ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΛΙΣΤΑΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ
ΤΟ GREEK SURNAMES ΠΙΣΤΟ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΑΝΑΝΕΩΝΕΙ ΚΑΘΕ ΕΞΑΜΗΝΟ ΤΙΣ ΛΙΣΤΕΣ ΤΩΝ ΑΝΑΛΥΜΕΝΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ ΟΠΟΥ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΒΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ [ΠΑΝΩ ΔΕΞΙΑ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΔΙΟ ΜΠΑΝΕΡ] ΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ ΕΠΩΝΥΜΟΥ।ΕΠΟΜΕΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2011.ΜΕ 1000 ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΕΠΩΝΥΜΑ
ΕΝ ΤΩ ΜΕΤΑΞΥ ΣΕ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΒΑΣΗ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΡΘΡΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ΜΑΣ
Η ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΠΩΝΥΜΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΔΕΙΓΜΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΩΝ ΑΝΑΛΥΜΕΝΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ
--Τ------------------------------------------------------------------------------------
ΤΑΚΟΣ:Επώνυμο προερχόμενο (κατά την βιβλιογραφία του Αθ. Μπούτουρα σε βιβλίο του το 1912) από το βαπτιστικό όνομα Δημήτριος=Δημητράκης=Τάκης, προστιθέμενης της κατάληξης –ος = Τάκος
ΤΑΤΣΙΩΝΑΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη tac=στέμμα
ΤΑΣΟΥΛΑΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
Τζεπος, Τζουζεπος. Επωνυμο το οποιο ανηκει στην κατηγορια των πατρωνυμικων προερχομενο απο το ξενο και ιταλικο βαπτηστικο ονομα Giuseppe (Ιωσηφ).
Τάτσης . Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει Δημητρακης
Τέγας, σύντμηση και παραφθορά στην Ήπειρο αλλά και τη Μακεδονία, του ονόμ. Στέργιος
Τζουροπάνος, σύνθετο όνομα από τις λέξεις Τζούρα (ιταλική λέξη usura = γουλιά, ρουφηξιά) + Πάνος
Τσαμποδήμος, σύνθετο όνομα από τις λέξεις Τσάμπα (δωρεάν) ή Τσαμπί (κομμάτι σταφύλι) + Δήμος
ΤΣΑΝΤΑΡΟΛΑΚΗΣ: Επώνυμο σύνθετο αποτελούμενο από την τουρκική λέξη cadir=τσαντίρι, σκηνί (cadirci=αντισκηνοποιός) και το υποκοριστικό από βαπτιστικό όνομα Λάκης. Συναντάται στην Κρήτη.
ΤΣΑΜΗΣ. Επωνυμο το οποιο ανηκει στην κατηγορια των εθνικων.Ειναι η ονομασια των Αλβανων της Τσαμουριας στα νοτια της Αλβανιας.
ΤΖΕΚΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από το ιταλικό πατρώνυμο Τζουζέπε, Τζέπος
ΤΡΑΝΟΥΔΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι ο τρανός=ο πολύ γνωστός, διάσημος με την κατάληξη –ουδης. Συναντάται στη Νάξο στο όμορφο χωριό Σαγκρί.
Τσιάγκλης, από την τουρκική λέξη cagli = ευτραφής, εύσωμος
Τσιλιγιάννης, σύνθετο όνομα από τις λέξεις Τσίλι (τουρκική λέξη cilli = αυτός που έχει φακίδες) + Γιάννης
Τσούτσουρας, πιθανό να προέρχεται από το ρήμα τσουτσουριάζω= ανατριχιάζω
ΤΣΕΡΜΠΙΝΗΣ: Επώνυμο καταγόμενο από παρατσούκλι από την βλάχικη λέξη tserbu=ελάφι με την νεοελληνική κατάληξη –ινης.
Τσαμαντάς .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει(τσα- ή χαϊ- μ' ντα = πήγαινε πιο κοντά)
Τσαπόγας .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει(ψηλοπόδαρος, συχνό στη Μεσσηνία)
Τσιγκας. Επωνυμο που προερχεται α) απο την αραβικη λεξη cike=πουλακι, σπαθι, λιγο
β)απο τον τσιγκο=μεταλλο
ΤΣΙΧΛΗΣ, ΤΣΙΧΛΑΣ: Επώνμο προερχόμενο από παρατσούκλι που εκφράζουν ιδιότητα ζώων ή πτηνών. Πιθανότατα το πουλί τσίχλα.
Τσιότσης, Τσιότσιας: Επώνυμο προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Χρυσόστομος, Χρύσιος.
ΤΟΥΤΟΥΦΑΣ, ΤΟΥΤΟΥΝΑΣ, ΤΟΥΤΟΥΝΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη tutun=το φυτό καπνός.
ΤΣΑΓΑΝΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι το οποίο αποδίδει ψυχική ή σωματική ιδιότητα ανθρώπου. Τσαγανό=ο έχων θάρρος και πείσμα, φιλότιμο, ευθυξία, δύναμη.
Τσόβρας: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη corba=τσορβάς.
Τερζής.Τερζακης. Επωνυμο προερχομενο από την τουρκική λέξη terzi = ράφτης.
ΤΟΜΑΖΟΣ:Επώνυμο προερχόμενο από ξένο βαπτιστικό όνομα ιταλικό Tomaso. Ο Σ. Μενάρδος 262 παράγει τούτο εκ του γαλλικού Thomas.
Ταβουλαρης. Επωνυμο Βυζαντινο που κατατασεται στα επαγγελματικα, ηταν ο συμβολαιογραφος.
Ταχυδρομοπουλος. Επωνυμο που κατατασεται στα επαγγελματικα (ταχυδρομος) με την καταληξη –πουλος που προσδιδει Πελοποννησο.
ΤΟΜΠΡΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από τη σλαβική λέξη dobr=καλός, ειλικρινής (ντόμπρος)
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ, ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι το οποίο έχει σχέση προέλευσης από τα λουλούδια, τριαντάφυλλο.
ΤΣΑΦΑΝΤΑΚΗΣ:Επώνυμο προερχόμενο από το χρυσάφι. Ο Σ. Ψάλτης 148 πιστεύει ότι το επώνυμο προέκυψε από βυζαντινό επώνυμο. Χρυσάφω, Χ΄σάφου, Ξάφου, Ξαφένια, Τσαφένια. Βιβλιογραφία Αθανασίου Μπουτουρά, βιβλίο του 1912, με την κατάληξη –ακης που προσδιορίζει Κρήτη.
ΤΣΕΝΤΟΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη cedo που σημαινει παιδι, τεκνο.
ΤΣΙΤΣΟΣ, ΤΣΙΤΣΗΣ, ΤΣΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη cico που σημαινει μπαρμπας, θειος.
ΤΣΟΥΡΝΟΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη crn που σημαινει μαυρος.
Τοπάλογλου.Επωνυμο προερχομενο από τις τούρκικες λέξεις topal = κουτσός και oglu = γιος.
Τούσκας.Επωνυμο ξενικο το οποιο στα σλαβικά σημαίνει αυτός που σπρώχνει.
ΤΟΥΜΠΑΚΑΡΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από το παρατσούκλι από το μουσικό όργανο τουμπάκι.Ο τουμπακάρης είναι ο κατασκευαστής τουμπακίου, τυμπακίου, τύμπανου, τούμπανου και ταραμπούκας. Είναι το λαϊκό όργανο που άλλες εποχές είχε το όνομα κύμβαλο. Είναι πανάρχαιο όργανο που έπαιξε σημαντικό ρόλο ως κύμβαλον αλαλάζον, ως ρυθμιστής των κινήσεων των ερετών, κωπηλατών στα πολεμικά πλοία και στα κάτεργα των σκλαβοβαποριών.
Γιά την κατασκευή του, ανάλογα με το μέγεθός του χρειάζονται τα πιόκάτω υλικά.
Ενα δέρμα τράγου, εριφίου, αγελάδας κ.λ.π. Μερικά ξύλινα στεφάνια και μερικά σχοινιά. Θα μου πεις, αν σου τα δώσω θα μου κάνεις ένα. Ε όχι δεν θα μπορέσω. Πρώτα πρώτα το δέρμα που θα βγεί από το σφαγμένο ζώο δεν πρέπει να έχει κοψήματα και άλλα ελαττώματα. Πρέπει να γίνει πολύ καλή κατεργασία για να φύγουν οι τρίχες. Πρέπει να είναι ελαστικό για να αντέχει στους κραδασμούς του τυμπανόξυλου.
Τα ξύλα που θα χρησιμοποιηθούν θα πρέπει να είναι καλής ποιότηταςγια να μη τσακίζουνκαι να μη πετσικάρουν.
Το σχοινί πρέπει να είναι πολύ γερό και να κρατά στα κουρδίσματα.
Το τύμπανο ίσως να πήρε το όνομά του, από το τύμπανο του αφτιού ή το αντίθετο. Το τύμπανο του αφτιού είναι μεμβράνη που δέχεται τους κραδασμούς και μετατρέπει τον ήχο σε μέσο επικοινωνίας μεταξύ των συνανθρώπων.
Κρουόμενο παράγει ήχους σε όλες τις κλίμακες και είναι συνοδευτικό άλλων οργάνων. Στην Ελληνική ζωή έπαιξε μεγάλο ρόλο στη διασκέδαση των Ελλήνων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Σε συνδυασμό με το κλαρίνο, την τσαμπούνα και πολλά άλλα, το τύμπανο είναι αγαπητό και πολλές φορές δυσεύρετο. Θεωρείται από τους νεόπλουτους ευτελές.
Ευρίσκεται στη Νάξο. Με την κατάληξη –αρης που συνηθίζεται στα επαγγελματικά επώνυμα (Γούναρης).
ΤΣΑΜΟΥΤΣΟΓΛΟΥ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη camus=βουβάλι με την κατάληξη –ογλου που προσδιορίζει Ανατολή.
ΤΣΟΠΟΑΝΟΓΛΟΥ, ΤΣΟΠΑΝΟΓΛΟΥ, ΤΣΟΠΑΝΑΚΟΣ, ΤΣΟΤΑΝΟΓΛΟΥ, ΤΣΟΠΑΝΕΛΗΣ, ΤΣΟΠΑΝΑΚΗΣ: Επώνυμο με αρχική ρίζα την λέξη τσοπάνης, η οποία προέρχεται από την τουρκική λέξη coban=βοσκός. Αρκετά εκ των παραπάνω διαφοροποιήθηκαν και με τον εξελληνισμό τους έγιναν Ποιμένας, Ποιμενίδης, Ποιμενάκη.Οικογένεια Τσοπάνογλου υπήρχε το 1911 στην Σπάρτη της Ανατολίας με μεγάλη ιστορία οικογένεια εμπόρων όπου το 1922 ήρθαν στον Πειραιά.
Τοψιώτης, αυτός που κατάγεται από το Τόπσι, που στα τούρκικα σημαίνει κανόνι.
Τρίπκος, προέρχεται από τη σλαβομακεδονική λέξη trepkam = κουνώ τα βλέφαρα.
Τσ(ι)αούσης, από την τουρκική λέξη cavus = λοχίας, υπαξιωματικός του στρατού.
Τσιάρας, πιθανόν να προέρχεται από βλάχικη λέξη tsara = γη.
Τσιμόπουλος, ίσως να προέρχεται από το ποσοτικό επίρρημα τσίμα (ίσα που φτάνει) + κατάληξη –πουλος. Πιθανή και η ερμηνεία από το Τζή(ι)μας (υποκοριστικό του Δημήτρης).
Τσόλης, δόθηκε σε κάποιον πρόγονο που πουλούσε τσόλια (κουβέρτες).
Τσολάκης ή τουρκιστί τσολακλέρ αρχέρ ήταν οι τοξότες γενίτσαροι ακόλουθοι του σουλτάνου κατά τις εξόδους του (σχετική εικόνα από Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Τ.10 σελ. 35).
Τσομπάνογλου, σύνθετη από τις τουρκικές λέξεις coban (βοσκός) + oĝlu (γιος).
Τσιφλιτζής, από την τουρκική λέξη ciflici = ο ιδιοκτήτης αγροκτήματος.
Τριάμπας: ό μεταπωλητης ζώων, απο την τουρκ. λέξη trampα= ανταλλαγή.
Τσεκούρας: αντί Τσεκουράς, που κατασκευάζει τσεκούρια.
Τσιουκάνης: ό κατασκευαστης τσιουκανιων, μικρών κυπριών.
Τσικρίκης: ό κατασκευασηΊς τσικρικιών, βοηθητικών όργάνων τών γυναικών για την επεξεργασία τών μαλλιών.
ΤΡΙΒΙΖΑΣ. Με την έναρξη της Ενετοκρατίας, γύρω από το 1500 μ.χ., στην Ζάκυνθο υπήρχαν μόνον 15 γηγενείς οικογένειες λόγω πειρατών κ.λ.π. Πρός το τέλος του αιώνα, περίπου στο 1580, αριθμούσε 15.οοο κατοίκους. Όπως είναι ευνόητον, όλους εξ "εισαγωγής" από Trento, Friulli e Venetto.Όλα λοιπόν τα σημερινά επώνυμα στο νησι έχουν την ρίζα τους μεν, πλήν όμως υπέστησαν την παραφθορά της Ελληνοποίησης.
Τάος : Το γνωστό πουλί παγώνι (ταώς). Οικογενειακό παράνομα. Πιθανό να εννοεί το γεμάτο έπαρση άτομο ή και το φωνακλά.
Τελής (ο): Από την τούρκικη λέξη deli που σημαίνει ο ανόητος. Ο νευρικός.
Τράΐς: Υποκοριστικό του τράος(τράγος). Ο γεμάτος, από έντονη σεξουαλική ορμή, νέος άντρας.
Τραογένης(ο): Ο έχων γένια σαν του τράγου. Υβριστικό παρανόμι για παπάδες. Συνώνυμο και το τράος.
Τρίχας (η): Υποτιμητικό παρατσούκλι. Ο τρίχας. Ο ανεπιθύμητος, ο ανόητος, ο επιπόλαιος σε λόγια και πράξεις. "Σαν τρίχα μες στο γάλα".
Τσαγκάρης, Τσαρούχας,Παπουτσής, Παπουτσάς, Παπουτσιδάκης, Παπουτσάκης: Επώνυμο προερχόμενο από επαγγελματική δραστηριότητα, συγκεκριμένα του υποδηματοποιού.
Τσικολίς : Από το βαπτιστικό όνομα Νίκος-Τσίκος, Νικόλας-Τσικόλας, Νικολί- Τσικολί. Αποδίδεται σε τσιγγούνη. Υπάρχει και το Τσικκίνιας.
Τσιλλιάρης: Αυτός που πάσχει από τσίλλα (διάρροια). Το ρήμα τσιλλιούμαι σημαίνει μεταφορικά φοβούμαι. Ο φοβητσιάρης, ο άτολμος, ο λιγόψυχος.
Τσιντέλλας: Από το τσιντέλλι(τσιγκέλι). Ο κλειστός, ολιγομίλητος χαρακτήρας που του αποσπάς τις κουβέντες με το τσιγκέλι. Συνάμα και νευρικός.
Τσιρίς : Υποκοριστικό του τσίρος που σημαίνει αποξηραμένο σκουμπρί. Ο αδύνατος, με ισχνή σωματική διάπλαση. Συνώνυμο ο Τσίρης.
Τσουβράς : Φαγητό από νερόβραστο ρύζι με σύβραση (τσιγαρισμένο κρομμύδι) για να είναι νόστιμο. Συνήθως τρώγεται ως πρωινό από τους γεωργούς αλλά προσφέρεται και στους αρρώστους. Μεταφορικά ο νερόβραστος, ο γλυκανάλατος. Ο κάτοχός τoυ έτρωγε τσουβρά πολύ συχνά, γιατί του άρεσε ως φαγητό.
Τσούης (ο): Από το ρήμα τσουίζ,ω που σημαίνει καίω τις τρίχες. Τσουϊσμένος είναι ο έχων έγκαυμα στο κεφάλι από καυτό νερό. Τσούης συνώνυμο του τσουισμένος. Αυτός που από απροσεξία έχει έγκαυμα στο τριχωτό της κεφαλής.
Τσούκκας (ο): Επαγγελματικό επώνυμο που εγκαταλείφθηκε, αλλά σώζεται ως οικογενειακό παρατσούκλι.
Τσούρδης ή Κιούρδης( ο): Από το Κούρδος με παραφθορά Κούρδος Κούρδης - Κιούρδης - Τσούρδης. Από την ομοιότητα του χρώματος που είχε το πρόσωπό του.
Τσώρτσιλ: Από ομοιότητα, προς τον πρωθυπουργό της Αγγλίας στο Β' Παγκόσμιο πόλεμο.
ΤΣΑΛΗΣ. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΟ ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ CALE=ΚΟΥΤΣΟΣ.ΑΛΛΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΡΙΖΑ ΕΙΝΑΙ. ΤΣΑΛΑΣ,ΤΣΑΛΙΔΗΣ.ΤΣΟΛΑΚΟΣ-ΤΣΟΛΑΚΗΣ:Επώνυμο με ξενική ρίζα προερχόμενο από την τουρκική λέξη colak=μονοχέρης, κουλός, αριστερός με προσθήκη των ελληνικών ανάλογων περιοχών, όπως –ακος για την Μάνη, -ακης για την Κρήτη.
ΤΣΑΧΛΗΣ:Επώνυμο με ξενική ρίζα προερχόμενο από φιλέλληνα γερμανό που ήλθε ως αγωνιστής το 1821 ή με άλλους βαυαρούς με τον Όθωνα, με την νεοελληνική κατάληξη –ης.
ΤΖΕΡΕΜΕ, ΤΖΕΡΕΜΑΚΗΣ, ΤΖΕΡΕΜΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΤΖΕΡΕΜΕΣ:Επώνυμο με ξενική ρίζα προερχόμενο από την τουρκική λέξη ceremo=ποινή, πρόστιμο..
Τασιά – Αναστασία
Τάσιος - Αναστάσιος
Τάτσης – Αναστάσιος
Τασούλας – Αναστάσιος
Τσίλης _ Βασίλειος
Τσιάντος – Αλέξανδρος
Τσάπος _ Απόστολος
Τάκος _ Παναγιώτης
Τέγος – Στέργιος
Τόλης _ Αποστόλης
Τούσιας – Αναστάσιος
Τούσιω – Αναστασία
Τσιόλης _ Απόστολος
Τσιέφος – Στέφανος
Τσιάβος – Σταύρος
Τσιάκος – Αναστάσιος
Τσιέβω _ Παρασκευή
Τώνιος _ Αντώνιος
--Υ--------------------------------------------------------------------------------
ΥΦΑΝΤΗΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των επαγγελματικών με την χαρακτηριστική κατάληξη των επαγγελματικών επωνύμων –της.
--Φ------------------------------------------------------------------------------------
ΦΑΝΙΤΣΑΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΦΑΝΗΦΡΑΓΚΙΑΣ. ΤΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΑΥΤΟ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΤΟΥ -ς- ΠΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΙ ΤΟ ΑΡΣΕΝΙΚΟ ΤΟΥΣ ΓΕΝΟΣ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΤΟ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ.Π.Χ. ΑΙΒΑΛΗΣ,ΒΛΑΧΑΒΑΣ [ΒΛΑΧΑΒΑ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ],ΓΚΟΥΡΑΣ [ΓΚΟΥΡΑ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ],ΚΕΡΚΥΡΑΣ,ΚΟΖΑΝΗΣ.
ΦΡΑΓΚΙΑΣ Ο ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΡΑΓΚΙΑΝ ΟΠΩΣ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΕ ΑΡΘΡΑ ΠΑΛΑΙΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΦΡΑΓΚΟΥ:Επώνυμο προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Φραντσέσκα, Φράσκω,
Φάκος(ο): Από τη λέξη φακός. Το πιθανότερο όµως στην περίπτωση αυτή από τη λέξη φακκούρα που σηµαίνει φράπα. Εσπεριδοειδές παρόµοιο µε το λεµόνι, το οποίο έχει χρώµα κίτρινο και γίνεται γλυκό του κουταλιού. Ο παχύς, ο αρυτίδωτος, αλλά και ο χονδροκοµµένος κατ' άλλη έννοια.
Φαντάρος(ο): Ο στρατιώτης. Από οµοιότητα ή από το γεγονός ότι επιθυµούσε να γίνει στρατιώτης.
Φαρής (ο): Από το φαρί, το πολεμικό άλογο. Ο μαχητικός, ο γενναίος, ο άφοβος. Πιθανόν όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση να προέρχεται απότο φάρα που σηµαίνει το σόι, το γένος οπότε είναι παρατσούκλι υποτιµητικό.
Φασιστάκης: Υποκοριστικό του φασίστας. Ο κάτοχός του λόγω χηρείας φορούσε µαύρο πουκάµισο, όμοιο µε εκείνο των Ιταλών. Ουδεµία όμως σχέση είχε µ' αυτούς, κάθε άλλο µάλιστα.
ΦΕΤΣΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη φες=φέσι
ΦΙΛΙΠΠΟΥ: Επώνυμο προερχόμενο από το αρχαίο ελληνικό όνομα Φίλιππος. Η ετυμολογία είναι από το φίλος + ίππος = ο φίλος των αλόγων. Με σπουδαιότερο τον Φίλιππο Β’ τον Μακεδόνα, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Άγιος Φίλιππος γιορτάζει στις 14 Νοεμβρίου.
ΦΡΑΓΙΟΥΛΑΔΑΚΗΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των εθνικών. Συνήθως το παρατσούκλι βγήκε προερχόμενο από το φράγκος, φράγκικο, το προερχόμενο από τη Δυτική Ευρώπη, με την προσθήκη της κατάληξης –ακης, που προσδίδει καταγωγή από Κρήτη.
ΦΡΑΓΚΕΔΑΚΗ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των εθνικών. Ο προερχόμενος από την Φραγκία, από τη δυτική Ευρώπη, με την προσθήκη της κατάληξης –ακης που προσδιορίζει Κρήτη (Χανιά).
Φκιάκας(ο): Ο φιγουρατζής, αυτός που επιδεικνύεται, ο φκιασιδωµένος. Αποδίδεται σε ιερωμένο. Ο παπά-φκιάκας. ο παπάς καυχησιάρης.
Φλάγκος(ο): Από το λατινικό blancus που σημαίνει λευκός. Ο ασπρουλιάρης στα μαλλιά και το δέρμα.
Φλούρος(ο): Αποδίδεται σε µοναχοπαίδι, η µητέρα του οποίου λεγόταν Φλώρα-Φλουρί και φλούρος, ο υιός του Φλουριού.
Φτερός: Ο κάτοχός του έστηνε ξόβεργα και στην ερώτηση "έπιασες;" απαντούσε πάντα "ούτε φτερό".
Φουκάρας: Ο φουκαράς, ο φτωχός, ο δυστυχισµένος. Αποδίδεται σε Φώτη, ο οποίος προκαλούσε τη συµπάθεια των χωρικών εξ αιτίας της φτώχιας του.
Φίλης, σύντμηση των ονομάτων Φίλιππος, Καριοφίλης
Φούντας, από τη λατινική λέξη funda = πολλές τρίχες μαζί
Φούσκης(ο): Από το φούσκα που σημαίνει η κύστις, το µπαλλόνι. Ο χονδρός.
Φουτούλλης: Ο φαντασιόπληκτος, ο καυχησιάρης. Πληθυντικός: Οι φουτούλληες, παρατσούκλι για τους Βιλλανοβιάτες (Παραδεισιώτες) που πάντα παρίσταναν τους σπουδαίους.
Φωκάκιας: Τα φωτάκια-τα φωκάκια. Συχνά στο Φώτης το σύμφωνο (τ) αντικαθίσταται από το σύμφωνο (κ). Αποδίδεται υποτιμητικά σε αδέλφια εκ των οποίων ο ένας είχε το όνομα (Φώτης).
Φώκος (ο): Σκωπτικό παρανόμι για Φώτη µεγαλόσωµο, κατ' αντιστοιχία µε το θηλυκό η φώκια που λέγεται για κακόσχημες µεγαλογυναίκες µε φουσκωτά µάγουλα. Θηλυκό: η Φωκού.
Φράσκου. Ένεκα των νεωτεριστικών σχηματισμών προέκυψαν παραλλαγές του ονόματος.
ΦΟΥΚΑΣ:Επώνυμο προερχόμενο από το βυζαντινό αυτοκρατορικό επώνυμο Φωκάς, Φουκάς. ΦΡΑΓΚΟΥΛΑΚΗΣ . ΤΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΑΥΤΟ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ [ΦΡΑΓΚΙΑ] ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΞΗ -ΟΥΛΑΚΗΣ ΠΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ.ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΡΙΖΑ ΦΡΑΓΚΟΣ,ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
ΦΡΟΣΥΝΗΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
Φιλιππίδης, γιος ή απόγονος του Φιλίππου.
Φουρτζής, ίσως να προέρχεται από την τουρκική λέξη furunci = ο φούρναρης. (;)Φούντης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει (πάτος)
Φωτιάδης, γιος ή απόγονος του Φωτίου.
Φίλιος – Φίλιππος
Φύλλης - Τριαντάφυλλος
--Χ-------------------------------------------------------------------------------------
ΧΑΙΔΟΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
Χαϊκάλης .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει (κάλι = άλογο, συχνό στο Μενίδι)
ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των επαγγελματικών προερχόμενο από το μέταλλο χαλκός με την κατάληξη –ακης που προσδιορίζει Κρήτη (Ρέθυμνο).
ΧΕΛΙΩΤΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι από ιδιότητα, χαρακτηρισμό ατόμου. Το χέλι=ο άνθρωπος που είναι δύσκολο να τον πιάσεις, ξεγλιστρά σαν χέλι
ΧΟΥΛΑΔΑΚΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη julya=μελαγχολία, η οποία και προέρχεται από την ελληνική λέξη χολή, με την κατάληξη –ακης που προσδιορίζει Κρήτη (Χανιά).
ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι από την σωματική ιδιότητα ατόμου το οποίο έχει χρυσά (ξανθά) μαλλιά. Το επώνυμο απαντάται στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. ΧΑΣΑΝΕΑΣ, ΧΑΣΑΝΙΔΗΣ, ΧΑΣΑΝΟΥΔΗΣ, ΧΑΣΑΝΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από το μικρό κύριο τουρκικό όνομα Hasan. Συναντάται στην Μεσσηνία.
ΧΑΣΚΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη has=αγνός, καθαρός.
Χέλμης .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης οπου σημαινει (φαρμάκης)
ΧΑΤΖΗΘΕΟΧΑΡΗΣ: Επώνυμο σύνθετο αποτελούμενο από το χατζής=ο προσκυνητής των Άγιων Τόπων και το βαπτιστικό όνομα Θεοχάρης = ο έχων τη Θεία Χάρη.
ΧΑΤΖΗΣ. Συνηθισμένο νεοελληνικό επώνυμο, το οποίο σχηματίστηκε από το προσηγορικό χατζής (= προσκυνητής των Αγίων Τόπων, δηλ. της Ιερουσαλήμ, αν είναι χριστιανός, και της Μέκκας και της Μεδίνας, αν είναι Μουσουλμάνος), το οποίο ετυμολογείται από το αραβικό hajji (< hajj =" προσκύνημα).">Ο τίτλος χατζής, που δινόταν στους προσκυνητές των Αγίων Τόπων παρέμενε αναπόσπαστα συνδεδεμένος με το βαπτιστικό όνομα του προσκυνητή κι έτσι προέκυψε πλήθος άλλων επωνύμων (Χατζημιχάλης, Χατζηγιάννης, Χατζηπέτρος κ.α.).Από αυτό επίσης σχηματίζονται πολλά άλλα οικογενειακά ονόματα με την προσθήκη παραγωγικών καταλήξεων (Χατζίσκος, Χατζίδης, Χατζόπουλος κ.α.). Ο χατζής ήταν πολύ σεβαστός από τους συμπολίτες του και επιστρέφοντας στον τόπο καταγωγής του τον υποδέχονταν πανηγυρικά με εκκλησιαστική πομπή. Στη Θράκη η καλύτερη ευχή που έδιναν σε κάποιον ήταν: Ο Θεός να σ’ αξιώσει να γίνεις χατζής και πλούσιος, και στη Λέσβο: Με τα λόγια δε γίνισι χατζής.
Χατζηαθανασίου, από το τουρκικό πρόθεμα haci (= προσκυνητής των Αγίων Τόπων, στα Ιεροσόλυμα) + το βαφτιστικό όνομα Αθανάσιος (σε γενική δηλώνει τον απόγονο).
Χατζηθωμάς, από το τουρκικό πρόθεμα haci (= προσκυνητής των Αγίων Τόπων, στα Ιεροσόλυμα) + το βαφτιστικό όνομα Θωμάς.
ΧΑΤΖΗΠΑΠΑ:Επώνυμο σύνθετο από τις λέξεις τουρκική haci χατζής=προσκυνητής των αγίων τόπων και παπάς=ιερέας. Χαδούσα(η): Γυναικείο παρανόµι από το χάδι. Αποδίδεται σε φιλάρεσκη, ωραιοπαθή γυναίκα, η οποία υπερβάλλει σε χάδια.
Χαλουάς : Ο χαλβάς, ο βλάκας, ο γλυκανάλατος.
Χαρώτος: Χαϊδευτικό παράνομα από μητρικές φιλοφρονήσεις. "Χαρώτο το παιδί μου", "Χαρώτο το μωρό μου". Το παιδί με τις πολλές χάρες.
Χαστής: Από το ρήμα xαίνω που σημαίνει χάσκω. Αυτή που είναι με ανοιχτό στόμα καθώς σκέφτεται κάτι. Η χαζή, η ανόητη.
Χαχάμης: Από παρετυμολογία αυτός που γελά χωρίς λόγο. Ο χαζοχαρούμενος. Ως να προέρχεται η λέξη από τον ήχο του γέλιου (χαχα). Ενώ η σημασία της λέξης ειναι άλλη. (Εβραιος ιερωμένος). Πιθανόν από ομοιότητα με Εβραίο.
Χειλάς : Αυτός που "κατεβάζει τα χείλη" όταν θυμώσει. Ο θυμώδης, ο δύστροπος. Θηλυκό: Η Χειλού. Συνώνυμο: ο Χειλάρμπεης.
Χιλιούδης.Η πράσινη σαύρα στην τοπική γλώσσα, η οποία θεωρείται σιχαμερό ερπετό. Αποδίδεται σε γυναίκα κακιά, χωρίς συμπάθειες.
Χοντρός: Αποδίδεται σε χοντρό άντρα και αποτελεί το παρατσούκλι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα του κατόχου του και αυτών των παιδιών του (Ο Σπύρος του χοντρού.)
Χάχλος : Ο χοχλασμός, το βράσιμο. Γυναικείο παρατσούκλι που αποδίδεται σε ευέξαπτο και ευερέθιστο χαρακτήρα.
ΧΡΗΣΤΕΑΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Χρήστος. Με την κατάληξη –εας προσδιορίζει Μάνη (υπάρχει στο χωριό Αγ. Δημήτρης Σελινίτσα
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΑΤΟΥ:Επώνυμο προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Χριστόφορος με την κατάληξη –ατος που προσδιορίζει την τοποθεσία Κεφαλλονιά.
Χριστοφοριδης:Επώνυμο που ανηκει στην κατηγορια των πατρωνυμικων προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Χριστόφορος με την κατάληξη – ιδης που προσδιορίζει την τοποθεσία Ποντου
ΧΡΟΝΗΣ:Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών, προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Πολυχρόνης.
Χατζόπουλος, γιος ή απόγονος του haci (= προσκυνητή των Αγίων Τόπων, στα Ιεροσόλυμα). ΧΟΪΔΑΣ. Το επώνυμο μαρτυρείται στην Κεφαλλονιά ήδη από τον 13ο αι. Ο Τσιτσέλης πιστεύει ότι προέρχεται από τη φράση conte d' Ida (= κόμης της Ίδας), άποψη που ελέγχεται, ενώ ο Φ. Κουκουλές θεωρεί το επώνυμο επαγγελματικό: ο κατασκευάζων χοΐδια, δηλ. σταμνιά. Το Λεξικό της Σούδας αναφέρει στο λήμμα: «χοΐδια· σταμνία· κατασκεύασαν χοΐδια το μέγεθος, λεπτά ταις κατασκευαίς διαφερόντως».
Συγκεκριμένα, από το «χοίδια» (σταμνιά) προέρχεται το επώνυμο «Χοϊδάς» μιας οικογένειας της Στερεάς Ελλάδας από την οποία προερχόταν ο βασιλικός μυστικοσύμβουλος (επί αποστασίας) Χοϊδάς.
Αντίθετα, η οικογένεια «Χοϊδάς» της Κεφαλλονιάς (από όπου καταγόταν ο Ρόκκος Χοϊδάς) προέρχεται από την βενετσιάνικη οικογένεια των Conte d’ Ida η οποία εξορίστηκε στην Κεφαλλονιά (από τους ίδιους του Βενετούς) μετά από ανεπιτυχή απόπειρα ανακήρυξης της Κρητικής κομητείας ως ανεξάρτητου κράτους.
Οι δύο αυτές οικογένειες, πέρα από την συνωνυμία, δεν έχουν καμία άλλη σχέση, δεδομένου ότι οι πρώτοι έχουν αρβανίτικες ρίζες και οι δεύτεροι βενετσιάνικες.
ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ: Επώνυμο σύνθετο αποτελούμενο από το Χριστόφιλος προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Χριστός-ο έχων το χάρισμα. Ο φίλος του Χριστού=Χριστόφιλος, με την κατάληξη –πουλος, που προσδιορίζει Πελοπόννησο. Συναντάται στη Μεσσηνία.
ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
ΧΛΗΣ: Επώνυμο μονοσύλλαβο. Συνήθως τα μονοσύλλαβα προέρχονται από χαϊδευτικό τύπο ενός βαπτιστικού ονόματος που απέμεινε από την τελευταία συλλαβή. Το επώνυμο απαντάται στην Κάρπαθο.
ΧΟΥΙΑΣ:Eπωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη hulja που σημαινει ασημαντος, τιποτενιος, φαυλος.
--Ψ------------------------------------------------------------------------------------
ΨΑΡΡΟΣ:Επωνυμο που προέρχεται από την σωματικη ιδιοτητα ψαρομαλλης=ψαρος, ή από την επαγγελματικη ιδιότητα ψαρας του κατόχου ψαρούς=ψαροκάικου.το επωνυμο απανταται στην βορειο Ευβοια .
Ψίμαρνος. Όψιμο - Αρνί - Είναι λάθος η γραφή "Ψήμαρνος"
ΨΥΛΛΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από βυζαντινό παρατσούκλι ψύλλος, ψέλλος.