του Αθανάσιου Τσακνάκη
«Προθέμενοι ναυαγείν…» – Η Παιδεία των ναυαγίων και το ναυάγιο τής Παιδείας
.
Η ουσιαστική αξία ενός ατόμου δεν
κρίνεται από τις προθέσεις ή τις εξαγγελίες του, αλλά από την δράση του
και τα αποτελέσματά της. Το ίδιο συμβαίνει και με τις κάθε είδους
κοινωνικές ομάδες. Το πονηρό ψευτογνωμικό «αρκεί η προσπάθεια», το οποίο
εξαπλώθηκε έντεχνα στην παρακμάζουσα νεοελληνική καθημερινότητα, με
σκοπό να διαβρώσει πλήρως τον ελληνικό στοχασμό, αφενός παρέχει άλλοθι
σε όσους παράσιτους υποκρίνονται ότι προσπαθούν και αφετέρου απονεκρώνει
την ζωτική διαδικασία τού ελέγχου τού αποτελέσματος, αφού εξισώνει
παραπειστικά το θετικό με το αρνητικό αποτέλεσμα, ονομάζοντας και τα δύο
«προσπάθειες», και μάλιστα «επαρκείς». Η κοινή λογική διδάσκει
ότι «αρκετό» δύναται να είναι αποκλειστικά και μόνον το θετικό
αποτέλεσμα, ενώ το μηδενικό ή αρνητικό αποτέλεσμα όχι μόνον δεν «αρκεί»,
αλλά αντίστοιχα συντηρεί ή αυξάνει το αντιμετωπιζόμενο πρόβλημα. Η
οποιαδήποτε πραγματική προσπάθεια, εξάλλου, είναι απλά το μέσον γιά την
επίτευξη ενός σκοπού, άρα δεν δύναται να «αρκεί» εάν δεν επιτευχθεί το
αναμενόμενο αποτέλεσμα.
Διατρέχοντας την τελευταία
τριακονταετία τής φρικτής και ζοφερής νεοελληνικής πραγματικότητας,
παρατηρούμε ότι τα εκάστοτε επιτελεία των Υπουργείων Παιδείας προβαίνουν
διαρκώς σε «βελτιωτικές αλλαγές» των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και
συστημάτων τους. Εάν δεχτούμε την επί 30 έτη μόνιμη άποψή τους, σύμφωνα
με την οποία «δεν πειραματίζονται, αλλά προσπαθούν γιά το καλύτερο»,
τότε δεν μας απομένει τίποτε άλλο, παρά να κρίνουμε το αποτέλεσμα των
προσπαθειών τους, το οποίο είναι τόσο προφανές, ώστε να γίνεται
κατανοητό από την πλειονοψηφία τού ελληνικού λαού. Σήμερα, στην Πατρίδα
μας, μεταξύ όλων των ηλικιών, κυριαρχεί κατά κοινή ομολογία η ημιμάθεια,
η άγνοια, η πνευματική οπισθοδρόμηση και η επιστημονική ανεπάρκεια. Εάν
συνέβαινε κάτι διαφορετικό, τότε η χώρα με τους κατ’ αναλογία
περισσότερους πτυχιούχους, διπλωματούχους και γλωσσομαθείς πολίτες τού
πλανήτη, θα έπρεπε να ήταν ο πνευματικός κυρίαρχος τής Οικουμένης. Παρά
ταύτα, η ίδια χώρα, με τον ασύλληπτα μεγάλο αριθμό τιτλούχων, μετά βίας
συγκαταλέγεται ανάμεσα στις τελευταίες χώρες παραγωγής νέας γνώσης και
επιστήμης.
Εξετάζοντας λογικά τα δεδομένα,
διαπιστώνουμε αβίαστα ότι οι λεγόμενες «βελτιώσεις» είναι, τελικά, είτε
ανύπαρκτες είτε επιδεινώσεις, οπότε εκείνοι που τις επιβάλλουν στον
ελληνικό λαό είτε δεν παράγουν έργο είτε προκαλούν ζημία, ασχέτως προς
το αν το αντιλαμβάνονται ή όχι. Εάν, όμως, επιβεβαιωθούν αυτές οι
υποψίες, τότε καθένας φορολογούμενος πολίτης δικαιούται να αναρωτηθεί:
και γιατί να είναι υποχρεωμένος ο Έλληνας να μισθοδοτεί ράθυμους ή
επιβλαβείς «ειδικούς»; Εξάλλου, είναι λογικά αδύνατο να δεχτούμε ότι
στην χώρα, όπου γεννήθηκε η ιδέα τής Παιδείας, το εκπαιδευτικό σύστημα
έχει ανάγκη τριακονταετούς «βελτίωσης»! Δηλαδή, σε τι κατάσταση
βρισκόταν πριν από 30 έτη; Μήπως στο στάδιο τής ανακάλυψης τής γραφής;
Θεωρώντας την σύγχρονη ελληνική
δημόσια Παιδεία ως ένα «ναυάγιο», ως μία «χαμένη υπόθεση», και
αναμένοντας την επαναστατική ναυπήγηση ενός νέου, ελεύθερου, ελληνικού,
εθνικού, «ταχύπλοου εκπαιδευτικού σκάφους», ανατρέχουμε σε ένα
αποκαλυπτικό απόσπασμα από τον «Περί Παιδείας» λόγο τού Θεοδώρου
Μετοχίτη. Στο ακόλουθο κείμενο, το οποίο, καίτοι γράφτηκε πριν από
περίπου 700 έτη, φαίνεται να είναι εξαιρετικά επίκαιρο, η Παιδεία
παρομοιάζεται επιτυχώς με έναν ανεκτίμητο αλλά αγνοημένο θησαυρό:
«Δεν έχει αξία, βέβαια, ν’
αναφερθούμε σε τούτα τα πλήθη των ανθρώπων που, σαν τα κτήνη,
περιορίζουν ολόκληρο τον βίο τους μέσα στον χώρο των αισθήσεων, δίχως να
γνωρίζουν τίποτε γιά τις πολλές και καλές όψεις τής ψυχής τους,
αδιαφορώντας παντελώς και γιά τους ίδιους τους εαυτούς τους και γιά την
φύση. Αυτοί όχι μόνον δεν νιώθουν ευγνωμοσύνη που έχουν προικισθεί με
τόσα αγαθά και έχουν κληρονομήσει τόσα δώρα από την φύση, αλλά ούτε καν
γνωρίζουν πώς να τα χρησιμοποιήσουν. Συνεπώς, καίτοι κατέχουν τόσο
πλούτο, αγνοούν παντελώς όσα τους ανήκουν, όπως και την αξία τής
περιουσίας τους. Εκούσια ή ακούσια, δεν ξέρω τι να πω. Έχουν θάψει
βαθειά μέσα στην γη τον πατρικό πλούτο, ο οποίος είναι τόσο μεγάλος, και
αφού τον παράτησαν εκεί, καταδίκασαν τον εαυτό τους στην φτώχεια που οι
ίδιοι προκάλεσαν. Ενώ, λοιπόν, δύνανται να τον απολαμβάνουν επί πολύ
χρόνο, και μάλιστα κατά τρόπο αξιοπρεπή, δεν μερίμνησαν γιά κάτι τέτοιο,
ούτε επέλεξαν έναν τέτοιου είδους βίο αλλά, έχοντας περιορίσει τον εαυτό τους σε λιγοστά πράγματα, και μάλιστα στα πλέον ευτελή, ως ευτελείς που είναι και οι ίδιοι,
συμπεριφέρονται με τον απεχθέστερο τρόπο. Και να σκεφθεί κανείς ότι
διαθέτουν νου, που όμως τον αγνοούν, και ποτέ δεν στρέφονται προς τα
πίσω, ούτε γνωρίζουν που είναι αυτός θαμμένος, αφού αμαύρωσαν την
ανέφελη ηρεμία τής ψυχής τους, την καθαρότατη ατμόσφαιρα των συλλογισμών
και τής διάνοιάς τους, βυθίζοντας μέσα στο σκοτάδι τους εαυτούς τους
και υψώνοντας τριγύρω τους ένα τείχος, ώστε να μην δύναται να περάσει καμμία ακτίνα γνώσης και θεωρίας.
Έτσι, λοιπόν, δεν κατανοούν τίποτε γιά τον εαυτό τους και γιά τ’ άλλα
πράγματα, ούτε αισθάνονται αυτό που βλέπουν, όπως ακριβώς τ’ άψυχα
αγάλματα, και είναι άνθρωποι μόνον στην μορφή, και αν βλέπουν κάτι, δεν
το αντιλαμβάνονται, και αν ακούν κάτι, δεν δύνανται ν’ αποκριθούν, ούτε
χρησιμοποιούν καθόλου τον νου τους. Άλλωστε, πώς να τον χρησιμοποιήσουν,
αφού τον έκρυψαν βαθειά μέσα στην σάρκα τους, κ’ είναι σαν να βρίσκεται
μέσα σε μία φυλακή, σε κάποιο λατομείο τού σώματος, απ’ όπου δεν μπορεί
να δραπετεύσει; Αυτό, λοιπόν, τους καθιστά ανήμπορους ν’ ανοίξουν τις
εξώθυρες τής σάρκας τους και να αποκαλύψουν τον εαυτό τους ή να
επιδείξουν τα όμορφα αγάλματα που βρίσκονται κρυμμένα εντός τους, όπως
συνέβαινε παλαιότερα με τις ερμαϊκές στήλες των οδών. Αντίθετα, τα πλέον
πολύτιμα αγαθά τους είναι σαν φυλακισμένα σε τάφο, δίχως καμμία ελπίδα
διαφυγής. Νομίζω, μάλιστα, ότι ζουν σαν να έχει απαγχονισθεί το καλύτερο
κομμάτι τού εαυτού τους, και μόνον το σώμα τους κινείται, κυβερνημένο
από ανεξέλεγκτες και άλογες αισθήσεις, οι οποίες παρασύρονται από
οτιδήποτε βρεθεί ενώπιόν τους. Διατρέχουν, έτσι, δυστυχισμένοι
τον βίο τους, σαν να ταξιδεύουν ακυβέρνητοι μέσα στο πέλαγος, έχοντας οι
ίδιοι ως σκοπό τους να ναυαγήσουν».
ΠΗΓΗ