1866.—Ο Τούρκος έν Κρήτη αρχιστράτηγος Μουσταφά πασσάς, θέλων νά εκδικηθή τούς επαναστάτας διά τάς αλλεπαλλήλους ήττας τών πασσάδων Σαβρή καί Γιαχιά, ορμά μέ δύναμιν 12—15।000 στρατού καί 28 πυροβόλα είς τήν επαρχίαν Μυλοποτάμου. Είς τήν εκεί Μονήν τού Αρκαδίου, χρονολογουμένην από τής εποχής τού Ηρακλείου (εκτίσθη πιθανόν τώ 641) καί τιμωμένην επ’ ονόματι τού Κωνσταντίνου, ευρίσκοντο 900 περίπου άνθρωποι, έκ τών οποίων 250 ασθενείς ή τραυματίαι καί 400 γυναικόπαιδα. Η φρουρά απετελείτο έκ 250 ανδρών, υπό αρχηγόν τόν γενναίον έκ Βυτίνης αξιωματικόν Ιωάννην Δημακόπουλον. Παρά τό πλευρόν του ευρίσκοντο καί οί έκ τής ελευθέρας Ελλάδος εθελονταί ανθυπασπιστής τών πυροσβεστών Ξάνθης, Αδαμάντιος Πετρίτσης, Λοντόπουλος, Χαιρέτης, Μορίτσης, Ράλλης, Μιττόφ καί άλλοι. Ηγούμενος τής μονής ήτο ό Γαβριήλ Μάνεσης. Ο Μουσταφά πασσάς ήρχισε σφοδρόν κνονιοβολισμόν κατά τού Αρκαδίου μέ πολιορκητικά πυροβόλα, τά οποία μετέφερεν έκ Χανίων, ταυτοχρόνως δέ, τήν 7ην Νοεμβρίου, προέτεινεν είς τούς εγκλείστους νά παραδοθούν. Αλλ’ ούτοι απέρριψαν τάς προτάσεις του καί, έπειτα από κατανυκτικήν λειτουργίαν είς τόν ναόν, έλαβον τήν απόφασιν νά αποθάνουν υπέρ πίστεως καί πατρίδος. Πρός τούτο ήνοιξαν παρά τήν είσοδον τής μονής καί είς άλλα σημεία υπονόμους, τάς οποίας εγέμισαν μέ πυρίτιδα. Τήν 8ην Νοεμβρίου, οί Τούρκοι ενήργησαν γενικήν επίθεσιν, ήτις απεκρούσθη μέ πολλάς δι’ αυτούς απωλείας. Τήν 9ην Νοεμβρίου, τά πυροβόλα τού Μουσταφά ήνοιξαν μέγα ρήγμα παρά τό ηγουμενείον. Εν τω μεταξύ, ό πρό τής μονής χώρος είχε στρωθή μέ πτώματα Τούρκων. Αλλά καί έκ τών γενναίων υπερασπιστών τής μονής είχον απομείνει μόνον 70. Οι Τούρκοι κατώρθωσαν νά διαρρήξουν τήν σιδηράν θύραν τής μονής καί εισέδυσαν εντός αυτής. Ο ηγούμενος τής μονής Γαβριήλ, συμφώνως πρός τά προαποφασισθέντα, όταν είδε ότι ή μονή είχε πληρωθή Τούρκων, έθεσε πύρ είς τήν πυριτιδαποθήκην. Χριστιανοί καί Τούρκοι ανετινάχθησαν τότε είς τόν αέρα. Οι ευρόντες τον θάνατον εκ των Τούρκων υπερέβησαν τούς δισχιλίους. Εκ των πολιορκουμένων, ελάχιστοι, οίτινες ηγωνίζοντο είς άλλα σημεία τής μονής, κατώρθωσαν, επωφελούμενοι τής συγχύσεως νά διαφύγουν. Οι Τούρκοι κατέσφαξαν 65 γυναικόπαιδα καί 43 τραυματίας, οίτινες είχαν σωθή επίσης έκ τής εκρήξεως. «Η Ιστορία, έγραψε ό Επ. Κυριακίδης, αποκαλύπτεται μετά θαυμασμού ενώπιον τοιούτων γεγονότων καί ό ιστοριογράφος είς τού οποίου τό έθνος ανήκουσιν άνδρες επιτελούντες τοιαύτα, περιστέλει μετά δυσχερείας τήν κατακλύζουσαν αυτόν συγκίνησιν, διότι τοίς ποιηταίς απόκειται ή εξύμνησις αυτών. Έκεί όπου ή επιστήμη σιωπά, έρχεται νά ομιλήση ή τέχνη».
.
.
Αφήγηση του διασωθέντος Ανδρέα Εμμ. Μπιρίκου(1)
.
.
.
«Τρίτη μέρα αξέχαστα ήρθανε πρωί πρωί οι Τούρκοι στ’ Αρκάδι την ώρα που λειτουργούσανε. Εγώ ήμουν δίπλα στο μπάρμπα μου το Γούμενο μέσα στην Εκκλησία και έρχεται ο βαρδιάνος και του λέει: «Γούμενε, το «Νίκη» επαίξανε στα Σκουλούφια και πέψε να δεις ανε φαίνωνται οι Τούρκοι». Ως τ’ άκουσεν ο Γούμενος έπεψε ένα ογρήγορο πολεμιστή κι οντεν εγύρισε εφώνιαξε απού τη πόρτα: «Ετοιμαστήτε, οι Τούρκοι όπου να ‘ναι φτάνουνε στο Μοναστήρι». Ετοτεσάς εγίνηκε στο Μοναστήρι μεγάλη φασαρία. Οι άντρες επιάσανε τ’ άρματα κι επήγανε στα μιτιρίζα και τα γυναικόπαιδα είπενε ο Γούμενος και μαζωχτήκανε στα κελλιά και στα Μεσοκούμια. Πολλοί ερρίχνανε μπαλωτές στον αέρα κι εφωνιάζανε «καλώς ωρίσετε».
Πριν κλείσουνε τσοι πόρτες του Μοναστηριού, εβάλανε μέσα ούλα τα ζωντανά κι απόεις εστελιώσανε την πόρτα με μεσοδόκια και πελέκια.
Απής εζώσανε οι Τούρκοι το Μοναστήρι εμήνυσε πάλι ο Πασσάς του Γουμένου να παραδοθούνε και δε μας κάνουνε πράμα, κι όντιμως μερικοί για να δοκιμάσουνε τσοι Τούρκους εβγάλανε στην Χανιώτικη Πόρτα από πάνω ένα Τουρκάκι πούχανε πιασμένο αποβραδύς κι ό,τι ώρα είδανε οι Τούρκοι το κοπέλλι του παίξανε και το σκοτώσανε κι αποκειδά εκαταλάβανε οι Χριστιανοί, είντα τύχη τσ’ ανήμενε.
Την πρώτη μέρα, στσ’ οκτώ του Νοέμπρη τσ’ έντεκα το βράδυ άλε τούρκα (5 μ.μ.) αρχίξανε να παίζουνε καννωνιές στην πόρτα, μ’ αυτή δεν επάθαινε κακό κι εφωνιάζανε οι γ’ εδικοί μας «α δε βαρειούνται, ας χτυπούνε μα κι η πόρτα και τα μπεντένια (τείχη) δεν πέφτουνε».
Το ίδιο βράδυ εξαναμήνυσε ο Πασσάς να παραδοθούνε κι όμως τσοι μαντατοφόρους του αρχίξανε στσοι μπαλωτές και φύγανε.
Τα μεσάνυχτα τσ’ ίδιας μέρας εφέρανε ένα μεγάλο καννώνι κι εστέσασίν το αντίκρυτα στη Χανιώτικη Πόρτα. Ξημερώματα στσ’ εννιά του Νοέμπρη εμάζωξε ο Γούμενος στην εκκλησιά τα γυναικόπαιδα και τσοι πολεμιστές κι εκειά γίνηκε ένα πράμα, που ώστε να ζω θα το θυμούμαι.
Έπαιρνε ο ένας τ’ αλλού συγχώρεση και εσίμωνε και τον εμεταλάβενε ο Γούμενος. Κι απόκειας ο Γούμενος εστάθηκε στην πόρτα τσ’ Εκκλησάς και μίλησε για την Πίστη, για την Πατρίδα, για το μεγάλο αγώνα και τη λευτεριά μας.
Το πρωί αρχίσανε οι Τούρκοι με τη μπουρμπάρδα κι επαίζανε τση πόρτας. Με πέντε – έξε καννωνιές εχαλάσανε την πόρτα. Από το χάλασμα αυτό εμπήκανε και πατήσανε οι Τούρκοι το Μοναστήρι…
Δυο λαγούμια είχανε ανοίξει οι Χριστιανοί, ένα στην ανατολική κι ένα στη δυτική μεριά. Όταν εμπήκαν πολλοί Τούρκοι, έβαλαν φωθιά στο λαγούμι της δυτικής μπάντας, μα δεν επήρενε φωθιά, γιατί είχε βραχεί το μπαρούτι.
Μια ώρα πέρασε από τότες, που μπήκανε οι Τούρκοι στ’ Αρκάδι και βάνει ο Κωστής ο Γιαμπουδάκης φωθιά με μπιστόλα στο μπαρούτι της κρασαποθήκης. Εμούχρωνε μπλειό (άρχισε να νυκτώνει), όταν βγήκε μια λάμψη θεόρατη κι ακούστηκε ένα βρούχος σα να παίξανε χίλια καννώνια, κι εσείστηκε η γης ούλη. Ο Γούμενος είχενε σκοτωθεί στην ταράτσα δυο ώρες πριν. Αυτό τόμαθα από άλλους, που τον ηύρανε…
Ένα μπαϊράκι 36 Λιβαδιώτες, Κρανιώτες και Ζωνιανοί ήσανε σφαλισμένοι στην «Τράπεζα». Οι Τούρκοι των είπαν να παραδοθούν και δε θα πάθουν τίποτα. Σκέφτηκαν: «Και να δώσωμε τα τουφέκια μας κακό και να μη τα δώσωμε, χωρίς φυσέκια είναι άχρηστα. Τότε ας τα δώσωμε και μπορεί να σωθούμε». Άμα τάδωσαν τους έσφαξαν. Στη μεγάλη Τράπεζα φαίνονται ακόμη οι μαχαιριές.
Το βράδυ στση εννιά του Νοέμβρη μπήκε ο τακτικός στρατός στη Μονή. Δόθηκε επίσημος υπόσχεσις ότι δεν θα σκοτωθεί κανείς κι έτσι όσοι ζούσανε στα κελλιά παραδοθήκανε κι ήμαστε ούλοι μαζί 114 ψυχομέτρι. Τσοι εθελοντές ετουφεκίσανε. Εκείνοι που φερθήκανε άγρια στους αιχμαλώτους ήσανε οι ντόπιοι Τούρκοι».
Ο γέρος ετελείωσε τη διήγησή του μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό και πρόσθεσε: «Αυτό το κακό και το θρήνος, που έγινε στο Μοναστήρι, θα το διηγούνται χρόνοι και αιώνες».
*Απόσπασμα αφήγησης διασωθέντος Ανδρέα Μπιρίκου από το μνημειώδες έργο του Μητροπολίτη Τιμόθεου Βενέρη «Το Αρκάδι δια των αιώνων».
(1) Ο Ανδρέας Μπιρίκος ή Μπιρικάκης γεννήθηκε στο Πίκρι Ρεθύμνης το 1848. Υπήρξε υποτακτικός (δασκάλι) του Ιερομόναχου της Μονής Αρκαδίου Χρυσάνθου Βογιατζάκη. Θυμάται την επαναστατική κίνηση στη Μονή κατά την επανάσταση του Μαυρογένη και ιδιαίτερα το Αρκαδικό δράμα, καθότι διέμενε τότε στο Αρκάδι με την οικογένειά του. Μετά τη σύλληψή του κατόρθωσε να δραπετεύσει από τη θέση «Μετοχάκι» τη νύχτα της 9 Νοεμβρίου 1866. Πέθανε στο Πίκρι στις 14-12-1932.
.
.
Πηγή: Το κείμενο το βρήκα στην σελίδα του “Scribd” και δυστυχώς δεν έφερε την πρωταρχική πηγή.
.