Ο ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ
Γράφει ο Γιώργος Στάμκος (stamkos@post.com)
Ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες λογοτέχνες, φιλοσόφους και στοχαστές του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε στο τουρκοκρατούμενο Ηράκλειο στις 18 Φεβρουαρίου του 1883. Πατέρας του ήταν ο Καπετάν Μιχάλης, αγωνιστής για την ελευθερία της Κρήτης.
Το 1906 αποφοιτεί από τη Νομική Αθηνών με άριστα. Την ίδια χρονιά εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα με κείμενα που εντυπωσιάζουν. Κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι και το 1909 καταθέτει διδακτορική διατριβή με θέμα τη Φιλοσοφία του Δικαίου του Νίτσε. Το 1910 εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα, μεταφράζει και γράφει. Το 1912 κατατάσσεται εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους. Ταξιδεύει μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό ανά την Ελλάδα, για ν’ αποκτήσει «συνείδηση της γης και της φυλής του». Γνωρίζεται με τον Γεώργιο Ζορμπά, τον μετέπειτα μυθιστορηματικό ήρωα (Αλέξης Ζορμπάς). Το 1921-1922 ταξιδεύει σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Συγκλονίζεται από τη Μικρασιατική Καταστροφή και συγγράφει την Ασκητική, το λεγόμενο «Κατά Καζαντζάκην Ευαγγέλιο». Το 1924 γνωρίζεται με την Ελένη Σαμίου, την τελευταία σύντροφο της ζωής του. Το 1925-26 ταξιδεύει στη Σοβιετική Ένωση και στη Μέση Ανατολή. Το 1927 δημοσιεύει την Ασκητική και τελειώνει την Οδύσσεια. Συνεχίζει τα ταξίδια του σε όλο τον κόσμο, γράφοντας και δημοσιεύοντας τις εντυπώσεις του. Εγκαθίσταται στην Αίγινα.
Το 1936 το Ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας απαγορεύει το μυθιστόρημά του Ο Βραχόκηπος. Την ίδια χρονιά μεταφράζει τον Φάουστ του Γκαίτε. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Καζαντζάκης γράφει αντλώντας θέματα από την ελληνική ιστορία (Μέγας Αλέξανδρος, Στα Παλάτια της Κνωσού, Ιωάννης Καποδίστριας, Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος). Το 1944 τελειώνει το πασίγνωστο βιβλίο του Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 γράφει τα μυθιστορήματα Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Οι Αδερφοφάδες, Ο Καπετάν Μιχάλης, Ο Τελευταίος Πειρασμός, Ο Φτωχούλης του Θεού και την Αναφορά στον Γκρέκο. Όλα τους μνημειώδη έργα, που μεταφράστηκαν σ’ όλο τον κόσμο, αν και στο εσωτερικό της χώρας προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις.
Η επίσημη Εκκλησία τοποθετείται χωρίς δεύτερη σκέψη εχθρικά απέναντί του και καταδικάζει τον Τελευταίο Πειρασμό. Το ίδιο κάνει και η παπική Εκκλησία που καταγράφει αυτό το βιβλίο στον «Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων». Το 1957 ο Χριστός Ξανασταυρώνεται γίνεται ταινία από τον Ζυλ Ντασσέν. Στις 26 Οκτωβρίου 1957 ο ασκητής συγγραφέας εκπνέει και καταλήγει σ’ έναν απέριττο τάφο έξω από τα βενετσιάνικα τείχη του Ηρακλείου: «Δε Φοβάμαι τίποτα. Δεν ελπίζω τίποτα. Είμαι ελεύθερος…»
ΈΓΡΑΨΕ
«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο. Καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευθύς ως γεννηθούμε αρχίζει και η επιστροφή. Ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός. Κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος. Μα κι ευθύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάνουμε την ύλη ζωή. Κάθε στιγμή γεννιόμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η Αθανασία…
Γιατί η ουσία της ηθικής μας δεν είναι η σωτηρία του ανθρώπου, που αλλάζει μέσα στον καιρό και στον τόπο, παρά η σωτηρία του Θεού, που μέσα από λογής λογής ανθρώπινες μορφές και περιπέτειες είναι πάντα ο ίδιος, ο ακατάλυτος ρυθμός που μάχεται για ελευθερία…
Είμαστε ένα γράμμα ταπεινό, μια συλλαβή, μια λέξη από τη γιγάντια Οδύσσεια» (Ασκητική).
«Οι άνθρωποι διαιρούνται όπως και οι αριθμοί σε ‘άρτιους’ και ‘περιττούς’. Οι πρώτοι είναι ήσυχοι και βέβαιοι για όλα τα πράγματα. Είναι λείοι. Οι άλλοι, πάντοτε ανήσυχοι κι αβέβαιοι, αποζητούν, χωρίς ελπίδα την τελείωση. Είναι γεμάτοι ‘τσουγκριά’ ¾ερωτήματα και προεκτάσεις. Οι τελευταίοι με καταλαβαίνουν και χωρίς να τους εξηγώ το έργο μου. Οι άλλοι, ό,τι και να τους πω, δε θα μπορέσουν ποτέ να καταλάβουν…»
«Πώς εζήσαμε τη ράτσα μας, την πίστη των πατέρων, πώς υψώσαμε παντού την ψυχή, πώς εχαιρετήσαμε τη ζωή που υψώνεται σαν σαΐτα της θείας χάρης προς τα ουράνια… πώς διαβάσαμε Δάντη, Βούδα, Ευαγγέλιο. Πώς μιλούσαμε για την Ελλάδα και για τη ζωή…»
«Είμαι για την παράδοση που προσαρμόζεται στην πραγματικότητα σε κίνηση. Η πρώτη εντολή της παράδοσης είναι να ξεπεραστεί. Δεν είμαστε πιστοί στην παράδοση παρά μόνον όταν την ξεπερνάμε».
«Μου δώσατε μιαν κατάρα, άγιοι Πατέρες, σας δίνω εγώ μιαν ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο είναι η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ».
Ο Καζαντζάκης απευθυνόμενος στους Έλληνες Δεσποτάδες μετά τον άτυπο αφορισμό του από την Εκκλησία.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "NIKOΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957)"
Γράφει ο Γιώργος Στάμκος (stamkos@post.com)
Ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες λογοτέχνες, φιλοσόφους και στοχαστές του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε στο τουρκοκρατούμενο Ηράκλειο στις 18 Φεβρουαρίου του 1883. Πατέρας του ήταν ο Καπετάν Μιχάλης, αγωνιστής για την ελευθερία της Κρήτης.
Το 1906 αποφοιτεί από τη Νομική Αθηνών με άριστα. Την ίδια χρονιά εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα με κείμενα που εντυπωσιάζουν. Κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι και το 1909 καταθέτει διδακτορική διατριβή με θέμα τη Φιλοσοφία του Δικαίου του Νίτσε. Το 1910 εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα, μεταφράζει και γράφει. Το 1912 κατατάσσεται εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους. Ταξιδεύει μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό ανά την Ελλάδα, για ν’ αποκτήσει «συνείδηση της γης και της φυλής του». Γνωρίζεται με τον Γεώργιο Ζορμπά, τον μετέπειτα μυθιστορηματικό ήρωα (Αλέξης Ζορμπάς). Το 1921-1922 ταξιδεύει σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Συγκλονίζεται από τη Μικρασιατική Καταστροφή και συγγράφει την Ασκητική, το λεγόμενο «Κατά Καζαντζάκην Ευαγγέλιο». Το 1924 γνωρίζεται με την Ελένη Σαμίου, την τελευταία σύντροφο της ζωής του. Το 1925-26 ταξιδεύει στη Σοβιετική Ένωση και στη Μέση Ανατολή. Το 1927 δημοσιεύει την Ασκητική και τελειώνει την Οδύσσεια. Συνεχίζει τα ταξίδια του σε όλο τον κόσμο, γράφοντας και δημοσιεύοντας τις εντυπώσεις του. Εγκαθίσταται στην Αίγινα.
Το 1936 το Ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας απαγορεύει το μυθιστόρημά του Ο Βραχόκηπος. Την ίδια χρονιά μεταφράζει τον Φάουστ του Γκαίτε. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Καζαντζάκης γράφει αντλώντας θέματα από την ελληνική ιστορία (Μέγας Αλέξανδρος, Στα Παλάτια της Κνωσού, Ιωάννης Καποδίστριας, Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος). Το 1944 τελειώνει το πασίγνωστο βιβλίο του Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 γράφει τα μυθιστορήματα Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Οι Αδερφοφάδες, Ο Καπετάν Μιχάλης, Ο Τελευταίος Πειρασμός, Ο Φτωχούλης του Θεού και την Αναφορά στον Γκρέκο. Όλα τους μνημειώδη έργα, που μεταφράστηκαν σ’ όλο τον κόσμο, αν και στο εσωτερικό της χώρας προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις.
Η επίσημη Εκκλησία τοποθετείται χωρίς δεύτερη σκέψη εχθρικά απέναντί του και καταδικάζει τον Τελευταίο Πειρασμό. Το ίδιο κάνει και η παπική Εκκλησία που καταγράφει αυτό το βιβλίο στον «Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων». Το 1957 ο Χριστός Ξανασταυρώνεται γίνεται ταινία από τον Ζυλ Ντασσέν. Στις 26 Οκτωβρίου 1957 ο ασκητής συγγραφέας εκπνέει και καταλήγει σ’ έναν απέριττο τάφο έξω από τα βενετσιάνικα τείχη του Ηρακλείου: «Δε Φοβάμαι τίποτα. Δεν ελπίζω τίποτα. Είμαι ελεύθερος…»
ΈΓΡΑΨΕ
«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο. Καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευθύς ως γεννηθούμε αρχίζει και η επιστροφή. Ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός. Κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος. Μα κι ευθύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάνουμε την ύλη ζωή. Κάθε στιγμή γεννιόμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η Αθανασία…
Γιατί η ουσία της ηθικής μας δεν είναι η σωτηρία του ανθρώπου, που αλλάζει μέσα στον καιρό και στον τόπο, παρά η σωτηρία του Θεού, που μέσα από λογής λογής ανθρώπινες μορφές και περιπέτειες είναι πάντα ο ίδιος, ο ακατάλυτος ρυθμός που μάχεται για ελευθερία…
Είμαστε ένα γράμμα ταπεινό, μια συλλαβή, μια λέξη από τη γιγάντια Οδύσσεια» (Ασκητική).
«Οι άνθρωποι διαιρούνται όπως και οι αριθμοί σε ‘άρτιους’ και ‘περιττούς’. Οι πρώτοι είναι ήσυχοι και βέβαιοι για όλα τα πράγματα. Είναι λείοι. Οι άλλοι, πάντοτε ανήσυχοι κι αβέβαιοι, αποζητούν, χωρίς ελπίδα την τελείωση. Είναι γεμάτοι ‘τσουγκριά’ ¾ερωτήματα και προεκτάσεις. Οι τελευταίοι με καταλαβαίνουν και χωρίς να τους εξηγώ το έργο μου. Οι άλλοι, ό,τι και να τους πω, δε θα μπορέσουν ποτέ να καταλάβουν…»
«Πώς εζήσαμε τη ράτσα μας, την πίστη των πατέρων, πώς υψώσαμε παντού την ψυχή, πώς εχαιρετήσαμε τη ζωή που υψώνεται σαν σαΐτα της θείας χάρης προς τα ουράνια… πώς διαβάσαμε Δάντη, Βούδα, Ευαγγέλιο. Πώς μιλούσαμε για την Ελλάδα και για τη ζωή…»
«Είμαι για την παράδοση που προσαρμόζεται στην πραγματικότητα σε κίνηση. Η πρώτη εντολή της παράδοσης είναι να ξεπεραστεί. Δεν είμαστε πιστοί στην παράδοση παρά μόνον όταν την ξεπερνάμε».
«Μου δώσατε μιαν κατάρα, άγιοι Πατέρες, σας δίνω εγώ μιαν ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο είναι η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ».
Ο Καζαντζάκης απευθυνόμενος στους Έλληνες Δεσποτάδες μετά τον άτυπο αφορισμό του από την Εκκλησία.