Οι Έλληνες και οι ρωσικοί αντιπερισπασμοί στο Αιγαίο Μέρος 1ο Στα σημειώματα που ακολουθούν θα παρουσιάσουμε το ιστορικό σκηνικό μέσα στο οποίο εκδηλώνονται τα γεγονότα που έμειναν γνωστά στην ιστορία ως «Ορλωφικά». Θα προσδιορίσουμε τις κοινωνικο-πολιτικές και ιδεολογικές ορίζουσες του κινήματος και θα παρακολουθήσουμε τα γεγονότα που συνέθεσαν τη σύντομη (και συνάμα δραματική για τους ανθρώπους που την έζησαν) ιστορία του. Από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου (1689-1725) η Ρωσία καθίσταται ισχυρή ευρωπαϊκή δύναμη και ο κυριότερος αντίπαλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στρατηγικός στόχος της Ρωσίας υπήρξε ο έλεγχος της Μαύρης Θάλασσας και η πρόσβαση στους εμπορικούς δρόμους του Αιγαίου και ευρύτερα της Ανατολικής Μεσογείου. Ο στόχος αυτός, που δημιουργούσε κλίμα έντασης και οδήγησε συχνά σε πόλεμο τις δύο αυτοκρατορίες, φαίνεται ότι αποκτά σαφέστερα χαρακτηριστικά στα χρόνια της Αικατερίνης Β' (1762-1796). Τότε αποφασίστηκε η κατασκευή ρωσικού στόλου και η δυναμική παρουσία του στη Μεσόγειο και ιδίως στο Αιγαίο. Από τις αρχές του 18ου αιώνα οι Ρωσο-οθωμανικοί πόλεμοι (1711, 1736-1739, 1768-1774, 1787-1792, 1806-1812) διεξάγονται κυρίως στις ευρωπαϊκές κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και στο Αιγαίο μετά το 1770. Μέρος του ρωσικού σχεδίου δράσης αποτελούσε και η εξέγερση των ορθόδοξων χριστιανικών πληθυσμών της Βαλκανικής Χερσονήσου και, ανάμεσά τους, των χριστιανικών πληθυσμών της Ρούμελης, της Πελοποννήσου και των νησιών του Αιγαίου. Η κοινή θρησκευτική πίστη αποτελούσε το έδαφος για τη διεκδίκηση εκ μέρους της Ρωσίας της αναγνώρισής της ως «προστάτιδας» των ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Φαίνεται μάλιστα ότι το πέτυχε μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), γεγονός το οποίο της επέτρεψε να επεμβαίνει έκτοτε στις εσωτερικές υποθέσεις της Πύλης. Η εξέγερση που εκδηλώθηκε το 1770 στην Πελοπόννησο, τα λεγόμενα «Ορλωφικά», σχεδιάσθηκε και οργανώθηκε από Ρώσους αξιωματούχους στην υπηρεσία της τσαρίνας Αικατερίνης Β' και Πελοποννήσιους, κατά κύριο λόγο, κοτζαμπάσηδες και αρχιερείς. Οι εμπνευστές και φορείς του σχεδίου θα πρέπει να αναζητηθούν ακόμη, πέρα από το περιβάλλον των Ρώσων ηγεμόνων, και στους εμπορικούς και πνευματικούς κύκλους του παροικιακού Ελληνισμού: πρόκειται για θιασώτες των πολιτισμικών και κοινωνικο-πολιτικών προτύπων του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, που συγκαταλέγονται επίσης μεταξύ των θαυμαστών των «πεφωτισμένων» Ρώσων ηγεμόνων της εποχής. Άλλωστε, στο πλαίσιο του αναπτυσσόμενου την εποχή εκείνη ευρωπαϊκού ηγεμονισμού, ένας γενικευμένος ξεσηκωμός των υπόδουλων στους Οθωμανούς, χριστιανών της Βαλκανικής ενώ απέβλεπε κατ' ουσίαν στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων πολιτικής κυριαρχίας στην περιοχή, προβαλλόταν ταυτοχρόνως σαν να είναι ο αγώνας της ελευθερίας ενάντια στην τυραννία, της επικράτησης, δηλαδή, του χριστιανικού ευρωπαϊκού πολιτισμού απέναντι στη βαρβαρότητα του μουσουλμανικού - ασιατικού δεσποτισμού. Μέσα σε ένα τέτοιο πολιτικό σκηνικό, το καλοκαίρι του 1769 και ενώ ο Ρωσο-οθωμανικός πόλεμος (1768-1774), ο πρώτος που επιχειρεί η Αικατερίνη Β', συνεχίζεται με οθωμανικές επιτυχίες στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, αναχωρούν από το λιμάνι της Κροστάνδης, στη Βαλτική, 14 πλοία με περίπου 600 στρατιώτες. Πρόκειται για την πρώτη ρωσική ναυτική μοίρα, αποστολή της οποίας ήταν να πλεύσει στη Μεσόγειο και να αναλάβει πολεμική δράση στο Αιγαίο, κινητοποιώντας ταυτοχρόνως σε εξεγέρσεις τους χριστιανικούς πληθυσμούς στις νότιες βαλκανικές κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδίως στην Πελοπόννησο. Εκεί, οι συνεννοήσεις των απεσταλμένων των Ρώσων με τους αρχηγούς των Μανιατών καθώς και με ισχυρούς Μοραΐτες κοτζαμπάσηδες και αρχιερείς πραγματοποιούνται ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1760. Στη δύναμη αυτή, την οποία θα ακολουθούσε και μια δεύτερη μοίρα, οι Ρώσοι θα προσέθεταν και άλλα πλοία, που κατασκευάζονταν στη Ρωσία καθώς και σε λιμάνια της ιταλικής χερσονήσου, όπου διενεργούνταν στρατολόγηση για τον σχηματισμό των πληρωμάτων. Επιπροσθέτως, είχαν προσληφθεί έμπειροι αξιωματικοί του ναυτικού από χώρες με πλούσια ναυτική παράδοση, όπως η Αγγλία, και πλοηγοί που γνώριζαν τον θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου. Επρόκειτο για εγχείρημα παράτολμο. Η Ρωσία δεν είχε ναυτική παράδοση και έως τότε στήριζε τη στρατιωτική της ισχύ σε χερσαίες δυνάμεις. Τα ειρωνικά σχόλια, ιδίως από την πλευρά των Άγγλων, για το παράδοξο του πράγματος δεν εμπόδισαν τα πρώτα ρωσικά πλοία να εισέλθουν στη Μεσόγειο τον Ιανουάριο του 1770. Στις 17/28 Φεβρουαρίου 1770 ένα τμήμα του στόλου υπό τον Θ. Ορλώφ αγκυροβόλησε στο Οίτυλο της Μάνης. Η εξέγερση στην Πελοπόννησο εκδηλώθηκε τις επόμενες ημέρες, κράτησε περίπου τρεις μήνες, για να κατασταλεί σχετικά εύκολα, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές στο ανθρώπινο και παραγωγικό δυναμικό του τόπου. Επίσης, λόγω της παρουσίας των πολυάριθμων ενόπλων, στρατολογημένων ιδίως από τις αλβανικές περιοχές, που είχαν σταλεί για την καταστολή της, δημιουργήθηκε ένα πλεονάζον και ανεξέλεγκτο από τους τοπικούς μηχανισμούς εξουσίας απόθεμα βίας, με αποτέλεσμα να παραταθεί για πολλά χρόνια ακόμη η ένταση και η ανασφάλεια στην περιοχή. Η προσδοκία όμως της ξένης παρέμβασης, συνδεδεμένη έκτοτε με την προοπτική της δημιουργίας μιας εναλλακτικής μορφής πολιτικής κυριαρχίας στη νότια Βαλκανική και το Αιγαίο, θα έχει πλέον ριζώσει στους χώρους των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον Φεβρουάριο του 1770 ο ρωσικός στόλος αγκυροβόλησε στη Μάνη. Επτά χρόνια νωρίτερα, το 1763, ο αξιωματικός του ρωσικού στρατού Γεώργιος Παπάζωλης εγκαθίσταται στη Βενετία αρχικά και στην Τεργέστη αργότερα με ειδική αποστολή την υποκίνηση εξεγέρσεων των χριστιανικών πληθυσμών στα νότια Βαλκάνια, που θα εκδηλώνονταν με την εμφάνιση στο Αιγαίο του ρωσικού στόλου. Άλλοι αξιωματικοί της Ρωσίας θα αναλάμβαναν δράση στο Μαυροβούνιο, στην περιοχή της Χιμάρας και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου