Ο Ρωμέϊκος στρατός 10Ο Αιώνα ήταν ο καλύτερα οργανωμένος, ο καλύτερα εκπαιδευμένος ο καλύτερα εξοπλισμένος και ο πιο καλοπληρωμένος στρατός που γνώριζε ο κόσμος .
ΠΡΩΤΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (324-565 Μ.Χ.)
Θρίαμβος χριστιανού ρωμηού αυτοκράτορα 4ΟΣ αιώνας μ.Χ.
Οργάνωση και Στρατολογία
Βασική μονάδα του στρατού ήταν η λεγεών. Όχι όμως η παλαιά, πολυπληθής και γι' αυτόν το λόγο δυσκίνητη ρωμαϊκή λεγεώνα με τους έξι χιλιάδες στρατιώτες της, αλλά μια ολιγάριθμη κι ευκίνητη λεγεώνα από χίλιους άνδρες. Τη νέα λεγεώνα πλαισίωναν μονάδες ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών, τα auxilia. Το ιππικό αποτελείτο από vexilationes που κάθε μια τους είχε πεντακόσιους ιππείς.
Η λεγεώνα όμως των λιμιτανέων (=συνοριακοί στρατιώτες) που ήταν εγκατεστημένος στρατός δεν χρειαζόταν να είναι ευκίνητη, διατηρούσε την παλαιά της δύναμη από έξι χιλιάδες άνδρες, η δύναμή της όμως αυτή ήταν κατανεμημένη σε τμήματα από χίλιους άνδρες περίπου το καθένα. Οι λιμιτανέοι, στην αρχή τουλάχιστον, διέθεταν και ιππικούς σχηματισμούς, τις alae, με δύναμη εξακοσίων ανδρών και τις cunei με μικρότερη δύναμη.
Αναπαράσταση 18ΟΥ αιώνα από τον κατεστραμμένο κίονα το Αρκάδιου 400 π.Χ.
Μεγάλες διαφορές παρουσιάζονται στη συγκρότηση του στρατού μετά τον 5ο αιώνα. Βασική μονάδα του στρατού του Ιουστινιανού δεν είναι πια η λεγεώνα των 1.000 ανδρών που εισήχθη από τον Μ. Κωνσταντίνο, αλλά νέα μικρότερη μονάδα, ο αριθμός (=τάγματα, κατάλογος), με δύναμη 300-400 άνδρες. Έξι ως οκτώ αριθμοί συνιστούν μία μοίρα και δύο τρείς μοίρες ένα μέρος. Η μεγάλη μονάδα δηλαδή του βυζαντινού στρατού περιλαμβάνει 6.000-9.000 άνδρες, πράγμα που την κάνει πιο αυτόνομη στις ενέργειές της.
Εκτός, όμως, από τους αριθμούς ο στρατός του 6ου αι. περιλαμβάνει και σώματα φοιδεράτων (foederati), συμμάχων και βουκελλαρίων (από το bucellum=γαλέτα). Οι φοιδεράτοι ήταν ιππικά σώματα από βαρβάρους και ντόπιους, όχι μόνο από βαρβάρους όπως γινόταν παλαιότερα. Αντίθετα, οι σύμμαχοι ήταν συγκροτημένα βαρβαρικά σώματα στην υπηρεσία του βυζαντινού κράτους. Οι βουκελλάριοι τέλος, ήταν σώματα ενόπλων μισθοφόρων, που στρατηγοί κυρίως, αλλά και άλλοι ανώτατοι αξιωματούχοι και απλοί μεγαλογαιοκτήμονες ακόμη, διατηρούσαν για την προσωπική τους φρουρά και ασφάλεια. Οι βουκελλάριοι διακρίνονταν σε υπασπιστές και δορυφόρους. Οι δορυφόροι ήταν ανώτεροι, αποτελούσαν είδος δόκιμων αξιωματικών, κι όταν αναλάμβαναν την υπηρεσία τους έδιναν όρκο πίστης όχι μόνο στον άμεσο αρχηγό τους αλλά και στον αυτοκράτορα. Μ' αυτό τον τρόπο καταβαλλόταν προσπάθεια να αμβλυνθεί η επιρροή του στρατηγού και να στερεοποιηθούν οι συνεκτικοί δεσμοί ανάμεσα στον αυτοκράτορα και στο τμήμα αυτό του στρατού.
Ρωμέηκο ιππικό σε επίθεση.
Τρεις ήταν οι τρόποι στρατολογίας του βυζαντινού στρατού κατά τους 4ο και 5ο αι.: ο κληρονομικός, ο εθελοντικός και ο φορολογικός. Ο πρώτος περιελάμβανε άτομα που ήταν υποχρεωμένα να υπηρετήσουν επειδή ήταν γιοι στρατιωτών. Ο δεύτερος περιελάμβανε εθελοντές, τόσο βυζαντινούς όσο και βάρβαρους μισθοφόρους. Οι βάρβαροι μπορούσαν να μπουν στη στρατιωτική υπηρεσία του Βυζαντίου, είτε σαν μεμονωμένα άτομα είτε μαζικά, όταν με τον όρο αυτό τους είχε επιτραπεί να εγκατασταθούν στο κράτος (laeti, dediticii, gentiles), είτε σαν οργανωμένα στρατιωτικά σώματα μισθοφόρων, έπειτα από ειδική συμφωνία με τις βυζαντινές αρχές. Τέλος, κατά το φορολογικό τρόπο στρατολογίας η περιουσία των βυζαντινών φορολογουμένων υπολογιζόταν σε capitula και οι φορολογούμενοι ή μόνοι τους ή μαζί με άλλους έδιναν για στράτευση έναν ή περισσότερους από τους ανθρώπους τους, ανάλογα με τον αριθμό των capitula.
Τον 5ο αι. έγιναν μεγάλες μεταβολές στη στρατολογία του βυζαντινού στρατού. Η συνεχής αύξηση του βαρβαρικού στοιχείου και η κατάληψη από τους βαρβάρους ανωτάτων και καίριων θέσεων στο στρατό προκάλεσαν αντιδράσεις εκ μέρους των Βυζαντινών. Οι αντιδράσεις αυτές βρήκαν την πρώτη τους εκδήλωση στις σφαγές των Γότθων στην Κωνσταντινούπολη (400), έπειτα από τις οποίες το κράτος απαλλάχτηκε από το γοτθικό κίνδυνο.
Σκουτάτοι φορώντας ελασματοφόρους θώρακες 10ΟΣ αιώνας.
Δεύτερο αντιβαρβαρικό κίνημα κατά τα μέσα του 5ου αι. και η σαφαγή του αλανού Άσπαρος μαζί με τη σε μεγάλη κλίμακα στρατολογία των εμπειροπόλεμων ισαυρικών φύλων, που εγκαινιάζεται από τότε, απάλλαξαν εντελώς το κράτος από τη βαρβαρική απειλή.
Η μεταβολή αυτή στην προέλευση των στρατευομένων προσδιορίζει τη σύνθεση και συγκρότηση του βυζαντινού στρατού στον επόμενο, 6ο αι. κ.ε. Πράγματι, ουσιώδεις μεταβολές συμβαίνουν στην εθνολογική σύνθεση του στρατού κατά τον αιώνα αυτό. Οι οπλίτες των αριθμών, σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, κι αντίθετα προς ό,τι πιστευόταν μέχρι προ ολίγου χρόνου, ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία ντόπιοι και ονομάζονταν με το γενικό όνομα στρατιώτες.
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΙΑ
Ρωμηός στρατιώτης του 7ΟΥ αιώνα μαζί με τιτλούχο διοικητή και δεξιά οπλισμένος στρατιώτης του ιππικού μας
ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (565-1081 Μ.Χ.)
Ο όρος θέμα στη σημασία του μέρους (στρατιωτικής μεγάλης μονάδας) μαρτυρείται ήδη για το έτος 611-612. Επομένως κατά την εποχή αυτή ο όρος χρησιμοποιείται ήδη για να δηλώσει τις μεγάλες μονάδες του βυζαντινού στρατού, αν και η λέξη θέμα επειδή ήταν όρος της εσωτερικής στρατιωτικής υπηρεσίας και ορολογίας δεν μνημονεύεται παρά πολύ σπάνια στις σύγχρονες πηγές.
Όλο σχεδόν τον 7ο αι. τα θέματα του βυζαντινού στρατού βρίσκονται σε διαρκή κίνηση για να αποκρούσουν τους Πέρσες και έπειτα τους Άραβες. Τέλος κατά το τελευταίο τέταρτο του 7ου αι. το Βυζάντιο κατορθώνει να αποκρούσει το πρώτο κύμα της αραβικής εισβολής και να ρίξει τους Άραβες οριστικά πέρα από τα όρια της Μ. Ασίας. Τα θέματα τότε αναλαμβάνουν στατική πια αποστολή. Συν τω χρόνω, και εξαιτίας των δυσκόλων περιστάσεων που είχαν σαν αποτέλεσμα την έξαρση της σπουδαιότητας του στρατιωτικού παράγοντα, ο στρατιωτικός διοικητής του θέματος, συνεχίζοντας συνήθεια των πρώτων βυζαντινών αιώνων που τονίστηκε ιδιαίτερα από τον Ιουστινιανό Α΄, υποσκελίζει τους πολιτικούς αξιωματούχους της περιφέρειάς του και συγκεντρώνει σιγά σιγά όλες τις εξουσίες στα χέρια του.
Σαν αποτέλεσμα των εξελίξεων που διαγράψαμε προηγουμένως, το κράτος διαιρείται σε στρατιωτικές διοικήσεις ανεξάρτητες η μια από την άλλη. Αρχηγός όλων των διοικήσεων αυτών και αρχιστράτηγος των βυζαντινών δυνάμεων ήταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας, που όμως μπορούσε να μεταβιβάσει σε καιρό πολέμου την αρχηστρατηγία σε οποιονδήποτε έκρινε ικανό γι' αυτήν. Παρόλο που οι νέες διοικήσεις ήταν ανεξάρτητες και ισότιμες η μια με την άλλη, διέφεραν μεταξύ τους στην έκταση και, φυσικά, στην αριθμητική δύναμη των στρατευμάτων τους. Κατά το πρώτο τρίτο του 9ου αι. υπήρχαν οι εξής στρατιωτικές διοικήσεις (θέματα): των Αρμενιακών, Ανατολικών, Οψικίου, Κιβυρραιωτών, Θράκης, Μακεδονίας, Στρυμόνος, Θεσσαλονίκης και Ελλάδας. Στα επόμενα χρόνια η κατάτμηση των διοικήσεων συνεχίστηκε και τούτο είχε σαν συνέπεια τη σμίκρυνση των παλαιών και τη δημιουργία πολλών νέων, μικρών στην έκταση θεμάτων. Ορισμένα περάσματα των συνόρων (=κλεισούρες), στρατηγικά καίρια για την άμυνα των βυζαντινών συνόρων, απέκτησαν ενισχυμένη φρουρά κι αποτελούσαν ειδικές στρατιωτικές διοικήσεις, τις κλεισουραρχίες.
Εκτός από τα θεματικά στρατεύματα, τις βυζαντινές ένοπλες δυνάμεις συμπλήρωναν τα τάγματα της αυτοκρατορικής φρουράς. Κατά τον 9ο αι. τα τάγματα συγκατέλεγαν τα εξής τμήματα:
α) τις σχολές, που ήταν σώμα από έφιππους και πεζούς στρατιώτες. Επικεφαλής τους ήταν ο δομέστικος των σχολών,
β) τους εξκουβήτορες, σώμα που το ίδρυσε ο Λέων Α΄το 468. Διοικούνταν στην αρχή από έναν κόμητα, κι από τον καιρό του Λέοντα Γ΄ από ένα δομέστικο. Οι εξκουβήτορες χρησιμοποιούνταν συχνά σε εμπιστευτικές αποστολές,
γ) τον αριθμό ή βίγλα, μ' επικεφαλής ένα δρουγγάριο. Το σώμα τούτο συγκροτήθηκε από τον Αρκάδιο και κύρια αποστολή του ήταν η φρούρηση του παλατιού ή στις περιπτώσεις εκστρατείας, της αυτοκρατορικής σκηνής,
δ) των ικανάτων, του νεότερου σώματος της φρουράς, που συγκροτήθηκε από τον Νικηφόρο Α΄ . Τα τμήματα που αναφέραμε, ήταν, αντίθετα με την παλαιότερη ανακτορική φρουρά, μάχιμα. Ήταν καταυλισμένα εν μέρει στην Κωνσταντινούπολη την ίδια και εν μέρει στα περίχωρά της.
Βαράγγοι
Την κυρίως αυτοκρατορική φρουρά αποτελούσε η εταιρία, σώμα ξένων μισθοφόρων, αρχικά σλαβικής και τουρκικής καταγωγής, αργότερα όμως παντοδαπής προελεύσεως. Κατά τα τέλη του 10ου αι. η εταιρία ενισχύεται με τη συγκρότηση ενός νέου σώματος, των Βαράγγων, μισθοφόρων σκανδιναβικής και ρωσικής καταγωγής που αποτελούσαν την Ντρουζίνα. Συν τω χρόνω οι Βαράγγοι εξετόπισαν τα τάγματα που αναφέραμε προηγουμένως και απόμειναν σαν η μόνη αυτοκρατορική φρουρά. Ενώ όμως πρώτα αποτελούνταν από Σκανδιναβούς και Ρώσους, άρχισαν από τα τέλη του 11ου αι. να στρατολογούνται κατά προτίμηση από Άγγλους.
ΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ο οπλισμός του βυζαντινού στρατού θεωρούνταν ο καλύτερος και ο πιο τέλειος της εποχής του. Ήταν ακόμη και καλύτερος του περσικού, ο οποίος και πολύ αρχαιότερος ήταν, αλλά και η τεχνική κατασκευής όπλων στην Περσία είχε εξελιχτεί σε ύψιστο βαθμό με την πάροδο των χρόνων. Τόσο τα φορητά (ελαφρά) όσο και τα βαριά όπλα του βυζαντινού στρατού υπερείχαν από όλα τα όπλα των άλλων εθνών, και την υπεροχή αυτή, το Βυζάντιο, τη διατήρησε σχεδόν καθόλη τη διάρκεια της ύπαρξής του, χάρη στα αυστηρά κρατικά νομοθετικά μέτρα, τον έλεγχο και την επίβλεψη τα οποία εφάρμοσε σε ό,τι αφορούσε τον οπλισμό. Κατασκευή όπλων επιτρεπόταν μόνο από κρατικά ελεγχόμενα ή στρατιωτικά οπλοποιεία και εργαστήρια. Οι οπλοποιοί (δεπωτάτοι ή φαβρικίσιοι) και γενικά οι κατασκευαστές όπλων ήταν γνωστοί στο κράτος, ελέγχονταν, επιτηρούνταν και απαγορευόταν σ' αυτούς η πώληση όπλων ή η γνωστοποίηση του τρόπου και μεθόδων κατασκευής τους σε ξένους. Οι παραβάτες τιμωρούνταν με σωματικές ή χρηματικές ποινές, ακόμη και με θάνατο. Η εμφάνιση των όπλων ήταν απλή, χωρίς κοσμήματα και παραστάσεις. Με την πάροδο του χρόνου όμως (10ο αι.), οι κατασκευαστές όπλων άρχισαν να τα διακοσμούν με κοσμήματα χρυσού, αργύρου, καθώς και με πολύτιμες πέτρες. Παρ' όλα αυτά, η χρήση διακοσμημένων και γενικά πολυτελών όπλων είναι περιορισμένη και μόνο επιβλητικά ήταν για να προξενούν τρόμο στον εχθρό. Τα όπλα διακρίνονταν σε φορητά (αμυντικά και επιθετικά) και σε βαριά(όπλα θέσης).
1τοξότης, 2 κούρσορας σκουτάτος και 3 κατάφρακτος.
Α. Φορητά όπλα.
α) Αμυντικά φορητά όπλα. Αυτά ήταν:
οι ασπίδες, οι οποίες καλούνταν «σκουτάρια» και οι στρατιώτες σκουτάριοι. Ο Λέοντας ΣΤ΄ ονομάζει τις ασπίδες των οπλιτών «θυρεούς» και εκείνες των ψιλών «ασπιδίκια»,
Κασίδιον 5ου αιώνα
οι περικεφαλαίες γνωστές ως κασίδες και κασίδια, ανάλογα με το μέγεθός τους και ως κόρυθες (Λέοντας ΣΤ΄), και οι οποίες έφεραν στην αρχή αιχμή και αργότερα (6ο αι.) λοφίο,
οι θώρακες οι οποίοι ήταν, ή αλυσιδωτοί ή κεράτινοι ή από δέρμα βουβάλου (γνωστοί ως ζάβες, ή σάλβες, ή λωρίκια ή κλιβάνια), ή από κένδουκλο, δηλ. πίλημα κν. κετσέ (γνωστοί ως νευρικά, ή καββάδια ή κένδουκλα),
τα χειρομάνικα, τα οποία λέγονταν και χειρόψελλα ή μανικέλλια,
οι κνημίδες, οι οποίες καλούνταν και ποδόψελλα ή χαλκότουβλα,
τα προμετώπια ή προμετωπίδια, τα οποία χρησίμευαν για την προστασία των μετώπων των ίππων των κατάφρακτων ιππέων,
τα περιστέρνια ή περιστήθια ή στηθάρια, για την προστασία των τραχήλων των ίππων και 8) τα κατανώτια, για την προστασία των οπισθίων των ίππων.
http://www.hellinon.net/Stratos1.htm
http://www.hellinon.net/Stratos1.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου