό, ούτε τα πιο σύγχρονα μηχανήματα πυρός, ούτε αφθονία πυρομαχικών, ούτε αξιόλογη αεροναυτική υποστήριξη. Αντίθετα οι γερμανικές δυνάμεις στην Ελλάδα ήταν πρώτης γραμμής, με κορυφαίας ποιότητας προσωπικό, σύγχρονα μηχανήματα πυρός, αφθονία πυρομαχικών και αεροπορική υπεροπλία. Έτσι ο κυριότερος στόχος της βρετανικής Επιχείρησης Accolade χάθηκε μέσα σε δύο μέρες, όσες πάνω-κάτω χρειαζόταν η γερμανική μεραρχία, για να βγει από τα στρατόπεδα και να αναπτυχθεί σε όλο το νησί.
Παρά ταύτα και πέρα από κάθε λογική επιθετικού σχεδιασμού οι Βρετανοί επέμειναν να ελπίζουν ότι, καταλαμβάνοντας τα υπόλοιπα νησιά και βοηθούμενοι από τις τοπικές ιταλικές φρουρές, θα μπορούσαν να ανακαταλάβουν τη Ρόδο. Η βρετανική 234 Ταξιαρχία Πεζικού, ένας Λόχος Αλεξιπτωτιστών, τμήματα του ελληνικού Ιερού Λόχου, 160 άντρες της SBS και 130 τουLRDG αναχώρησαν από τη Μάλτα υπό τις διαταγές του υποστράτηγου Μπρίττορους και με την υποστήριξη πλοίων του βρετανικού και ελληνικού στόλου μεταξύ 10 και 17 Σεπτεμβρίου κατέλαβαν τα νησιά Κω, Κάλυμνο, Σάμο, Λέρο, Σύμη και Αστυπάλαια. Παράλληλα κινήθηκαν και οι Γερμανοί, για να καταλάβουν τα υπό ιταλική κατοχή νησιά του Αιγαίου. Διέθεταν ελάχιστες αεροναυτικές δυνάμεις στο Αιγαίο και τα περισσότερα σκάφη επιφανείας ήταν καταληφθέντα ιταλικά, σε αντίθεση προς τους Βρετανούς που υπερείχαν συντριπτικά σε ναυτική δύναμη. Αυτός ο συσχετισμός των δυνάμεων δημιούργησε στους Βρετανούς τη βεβαιότητα ότι οι Γερμανοί δεν θα επιχειρούσαν απόβαση, αλλά αεραπόβαση, όπως είχαν κάνει και στην Κρήτη.
Στις 10 Σεπτεμβρίου ένα ιταλικό καταδιωκτικό από το αεροδρόμιο της Αντιμάχειας κατέρριψε ένα από τα 6 Heinkel 111 ενός γερμανικού σμήνους, που επέστρεφε στην Αθήνα, αφού είχε βομβαρδίσει ιταλικές θέσεις στη Ρόδο. Περί την 19:00 έπεσαν στην περιοχή του Ασκληπιείου δύο Άγγλοι αλεξιπτωτιστές με ασύρματο και αποστολή να φέρουν σε επαφή την ιταλική φρουρά με τη συμμαχική διοίκηση στο Κάιρο. O Ιταλός στρατιωτικός διοικητής της Κω, συνταγματάρχης Felice Leggio, δίσταζε να αποφασίσει, καθώς στις κλήσεις του δεν απαντούσε καμία προϊσταμένη αρχή, ούτε στη Ρόδο ούτε στη Ρώμη.
Την επομένη (11 Σεπτεμβρίου) δύο Ιταλοί αξιωματικοί κατάφεραν να διαφύγουν από τη Ρόδο στην Κω και τον ενημέρωσαν για την τύχη της φρουράς της Ρόδου. Τότε ο Λέτζιο πείσθηκε να ταχθεί με τους Συμμάχους και αμέσως διέταξε να συλληφθούν οι λίγοι Γερμανοί, που στάθμευαν στην Αντιμάχεια ως προσωπικό εδάφους για τα διερχόμενα αεροσκάφη της Luftwaffe. Στην Αντιμάχεια προσγειώθηκαν και όσα ιταλικά αεροσκάφη πρόλαβαν να εγκαταλείψουν τη Ρόδο. Αυθημερόν η Luftwaffe έκανε την πρώτη επιδρομή κατά του αεροδρομίου της Αντιμάχειας, καταστρέφοντας επί του εδάφους δύο ιταλικά αεροσκάφη και προκαλώντας ζημιές σε ένα ακόμη. Την ίδια μέρα ο Χίτλερ εξέδωσε διαταγή να εκτελούνται, όσοι αιχμάλωτοι Ιταλοί αξιωματικοί είχαν πολεμήσει εναντίον των Γερμανών. Ως νομιμοποιητική βάση αυτής της διαταγής χρησιμοποίησε το γεγονός ότι η Ιταλία δεν είχε κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία (το έκανε ένα μήνα αργότερα, στις 13 Οκτωβρίου 1943) και συνεπώς, όσοι Ιταλοί πολεμούσαν εναντίον των Γερμανών, τυπικά ήταν στασιαστές που στρέφονταν κατά συμμάχων.
Στις 12 Σεπτεμβρίου λόγω της απώλειας της Ρόδου οι Άγγλοι αποφάσισαν να κάνουν πιο αισθητή την παρουσία τους στην Κω. Τη νύχτα 38 βομβαρδιστικά Liberator της SAAFβομβάρδισαν και τα τρία αεροδρόμια της Ρόδου σε μία επιχείρηση κυρίως αντιπερισπασμού. Την ίδια ώρα μία ιταλική, μία αγγλική τορπιλάκατος και μερικά εξοπλισμένα καΐκια μετέφεραν από το Καστελλόριζο στην Κω τον ταγματάρχη λόρδο Τζέλικο, τον αντισυνταγματάρχη Κένυον, που θα αναλάμβανε τη βρετανική στρατιωτική διοίκηση του νησιού, τον ταγματάρχη Σάλλιβαν και περί τους 45 άντρες των ειδικών δυνάμεων (SBS). Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για ενισχύσεις. Οι άντρες αυτοί είχαν προφανή σκοπό την ψυχολογική στήριξη του ιταλικού επιτελείου, την επιτόπια αναγνώριση, την αξιολόγηση των ικανοτήτων της ιταλικής φρουράς και την εκτίμηση των αμυντικών αναγκών του νησιού. Οι Βρετανοί διαπίστωσαν ότι το ιταλικό πυροβολικό ήταν ταγμένο σε ακατάλληλες θέσεις, τα πυροβόλα παλιάς τεχνολογίας και οι πυροβολητές ανεπαρκώς εκπαιδευμένοι, τα δε αντιαεροπορικά καθώς και τα αεροσκάφη ήταν ανεπαρκή και σε αριθμό.
Στις 13 Σεπτεμβρίου το πρωί έφτασε στην Κω το παραπάνω βρετανικό απόσπασμα αναγνώρισης. Τη στιγμή εκείνη η ιταλική αεροπορία διέθετε στην Αντιμάχεια 5 επιχειρησιακώς ικανά αεροσκάφη και ένα χτυπημένο στην επιδρομή της 11ης. Στις 14 Σεπτεμβρίου έφτασαν 2Beaufighter του 46ου Σμήνους της RAF και οι Βρετανοί άρχισαν να οργανώνουν την άμυνα και τις επικοινωνίες του αεροδρομίου, όσο καλύτερα γινόταν. Η έλλειψη χωματουργικών μηχανημάτων και το βραχώδες έδαφος δεν επέτρεπαν την κατασκευή ορυγμάτων και άλλων μέσων παθητικής προστασίας των πτητικών μέσων και του προσωπικού. Το ίδιο βράδυ προσγειώθηκαν κι εγκαταστάθηκαν στην Αντιμάχεια 6 Spitfire του 7ου Σμήνους της SAAF. Επίσης τρία Dakota του 216ου Σμήνους Μεταφορών με το προσωπικό εδάφους της RAFσυνοδευόμενα από 6 Beaufighter του 46ου Σμήνους προσέγγισαν την Κω, αλλά η ιταλική αεράμυνα τα αναγνώρισε ως γερμανικά, άνοιξε πυρ και χτύπησε ένα Dakota στην ουρά, υποχρεώνοντάς το να επιστρέψει στην Κύπρο. Το 216 της RAF μετέφερε και 120 άντρες του 1ου Λόχου του 11ου Τάγματος του Βρετανικού Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών από την Ιορδανία. Το βρετανικό στρατηγείο στεγάσθηκε στο ξενοδοχείο Ζέφυρος.
Στις 01:45 της 15ης Σεπτεμβρίου έπεσαν στην Κω οι αλεξιπτωτιστές υπό τον αντισυνταγματάρχη Ρ. Τόμας. Αργότερα έφτασαν και 9 αντιαεροπορικά πολυβόλα Hispano-Suiza HS.404 των 20 χιλ για την περιμετρική άμυνα του αεροδρομίου της Αντιμάχειας, ενώ 2Spitfire του 7ου Σμήνους της SAAFεπιτέθηκαν σε ένα γερμανικό σμήνος μεταγωγικών Ju 52και καταδιωκτικών Me 109, καταρρίπτοντας έναJu 52. Η ισχνή βρετανική αεροπορία στην Κω είχε αρχίσει να ενοχλεί τη γερμανική παρουσία στη Ρόδο.
Στις 16 Σεπτεμβρίου σε μία πρωινή επιδρομή ένα μοναχικό Ju 88 χτύπησε το αεροδρόμιο και σκότωσε έναν πυροβολητή, πριν καταρριφθεί. Την ίδια μέρα άρχισε η αποβίβαση του 1ου Τάγματος Ελαφρού Πεζικού του Ντάραμ (συνολικά περί τους 700 άντρες) και της 4ης Πυροβολαρχίας του 1ου Συντάγματος Ελαφρών Αντιαεροπορικών Πυροβόλων. Στις 17 Σεπτεμβρίου έφτασαν και άλλες ενισχύσεις, τα πυροβόλα Bofors της 4ης Πυροβολαρχίας και 7 ακόμη επανδρωμένα Hispano-Suiza HS.404, εκ των οποίων 2 τάχθηκαν στην Αντιμάχεια, 2 στη Λάμπη και 3 γύρω από το λιμάνι της Κω. Με δύο διαδοχικές επιδρομές η Luftwaffe κατέστρεψε επί του εδάφους 4 Dakota, 2 Spitfire και προξένησε αρκετές απώλειες στο προσωπικό εδάφους. Η επί του εδάφους καταστροφή αεροσκαφών δείχνει την αδυναμία της αεράμυνας να αποκρούσει την εχθρική αεροπορία. Αυτή η αδυναμία δεν επρόκειτο να θεραπευθεί ποτέ. Επιπλέον, επειδή οι Βρετανοί δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν εξαρχής επαρκή αεροπορική και αντιαεροπορική άμυνα στην Κω, τα αεροσκάφη και τα αντιαεροπορικά, που τμηματικά έστελναν στη συνέχεια, απλώς αναπλήρωναν απώλειες και οι δυνάμεις τους στην Κω είχαν σταθερά μικρή δύναμη πυρός.
Στις 19 Σεπτεμβρίου έφτασαν άλλα 6 Spitfire του 7ου Σμήνους της SAAF. Ένα σμήνος από 5Me 109 και 5 Ju 88 χτύπησε το αεροδρόμιο της Αντιμάχειας και κατέστρεψε επί του εδάφους ένα Dakota, για να ακολουθήσει και δεύτερη επιδρομή το απόγευμα με το προσωπικό εδάφους να αγωνίζεται για την αποκατάσταση των ζημιών στον αεροδιάδρομο. Το ίδιο βράδυ οι Σποράδες, οι Κυκλάδες και από τα Δωδεκάνησα η Κάρπαθος και η Κάσος τελούσαν υπό γερμανική κατοχή. Παράλληλα η Luftwaffe (X Fliegerkorps) συγκέντρωσε δυνάμεις από τη νότια Ρωσία και τη Γαλλία αυξάνοντας την δύναμή της στο Αιγαίο σε 362 αεροσκάφη. Η ενέργεια αυτή δείχνει πόσο ψηλά στην αξιολόγηση του γερμανικού επιτελείου βρισκόταν ο έλεγχος του Αιγαίου. Έτσι, ανατράπηκε το μέχρι τότε αεροπορικό πλεονέκτημα των Βρετανών και οι αμυνόμενοι στην Κω ήρθαν σε ακόμη δυσχερέστερη θέση.
Η γερμανική απόφαση και η προπαρασκευή για την κατάληψη της Κω
Στις 21 Σεπτεμβρίου η Luftwaffe κατέστρεψε το πρόχειρο βρετανικό νοσοκομείο, που στεγαζόταν σε ένα σχολείο 8 μίλια έξω από την πόλη. Παρελήφθησαν άλλα δύο Hispano-Suiza HS.404 για την Αντιμάχεια, ενώ τα Bofors είχαν σιγήσει ελλείψει πυρομαχικών, δείχνοντας ξεκάθαρα τις βρετανικές αδυναμίες στη ροή εφοδίων. Στο μεταξύ με κοπιώδη εργασία και πενιχρά μηχανικά μέσα είχε ολοκληρωθεί ο αεροδιάδρομος της Λάμπης, όπου εγκαταστάθηκαν τα 6 νεοαφιχθέντα Spitfire του 7ου Σμήνους τηςSAAF. Αργότερα θα δημιουργούσαν ακόμη έναν αεροδιάδρομο στην Αλυκή, όταν αυτή αποξηράνθηκε.
Στις 23 Σεπτεμβρίου αποβιβάσθηκαν ακόμη 24 Bofors με τους χειριστές τους και πυρομαχικά. ΗLuftwaffe έθεσε και πάλι εκτός λειτουργίας το αεροδρόμιο της Αντιμάχειας, ενώ ο διοικητής της γερμανικής22ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας Πεζικού στην Κρήτη, υποστράτηγος Φρίντριχ Μύλλερ, διατάχθηκε να καταλάβει την Κω και τη Λέρο.Στις 25 Σεπτεμβρίου οι απώλειες μεταξύ των αρχικά 120 αλεξιπτωτιστών του 1ου Λόχου του 11ου Τάγματος του Βρετανικού Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών ήταν τόσο βαρειές, ώστε διατάχθηκε η αποχώρηση των επιζώντων.
Στις 27 Σεπτεμβρίου οι υπό τον αντισυνταγματάρχη Κένυον βρετανικές δυνάμεις στην Κω αριθμούσαν περί τους 1.500 άντρες όλων των ειδικοτήτων, εκ των οποίων περί τους 1.100 ήταν μάχιμοι. Στις φίλιες δυνάμεις της Κω είχε ενταχθεί και η ιταλική φρουρά συνόλου 3.500-4.000 αντρών, η διοίκηση της οποίας βρισκόταν στο στρατόπεδο του Αμπάβρη. Τα γερμανικά πλήγματα από αέρος είχαν αυξηθεί και ηΑντιμάχεια βρισκόταν για άλλη μια φορά εκτός λειτουργίας. Το απόγευμα οι Βρετανοί διέθεταν μόνο 4 μάχιμα αεροσκάφη.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 9 Spitfire του 74ου Σμήνους της RAF έφυγαν από την Κύπρο, αλλά πριν φτάσουν στο Καστελλόριζο το ένα έπεσε στη θάλασσα λόγω βλάβης. Αποστολή τους ήταν να αντικαταστήσουν το αποδεκατισμένο 7ο Σμήνος της SAAF, που από τα συνολικά 12 Spitfireδιέθετε πλέον μόνο 2 μάχιμα.Στις 29 Σεπτεμβρίου έφτασε στην Κω και το προσωπικό εδάφους του 74ου Σμήνους της RAF. Παρά τις παράτολμες επιχειρήσεις των Βρετανών αεροπόρων, το αεροδρόμιο της Αντιμάχειαςαχρηστεύτηκε για πολλοστή φορά και το 74 υποχρεώθηκε να εγκατασταθεί στον χρησιμοποιούμενο για πρώτη φορά αεροδιάδρομο της Αλυκής. Η διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα των γερμανικών αεροπορικών επιχειρήσεων έδειχνε ότι η μέρα της τελικής επίθεσης δεν ήταν μακριά. Μετά από δύο εβδομάδες συνεχούς σφυροκοπήματος από τη Luftwaffe η κόπωση των αμυνομένων στην Κω ήταν τόσο μεγάλη, ώστε γερμανικά αεροσκάφη μπορούσαν να κάνουν αναγνωρίσεις σε όλη τη διάρκεια της ημέρας.
Στη 1 Οκτωβρίου οι επιτελείς και το 2/16 Τάγμα Γρεναδιέρων (μηχανοκίνητο πεζικό) επιβιβάσθηκαν σε πλοία στο Ηράκλειο, το 2/65 Γρεναδιέρων, το πυροβολικό και το μηχανικό της 22ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας Πεζικού επιβιβάσθηκαν σε πλοία στη Σούδα. Τις προηγούμενες μέρες από τη Χίο και τη Μυτιλήνη είχαν προωθηθεί κοντά στην Αθήνα ο 1οςΛόχος Πεζοναυτών (Küstenjäger) και ο 15ος Λόχος Αλεξιπτωτιστών της Τεθωρακισμένη Μεραρχίας Brandenburg. Οι πεζοναύτες επιβιβάσθηκαν σε πλοία στον Πειραιά και οι αλεξιπτωτιστές παρέμειναν στο αεροδρόμιο του Τατοΐου αναμένοντας την αερομεταφορά τους.Οι τρεις νηοπομπές απέπλευσαν στις 20:00 και άλλαζαν συνεχώς κατευθύνσεις, για να παραπλανήσουν τους Βρετανούς και τους Ιταλούς ως προς τον προορισμό τους.
Οι δύο πρώτες, με τις δυνάμεις της 22ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας Πεζικού προερχόμενες από το Ηράκλειο και τη Σούδα, συναντήθηκαν κοντά στη Θήρα και συνέχισαν κοινή πορεία προς Πάρο-Νάξο. Οι κινήσεις αυτές έγιναν αντιληπτές από τη βρετανική αεροπορία στις 17:15 αλλά λόγω των παραπλανητικών κατευθύνσεων θεωρήθηκε ότι ήταν άσχετες μεταξύ τους νηοπομπές προς τη Ρόδο και την Κρήτη και δεν έγινε καμία κινητοποίηση.Στις 2 Οκτωβρίου δεν σημειώθηκε καμία αεροπορική επιδρομή στην Κω. Πριν το μεσημέρι οι νηοπομπές από την Κρήτη και τον Πειραιά αγκυροβόλησαν σε προκαθορισμένα σημείαστα δυτικά της Νάξου και της Πάρου.
Ο αποβατικός στολίσκος αποτελούνταν συνολικά από 5 ατμόπλοια, 9 αποβατικά, 4 ναρκαλιευτικά, 2 ναρκοθέτιδες, μερικά ταχύπλοα και 2 εξοπλισμένα ψαροκάϊκα, που μετέφεραν συνολικά 1.000-1.200 άντρες υπό τις διαταγές του υποστράτηγου Φρίντριχ Μύλλερ. Ο στολίσκος εντοπίστηκε και πάλι στα αγκυροβόλιά του, χωρίς ούτε τότε να θεωρηθεί ύποπτος, παρά την παράδοξη παύση των αεροπορικών επιδρομών στην Κω. Μετά το μεσημέρι απέπλευσε κατά τμήματα με διαφορετικές πορείες προς την Κω, όπου το 7ο Σμήνος της SAAF διέθετε πλέον 1 και το 74ο Σμήνος της RAF 5 μάχιμα Spitfire.
Η μάχη της Κω
Στις 3 Οκτωβρίου 1943, τις πρώτες πρωινές ώρες τα παρατηρητήρια της Καλύμνου εντόπισαν τον αποβατικό στολίσκο, αλλά τον εξέλαβαν ως συμμαχική νηοπομπή με εφόδια. Η γερμανική επιχείρηση αιφνιδιαστικής κατάληψης της Κω (Unternehmen Eisbär = Επιχείρηση Πολική Άρκτος) προέβλεπε απόβαση σε τρία σημεία της ακτής:
η Ομάδα Μάχης φον Ζάλντερν ανέλαβε την κύρια προσπάθεια κατάληψης του νησιού και έπρεπε να αποβιβαστεί στη βόρεια ακτή, νότια του Μαρμαρίου
το δεύτερο τμήμα έπρεπε να αποβιβαστεί στη νότια ακτή, κάτω από το ύψωμα Ερημίτης με κύρια αποστολή την καταστροφή θέσεων ιταλικού πυροβολικού νότια του Πλατανίου, τα πυρά των οποίων μπορούσαν να εμποδίσουν την κύρια προσπάθεια, αφού κάλυπταν την πόλη και το λιμάνι της Κω
το τρίτο τμήμα έπρεπε να αποβιβαστεί στον όρμο Αλμυρού (γνωστό σήμερα ωςParadise Beach) και να καταλάβει το αεροδρόμιο της Αντιμάχειας: πρώτα θα αποβιβαζόταν ο 1ος Λόχος Πεζοναυτών και θα εξασφάλιζε μία συγκεκριμένη περιοχή ως ζώνη ρίψης, στην οποία προβλεπόταν να πέσει λίγο αργότερα ο 15ος Λόχος Αλεξιπτωτιστών.
Στις 04:00 η νηοπομπή με την Ομάδα Μάχης φον Ζάλντερν βρισκόταν νοτίως της νησίδας Πλατύ και δυτικά της Ψερίμου και πρώτο επιβιβάστηκε στα αποβατικά το 2/65 Τάγμα Γρεναδιέρων. Μέχρι την τελευταία στιγμή οι Βρετανοί θεωρούσαν ότι ο αποβατικός στολίσκος ήταν δική τους εφοδιοπομπή και επέτρεψαν στις γερμανικές δυνάμεις να αποβιβαστούν ανενόχλητες. Μόνο μία ιταλική τορπιλάκατος, που περιπολούσε μεταξύ Ψερίμου και Κω, αντιλήφθηκε την τελευταία στιγμή τα γερμανικά αποβατικά και έρριξε τις τορπίλες της, αλλά χωρίς επιτυχία.
Στις 04:45 το 1ο Τάγμα Ελαφρού Πεζικού Ντάραμ ειδοποιήθηκε ότι δύο άγνωστης ταυτότητας αποβατικά σκάφη πλησίαζαν το Μαρμάρι. Μία μηχανοκίνητη διμοιρία εστάλη για αναγνώριση, αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει υπό τα δραστικά πυρά των Γρεναδιέρων και το Τάγμα Ντάραμ έλαβε γνώση της εχθρικής απόβασης. Ο αιφνιδιασμός ήταν πλήρης και οι προελαύνουσες γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν τον αεροδιάδρομο της Αλυκής, πριν προλάβουν να απογειωθούν τα 6 Spitfire.
Στα άλλα δύο σημεία απόβασης το σχέδιο μάχης εκτελέστηκε με καθυστέρηση, λόγω θαλασσοταραχής τα αποβατικά μέσα άργησαν δύο ώρες. Επίσης δύο από τα Ju 52, που μετέφεραν τον 15ο Λόχο Αλεξιπτωτιστών, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο Τατόι λόγω μηχανικών βλαβών. Έτσι στις 06:10 ο λόχος μειωμένος κατά τους 24 απόντες αλεξιπτωτιστές έπεσε στον όρμο Αλμυρού, όμως λόγω της καθυστέρησης των πεζοναυτών η ζώνη ρίψεως δεν ήταν εξασφαλισμένη και οι αλεξιπτωτιστές δέχθηκαν πυρά πυροβολικού και βαρέων όπλων πεζικού από τις βρετανο-ιταλικές δυνάμεις της περιοχής. Ο ιταλικός ασύρματος στο Θυμιανό άρχισε να ζητά ενισχύσεις από τον ιταλικό ναύσταθμο στη Λέρο και ο Βρετανός διοικητής Κένυον ζήτησε από την Αλεξάνδρεια αεροπορική υποστήριξη.
Στις 06:10 δεν ήταν ακόμη σαφές πού και πώς ακριβώς εξελισσόταν η απόβαση. Ο 2ος Λόχος του Ντάραμ διατάχθηκε να αναπτυχθεί στο Ιντζιρλίκι επί της κεντρικής οδού. Ο Λόχος Διοικήσεως αναπτύχθηκε μεταξύ του 2ου και της ακτής, ο 1ος Λόχος ήταν σε εφεδρεία στοΑντισλί (ανάμεσα στοΙντζιρλίκι και την Κω) και ο 3ος ήταν σε εφεδρεία στην Κω. Το αρχηγείο του 1ου Τάγματος Ντάραμ ήταν στον ελαιώνα ΒΔ του Πλατανίου και ο 4ος Λόχος βρισκόταν στην Αντιμάχεια ως φρουρά του αεροδρομίου.
Περί την 07:00 αποβιβάσθηκε στον όρμο Αλμυρού ο 1ος Λόχος Πεζοναυτών. Δύο διμοιρίες έμειναν στο στενό, για να καθηλώσουν τους Ιταλούς της Κεφάλου, και η τρίτη μαζί με τους αλεξιπτωτιστές κινήθηκε για την κατάληψη του αεροδρομίου της Αντιμάχειας.
Το δεύτερο αποβατικό τμήμα αποβιβάστηκε στην ανατολική ακτή λίγο μετά τις 07:00 και άρχισε την κοπιώδη αναρρίχηση στην απόκρημνη πλαγιά του ρέματος του Αγ. Ζαχαρία.
Με το πρώτο φως της ημέρας άρχισαν και οι αεροπορικές επιχειρήσεις. Η αεροπορική υποστήριξη στους υπερασπιστές της Κω περιορίστηκε σε μερικά μόνο κύματα λίγων καταδιωκτικών Beaufighter της 46ης, 227ης, 252ης και της 89ης Μοίρας από τις βρετανικές βάσεις της Κύπρου. Τα βρετανικά πληρώματα έδειξαν επιμονή και ηρωισμό, αλλά ήταν αδύνατο να ανακόψουν τα αριθμητικά περισσότερα και εξαιρετικά έμπειρα πληρώματα της Luftwaffe.
Κατά τις 07:30 δύο ιταλικοί λόχοι υπό τον έφεδρο υπολοχαγό Francesco di Giovanni επεχείρησαν μια ανεπιτυχή αντεπίθεση κατά των πεζοναυτών, που κρατούσαν το στενό. Η δύναμη κρούσης με τον λόχο αλεξιπτωτιστών στα αριστερά και τη διμοιρία πεζοναυτών στα δεξιά προέλαυνε μέσα από σφοδρά πυρά πυροβολικού.
Περί την 08:00 άρχισε στο Μαρμάρι η αποβίβαση και του 3/440 Τάγματος Γρεναδιέρων, που κινήθηκε χωρίς αξιόλογη αντίσταση προς Άγ. Γεώργιο, Πυλί, Άγ. Νικόλαο. Λόγω της χαλαρής αντίστασης, που συνάντησε, διατάχθηκε εν συνεχεία να κινηθεί προς την Αντιμάχεια και να έρθει σε επαφή με τους καταδρομείς. Στο μεταξύ το ιταλικό πυροβολικό έβαλε κατά του αποβατικού στολίσκου στο Μαρμάρι και υποχρέωσε τα σκάφη να κινηθούν σε θέσεις εκτός βεληνεκούς, απ’ όπου συνέχισαν ως το μεσημέρι την εκφόρτωση οχημάτων, βαρέων όπλων και υλικού.
Στις 09:00 το 2/16 είχε φτάσει στην κορυφογραμμή και άρχισε την καταρρίχηση προς το Πλατάνι, απ’ όπου το ιταλικό πυροβολικό έβαλλε κατά των αποβιβαζόμενων στο Μαρμάρι γερμανικών δυνάμεων. Την ίδια ώρα το 2/65 κατέλαβε το ύψωμα του Προφήτη Ηλία, όπου βρισκόταν το βρετανικό κέντρο επικοινωνιών, πετυχαίνοντας την πλήρη αποδιοργάνωση των βρετανο-ιταλικών δυνάμεων.
Περί την 11:30 το 3/440 είχε καταλάβει το Πυλί και λόγω της χαλαρής αντίστασης των εκεί Ιταλών, διατάχθηκε να στραφεί προς την Αντιμάχεια..
Τα πυρά πυροβολικού στην Αντιμάχεια αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά, οι καταδρομείς συνέχιζαν να προελαύνουν και μετά το μεσημέρι κατέλαβαν τρεις πυροβολαρχίες, δύο πεδινές και την 62η αντιαεροπορική των 75χιλ.
Μάλιστα, η 62η πυροβολαρχία υπό τον Ιταλό λοχαγό Νάσκα συντάχθηκε με τους Γερμανούς κι έστρεψε τα πυρά της κατά βρετανικών στόχων. Ούτε στα περίχωρα της πόλης φάνηκαν αποτελεσματικά τα πυρά του ιταλικού πυροβολικού. Περί την 13:00 το γερμανικό 2/65 τάγμα ήρθε σε επαφή με τους δύο λόχους του 1/Ντάραμ.
Λόγω μιας εσφαλμένης πληροφορίας ο 3ος Λόχος Ντάραμ είχε μετακινηθεί στα ανατολικά της Κω, για να αποκρούσει μία υποτιθέμενη απόβαση στον Άγιο Φωκά., και δεν μπορούσε να ενισχύσει τον 1ο και το Λόχο Διοίκησης, που ήταν έτοιμοι να καταρρεύσουν υπό την πίεση του 2/65.
Στο μεταξύ το 2/16 είχε λάβει θέσεις στα υψώματα πάνω από το Πλατάνι και έβαλλε κατά του αρχηγείου του Τάγματος Ντάραμ και των θέσεων του ιταλικού πυροβολικού. Ο αιφνιδιασμός των βρετανο-ιταλικών δυνάμεων ήταν τέτοιος, ώστε αρχικά εξέλαβαν τα γερμανικά πυρά ως άστοχα φίλια πυρά. Εν συνεχεία ανταπέδωσαν σφοδρά πυρά πυροβολικού, αλλά η επιμονή τωνΓρεναδιέρων και οι επιθέσεις των Stukaπερί τις 14:30 έφεραν το 2/16 σε απόσταση 2 χλμ από το Πλατάνι, το οποίο κατέλαβαν λίγο μετά την 18:00.
Στις 17:10 οι καταδρομείς κατέλαβαν το αεροδρόμιο της Αντιμάχειας και συνέλαβαν 33 Βρετανούς. Όσοι είχαν απομείνει από τον 4ο Λόχο Ντάραμ και από το προσωπικό εδάφους τηςRAF, διέρρευσαν προς την Καρδάμαινα.
Η άμυνα των Βρετανών στο Ιντζιρλίκι είχε καταρρεύσει από ώρα. Περί την 18:00 το 2/65 είχε καταλάβει τον αεροδιάδρομο της Λάμπης και μαζί με το 2/16 έπαιρνε θέσεις γύρω από την Κω, την οποία οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει αναζητώντας ασφάλεια στις εξοχές. Στη διάρκεια της νύχτας ο Κένυον συνέπτυξε, όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει, στα ΝΔ της πόλης, ενώ πολλοί Βρετανοί και λίγοι Ιταλοί διέφυγαν στις τουρκικές ακτές.
Αγνοώντας τις νυχτερινές κινήσεις των Βρετανών, με το πρώτο φως της ημέρας στις 4 Οκτωβρίου ηLuftwaffe άρχισε να σφυροκοπεί τις κενές πλέον θέσεις, που κατείχαν το προηγούμενο απόγευμα.
Περί την 06:00 τα 2/65 και 2/16 άρχισαν να μπαίνουν στην πόλη της Κω και περί την 07:00 είχαν ολοκληρώσει την κατάληψή της.
Νωρίς το πρωί το 3/440 απέκτησε επαφή με τους καταδρομείς στην Αντιμάχεια. Γρεναδιέροι και καταδρομείς υποστηριζόμενοι από δύο αυτοκινούμενα πυροβόλα των 20χιλ και δύο αντιαρματικά των 75χιλ, προέλασαν προς την Καρδάμαινα, όπου συνέλαβαν χωρίς αντίσταση μεγάλο αριθμό Βρετανών και Ιταλών.
Στο στενό της Κεφάλου οι 200 Ιταλοί υπό τον έφεδρο υπολοχαγό Francesco di Giovanni είχαν ανακόψει προσωρινά τη γερμανική προέλαση προς νότο, αλλά περί το μεσημέριυποχρεώθηκαν να συμπτυχθούν στο Θυμιανό και οι Γερμανοί κατέλαβαν το χωριό της Κεφάλου. Το απόγευμα οι Γερμανοί είχαν εκκαθαρίσει και τον τελευταίο θύλακα αντίστασης στην περιοχή.
Στις 16:00 ο υποστράτηγος Μύλλερ ενημερώθηκε ότι οι δυνάμεις του είχαν εκκαθαρίσει όλη την περιοχή στα ανατολικά της πόλης ως τον Άγιο Φωκά. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και οι διοικητές των βρετανικών δυνάμεων, αντισυνταγματάρχης Κένυον, και ο διοικητής της ιταλικής φρουράς, συνταγματάρχης Λέτζιο.
Με την κατάληψη της Κω συνελήφθησαν 1.388 Βρετανοί και 3.145 Ιταλοί αιχμάλωτοι (κατά τους Γερμανούς 600 Βρετανοί και άνω των 2.500 Ιταλών). Ο συνταγματάρχης Λέτζιο και 100 ή 115 ακόμη Ιταλοί αξιωματικοί οδηγήθηκαν στον Λινοπότη, κοντά στην Αλυκή και εκτελέστηκαν σύμφωνα με την από 11 Σεπτεμβρίου διαταγή του Χίτλερ.
Οι γερμανικές απώλειες ήταν 15 νεκροί και 70 τραυματίες ή 20 νεκροί και 88 τραυματίες. Τα λάφυρα των Γερμανών περιελάμβαναν 40 πυροβόλα, 16 αντιαεροπορικά πυροβόλα, 1 αποβατικό αρματαγωγό, 12 οπλισμένα ψαροκάϊκα, 11 άθικτα αεροσκάφη, φορητό οπλισμό επαρκή για 5.000 άντρες και πολύ μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών, καυσίμων και λοιπών εφοδίων.
Λίγο μετά την κατάληψη της Κω άρχισαν να συγκεντρώνονται στο νησί οι γερμανικές δυνάμεις, που επρόκειτο να επιτεθούν στη Λέρο. Στις 16 Νοεμβρίου έπεσε η Λέρος μετά από ανηλεείς βομβαρδισμούς περίπου 50 ημερών και χερσαίες επιχειρήσεις 4 ημερών ˙ στις 18 οι Γερμανοί κατέλαβαν και τα τελευταία υπό συμμαχική κατοχή νησιά, την Πάτμο, τους Φούρνους και την Ικαρία. Η μάχη των Δωδεκανήσων ήταν η τελευταία μεγάλη ήττα των Βρετανών και η τελευταία μεγάλη νίκη των Γερμανών. Στη συνέχεια και υπό την πίεση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων οι Γερμανοί θα άρχιζαν τη σύμπτυξη ως την τελική παράδοση της Γερμανίας.
Οι κάτοικοι των Δωδεκανήσων είχαν ήδη βιώσει δύο δεκαετίες σκληρής φασιστικής κατοχής και επρόκειτο να βιώσουν εν συνεχεία τη ναζιστική αγριότητα, που συν τοις άλλοις αφάνισε την εβραϊκή κοινότητα των νησιών.
Επίλογος
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ηττημένοι Γερμανοί έχασαν τις αποικίες τους και ήταν απολύτως φυσιολογικό ότι και στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα συνέβαινε κάτι ανάλογο. Μία προφανής απώλεια για τους Ιταλούς θα ήταν τα Δωδεκάνησα, που απείχαν πολύ από το μητροπολιτικό ιταλικό έδαφος και δεν είχαν γηγενή ιταλικό πληθυσμό. Τα νησιά αυτά συνορεύουν με την Ελλάδα και η Τουρκία και έχουν πληθυσμό και των δύο εθνοτικών προελεύσεων. Συνεπώς αυτές οι δύο χώρες μπορούσαν να εγείρουν εδαφικές διεκδικήσεις επί των Δωδεκανήσων. Η Ελλάδα πλεονεκτούσε, διότι ο εκεί ελληνικός πληθυσμός υπερείχε συντριπτικά του τουρκικού, διότι η χώρα είχε συνταχθεί εξ αρχής υπέρ των Συμμάχων και διότι Δωδεκανήσιοι εθελοντές παρά την ιταλική υπηκοότητά τους είχαν πολεμήσει δίπλα στις βρετανικές δυνάμεις εναντίον των Γερμανών στην Κεντρική Μακεδονία. Η Τουρκία δεν φαινόταν να νομιμοποιείται για μεταπολεμική διεκδίκηση των Δωδεκανήσων, διότι μέχρι το τέλος αρνήθηκε να λάβει μέρος στις επιχειρήσεις κατά του Άξονα. Οι Βρετανοί δεν είχαν καμία δικαιολογητική βάση, για να διεκδικήσουν τα Δωδεκάνησα. Ωστόσο δεν έχασαν τόσο προσωπικό και πολεμικό υλικό, από απλή διπλωματική απερισκεψία ή στρατιωτική ανικανότητα.
Σύμφωνα με το άρθρο 15 της Συνθήκης της Λωζάνης η Τουρκία είχε παραιτηθεί από κάθε διεκδίκηση επί των Δωδεκανήσων υπέρ της Ιταλίας. Ενώ, λοιπόν, ήταν προφανές ότι η Ιταλία θα υποχρεωνόταν να παραιτηθεί από κάθε διεκδίκηση επί των Δωδεκανήσων, ήταν θέμα μεταπολεμικών διαπραγματεύσεων υπέρ ποιας χώρας θα παραιτείτο. Μέχρι να ληφθεί η σχετική απόφαση οι Άγγλοι πέτυχαν να τους παραχωρηθούν τα νησιά και ενεργούσαν, ώστε να παραμείνουν οριστικά στην κατοχή τους. Αν το πετύχαιναν, θα κατασκεύαζαν άλλο ένα ζήτημα με προδιαγραφές Κύπρου, όπως δείχνουν οι ενέργειές τους σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Τελικά δεν πέτυχαν ούτε τα Δωδεκάνησα να κρατήσουν ούτε σύστημα εγγυήσεων να επιβάλουν, αλλά πέτυχαν να επιβάλουν μειωμένα κυριαρχικά δικαιώματα στην Ελλάδα, με την έννοια ότι η Συνθήκη Ειρήνης με την Ιταλία προβλέπει την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών.
Δέτσης Λευτέρης - Detsis Lefteris