KAΛΑΜΟΥΓΚΑΝΑΣ. από το καλαμουγκάνι (καλάμι-canna), το καλάμι όπου τυλίγεται το νήμα.
ΚΑΛΙΚΟΥΝΗΣ. καλκούνι (Κύθηρα) η τάπα του βαρελιου.
ΚΑΛΙΤΣΟΥΝΑΚΙΣ. καλιτσούνι ειδ. τυρόπιτας, Κρήτη. αλλού γλυκίσματα.
ΚΑΝΑΒΟΣ. καναβή ειδ. αγριόπαπιας, μα και ξύλινος σκελετός για το πρόπλασμα του τεχνίτη από κερί ή από πηλό.
ΚΑΝΟΥΤΟΣ. κανούτος λύκος
ΚΑΠΕΡΩΝΗΣ. καπερόνα ειδ. κάπας.
ΚΑΡΤΣΟΝΑΚΗΣ. καρτσόνι, κάλτσα μάλλινη
ΚΑΣΤΟΡΧΗΣ. καστόρχι, ύφασμα.
ΚΑΤΡΑΜΑΔΟΣ. κατραμωμένος (βενετς. μετοχη), κατράμι, η πίσσα που αλείβουν τα πλοία.
ΚΟΘΡΗΣ ΚΟΘΟΡΝΟΣ. κόθρος, κοθρί, κόθρα, κομμάτι ψωμί, πίτα, κοσκινόγυρος, λαιμαριά ξύλινη για τα γιδοπρόβατα, απομεινάρι ψωμιού στο τραπέζι. κοθρής ζητιάνος από το κόθουρος (Μακεδ) κόθουρνος (Θράκη)
ΚΟΡΦΙΤΗΣ (Χαλκιδική). όπως λένε και τα τελευταία καρπούζια, που βγαίνουν στην κορυφή της καρπουζιάς, πριν να ξεραθεί
ΚΟΥΛΟΥΚΟΥΝΤΗΣ. ίσως όπως και το Κολοκοτρώνης, με β’ συνθετικό το κοντός.
ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ. κουρκουλώ κυλιούμαι (κούρκουλας ονομάζεται σε μερικές γνώσεις ο παπάς).
ΚΟΥΡΚΟΥΜΕΛΗΣ. κούρκουμα, ανακούρκουδα.
ΚΟΥΣΚΟΥΡΑΣ ΚΟΥΣΚΟΥΡΗΣ. σημαίνει το κούσκουρας κατά τόπους φλύαρος, πετρωδικός τόπος, αργιλότοπος.
ΚΟΥΤΡΟΥΛΗΣ. κουτρουλής, κούτρουλος, φαλακρός, κασίδης ή και ξουρισμένος σύρριζα.
ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ. κουρμούλι κορμός δέντρου, χαμόδεντρου.
Το Ψευτορωμαίϊκο τελειώνει μέσα σε κραυγές και αλλοφροσύνες!
-
Εδώ και 14 χρόνια μαχητικής αρθρογραφίας, έχω πει μυριάδες φορές ότι ζούμε
τις τελευταίες εκφάνσεις μιας πολιτικής κλίκας που δημιουργήθηκε με την
ανασύστ...
Πριν από 20 δευτερόλεπτα
Στη νότια Χίο, κουτρούλης λέγεται ο ασκεπής. Δηλαδή αυτός που δεν φοράει κάτι στο κεφάλι του. Αντίστοιχα, κουτρούλα είναι η γυναίκα που δεν φοράει το μαντήλι της.
ΑπάντησηΔιαγραφή- Σα δεν εντρέπεται, να περπατά κουτρούλα, γριά γυναίκα!
ακομα ενα παρατσουκλι ειναι το Μακης Μπιφτεκακις
ΑπάντησηΔιαγραφή