Προ τριακονταετίας και πλέον, νεαρός Αθηναίος, εκ τών λογίων νέων της εποχής τοϋ «Αττικού Ημερολογίου» του Ροΐδου, του Αγγέλου Βλάχου καί των δύο Βυζαντίων, απήρχετο αθορύβως εις τό Παρίσι — εις τους «Παρισίους» έλεγαν τότε — δια να «τελειοποιηθή». Ονομάζετο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος. Ώχρόλευκος, λεπτοφυής, μέ σγουρά μαλλιά καί μέ μεγάλα, μαύρα, ρεμβώοη μάτια ποιητοΰ. Είχεν ήδη εκδώσει τήν πρώτην του συλλογήν, «Τρυγόνες καί Έχιδνες» καί μικρόν φυλλάδιον υπό τον τίτλον «Όλίγαι λέξεις» επί της φιλολογικής Έριδος μεταξύ τών κ. κ. Αγγέλου Βλάχου καί Σ. Δ. Ροΐδου. Ισχνοτάτη φιλολογική αποσκευή, ή οποία ούτε τ' όνομάτου είχε κάμει πολύ γνωστόν, ούτε έδιδε μεγάλας ελπίδας περί τοϋ μέλλοντος τοΰ νέου εις τους ολίγους, οί όποιοι τόν έγνώριζαν. Μετά είκοσι πέντε χρόνια, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος έπανήρχετο εις τας Αθήνας. Ηκολούθει ένα γαλλικόν θίασον, ο οποίος επρόκειτο να παίξη κι' εδώ τό αριστούργημά του.΄Ηρχετο πλέον ο Ζάν Μωρεάς, ως ποιητής της «Ιφιγενείας», ώς ένας από τους κορυφαίους τοϋ συγχρόνου Γαλλικού Παρνασσού. Τό όνομά του παγκόσμιον, ή δόξα του μεγάλη. Μέ πόσην συγκίνησιν, αλλά καί μέ ποίον ευλαβή σεβασμάν, τον έπανέβλεπον οί Αθηναίοι φίλοι του, οί συνομήλικοι του, μέ μαλλιά σχεδόν άσπρα τώρα, μέ τό ιστορικόν του εκείνο μονόκλ, μέ τήν ρεδιγκόταν, τήν στολισμένην μέ τήν κόκκινην ταινίαν της Λεγεώνος!... Τό βράδυ, εις τοΰ Ζαχαράτου, έμαζεύοντο τακτικά καί τόν έπερίμεναν. Καί όταν ήρχετο ο ποιητής κι' έπλησίαζεν είς τό τραπέζι των, έσηκώνοντο όλοι ώς ενώπιον πρίγκηπος. Οί βέβηλοι έξεπλήσσοντο: « — Ποιος είναι αυτός;... · — Ό Ζάν Μωρεάς! — "Α!... ». Τ' όνομά του, βέβηλοι καί μϋσται, τό έγνώριζαν πλέον όλοι. Αι συνομιλίαι διεκόπτοντο καί τά βλέμματα όλα έστρέφοντο προς τό τραπεζάκι τών «λογίων». Καί αυτά τά γκαρσόνια υπηρετούσαν τόν ποιητήν μέ συγκίνησιν. ΄Ητο έκεΐ ώς μία δόξα οφθαλμοφανής, απτή, άπό έκείνας πού δέν έσυνηθίσαμεν ν' άπαντώμεν είς τά αθηναϊκά καφενεία. Καί εις τά διαλείμματα της καθημερινής δεξιώσεως πού ώμοίαζε τόσον μέ λατρείαν οί παλαιοί φίλοι καί γνώριμοι άντήλλασσον λαθραία βλέμματα εκπλήκτου άγαλλιάσεως: Ποιος τό ήλπιζε, ποιος τό έπερίμενεν αυτό;... Κανείς βέβαια. Αλλ' ο ποιητής, ώ αότός, τό είχεν ελπίσει...Ήτο τόσον βέβαιος ότι θα έπανήρχετο μίαν ήμέραν, μέγας καί ένδοξος, έκεΐ απ' όπου έφευγε νέος και άσημος! Διότι τον έσπρωχνε «τό δαιμόνιόν του», ως έλεγεν ο ίδιος, καί είχεν όλην τήν πεποίθησιν, τήν οποίαν αισθάνονται μέσα των οί μεγαλοφυείς. Και ακόμη τήν φιλοδοξίαν, τήν μεγάλην έλληνικήν φιλοδοξίαν, τήν άπεριόριστον, έκείνην πού αναλύει ο κ. Ψυχάρης εις τό «"Ονειρο τοΰ Γιαννίρη»... Ως Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, εις τας Αθήνας, δέν ήτο δυνατόν να τήν ικανοποιήση. Καί έγινεν εις τό Παρίσι ο Ζάν Μωρεάς. Ήρχισεν από τα σκότη τοΰ συμβολισμού, δια νά καταλήξη είς τήν άττικήν διαύγειαν τών κλασσικών του «Στροφών». Τό παράδοξον τοΰ «Σύρτεν» καΐ τών «Cautilene» τόν έκαμε γνωστόν, άλλα δέν ανωμολογήθη μέγας, παρά όταν, μετά τόν «Περιπαθή Προσκυνητήν», ένεθυμήθη πάλιν ότι είναι Έλλην. Ή μετάφρασις, ή διασκευή μάλλον τής «Ιφιγενείας» τοΰ Εύριπίδου, έδωσεν εις τήν Γαλλίαν τους τελειοτέρους ελληνικούς στίχους. Είναι τό σημαντικώτερον ίσως έργον τοΰ Μωρεάς, υπερβαίνον ακόμη καί τάς «Στροφάς», αι οποΐαι τόν κατέταξαν μεταξύ τών πρώτων ποιητών τής εποχής μας. Άλλ ή φιλολογική αυτή δόξα δέν ανήκει όλη είς τήν Γαλλίαν. Μέγα της μέρος άν όχι τό περισσότερον ανήκει εις τήν Ελλάδα. Ό Ζάν Μωρεάς ήτο μία ελληνική Ιδιοσυγκρασία, μία ελληνική ψυχή, η οποία έξεφράσθη, κάμνουσα ιδικήν της μίαν γλώσσαν ξένην. Απαράλλακτα όπως ο Ούγος Φώσκολος, ο γράψας ίταλιστί, κατά τό ήμισυ μόνον είναι Ιταλός. Καί αυτόν, καί τόν Ζάν Μωρεάς, ή Ελλάς ημπορεί νά τους λογαριάζη μεταξύ τών ποιητών της. "Ελληνες καί οί δύο κατά τήν άντίληψιν, κατά τόν τρόπον τής σκέψεως καί τής εκφράσεως, απλοΐ, διαυγείς, λιτοί καί σεμνοί, φύσει κλασσικοί, Εχοντες έμφυτον τόν κλασσικισμόν εκείνον, τόν οποΐον μέ τόσον κόπον προσκτώνται οί βάρβαροι... Όλοι όσοι έκριναν τάς «Στροφάς», διέκριναν εις αύτάς τάς ωραιότητας τής αττικής φύσεως καί τών αρχαίων Ελλήνων ποιητών. Περί δέ τής «Ιφιγενείας» Γάλλος κριτικός είπε, ότι είναι αυτός ο Ευριπίδης είς τήν γλώσσαν τοΰ Ρακίνα. Εκτός τών ποιητικών συλλογών, τάς οποίας εμνημονεύσαμεν, ο Μωρεάς έξέδωσεν είς ένα τόμον τους «θρύλους τής παλαιάς Γαλλίας», έδημοσίευσε δέ ακόμη, έδώ κι' έκεΐ, μερικάς κριτικάς, ταξιδιωτικάς εντυπώσεις καί φιλολογικά άρθρα. Τόσον οί στίχοι του, όσον καί τά πεζογραφήματά του, δέν αποτελούν όγκον πολύν άλλ' η αξία των είναι τόσον μεγάλη, ώστε ο πρόωρος θάνατος ευρίσκει σήμερον τόν Μωρεάς είς όλην του τήν δόξαν καί καθ' ήν στιγμήν ακριβώς ή Γαλλική Ακαδημία ητοιμάζετο, άν και ξένον, να τον δεχθή μεταξύ των αθανάτων. Δια νά διευκολυνθή μάλιστα αυτή ή εκλογή, ο Μωρεάς εσχάτως είχε λάβει τήν γαλλικήν υπηκοότητα. Άλλ' ήτο επίσης μία διατύπωσις, ή οποία δέν ίσχυσε νά τον κάμη Γάλλον περισσότερον της γλώσσης, μέ τήν οποίαν ενέδυε τάς έλληνικάς του εμπνεύσεις. Ό Ζάν Μωρεάς είναι καΐ μένει ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο Έλλην... Το 1910 αναγγέλθηκε στους Φιλολογικούς κύκλους των Αθηνών ο θάνατος του Μωρεάς. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος αφιέρωσε μικρό άρθρο στο πλούσιο έργο που ο «Έλλην» λογοτέχνης «των Παρισίων» άφηνε πίσω του. Η Ιστοσελίδα της Λυσσαρέας, τιμώντας τον Ζαν Μωρεάς, αναδημοσιεύει το άρθρο αυτό [απ τα λίγα που ο Ξενόπουλος έγραψε σε Απλή Καθαρεύουσα] http://users.sch.gr/geioanni/sel-politismos/politismos_zan_moreas_1_c-logotexnia-1.htm |