Στο ιστορικό προσκήνιο του Βυζαντίου το όνομα Ρως εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε δυτική πηγή του 839, όταν μαζί με πρεσβεία του αυτοκράτορα Θεοφίλου προς το Λουδοβίκο τον Ευσεβή ταξίδεψαν και Ρως εφοδιασμένοι με επιστολή του Θεοφίλου.
Όμως, σε βυζαντινές πηγές αναφέρονται για πρώτη φορά με αφορμή τη ρωσική επίθεση στην Κωνσταντινούπολη του 869, όπου και παρουσιάζονται ως έθνος βάρβαρο και απολίτιστο.
Ο κίνδυνος, τον οποίον εκπροσωπούσαν, οδήγησε σε προσπάθεια προσεταιρισμού τους δια της θρησκευτικής διπλωματίας. Σύμφωνα με τον Πατριάρχη Φώτιο, λίγο μετά την επίθεση πρεσβευτές των Ρως ζήτησαν να βαπτισθούν, όπως και έγινε. Η πρώτη προσπάθεια εκχριστιανισμού των Ρώσων δεν οδήγησε στον εκχριστιανισμό όλου του ρωσικού λαού.
Όμως, αυτοί οι πρώτοι δεσμοί που δημιουργήθηκαν δεν εξέλειψαν ποτέ ολοκληρωτικά αφού μια χριστιανική κοινότητα, έστω και ολιγάριθμη, επεβίωσε τουλάχιστον στο Κίεβο. Ο τελικός εκχριστιανισμός πραγματοποιήθηκε επί του ηγεμόνα Βλαδίμηρου το 988.
Σημαντικό στοιχείο που συνέβαλε στον εκχριστιανισμό των Ρως ήταν ο γάμος του Ρώσου ηγεμόνα με την πορφυρογέννητη αδερφή του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ Άννα αλλά και ο θαυμασμός των Ρώσων για τη λειτουργική και λατρευτική γενικότερα ζωή των Βυζαντινών.
Μολονότι ο Βλαδίμηρος και οι διάδοχοί του ήταν ανεξάρτητοι απ’ το βυζαντινό έλεγχο σε πολιτικά θέματα, ο εκχριστιανισμός των Ρώσων αποτέλεσε την έναρξη μιας νέας πνευματικής και πολιτιστικής στροφής του λαού και του κράτους.
Ήδη ο Φώτιος τον 9ο αιώνα αναφέρει ότι οι Ρώσοι, αφού βαπτίσθηκαν, έγιναν «υπήκοοι και φίλοι» του Βυζαντίου, πως στο εξής θα υπάγονταν στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί και θα αναγνώριζαν το κύρος του αυτοκράτορα, ως του επικεφαλής όλου του χριστιανικού κόσμου.
Οι Ρώσοι ηγεμόνες αναγνώριζαν ότι ο αυτοκράτορας, ως κεφαλή της Χριστιανικής Κοινότητας, κατείχε μια ιδεολογική δικαιοδοσία επί της Ρωσίας. Ήταν μέλη της ιδεατής οικογένειας των ηγεμόνων επί της οποίας προΐστατο ο αυτοκράτορας με μια διπλή ιδιότητα, του paterfamilias και του αντιπροσώπου του Θεού.
Η πίστη των Ρώσων προς την αυτοκρατορία διασφαλιζόταν κυρίως μέσω των μητροπολιτών του Κιέβου, οι οποίοι ουσιαστικά αντιπροσώπευαν και την πνευματική εξουσία του πατριάρχη αλλά και τα συμφέροντα του αυτοκράτορα.
Τα δεδομένα όμως που ίσχυαν απ’ τα τέλη του 10ου αιώνα μεταβλήθηκαν ριζικά κατά το 13ο αιώνα. Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης απ’ τους Σταυροφόρους το 1204 και η κατάκτηση των ρωσικών πριγκιπάτων από τους Μογγόλους του Μπακού στο διάστημα 1237-1240 (εγγονού του Τζενγκίς Χαν) επηρέασαν τις βυζαντινο-ρωσικές σχέσεις τόσο άμεσα όσο και μακροπρόθεσμα.
Το άμεσο αποτέλεσμα των γεγονότων αυτών ήταν η χαλάρωση των σχέσεών τους. Όμως, ποτέ δεν εξέλειψαν πλήρως και έτσι έγινε δυνατή η αναβίωσή τους στα τέλη του 13ου και στον 14ο αιώνα. Επιπλέον, οι εξελίξεις που πυροδότησαν μετέβαλαν σε μεγάλο βαθμό και τα ίδια τα κράτη και τη φύση των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών.
Όσον αφορά το Βυζάντιο, πρέπει να τονίσουμε πως μέχρι το 1204 στο επίκεντρο των διπλωματικών σχέσεων βρισκόταν ο αυτοκράτορας, ο οποίος ως ο απεσταλμένος του Θεού είχε μια ιδεατή επικυριαρχία στο χριστιανικό κόσμο και ως εκ τούτου στη Ρωσία.
Όμως, μετά το 1261(και ειδικά μετά το 1282) το βυζαντινό κράτος έγινε ένα παρηκμασμένο βαλκανικό κράτος, που επεδίωκε απλώς την επιβίωσή του απ’ την αυξανόμενη επιθετικότητα των εκάστοτε εχθρών του.
Έτσι, κύριος φορέας διπλωματικής δραστηριότητας έγινε το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, ενώ η αυτοκρατορική εξουσία δεν μπόρεσε να ακολουθήσει ξανά στην Ανατολική Ευρώπη μια ηγεμονική πολιτική με πολιτικά και διπλωματικά μέσα.
Ο πατριάρχης Κωνσταντινούπολης ήταν ο πνευματικός ηγέτης όλων των Χριστιανών και ο κύριος εκπρόσωπος της αυτοκρατορικής ηγεμονικής παράδοσης. Στους ύστερους αιώνες λειτουργούσε ως η ενοποιητική δύναμη των Ορθόδοξων πληθυσμών.
Ήταν αυτός που εκδηλώνοντας τη νομιμοφροσύνη του στον αυτοκράτορα ενίσχυε τη φήμη του και εξασφάλιζε το σεβασμό στο πρόσωπό του, αφού «δεν είναι δυνατό οι Χριστιανοί να αποδέχονται την Εκκλησία και να μην αποδέχονται την αυτοκρατορία, γιατί Εκκλησία και αυτοκρατορία έχουν μια μεγάλη ενότητα και ταυτίζονται, ούτε είναι δυνατό να χωρισθούν η μία απ’ την άλλη».
Όλοι οι πληθυσμοί που βρίσκονταν υπό την πνευματική εξουσία του πατριάρχη, αν και δεν ήταν όλοι πολίτες του βυζαντινού κράτους, ήταν δυνητικά υπήκοοι του αυτοκράτορα.
Μολονότι λοιπόν το Πατριαρχείο φαίνεται να ασκεί ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, σε καμία περίπτωση δε δρα αποσχιστικά αλλά ως ένας ισοδύναμος και ανεξάρτητος φορέας που φροντίζει για τη διασφάλιση του κύρους και της επιβίωσης της Αυτοκρατορίας.
Σημαντικό ρόλο για την ενίσχυση του ρόλου του Πατριαρχείου, πέρα απ’ την αδυναμία και συρρίκνωση του κράτους, είχε και το γεγονός πως στον πατριαρχικό θρόνο αναδεικνύονταν απ’ τα μέσα του 14ου αιώνα πατριάρχες απ’ τον κύκλο των Ησυχαστών, οι οποίοι σε διοικητικό επίπεδο πρέσβευαν τη μεγαλύτερη ανεξαρτησία της Εκκλησίας απ’ την αυτοκρατορική πολιτική, τη διατήρηση του εκκλησιαστικού ελέγχου σε υπερεθνικό επίπεδο και συγκεκριμένα στην Ανατολική Ευρώπη και τη διατήρηση του πρωτείου του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης.
Οι επικεφαλής του Πατριαρχείου έγιναν πλέον οι μοναδικοί πρεσβευτές και προστάτες της Βυζαντινής Ορθόδοξης Κοινοπολιτείας στην Ανατολική Ευρώπη.
Απ’ την άλλη, η μογγολική κατάκτηση της Ρωσίας υπήρξε σίγουρα συμφορά για τη Ρωσία και πολιτική ταπείνωση για τους ηγεμόνες της. Όμως, είναι αποδεκτό πως οι κατακτητές άφησαν άθικτη την πολιτική οργάνωση της χώρας ως συνόλου και εδραίωσαν μια κυριαρχία βασισμένη στο φόρο υποτέλειας, τον οποίο οι ηγεμόνες ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν.
Οι κατακτητές επίσης επεφύλασσαν προνομιακή μεταχείριση στην Εκκλησία και την απάλλαξαν από τους φόρους. Η πολιτική των Μογγόλων είχε ως κίνητρο όχι μόνο την αρχή της θρησκευτικής ανοχής, η οποία τους χαρακτήριζε, αλλά και τις επιδιώξεις τους για σημαντικές διεθνείς επαφές και αναγνώριση.
Οι φιλικοί δεσμοί που είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα στη Χρυσή Ορδή και την Κωνσταντινούπολη είχαν άμεσες συνέπειες στη Ρωσία, που ήταν κάτω από τον πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο των Τατάρων και υπό την εκκλησιαστική διοίκηση του βυζαντινού Πατριαρχείου.
Οι δεσμοί αυτοί εξηγούν πολλά στοιχεία της μετέπειτα εκκλησιαστικής πολιτικής στη Ρωσία και κυρίως την προσπάθεια να διατηρήσει την ενότητα της εκκλησιαστικής διοίκησης στη Ρωσία κάτω από ένα μοναδικό μητροπολίτη με έδρα σε έδαφος κατεχόμενο από τους Μογγόλους και όχι απ’ άλλους ηγεμόνες (π.χ. της Λιθουανίας).
Όμως, δε θα πρέπει να θεωρήσουμε πως οι Ρώσοι έβλεπαν την Εκκλησία ως σύμμαχο των μισητών Τατάρων, αλλά μάλλον ως προσφυγή απ’ την αυθαίρετη διοίκηση των εισβολέων.
Ήταν το απτό στοιχείο για τη διατήρηση της Χριστιανικής κοινότητας και ένας απ’ τους κυριότερους λόγους διατήρησης των σχέσεων με την Κωνσταντινούπολη.
Όσον αφορά το πολιτικό σκηνικό της ρωσικής επικράτειας μετά τη μογγολική κατάκτηση, πρέπει να τονιστεί ότι είχε διατηρηθεί η διάσπαση σε μια σειρά από ασήμαντα πριγκιπάτα ανεξάρτητα μεταξύ τους και υποταγμένα στη δύναμη της Χρυσής Ορδής.
Όμως, όσο προχωράμε προς τα μέσα του 14ου αιώνα κυριάρχησαν δύο πολιτικές δυνάμεις που ανταγωνίζονταν για την κυριαρχία στην περιοχή: το δουκάτο της Λιθουανίας και η ηγεμονία της Μόσχας.
Απ’ αυτούς τους σχηματισμούς η Μόσχα ήταν ο παραδοσιακός και αναμφισβήτητος ηγέτης των πριγκιπάτων της κεντρικής Ρωσίας και ενισχυόταν από την παρουσία του μητροπολίτη «πάσης Ρωσίας» στα εδάφη της, ενώ η Λιθουανία έχοντας επεκταθεί και σε παραδοσιακά ρωσικά εδάφη προβαλλόταν ως ο φύλακας της Ορθοδοξίας (αν και επίσημα οι ηγέτες τους δεν είχαν ασπαστεί τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό) απ’ την επέκταση του δυτικού Χριστιανισμού μέσω του κράτους της Πολωνίας και διεκδικούσε την ενοποίηση όλης της Ρωσίας υπό τον έλεγχό της μέσω της μόνης ενοποιημένης διοικητικής δομής, της μητρόπολης «πάσης Ρωσίας».
Και οι δύο πλευρές ισχυρίζονταν πως εκπροσωπούσαν ένα «ρωσικό» κράτος και ότι αναγνώριζαν τη συμβολική επικυριαρχία και ηγεσία του Βυζαντίου. Η διαχείριση από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης της διαμάχης για την ενοποίηση της Ρωσίας ήταν η μεγάλη πρόκληση που έπρεπε η πατριαρχική πολιτική να αντιμετωπίσει.
Το δίλημμα που κυριαρχούσε σχετικά με τη Ρωσία ήταν το εξής: θα έπρεπε η εκκλησιαστική διοίκηση να διεξάγεται μέσω μιας ενιαίας μητρόπολης «πάσης Ρωσίας» (και αν ναι που θα βρισκόταν η έδρα της;) ή η μητρόπολη πάσης Ρωσίας θα έπρεπε να διασπαστεί σε δύο μητροπόλεις ανεξάρτητες μεταξύ τους; Το δίλημμα αυτό απετέλεσε το κορυφαίο ζήτημα της πατριαρχικής πολιτικής σχετικά με τη ρωσική Εκκλησία και για τον 14ο αιώνα η διαχείριση του ήταν κεφαλαιώδους σημασίας τόσο για τις εξελίξεις στη ρωσική επικράτεια αλλά και για το Βυζάντιο.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου