Στην ελληνική μυθολογία ο Πυλάδης ήταν πρώτος εξάδελφος και ο κυριότερος σύντροφος του Ορέστη.
Ο Πυλάδης ήταν μοναχογιός του Στροφίου από τη Φωκίδα και της Αναξίβιας, γνωστής και ως Αστυόχης, η οποία ήταν κόρη του Ατρέα ή του Πλεισθένους, και επομένως αδελφή του Αγαμέμνονα και του Μενελάου. Ο Πυλάδης ανατράφηκε μαζί με τον Ορέστη και τον παρότρυνενα εκδικηθεί τον θάνατο του Αγαμέμνονα, λέγοντάς του ότι ο φόνος της Κλυταιμνήστρας ήταν επιθυμία του θεού Απόλλωνα. Ο Πυλάδης αγωνίσθηκε και ο ίδιος ενάντια στους γιους του Ναυπλίου, που έτρεξαν να βοηθήσουν τον Αίγισθο. Συνόδευσε επίσης τον Ορέστη στην Ταυρίδα, όπου συνάντησαν την εξαδέλφη και αδελφή τους αντίστοιχα, την Ιφιγένεια, η οποία τους ακολούθησε στην Ελλάδα. Αργότερα, ο Πυλάδης πήρε ως σύζυγό του την άλλη αδελφή του Ορέστη, την Ηλέκτρα, και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Μέδοντα και τον Στρόφιο τον Νεότερο.ΑΝΑΞΙΜΕΝΗΣ
Ο Αναξιμένης, ο τρίτος στη διαδοχή Μιλήσιος φιλόσοφος, ήταν γιος του Ευρύστρατου και μαθητής του Αναξίμανδρου. Δραστηριοποιήθηκε στο δεύτερο μισό του 6ου π.Χ αιώνα και πέθανε πιθανώς σε ηλικία 60 χρονών κατά την 63η Ολυμπιάδα (528-525 π.Χ.). Για τον βίο και τις δραστηριότητες του Αναξιμένη γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα. Οι περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του βασίζονται στον Θεόφραστο, που διασώζεται περιληπτικά από τον Σιμπλίκιο. Αποσπάσματα της φιλοσοφίας του βρίσκονται σε κείμενα του Αριστοτέλη, του Πλούταρχου, του Ιππόλυτου και του Αέτιου.
ΑΔΡΑΣΤΟΣ
Στην ελληνική μυθολογία ο Άδραστος ήταν γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, βασιλιάς του Άργους. Ο Παυσανίας ονομάζει τη μητέρα του Λυσιάνασσα, ενώ ο Υγίνος Ευρυνόμη. Καταγόταν από το αιολικό γένος των Αμυθαονιδών και υπήρξε ένας από τους «Επτά επί Θήβας».
Κάποτε ο Άδραστος διώχθηκε από το Άργος από τον Αμφιάραο, οπότε κατέφυγε στη Σικυώνα, της οποίας ο βασιλιάς, ο Πόλυβος, ήταν παππούς του (πατέρας της Λυσιμάχης). Ο Πόλυβος πέθανε άτεκνος και τότε ο Άδραστος, ως στενότερος συγγενής, ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Σικυώνας. Αργότερα όμως συμφιλιώθηκε με τον Αμφιάραο και επέστρεψε στο Άργος, όπου έδωσε την αδελφή του Εριφύλη ως σύζυγο στον Αμφιάραο, με τη συμφωνία να επιλύουν στο εξής τις διαφορές τους με τη διαιτησία της Εριφύλης.
Ο Άδραστος ανέλαβε βασιλιάς στο Άργος. Με την άφιξη του καταδιωγμένου από τη Θήβα Πολυνείκη στο Άργος και τις επίμονες παρακλήσεις του να τον βοηθήσει να ξαναγυρίσει στην πατρίδα του ως βασιλιάς, ο Άδραστος αποφάσισε να στηρίξει την αξίωσή του. Συγκεκριμένα, μια νύχτα ο Άδραστος άκουσε φασαρία στον προθάλαμο του ανακτόρου του και βγήκε ανήσυχος να δει τι συνέβαινε. Βρέθηκε μπροστά σε δύο άνδρες που μάλωναν για το ποιος θα ζητήσει πρώτος τη φιλοξενία του. Ο ένας ήταν ο Πολυνείκης και ο άλλος ο Τυδέας, διωγμένος κι αυτός από τη δική του πατρίδα, την Καλυδώνα, για κάποιο φόνο που είχε διαπράξει κατά λάθος. Ο Άδραστος τους χώρισε και δέχθηκε να φιλοξενήσει και τους δύο στο παλάτι του. Ο Πολυνείκης είχε μια ασπίδα με παράσταση λιονταριού, ενώ ο Τυδέας ασπίδα με παράσταση αγριόχοιρου. Τότε ο Άδραστος θυμήθηκε πως κάποτε του είχε δοθεί ένας περίεργος χρησμός: να παντρέψει τις κόρες του με ένα λιοντάρι και με ένα αγριόχοιρο. Αμέσως κατάλαβε ότι αυτούς θα εννοούσε ο χρησμός. Πάντρεψε λοιπόν τις δύο κόρες του, τη Διηπύλη με τον Τυδέα και την Αργεία με τον Πολυνείκη (είχε και τρία άλλα παιδιά, τον Αιγιαλέα, την Αιγιάλεια και τον Κυάνιππο). Ανέλαβε έτσι όμως την υποχρέωση, ως πεθερός τους, να τους βοηθήσει να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Και πρώτα αποφάσισε να στηρίξει τη δίκαιη αξίωση του Πολυνείκη.
Σε αυτή την απόφαση ο Αμφιάραος εναντιώθηκε από την πρώτη στιγμή και αρνήθηκε να συμμετάσχει στην εκστρατεία, καθώς ως γνώστης της μαντικής ήξερε ότι από όσους θα λάβαιναν μέρος στην εκστρατεία εκείνη μόνο ο Άδραστος θα επέστρεφε ζωντανός. Κατέφυγαν λοιπόν κατά τη συμφωνία τους στη διαιτησία της Εριφύλης, η οποία δέχθηκε την άποψη του αδελφού της και παρότρυνε τον σύζυγό της να εκστρατεύσει μαζί με τους υπόλοιπους, για να αποκτήσει δόξα και τιμή. Η εκστρατεία αυτή έγινε γνωστή ως οι «Επτά επί Θήβας» (συμμετείχε και ο Τυδέας με άλλους 4 στρατηγούς). Φθάνοντας στη Θήβα, οι επτά παρατάχθηκαν με τις δυνάμεις τους μπροστά στις ισάριθμες πύλες της πόλεως. Παρόλη την ορμή και τη γενναιότητά τους, οι πολιορκητές δεν μπόρεσαν να κυριεύσουν την πόλη, γιατί αυτή ήταν η απόφαση του Δία ύστερα από την αυθόρμητη θυσία του Μενοικέως στον Άρη και τις καυχησιολογίες του Καπανέως. Στο τέλος λοιπόν, αφού σκοτώθηκαν σε μονομαχία τα δύο αδέλφια Ετεοκλής και Πολυνείκης, οι πολιορκητές τράπηκαν σε φυγή, αφού σκοτώθηκαν στη μάχη όλοι οι επικεφαλής εκτός από τον Άδραστο. Ο Άδραστος σώθηκε χάρη στο φτερωτό άλογο του Αρίωνα και έφθασε στον Κολωνό της Αττικής. Εκεί εμφανίσθηκε ως ικέτης στους Αθηναίους και με τη μεσολάβησή τους κατάφερε να πάρει πίσω τους νεκρούς του από τον νέο βασιλιά της Θήβας, τον Κρέοντα, και να τους θάψει στην Ελευσίνα, πράγμα σημαντικό (ας μη ξεχνάμε ότι όλη η υπόθεση της γνωστής τραγωδίας «Αντιγόνη» του Σοφοκλή βασίζεται στην επιχείρηση ταφής του Πολυνείκη από την Αντιγόνη).
Ο Άδραστος, αισθανόμενος βαθιά ταπείνωση από την ήττα του, ξεσήκωσε μετά 10 χρόνια τα παιδιά των σκοτωμένων ηγετών, τους «Επιγόνους» όπως ονομάσθηκαν, και εξεστράτευσε εκ νέου κατά των Θηβών. Τη φορά αυτή πέτυχε: οι Θηβαίοι νικήθηκαν, η πόλη τους κυριεύθηκε και καταστράφηκε, οι Αργείοι ανέβασαν στον θρόνο της τον γιο του Πολυνείκη, τον Θέρσανδρο, και απεχώρησαν. Και πάλι όμως ο Άδραστος στάθηκε άτυχος: σκοτώθηκε ο πολυαγαπημένος γιος του, ο Αιγιαλέας, κι έτσι ο τραγικός πατέρας μόλις έφθασαν στα Μέγαρα πέθανε από τη μεγάλη του λύπη και τάφηκε εκεί.
Ο Άδραστος τιμήθηκε πολύ στα Μέγαρα, στον Κολωνό της Αττικής και στη Σικυώνα ως ήρωας. Ιδιαίτερα στην τελευταία πόλη, τιμούσαν τα παθήματά του με γιορτές, θυσίες και ταφικούς χορούς ως την εποχή του Κλεισθένους.
ΕΙΛΕΙΘΥΙΑ
Η Ειλείθυια ή Ειλειθυία ήταν δευτερεύουσα θεότητα της Ελληνικής Μυθολογίας. Απαντάται και με τα ονόματα Ειλήθυια, Ελεύθεια, Ελενθώ ή και Ελειθώ.Ήταν ή θεά της γέννησης και των πόνων του τοκετού. Βοηθούσε τις γυναίκες να γεννήσουν και ν' αντέχουν τους πόνους της γέννας. Πριν και μετά την γέννα, οι γυναίκες της πρόσφεραν διάφορα αφιερώματα. Επειδή όμως πολλές γυναίκες πέθαιναν κατά τη διάρκεια του τοκετού, θεωρήθηκε και ως η θεά που προκαλεί θάνατο στις γυναίκες την ώρα του τοκετού. Τη λάτρευαν, επίσης, και ως θεά που φροντίζει τα νεογέννητα.
Η ονομασία Ειλήθυια, κατά τον Αδ. Ι. Αδαμαντίου φαίνεται να παράγεται εκ των αρχαίων ρημάτων "ειλέω" (=στενοχωρώ, πιέζω κλπ) και του "θύω" (=στενάζω με ορμή, τρελλαίνομαι). Κατά την αρχαία παράδοση το όνομα αυτό οφείλεται σε ικετευτική κραυγή των επιτόκων:"Ελθέ,ελθέ".
Οι περί αυτής μύθοι ποικίλλουν, αν και πολλές φορές αντιφάσκουν. Ο Όμηρος πρώτος την αναφέρει ως "έφορο" του τοκετού, και της απελευθέρωσης της εγκύου, προστάτης θεά των επιτόκων. Κόρη του Δία και της Ήρας και αδελφή της Ήβης, του Άρη και του Ηφαίστου. Υπηρετεί την Ήρα αλλά δεν διστάζει όμως ν΄ απελευθερώσει τη Λητώ, παρά τη ρητή απαγόρευση της μητέρας της Ήρας, για να γεννηθούν ο Απόλλωνας και η Άρτεμη, καθώς και την Αλκμήνη για να γεννηθεί ο Ηρακλής.
Προγενέστερα όμως αναφέρεται ο πληθυντικός "Ειλείθυιαι ως θυγατέρες του Δία και της Ήρας οι οποίες και χαρακτηρίζονται "μογοστόκοι" (=επίφοροι πόνων). Σημειώνεται ότι οι ωδίνες τοκετού, στην εποχή του Ομήρου, συγκρίνονταν με αόρατα λεπτά βέλη που έριχναν οι "Ειλείθυιες" και που διαπερνούσαν το σώμα της τίκτουσας γυναίκας προκειμένου έτσι να εξευμενιστεί. Χαρακτηριστικός είναι και ο μύθος για τη Λητώ που επί 9 ημέρες ανέμενε, την κρατούμενη από την Ήρα, Ειλείθυια (Ομηρ. ύμνος προς Απόλλωνα 117-130).
Ο Ησίοδος την θεωρεί αρωγό θεά του τοκετού, ενώ ο Ωλήν (ένας γηραιός ιερός αοιδός της Ελευσίνας) την θεωρεί μητέρα του Έρωτα που οι μετ΄ αυτής σχέσεις είναι ευνόητοι. Ο ίδιος αυτός ποιητής την αποκαλεί "Εύλινον" (=καλώς κλώθουσα) και όπως παρατηρεί ο Παυσανίας (ΙΧ 27,2) μάλλον την συγχέει με την Μοίρα της ζωής θεωρώντας την όμως αρχαιότερη του Κρόνου δίνοντας έμφαση στην αρχή των πραγμάτων.
Στη Τεγέα η θεά ονομαζόταν "Αυγή εν γόνασι" γιατί ταυτιζόμενη με την Αυγή γονατιστή γέννησε τον Τήλεφο. Εν τούτοις στο Αίγιο (από αρχαία νομίσματα) η Ειλείθυια εικονίζεται όρθια με τον αριστερό βραχίονα υψωμένο και το χέρι ανοικτό ως σημείο έκπληξης, ενώ στο δεξί φέρει πυρσό, σύμβολο της ζωής. Κατά τη δωρική παράδοση η λατρεία της θεάς μεταδόθηκε από την Κρήτη σε όλη την αρχαία Ελλάδα.
Η θεά των τοκετών λατρευόταν πάρα πολύ στην Κρήτη ως σύμβολο της μητρότητας και της γονιμότητας. Τα ιερά της βρίσκονταν κυρίως σε σπήλαια γεγονός που φανερώνει την αρχέγονη λατρεία της θεότητας. Τα Ελευσίνια Μυστήρια που σχετίζονται με τον κύκλο της βλάστησης υποστηρίζεται ότι μεταφέρθηκαν από την Κρήτη στην Αττική, ενώ είναι εμφανέστατη η ετυμολογική συγγένεια του ονόματος της θεάς και των μυστηρίων που σχετίζονται με τον ερχομό (ελεύθω - έλευσις - Ειλείθυια - Ελευσίνα), με τη γέννηση.
Η θεά είχε πολλά ιερά στην Κρήτη, ιδιαίτερα στις κεντρικές περιοχές, και η λατρεία της που ήταν διαδεδομένη όσο οπουδήποτε αλλού, διατηρήθηκε μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια και την παλαιοχριστιανική εποχή, από όσα μαρτυρούν τα ανασκαφικά ευρήματα στους τόπους - σπήλαια λατρείας. Στην Κρήτη τα ονομαστότερα λατρευτικά ιερά σπήλαια της θεάς ήταν στην Αμνισό, στην Ολούντα, στο Δικτυνναίο και στην Ίνατο, αλλά η κύρια έδρα της θεάς ήταν στην αρχαία Λατώ.
Από ότι πάντως φαίνεται υπήρχε μεγάλη σχέση της λατρείας της θεάς Ειλείθυιας με την Λητώ και στην Κρήτη, πράγμα που φανερώνει τη μεγάλη διάδοση του μύθου της γέννησης του Απόλλωνα και της Άρτεμης. Το πιθανότερο πάντως είναι ότι η θεά κατάγεται από την κρητική - μινωική μυθολογία και "πέρασε" στο δωδεκάθεο όπως συνέβη και με άλλες προελληνικές θεότητες.
Οι Ρωμαίοι παρέλαβαν τη θεότητα αυτή από τους Έλληνες και άλλοτε μεν την αποκαλούσαν "Λυκινία" άλλοτε δε, διατηρούσαν το ελληνικό της όνομα.
Ο Αλκιδάμας (γενική: του Αλκιδάμαντος ή του Αλκιδάμα) ήταν αρχαίος Έλληνας ρήτορας από την Ελαία της Μικράς Ασίας. Υπήρξε μαθητής του Γοργία και αντίπαλος του Ισοκράτη, οπότε έζησε κατά τον 4ο αιώνα π.Χ..
Σώθηκαν δύο λόγοι του Αλκιδάμαντος: Ο ένας είναι κατηγορητήριο του Οδυσσέα εναντίον του Παλαμήδη, ένα σοφιστικό δοκίμιο χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο άλλος, που επιγράφεται Περί των τους γραπτούς λόγους γραφόντων ή Περί σοφιστών, είναι μια καλογραμμένη επίθεση κατά του Ισοκράτη, τον οποίο κατηγορεί ότι δεν δίδασκε την αληθινή Ρητορική.
Ο Αλκιδάμας συνέγραψε ακόμα τον «Μεσσηνιακό» λόγο, μία βίαιη επίθεση στον «Αρχίδαμο» του Ισοκράτη. Στον λόγο αυτό, ο Αλκιδάμας ζητούσε την απελευθέρωση των Μεσσηνίων με το αξίωμα (που το αναφέρει και ο Αριστοτέλης στη Ρητορική του, ΙΙΙ 3): «όλοι οι άνθρωποι είναι απελεύθεροι της θεότητος - η Φύση δεν δημιουργεί δούλους».
ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΣ(Ο ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ)
Ο Αριστόδημος ήταν απόγονος του Ηρακλή και εγγονός του Ύλλου. Χρονικά κατατάσσεται στον 12ο αι. π.Χ., ενώ ο θάνατός του χρονολογείται το 1104 π.Χ..[1]
Ο Αριστόδημος συμμετείχε στην κάθοδο των Δωριέων μαζί με τους αδελφούς του Τήμενο, Κρεσεφόντη και τον Ιππότη ο οποίος στην πορεία εκδιώχθηκε μετά απο χρησμό της Πυθίας, εκστράτευσαν απο την Δωρίδα κατά των Αχαιών, ο Τήμενος κατέλαβε την Αργολίδα, ο Κρεσεφόντης την Μεσσηνία και ο Αριστόδημος την Λακωνία, αμαχητί αφού περιόρισε τον Βασιλιά της Λακωνίας Τισαμενό στις Αμύκλες και αργότερα με την βοήθεια προδότη τον έδιωξε και τις κατέλαβε. Αργότερα μοίρασε την Λακωνία στους δυο δίδυμους γιους του καθιερώνοντας και την συμβασιλεία. Στον Ευρυσθένη έδωσε την περιοχή των Λιμνών και στον Προκλή την Πιτάνη, οι περιοχές αυτές αργότερα ήταν δύο από τις πέντε κόμες που αποτελούσαν το Σπαρτιάτικο βασίλειο.ΕΡΓΟΤΕΛΗΣ(Ο ΚΝΩΣΣΙΟΣ)
Τον λέγαν Εργοτέλη. Πατρίδα η φημισμένη Κνωσός. Τον πατέρα του Φιλάνωρ. Την μάνα Ευμόλπια. Πέρα μακριά σιγά – σιγά χάνονταν οι ακτές της Κρήτης του νησιού του και της Κνωσού, της πόλης που γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Το προηγούμενο βράδυ ο πατέρας του Φιλάνορας τον συμβούλευε τρώγοντας το φαΐ, γιατί η οικογένεία του μετά τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί στους αγώνες για επικράτηση στην Κνωσό είχε απολέσει σχεδόν τα πάντα. Ο πατέρας κοιτώντας τον στα μάτια τούλεγε … τούλεγε… τον ορμήνευε μην ματαγυρίσει κι αν προκόψει εκεί που πάει, ας τους στέλνει κάτι τις, έτσι για να τον θυμούνται. (Η μοίρα του κάθε μετανάστη απ’ τα αρχαία χρόνια η ίδια…).
Ο Εργοτέλης, ο ταχύπους Εργοτέλης, το καμάρι της Κρήτης στους δρόμους τόχε αποφασίσει. Θα ξενιτευόταν αφού η πατρίδα του ουσιαστικά τον έδιωχνε, αρνούμενη τα αυτονόητα σ’ ένα άξιο αθλητή πούχε νικήσει σε όλους τους Αγώνες της Κρήτης, όπου είχε διαγωνισθεί. Να τον στείλει εκπρόσωπο στους Ολυμπιακούς αγώνες κι αν κέρδιζε να του δώσει αυτό που όλες οι άλλες πόλεις έδιναν στους νικητές. Όμως «αυτός» και η οικογένειά του έπρεπε να «τιμωρηθούν» γιατί ήταν από τους χαμένους των εμφύλιων πολέμων και συγκρούσεων για την τοπική εξουσία.
Σ’ ‘ένα άλλο μεγάλο νησί, την Σικελία, η Μεγάλη Ελλάδα άκμαζε. Βρισκόταν σ’ ένα ανώτερο σημείο πλούτου, ευμάρειας και δύναμης. Στην εξουσία βρισκόταν ήδη ο Ιέρωνας, ο αδελφός του μεγάλου Γέλωνα που είχε συντρίψει τον Αμίλκα και τους Καρχηδόνιους στην Ιμέρα το 480π.Χ. ( το ίδιο έτος με την ήττα των Περσών στην Σαλαμίνα).
Ο τύραννος των Συρακουσών μάζευε στην αυλή του ποιητές όπως τον Αισχύλο, τον Επίχαρμο, τον Σιμωνίδη, τον Βάγχυλο και τον Πίνδαρο, όμως αναγνωρίζοντας την δύναμη των Αγώνων, συγκέντρωνε αθλητές σε όλα τα αθλήματα για να επιδείξει την οικονομική του δύναμη και τον πλούτο της Μεγάλης Ελλάδας, της Σικελίας και των Συρακουσών απέναντι στις υπόλοιπες πόλεις της κυρίως Ελλάδας. Μ’ αυτό τον τρόπο εξαγόρασε τον Άστυλο τον Κροτυνιάτη κι έτσι μαθαίνοντας για τον «Εργοτέλη» (από τους «ωτακουστές», το περίφημο δίκτυο κατασκόπων [το πρώτο οργανωμένο σε όλη την Μεσόγειο]) που είχε οργανώσει και τα προβλήματα που είχε με την Κνωσό, τον προσκάλεσε να πάει για μόνιμη εγκατάσταση στη Σικελία. Προορισμός η Ιμέρα, η πανέμορφη πόλη της Τυρρηνικής Θάλασσας, δίπλα στις εκβολές του ομώνυμου ποταμού. (Εκεί όπου, όπως γράψαμε παραπάνω, συνετρίβη η πρώτη προσπάθεια των Καρχηδόνιων το 380π.Χ. από τον Γέλωνα).
Ο Ιέρων έχοντας ο ίδιος ως χορηγός (!) κερδίσει στην προηγούμενη Ολυμπιάδα τον στέφανο στον διαγωνισμό Κέλητος και με τον μέγα Άστυλο τον οπλίτη δρόμο, ήθελε στην 77η Ολυμπιάδα του 472 π.Χ. να ξαναπετύχει το ίδιο. Να «νικήσει» ο ίδιος με τον Κέλη του και ο Εργοτέλης ως Ιμεραίος πλέον (πόλη «δική» του) έναν αγώνα δρόμου. Ο Άστυλος, ο έμπειρος, τον συμβούλεψε να ποντάρει στον νεαρό Κρητικό. Του είπε ότι αυτός θα τον προπονούσε και θα τον συμβούλευε και ο Ιέρων συμφώνησε.
Ο Εργοτέλης ακούγοντας την δελεαστική προσφορά από τους απεσταλμένους του Ιέρωνα δεν χρειάστηκε πολύ για να αποφασίσει. Το καράβι είχε βγει πια στο ανοικτό πέλαγος. Μια καινούργια ζωή τον περίμενε στο νησί του Ιέρωνα. (Αυτά έγιναν το 473π.Χ.).
Τον επόμενο χρόνο ήταν η χρονιά των Ολυμπιακών. Με το που εγκαταστάθηκε στην φιλόξενη Ιμέρα, ο Άστυλος, ο Μέγας Δρομέας άρχισε να τον προπονεί. Του έδινε την πείρα και τις γνώσεις του. Τον εμψύχωνε και τον δυνάμωνε ψυχικά μέρα με τη μέρα. Οι Ολυμπιακοί έφτασαν. Θα ήσαν οι πρώτοι που θα γινόταν σε 5 ημέρες. Κι αυτό γιατί τα αθλήματα είχαν γίνει πολλά. Και ο συναγωνισμός τεράστιος. Κάθε πόλη έστελνε Αθλητές της παντού, προσδοκώντας αίγλη και δύναμη σε περίπτωση νίκης.
Ο Άστυλος τον είχε «φτιάξει» να τρέξει στον δόλιχο δρόμο. Είχε διαπιστώσει ο Εργοτέλης έναν ασύγκριτο τρόπο να κερδίζει τους αντιπάλους, επιταχύνοντας συνεχώς από 12ο Στάδιο (2.300 περίπου μέτρα) μέχρι το τέλος. Κανένας δεν μπορούσε να του αντισταθεί σ’ αυτό το δυναμικό ρυθμό που έδινε, εξουθενώνοντας τους αντιπάλους.
Έχοντας δει (ο Άστυλος) τον μεγαλύτερο (ανώτερο) δρομέα που είχε περάσει από την Ολυμπία (κι όπως φαίνεται και στους αγώνες που ακολούθησαν) τον Λάδα τον Λακεδαιμόνιο (στην προηγούμενη Ολυμπιάδα το 476π.Χ.) αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν ζούσε ο άτυχος Σπαρτιάτης στην αναμέτρηση με τον εκπληκτικό Κρητικό;
Έσφιξε τα χείλη του και προσηλώθηκε στον Αφέτη… Ο Δόλιχος ξεκινούσε. Τα πλήθη που είχαν συρρεύσει παρακολουθούσαν. Ο Ιέρων δίπλα του παραληρούσε. Οι Δρομείς έτρεχαν δίπλα – δίπλα στα πρώτα στάδια. Ο Άστυλος ο προπονητής τον περίμενε. Έφθασαν στον 12ο γύρο (στάδιο). Τότε η γνώριμη μελαχρινή φιγούρα με το σγουρό μαλλί ξεπετάχτηκε. Αρχίζοντας μια επική προέλαση που διεύρυνε μέτρο με μέτρο την διαφορά με τους υπόλοιπους δρομείς. Κάθε στάδιο που περνούσε ο κόσμος τον αποθέωνε. Στο τέλος ο Άστυλος τον περίμενε σφίγγοντάς τον στην αγκαλιά του.
Τα κατάφερες, παιδί μου, του είπε. Προπονητής και Αθλητής βουρκωμένοι έμειναν πολλή ώρα ο ένας μέσα στον άλλο ένα κουβάρι, ενώ το πλήθος τους αποθέωνε. Ο Ιέρων κατέβηκε από τη σκηνή του, τους πλησίασε, τους αγκάλιασε και σηκώνοντας το χέρι του Εργοτέλη φώναξε: «Άξιος, πρώτος της τύχης γιος, ο Εργοτέλης του Φιλήνορα».
Πήγε πάλι στη σκηνή του. Κοντά του ο διάσημος Πίνδαρος. Του έδωσε εντολή: Τη νίκη αυτή δόξασέ την Πίνδαρε, όπως του αρμόζει…
Ο Πίνδαρος χρόνια μετά τις μεγάλες νίκες του Εργοτέλη που ακολούθησαν, έγραψε τον περίφημο 12ο Ολυμπιόνικο, τον οποίο αυτούσιο μεταφρασμένο μεταφέρομε στο ταπεινό αυτό κείμενο.
για τον οποίο πληροφορίες άντλησα από το www.horizontes.gr.