Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΟΔΟ

Παρατσούκλια απο την Κρεμαστή Ρόδος
Αγκάττα: Μεγεθυντικό, το μεγάλο αγκάθι. Ο ευέξαπτος χαρακτήρας. Αυτός που εύκολα ανταποδίδει τα πειράγματα.
Αζού (η): Μεγεθυντικό, το αζό, το ζώον. Ο Μεγαλόσωμος ή ο άγριος στην συμπεριφορά.
Αλαπού (η): Το ζώον αλεπού, τις ιδιότητες της οποίας διαθέτει ο κάτοχος (πονηρός).
Αλόα (η) Μεγεθυντικό, το μεγάλο άλοο (άλογο). Ο μεγαλόσωμος, με άχαρο και μεγάλο βηματισμό.
Ανανός(ο): Εξ' αιτίας της γλωσσικής αδυναμίας στη σωστή εκφορά του ονόματος του, στην παιδική ηλικία (Στυλιανός).
Αράπης (ο): Ο μελαψός, ο μαύρος. Θηλυκό η αραπίνα.
Αρναούττα (η): Μεγεθυντικό, το αρναούττι(η καυτερή πιπεριά). Η δύστροπη.
Ασπροκώλα (η): Πουλί, στο μέγεθος του σπουργίτη με άσπρα φτερά στο πίσω μέρος. Ο ξανθός και ασπριδερός στο δέρμα.
Ασπρούλλης (ο): Ο ξανθομάλλης και ασπριδερός. Θηλυκό η Ασπρούλλα και Ασπρουλίτσα.
Αστροπηλιάρης (ο): Ο ασπροπηλιάρης , ο δύστροπος και σκληρός ώσαν το άγονο και σκληρό έδαφος που περιέχει άσπρο πηλό
Αχερένιος (ο): Ο φτιαγμένος από άχυρο. Ο λεπτοκαμωμένος, ο αδύνατος σαν ψεύτικος.
Βίρκιας (ο): Το όνομα πουλιού από μίμηλη λέξη (βιρ-βιρ). Ο επαναλαμβάνων συχνά τα ίδια, φλύαρος.
Βογγύλα (η): Μεγεθυτικό. Το βογγύλι. Αυτός που έχει κεφάλι σαν βογγύλι.
Βρακού (η): Μεγεθυντικό. Ο φορών φαρδύ και μεγάλο παντελόνι, σαν βράκα.
Βυζού (η): Για άνδρα με μεγάλο στήθος, όμοιο με γυναίκας. Μεγεθυντικό.
Γαδάρα (η): Το θηλυκό του γάδαρος. Ο υπομονετικός αλλά πιότερο ο πεισματάρης.
Γαιματάκι (το): Υποκοριστικό, από το γαίμα(αίμα). Αποδίδεται σε κοντόχοντρο και οξύθυμο άτομο, που σε στιγμές παροξυσμού ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι κοκκινίζοντας στο πρόσωπο.
Γάλος (ο): Το αρσενικό της γαλοπούλας. Ο ψηλός και λεπτός άνδρας, με μακρύ λαιμό.
Γιατρός (ο): Αποδίδεται σε φιλάσθενο, ο οποίος εξ' αιτίας των ασθενειών του, έχει αποκτήσει ιατρικές γνώσεις, τις οποίες συμβουλευτικά δίδει στους χωρικούς.
Δασκάλα (η): Ο λεπτεπίλεπτος στους τρόπους και τη φωνή.
Δάχτυλα (η): Μεγεθυντικό, το μεγάλο δάχτυλο. Αυτός που έχει μεγάλα και μακριά δάχτυλα και μεταφορικά ο ελαφροχέρης.
Έλληνας (ο): Κολακευτικό παρανόμι. Από απαγγελία ποιήματος σε σχολική γιορτή, στην οποία εκαυχάτω για την εθνική του καταγωγή.
Ένα-δύο (ο): Αυτός που βαδίζει αργά και νωχελικά, ωσάν να αριθμεί τα βήματα του. Ο βραδυκίνητος και υπομονετικός.
Έτσι (ο): Ο προφέραν τον αριθμό έξη-έτσι, από αδυναμία άρθρωσης του φθόγγoυ ξ.
Ζάρβος (ο): Ο ζαρβός, ο ζερβός, ο αριστερόχειρας. Υπάρχει και το πα­ρανόµι Ζαρβέλλα(η).
Ζόγκος (ο): Ο ρόζος, ο όγκος. Ο κοντόχοντρος µε ογκώδες κεφάλι.
Ηρακλάκι (το): Υποκοριστικό του Ηρακλής. Ο µικροκαµώµενος και µυώδης. Ο παριστάνων τον αθλητικό, το γενναίο, τον ήρωα.
Καβαλλίνα(η): Η κοπριά των αλόγων, γάιδαρων, μουλαριών. Αποδίδε­ται σ' εκείνον που μαζεύει καβαλλίνες από τους δρόμους, για λίπανση. Πι­θανόν ο αμφιβόλου ποιότητας χαρακτήρας.
Καγιάς (ο): Από την καγιά που σημαίνει σκληρό και δυσκολοκαλλιέρ­γητο έδαφος, ο βράχος. Ο δύστροπος, ο άξεστος.
Καζάνας (ο): Μεγεθυντικό της λέξης καζάνι. Αυτός, που έχει µεγάλο και άδειο περιεχομένου, κεφάλι. Ο βλάκας, ο άμυαλος.
Κάκκια (η): Στα ιταλικά η λέξη σημαίνει το κυνήγι. Τα καταδιωκτικά.
Κκούνα (η): Προέρχεται από το κύνα -κκύνα-Κκούνα. Ο αφρόντιστος, ο απεριποίητος, αυτός που δεν έχει προσεγμένη εμφάνιση.
Κκυννούκα (η): Μεγεθυντικό. Η παραχαϊδεµένη μοναχοκόρη που είναι κακοµαθηµένη, ανάγωγος και κατ' επέκταση η απεριποίητος.
Κκούρης (ο): Ο κουρεμένος σύρριζα µε τη (ψιλή) μηχανή.
Κλαδευτήρας (ο): Από το κλαδευτήρι το οποίο σημαίνει το στραβό μαχαίρι που πρόχειρα έφερναν μαζί τους οι χωρικοί, περασμένο στο ζωνάρι τους, για κάθε χρήση στις αγροτικές εργασίες (π.χ. κόψιμο ψωμιού, μικρών κλα­διών δέντρων ή φυτών κλπ).
Κλαψού (η): Γυναικείο παρανόμι. Εκείνη που κλαίει χωρίς λόγο, η µεµ­ψίµοιρη. Η παραπονιάρα που προκαλεί και ενοχλεί, µε ασήμαντη αφορμή.
Κοκκινόκωλος (ο): Μικρό πουλί µε κόκκινα φτερά στην ουρά. Ο κόκ­κινος στο πρόσωπο. Σκωπτικό.
Κόκκινος (ο): Αυτός που έχει το χρώμα του αίματος. Συμφωνά µε µαρτυρία του κατόχου του από σημάδι "ρεξίµατος" κόκκινο, στο πρόσωπο.
Κοκκινοτρίχης (ο): Αυτός που έχει κόκκινο τρίχωμα, κοκκινομάλλης, κοκκινογένης (για παπά).
Κόκλανος (ο): Ψάρι των ιχθυοτροφείων της Μ. Ασίας (Ταλιάνι) όπου και δούλευε τους χειμερινούς µήνες ο κάτοχός του. Ο γνωστός κέφαλος.
Κοκό (το): Παιδική λέξη για το αυγό. Η κοντόχοντρη γυναίκα. Είναι και υποκοριστικό του ονόματος Καθολική-Καθολικό-Κοκό (σκωπτικό).
Κολοβονί (το): Υποκοριστικό του κολοβός. Ο ελλιπής, ο ανάπηρος σωματικά από τη γέννησή του.
Κοντό (το): Ο κοντόσωµος άνδρας ή γυναίκα.
Κοράκοι (οι): Πληθυντικός του κόρακας, µε κατάληξή όμοια των αρσενι­κών της β' κλίσης (-οι). Παρατσούκλι των Κρεµαστενών. Είναι χαρακτηριστι­κό των κοράκων να ζουν και να πετούν όλοι μαζί κατά σμήνη, πράγμα πολύ συνηθισμένο στους κατοίκους του χωριού στις κοινωνικές τους εκδηλώσεις (εορτές, πανηγύρια, αγορά προϊόντων κλπ), να πηγαίνουν όλοι μαζί. Εξ' αιτίας της συνήθειας αυτής, στις 15 Μαΐου 1945, πολλοί Κρεµαστενοί για να έχουν καλή θέα των εκδηλώσεων που γίνονταν στο Μαντράκι, για την υποδοχή του αντιβασιλέα αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού, βρέθηκαν ανεβασμένοι και αραδιασμένοι στην ταράτσα του Ταχυδρομείου, κάνοντας αισθητή την παρου­σία τους µε ζητωκραυγές. Κάποιος τότε είπε: ''Σαν τους κοράκους φωνάζουν''. Και έμεινε το παρατσούκλι. Ίσως το παρατσούκλι να υπαινίσσεται και την βουλιμία µε την οποία εφορμούν οι Κρεµαστενοί για να ικανοποιήσουν την χαιρεκακία τους σε ατυχείς καταστάσεις όμοια µε τους κοράκους.
Κοριέρα (η): Ιταλική λέξη που σημαίνει λεωφορείο. Η γυναίκα που με­ταφέρει από πόρτα σε πόρτα, τα νέα του χωριού, συνήθως κακολογίες και κουτσομπολιά.
Κουκκάς (ο): Αυτός που τρώγει πολλά κουκιά. Υπάρχει και η εκδοχή το παρατσούκλι να έχει την προέλευση του από την μετατροπή του Συ­μιακού κορκάς, σε κουκκάς. Κορκάς = ο κουρκούταβλος (είδος σαύρας).
Κούκκος (ο): Το πουλί γνωστό από τη φωνή του. Αλλά και ο σκούφος της ανδρικής παραδοσιακής στολής. Μεταφορικά, ο φωνακλάς ή ο πολυλογάς
Κουκκουάγια (η): Το πουλί κουκουβάγια. Από την ομοιότητα του κα­τόχου του προς το πουλί. Μεταφορικά σημαίνει ο βλάκας, παρ' όλο ότι το πουλί ήταν της σοφίας. Κατ' ευφημισι όν.
Κούκλα (η): Παρανόμι που άθελα έδωσε (η μητέρα στο παιδί της επειδή στη νηπιακή του ηλικία το αποκαλούσε "κούκλα", θέλοντας να δείξει την ομορφιά του. Συνώνυμο το Κουκλί, το όμορφο μωρό.
Κουκουής (ο): Από τη παιδική λέξη κουκού που σημαίνει γλυκό ή φρούτο. Πιθανόν όμως και να προέρχεται από το κουκούλι το αγιάτρευτο σπυρί. Μεταφορικά ο ενοχλητικός και δυσάρεστος.
Κουλουπατσάς (ο): Από το κουλουπάτσι που σημαίνει μαστίγιο. Παρα­τσούκλι Ιταλού φασίστα, που αναίτια χτυπά τους χωρικούς με το κουλουπάτσι.
Κουτέλλα (η): Μεγεθυντικό του κούτελου. Ο έχων μεγάλο μέτωπο.
Κούτουλο (το): Το κέρατο. Εκείνος που έχει εξογκωμένο το μετωπικό οστών.
Κουτσονούρης (ο): Το ζώο με κομμένη ουρά. Αποδίδεται σκωπτικά σε κυνηγό.
Κουττού (η): Από το κουτούκι, που σημαίνει χοντρό κομμάτι ξύλου από κορμό δέντρου. Αφορά την εύσωμη, τη χοντρή γυναίκα.
Κούφτιο (το): Το νυχτοπούλι με μεγάλα και γουρλωτά μάτια. Από την ομοιότητα του κατόχου με το πουλί.
Κρόκος (ο): Αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου (κιτρινάδι του αυγού). Ο κιτρινωπός, ο πικρόχολος, ο κακόγλωσσος.
Κρούκελλος (ο): Μεγεθυντικό το μεγάλο κρουκέλλι. Κρουκέλλι είναι ο χαλκάς, ο κρίκος για το δέσιμο των ζώων, αλλά και χερούλι στις πόρτες. Αποδίδεται σε ψευτοπαλικαρά που καυχιέται ότι μπορεί να μετακινήσει και τη γη ακόμη αν αυτή είχε κρούκελλο.
Κωλαράς (ο) : Αυτός που έχει μεγάλα οπίσθια.
Κωλοφωτιά (η): Η πηγολαμπίδα. Άτομο παριστάνων το σπουδαίο, αλλά χωρίς ουσία σαν το ψεύτικο φως της πυγολαμπίδας. Υπάρχει και η Καλασαμπού: Θηλυκό με την ίδια σημασία για γυναίκα.
Κωστωμένος (ο): Αποδίδεται σε Κωστή, ο οποίος έχει μείνει κοντός και ζαρωμένος, σαν καρπός κοστωμένος. Ο καχεκτικός, ο αδύναμος.
Λαδί (το): Αυτός που έχει το χρώμα του λαδιού. Ο μελαχρινός, ο μαυρι­δερός. Με την ίδια σημασία και το παρανόμι Λάδης(ο).
Λαμπούγιο (το): Εργαλείο του τσαγκάρη, με μικρό ποδαράκι για τις σό­λες των παπουτσιών. Ο κοντοπόδαρος και γενικά ο κοντόσωμος.
Λαουμάνος (ο): Πρόχειρο δοχείο νερού. Παρατσούκλι που αποδίδεται σε ομοιότητα των χειλέων του κατόχου με εκείνα του δοχείου.
Λάουρας (ο): Μεγεθυντικό, ο μεγάλος λαγός. Ομοιότητα με το ζώο. Μεταφορικά σημαίνει, αυτός που φέρνει κακοτυχία, ο τσιφτελής (ο φέρων κακοδαιμονία).
Λεοντάρι (το): Κολακευτικό παρατσούκλι, γι' αυτόν που διαθέτει ψυχι­κή δύναμη και γενναιότητα όμοια με τη σωματική δύναμη λιονταριού. Με­ταφορικά ο μαχητής, ο άφοβος.
Λόρντισσα (η): Το θηλυκό του λόρδος. Ειρωνικό παρατσούκλι για τον παριστάνονται τον πλούσιο, τον αριστοκράτη. Πιθανόν όμως να προέρχεται και από τη λόρντα (λόρδα) που σημαίνει η μεγάλη πείνα.
Λοστρόμος (ο): Ο ναύκληρος. Από το επάγγελμα που ασκούσε ο κάτοχός του.
Λόττος (ο): Από την ιταλική λέξη λόττο που σημαίνει λαχείο. Κατά τον ίδιο τον κατοχό του, ο πατέρας του στην πανηγύρι της Παναγιάς είχε λοταρία και συχνά όταν ήταν παιδί τον τραγουδούσε στο ρυθμό του νυ­φάτου: ''Μιχαλάκη, Μιχαλόττο που θα κάμουμε το λόττο''.
Λούγγος(ο): Στην ιταλική η λέξη σημαίνει ο μακρύς. Ο Ψηλόσωμος, ο Ψηλέας.
Λουκκουγιό (το): Από τη λουκκουμιά ή λουκκουνιά, που σημαίνει αλοιφή για την επάλλειψη ραγισμένου πήλινου δοχείου (σταμνί, βυτίνα κλπ). Αποδί­δεται σε γυναίκα, πιθανόν, με εύθραυστη υγεία, η έχουσα χρωματική ομοιότητα του δέρματος με τη λουκκουνιά.
Λουμπουναδί (το): Υποκοριστικό από το λουμπουνάρι που σημαίνει λούπινον, ή και σπυρί της ακμής. Aπoδίδεται σε κοντόχοντρο άτομο.
Λυμπιτί (το): Υποκοριστικό του λυμπίτης ή του Ολυμπίτης. Επώνυμο που φανέρωνε την καταγωγή του κατόχου του, και το οποίο κατάντησε παρανόμι στους απογόνους του.
Μαγάρα (η): Από το ρήμα μαγαρίζω που σημαίνει λερώνω εξ' ου και τα μαγαρίσματα ήτοι τα κόπρανα. Ο ανήθικος, ο βρομερός.
Μαγγανάς (ο): Από το μάγγανo. Αυτός που έχει φωνή μονότονη, δυνατή και κλαψιάρικη όπως το μάγγανο. Ο φωνακλάς, ο κλάψας.
Μάγκας (ο): Αυτός που έχει τον τρόπο να πετυχαίνει αυτό που θέλει. Ο καταφερτζής, ο ικανός, ο καπάτσος.
Μάκος (ο): Χαϊδευτικό του Μιχάλης. Μάκος όμως σημαίνει ο δυσκί­νητος, ο χοντροκαμωμένος και ο τεμπέλης.



Μαλλιαρός (ο): Ο δασύτριχος. Θηλυκό: η Μαλλιαούραινα.



Μαμαμό (το): Το μαμόθρεφτο παιδί. Το παραχαδεμένο επειδή είναι αδύνατο.



Μανές (ο): Αποδίδεται σε Μανώλη που του αρέσουν οι μανέδες δηλαδή οι αμανέδες τα μακρόσυρτα τραγούδια.



Μανίκαρος (ο): Από το μανίκι που σημαίνει η ξύλινη λαβή μαχαιριού, σφυριού, σκεπαρνιού. Αυτός που έχει μεγάλο μανίκι ( ανδρικό μόριο).



Μαντηλάς (ο): Ο γιος της μαντηλούς, της γυναίκας που έφτιαχνε κε­φαλομάντηλα.



Μασίκα (η): Από το ρήμα μασώ. Η αδύνατη γυναίκα με προτεταμένες τις μασέλες της (τις σιαγόνες).



Μασσάτα (η): Αποδίδεται σε ατημέλητη γυναίκα. Μπορεί όμως να προέρχεται από το μασσάτι το οποίο σημαίνει ακόνι του τσαγκάρη σε σχή­μα κυλίνδρου.



Μάστορης (ο): Ο δεξιοτέχνης, Ό μαέστρος. Πιθανόν ο καταφερτζής. Αποδίδεται σε βιολιτζή που γνώριζε να ενεργεί με επιδεξιότητα.



Μαύρος (ο): Ο μελαχρινός. Θηλυκό η Μαυρούκα. Συναντούμε και τα υποκοριστικά παρατσούκλια: το Μαυρί και το Μαυράκι.



Μαυροσυρία (η): Αγριόχορτο με βαθυπράσινα πλατιά φύλλα. Αποδίδε­ται σε γυναίκα μαυριδερή στην όψη και πικρόχολη στο χαρακτήρα.



Μέρμηγκας (ο): Το μεγάλο μυρμήγκι. Κολακευτικό παρανόμι που αποδίδεται σε εργατικό άτομο. Αλλά και ειρωνικό γιατί είχε ψηλόλιγνα άκρα (χέρια, πόδια) ωσάν του μέρμηγκα.



Μίχχης (ο): Από το επιφώνημα "μίχχι" για τις ωραίες μυρωδιές. Λέμε "μίχχι κριάς", ''μίχχι τηγανιτές πατάτες". Το παρατσούκλι πιθανόν να δη­λώνει τον απλό, τον άβγαλτο άνθρωπο.



Μοδόγλωσσο (το): Αγριόχορτο με πλατιά χνουδωτά φύλλα και γαλάζια ανθάκια. Αποδίδεται σε άνδρα γαλανομάτη, με άσπρο δέρμα. Υπάρχει και το ίδιο παρατσούκλι για γλωσσού, ασπριδερή γυναίκα.



Μουζούρης (ο): Ο μελαψός, ο μελαχρινός.



Μούρκα (η): Η αμούργα. Το κατακάθι του λαδιού, η λάσπη του λαδιού. Αυτός που έχει το χρώμα της μούρκας.



Μουσαβέζης (ο): ο μεσοβέζης, ο ασταθής, ο αναποφάσιστος, ο άτολμος.



Μουστάκι(το): Άτομο με μουστάκι, χαρακτηριστικό για την καλλιτεχνι­κή του περιποίηση.



Μουστουρής (ο): Ο μουστερής. ο πελάτης, ο αγοραστής. Αποδίδεται σε άτομο με διανοητική αναπηρία και το οποίο αποδέχεται οποιαδήποτε προσφορά σαν καλός πελάτης. Ετυμολογικά η λέξη από την τουρκική musterί.



Μουτζής (ο): Από τη μούντζα δηλ. την επίχριση του προσώπου με κα­πνιά. Αυτός που του έχουν κάμει μουζωθιά στο μέτωπο ή πίσω από το αυτί για να μην τον πιάνει το μάτι.



Μπάκλας (ο): Από τη μπάκα, που σημαίνει κοιλιά. Αυτός που έχει με­γάλη κοιλιά.



Μπαρνταβής (ο): Από το μαρντάς, δηλαδή την ακαθαρσία της πληγής. μαρντάς - μαρνταβής - μπαρνταβής. Ο πληγιασμένος, ο ακάθαρτος, και κατ' επέκταση ο άχρηστος.



Μπουάς (ο): Ο μπογάς, ο ταύρος. Ο μεγαλόσωμος και βραδυκίνητος, σαν το μεγάλο αρσενικό ζώο, το βόδι.



Μπούκλα (η): Η τούφα με σγουρά μαλλιά. Αποδίδεται σε γυναίκα εξ' αίτιας του χτενίσματός της. Η φιλάρεσκη, η ωραιοπαθής. Ειρωνικό.



Μπουλίνος (ο): Ο μελαψός, ο μελαχρινός. Ο μέλας - μελανός - ο μουλινός - ο μπουλίνος. Ο κάτοχός του λεγόταν και μαύρος.



Μπούρος (ο): Από την ιταλική λέξη buro που σημαίνει το βούτυρο. Μι­κρό παιδί ο κάτοχός του προτιμούσε το βούτυρο, από τα κανόνια, σύμφω­να με την φασιστική προπαγάνδα: Che cosα volete burο ο cαnoni?



Μπουτσαΐ (το): Αυτός που έχει μικρό ανδρικό μόριο. Σκωπτικό παρανόμι.



Μυρού (η): Από το μύρον (η μυρωδιά). Γυναίκα η οποία περιλούεται τα αρώματα.



Μύστακας (ο): Το μουστάκι. Από το μύσταξ ο οποίος είχε τρίχες ιδιαίτε­ρα χαρακτηριστικές.



Μύττος (ο): Μεγεθυντικό. Αυτός που έχει μεγάλη μύτη. Λέγεται και "η μύττη".



Ντίας (ο): Ο κάτοχός του αδυνατούσε να εκφέρει τον αριθμό τρία και έλεγε ντία, κατά μαρτυρία του υιού του.



Νουρά (η): Η ουρά. Άτομο με ανεπτυγμένους τους κοκκυγικούς σπόν­δυλους.



Ξόανο (το): Ξύλινο άγαλμα θεού, όχι περίτεχνα κατασκευασμένο. Η κακοφτιαγμένη γυναίκα, η άσχημη, η δύσμορφη.



Παγώνα (η): Θηλυκό μεγεθυντικό της λέξης παγώνι. Χλευαστικό γυναι­κείο παρανόμι για ψηλομύτα και γεμάτη έπαρση γυναίκα, η οποία είναι κακόγλωσση και κακόψυχη.



Παλάβα (η): Μεγεθυντικό του παλαβός που σημαίνει άμυαλος. Αποδό­θηκε το παρανόμι μάλλον κατ' ευφημισμόν, σε άτομο έξυπνο.



Παλλάρα (η): Μεγεθυντικό του παλλαρός. Ο χαλαρός στις κινήσεις. Αυ­τός που περπατάει και κινείται πλαδαρά. Ο αγύμναστος.



Πάμια (η): Η μπάμια. Αυτός που όταν τον αγγίξεις σε πιάνει φαγούρα, όπως συμβαίνει με το φυτό και τον καρπό του.



Παμπούκος (ο): Χαϊδευτικό ή σκωπτικό του Τσαμπίκος - Παμπίκος ­Παμπούκος.



Παννάδα (η): Από το ρήμα πανιάζω, γίνομαι σαν πανί, χάνω το χρώμα μου, χλομιάζω, κιτρινίζω. Ο παννιαρός, ο ρυτιδωμένος, ο χαλαρός, ο ασθε­νικός.



Παπαδί (το): Υποκοριστικό του παπάς. Ο μικρόσωμος παπάς. Σημαίνει και ο υιός του παπά, το παπαδοπαίδι που συνήθως είναι " ... διαόλου αγγό­νι". Το πειραχτήρι.



Πάπος (ο): Αρσενικό της πάπιας. Αποδίδεται σε νάνο που το περπάτη­μά του είναι σαν της πάπιας, γέρνοντας δεξιά και αριστερά.



Παππουράς (ο): Μεγεθυντικό του πάππους. Σύμφωνα με άλλη άποψη πρόκειται για παρανόμι που οφείλεται στην ηχομιμητική επιδεξιότητα του κατόχου του, στη φωνή του πουλιού πάπια.



Παπούτσα (η): Αυτός που φορεί και σέρνει στο βάδισμα μεγάλα ή κομμέ­να παπούτσια. Χλευαστικό παρανόμι. Ο τιποτένιος, ο μηδαμινός, ο φαύλος.



Παραϊμωστό (το): Το παραγεμιστό δηλ. ο ντολμάς, το γιαπράκι. Ο κοντόχοντρος.



Πασπάρα (η): Το χωράφι με ασπροχώματα, χωρίς θρεπτικές ουσίες. Ο αμίλητος τύπος.



Παστιό (το): Υποκοριστικό της λέξης παστί(το) που σημαίνει το μικρό φρούριο ή το προπύργιο. Μεταφορικά ο μικροκαμωμένος αλλά μυώδης.



Πατερίκος (ο): Υποκοριστικό του πατέρας. Κολακευτικό παρατσούκλι για μικρόσωμο άνδρα που σε μικρή ηλικία αντικαθιστά τον πατέρα σ' όλες τις γεωργικές εργασίες. Συνηθίζεται και το πατερί = ο μικρός πατέρας.



Πατσαούρα (η): Η πατσαβούρα. Το βρώμικο και κουρελιασμένο ύφασμα, που χρησιμοποιείται στην κουζίνα για καθάρισμα. Προσφιλής χαρακτηρισμός του Παπαγιάννη (βλ. οι δάσκαλοι) για τους άτακτους μαθητές του. Ο άχρηστος, ο τιποτένιος, ο παρακατιανός. Μεταφορικά η χωρίς αξιοπρέπεια γυναίκα.



Περγκούρα (η): Μεγεθυντικό της λέξης περγκούρι. Φαγητό µε σύβραση από χοντροαλεσμένο σιτάρι το οποίο έβραζαν προηγουμένως. Το πλιγούρι ή µπλιγούρι. Από το ότι ο κάτοχός του έτρωγε πολύ περκούρι.



Περιστέρης (ο) ή Περιστέρι (το): Ο κάτοχος του έτρεφε στα παιδικά του χρόνια πολλά περιστέρια. Πιθανόν και επώνυμο που έχει εγκαταλειφθεί.



Πέτσα (η): Το πετσί, το δέρμα, το τομάρι. Το ρήμα πετσώνω σημαίνει: φτιάχνω παπούτσια και πετρωτής είναι ο παπουτσής. Γυναικείο παρατσού­κλι για προξενήτρα του χωριού που κληρονομήθηκε από τους απογόνους της (βλ. πιτσού). Η αδύνατη γυναίκα. "Πετσί και κόκκαλο είναι".



Πιλλέρα (η): Μεγεθυντικό της λέξης πιλλ(ι)έρι που σημαίνει χτι­στός στύλος, οχυρωματικός πύργος (τα δυο πιλλέρια του Φιλέρημου). Ο ψηλόσωμος και γεροδεμένος άνδρας.



Πιλλιρί (το): Υποκοριστικό του πιλλέρι ως ανωτέρω. Κατά µαρτυρίαν του ιδίου του κατόχου του, απέκτησε το παρανόµι, επειδή μικρός περιφε­ρόταν ξεβράκωτος επιδεικνύοντας το ... πιλλιρί του.



Πιπέρης (ο): Από το πιπέρι. Αυτός που ανακατεύεται σε όλα, όπως το καρύκευμα στα διάφορα φαγητά. Ο πειρακτικός, ο τσουχτερός, αλλά ο αθυρόστομος, ο άσεμνος. Θηλυκό: η Πιπερού. Υποκοριστικά: το Πιπεράκι, η Πιπερίτσα.



Πίπος (ο): Η ομοιότητα του µε κάτοικο της Βιλλανόβας (Παραδείσι) µε το ίδιο επώνυµο. Σηµαίνει τον επιτήδειο, τον καταφερτζή.



Πιτικάντα (η): Ο κάτοικος των Τριαντών. Ο πληθυντικός του παρα­τσουκλιού Πιτικάντες χρησιμοποιείται σκωπτικά για τους Τριαντενούς, οι οποίοι στήνοντας ξόβεργες µιµούνται το κελάδημα των πουλιών (πιτ-πιτ) για να τα ξεγελούν, να κάθονται και να πιάνονται. Ηχοµιµητική λέξη.



Πιτσού (η): Από το πετσί, το δέρμα ή το τομάρι που χρησιμοποιείται για το µπάλωµα των παπουτσιών. Πετσί-πέτσα-πετσού-πιτσού. Εδώ πρό­κειται για προξενήτρα η οποία έχει την ικανότητα να "πετσώνει" τους πά­ντες. Να βρίσκει δηλαδή το ταιριαστό παπούτσι για τον καθένα.



Πίττα (η): Η γυναίκα που δεν έχει καµπύλλες. Γνωστή η φράση: "Πίττα µπρος και πίττα πίσω".



Πιττάρα (η): Μεγεθυντικό της πίτας, που σημαίνει το φύλλο της φραγκοσυκιάς. Εκείνος που έχει πλατύ και µεγάλο πρόσωπο.



Πιττερί (το): Από το πίτυρον στην τοπική ντοπολαλιά πίττερο. Ο έχων φακίδες στο πρόσωπο. Ο φακιδιάρης.



Πλανί (το): Το πουλί που βάζουν στο κλουβί, όταν στήνουν ξόβεργα για να πλανέψουν δηλ. να ξεγελάσουν µε τις φωνές τους τα άλλα πουλιά. Ο πλάνος, αυτός που μπορεί να παραπλανήσει τους άλλους, ο κράχτης.



Πλευρό (το): Από τη συνήθεια του κατόχου να κάθεται στο γάιδαρο όχι καβάλα, αλλά έχοντας τα πόδια του στην ίδια πλευρά του ζώου. Πιθανόν όμως να προέρχεται Και από το πλευρό, που σημαίνει χωράφι στα πλάγια του βουνού, το οποίο συνήθως έχει άγονο έδαφος, οπότε υποδηλώνει τον µονόχνωτο, τον μοναχικό, χωρίς επαφές µε άλλους.



Ποντικός (ο): Από το ποντικίσιο μουστάκι του.



Πορτολάτσος: Σύνθετο από το πορντή και το ρήμα λατσώνω. Ο δυσώ­δης ο βρωμιάρης.



Πούδουκλο (το): Το πέδικλο. Ο δεσμός που προσαρμόζεται στα πόδια των ζώων κω τα εμποδίζει να απομακρυνθούν, φτιαγμένος από λεπτά κλαδιά λυγαριάς. Ο κάτοχός του παρανομιού ήταν µοναδικός στην κατα­σκευή πεδίκλων. Μπορεί όμως να σημαίνει αυτόν που βάζει τρικλοποδιές.



Πούλλα (η): Η όρνιθα, η κότα. Αυτός που έχει λιγο µυαλό σαν την κότα.

Και στην πραγματικότητα ο έξυπνος, ο πονηρός.



Πουλλί (το): Το πτηνό. Κολακευτικό παρατσούκλι µε δόση ζήλειας για γυναίκα εργατική, σβέλτη, µε γρηγοράδα πουλιού.



Ππάλλας (ο): Μεγεθυντικό του ππαλλαρός. Ο µεγάλος βλάκας. Θηλυκό η Ππάλαινα. Εδώ, πρόκειται για άτομο ήπιο και έξυπνο.



Ππούφος (ο): Το γνωστό πουλί µπούφος. Ένεκα οµοιότητας. Πιθανή εκδοχή προέλευσης η µπούφα - Ππούφα που σημαίνει η βαριά µμυρωδιά. Ο βρωμιάρης.



Ριζίτης (ο): Ο καρπός που µεγαλώνει κοντά στη ρίζα του φυτού και που δύσκολα αναπτύσσεται. Αποδίδεται σε κοντόχοντρο άτομο.



Ρίζος (ο): Συνώνυμο του ριζίτης. Θηλυκό: η Ριζού.



Ροδίνος (ο): Όνομα µικρόσωµου σκύλου που γαβγιζε τους µεγαλό­σωµους συντρόφους του, οι οποίοι όμως τον αγνοούσαν. Αυτός που ανακα­τεύεται σε όλα, χωρίς να ζητούν τη γνώμη του και να τον υπολογίζουν.



Ρουµανίτης (ο): Μικρό πουλί που ζει μέσα σε ρουμάνια. Ο αγροίκος, ο ακοινώνητος.



Ρουφούνα (η): Μεγεθυντικό του ρουφούνι (ρουθούνι). Εκείνος που έχει μεγάλα ρουθούνια.



Σαραβάνες(η): Πληθυντικός του σαραβανάς. Αυτός που παράγει σαραβάνες. Κοινό παρατσούκλι των Κρεµαστενών γεωργών οι οποίοι παράγουν τα ως άνω κολοκύθια.



Σάρτας(ο): Από το σαρτώ που σημαίνει πηδώ. Ο ζωηρός, ο παραγωγι­κός, ο σάτυρος.



Σβίγγος(ο): Είδος γλυκίσματος σε βώλους, µε αλεύρι και αβγά. Αποδί­δεται σε κοντόχοντρο άτοµο.



Σκαδούρα(η): Μεγεθυντικό από το σκάδι, που σηµαίνει το ξηρό σύκο, το πολύ ώριµο. Εκείνος που τρώει σύκα ξερά. Αφορά όµως και ζαρωµένη γυναίκα, που λερώνεσαι όπου κι αν της αγγίξεις.



Σκαλάχρα(η): Μεγεθυντικό του σκάλαχρου. Το σκάλαχρο είναι εργαλείο του φούρνου µε το οποίο σκαλίζουν την καρβουνισιά, και τρίβουν το φούρνο. Αυτή η γυναίκα που χώνει τη µύτη της παντού, και σκαλίζει τα πάντα. Η ξεσκαλώτρα.



Σκυλλοµαµµή (η): Εκείνος που αγαπά τα ζώα και ασχολείται µε τα µι­κρά τους. Ιδίως µε τα σκυλάκια.



Σουλλής (ο): Πιθανές εκδοχές προέλευσης: ο σωλήν ή ο σουβλής. Ο σου­βλής είναι υδρόβιο πτηνό µε ψηλά πόδια και σουβλερή µύτη. Πρόκειται για λεπτό και ψηλό άνδρα.



Σουλούνα (η): Θηλυκό του σουλούνης = ο σωλήνας. Η µακριά και αδύ­νατη γυναίκα, χωρίς τις φυσικές σωματικές καμπύλες.



Σουλτανί (το): Υποκοριστικό της σουλτάνας. Σκωπτικό παρανόμι γυ­ναίκας που μεγαλοπιάνεται και παριστάνει την πλούσια µε τις πολλές ανέ­σεις και τα µεγαλεία. Ακούγεται και ως λολλοσουλτανί.



Σουσουνιάρηες (οι): Ενικός ο σουσουνιάρης από το σούσουνας που ση­µαίνει ο καύλος του κροµµυδιού (Θύσανος-Θούσουνας-σούσουνας). Κοροϊδευτικό για τους γεωργούς που καλλιεργούν και παράγουν πολλά κροµµύδια µε σουσούνους.



Σπίνος(ο): Το πουλί. Από την ομοιότητα του κατόχου ως προς τη φωνή και τη µύτη, µε το πουλί.



Στελλίτης (ο): Αυτός που έχει µακριά στελλιά (σκέλη, πόδια). Συναντάται η λέξη και στην κατάρα: "Στελλίτης να σε πιάσει" = Τέτανος να σε πιάσει.



Στοιχειό (το): Το ξωτικό, το φάντασμα. Ο αδύνατος, ο κοκαλιάρης, ο σκελετωµένος.



Σφηκαόνης (ο): Από το σφηκαόνι το οποίο είναι είδος µμικρής σφήκας. Επίθετο οικογενειακό, που αντικαταστάθηκε µε την Ενσωμάτωση. Διατη­ρείται όμως σαν παρατσούκλι, αλλά και ως επώνυμο από μετανάστες στην Αμερική. Σύμφωνα με μαρτυρία συγγενούς του, ο κάτοχος του κινδύνευσε από το κέντρισμα της σφήκας.



Τάος (ο): Το γνωστό πουλί παγώνι (ταώς). Οικογενειακό παράνομα. Πιθανό να εννοεί το γεμάτο έπαρση άτομο ή και το φωνακλά.



Τελής (ο): Από την τούρκικη λέξη deli που σημαίνει ο ανόητος. Ο νευρικός.



Τράΐ (το): Υποκοριστικό του τράος(τράγος). Ο γεμάτος, από έντονη σεξουαλική ορμή, νέος άντρας.



Τραογένης(ο): Ο έχων γένια σαν του τράγου. Υβριστικό παρανόμι για παπάδες. Συνώνυμο και το τράος.



Τρίχα (η): Υποτιμητικό παρατσούκλι. Ο τρίχας. Ο ανεπιθύμητος, ο ανόητος, ο επιπόλαιος σε λόγια και πράξεις. "Σαν τρίχα μες στο γάλα".



Τσικολί (το): Από το βαπτιστικό όνομα Νίκος-Τσίκος, Νικόλας-Τσικό­λας, Νικολί- Τσικολί. Αποδίδεται σε τσιγγούνη. Υπάρχει και το Τσικκίνιας.



Τσιλλιάρης(ο): Αυτός που πάσχει από τσίλλα (διάρροια). Το ρήμα τσιλ­λιούμαι σημαίνει μεταφορικά φοβούμαι. Ο φοβητσιάρης, ο άτολμος, ο λι­γόψυχος.



Τσιντέλλα(η): Από το τσιντέλλι(τσιγκέλι). Ο κλειστός, ολιγομίλητος χα­ρακτήρας που του αποσπάς τις κουβέντες με το τσιγκέλι. Συνάμα και νευ­ρικός.



Τσιρί (το): Υποκοριστικό του τσίρος που σημαίνει αποξηραμένο σκου­μπρί. Ο αδύνατος, με ισχνή σωματική διάπλαση. Συνώνυμο ο Τσίρης.



Τσουβράς (ο): Φαγητό από νερόβραστο ρύζι με σύβραση (τσιγαρισμένο κρομμύδι) για να είναι νόστιμο. Συνήθως τρώγεται ως πρωινό από τους γε­ωργούς αλλά προσφέρεται και στους αρρώστους. Μεταφορικά ο νερόβρα­στος, ο γλυκανάλατος. Ο κάτοχός τoυ έτρωγε τσουβρά πολύ συχνά, γιατί του άρεσε ως φαγητό.



Τσούης (ο): Από το ρήμα τσουίζ,ω που σημαίνει καίω τις τρίχες. Τσουϊ­σμένος είναι ο έχων έγκαυμα στο κεφάλι από καυτό νερό. Τσούης συνώ­νυμο του τσουισμένος. Αυτός που από απροσεξία έχει έγκαυμα στο τριχω­τό της κεφαλής.



Τσούκκας (ο): Επαγγελματικό επώνυμο που εγκαταλείφθηκε, αλλά σώ­ζεται ως οικογενειακό παρατσούκλι.



Τσούρδης ή Κιούρδης( ο): Από το Κούρδος με παραφθορά Κούρδος ­Κούρδης - Κιούρδης - Τσούρδης. Από την ομοιότητα του χρώματος που εί­χε το πρόσωπό του.



Τσώρτσιλ(ο): Από ομοιότητα, προς τον πρωθυπουργό της Αγγλίας στο Β' Παγκόσμιο πόλεμο.



Φάκος(ο): Από τη λέξη φακός. Το πιθανότερο όµως στην περίπτωση αυτή από τη λέξη φακκούρα που σηµαίνει φράπα. Εσπεριδοειδές πα­ρόµοιο µε το λεµόνι, το οποίο έχει χρώµα κίτρινο και γίνεται γλυκό του κουταλιού. Ο παχύς, ο αρυτίδωτος, αλλά και ο χονδροκοµµένος κατ' άλλη έννοια.



Φαντάρος(ο): Ο στρατιώτης. Από οµοιότητα ή από το γεγονός ότι επι­θυµούσε να γίνει στρατιώτης.



Φαρής (ο): Από το φαρί, το πολεμικό άλογο. Ο μαχητικός, ο γενναίος, ο άφοβος. Πιθανόν όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση να προέρχεται από

το φάρα που σηµαίνει το σόι, το γένος οπότε είναι παρατσούκλι υποτιµητι­κό.



Φασιστάκι (το): Υποκοριστικό του φασίστας. Ο κάτοχός του λόγω χη­ρείας φορούσε µαύρο πουκάµισο, όμοιο µε εκείνο των Ιταλών. Ουδεµία όμως σχέση είχε µ' αυτούς, κάθε άλλο µάλιστα.



Φκιάκας(ο): Ο φιγουρατζής, αυτός που επιδεικνύεται, ο φκιασιδω­µένος. Αποδίδεται σε ιερωμένο. Ο παπά-φκιάκας. ο παπάς καυχησιάρης.



Φλάγκος(ο): Από το λατινικό blancus που σημαίνει λευκός. Ο ασπρουλιάρης στα μαλλιά και το δέρμα.



Φλούρος(ο): Αποδίδεται σε µοναχοπαίδι, η µητέρα του οποίου λεγόταν Φλώρα-Φλουρί και φλούρος, ο υιός του Φλουριού.



Φτερό(το): Ο κάτοχός του έστηνε ξόβεργα και στην ερώτηση "έπια­σες;" απαντούσε πάντα "ούτε φτερό".



Φουκάρα(η): Ο φουκαράς, ο φτωχός, ο δυστυχισµένος. Αποδίδεται σε Φώτη, ο οποίος προκαλούσε τη συµπάθεια των χωρικών εξ αιτίας της φτώχιας του.



Φούσκης(ο): Από το φούσκα που σημαίνει η κύστις, το µπαλλόνι. Ο χονδρός.



Φουτούλλης: Ο φαντασιόπληκτος, ο καυχησιάρης. Πληθυντικός: Οι φουτούλληες, παρατσούκλι για τους Βιλλανοβιάτες (Παραδεισιώτες) που πάντα παρίσταναν τους σπουδαίους.



Φωκάκια (τα): Τα φωτάκια-τα φωκάκια. Συχνά στο Φώτης το σύμφωνο (τ) αντικαθίσταται από το σύμφωνο (κ). Αποδίδεται υποτιμητικά σε αδέλ­φια εκ των οποίων ο ένας είχε το όνομα (Φώτης).



Φώκος (ο): Σκωπτικό παρανόμι για Φώτη µεγαλόσωµο, κατ' αντιστοι­χία µε το θηλυκό η φώκια που λέγεται για κακόσχημες µεγαλογυναίκες µε φουσκωτά µάγουλα. Θηλυκό: η Φωκού.



Χαδούσα(η): Γυναικείο παρανόµι από το χάδι. Αποδίδεται σε φιλάρεσκη, ωραιοπαθή γυναίκα, η οποία υπερβάλλει σε χάδια.



Χαλουάς (ο): Ο χαλβάς, ο βλάκας, ο γλυκανάλατος.



Χαρώτο (το): Χαϊδευτικό παράνομα από μητρικές φιλοφρονήσεις. "Χα­ρώτο το παιδί μου", "Χαρώτο το μωρό μου". Το παιδί με τις πολλές χάρες.



Χαστή(η): Από το ρήμα xαίνω που σημαίνει χάσκω. Αυτή που είναι με ανοιχτό στόμα καθώς σκέφτεται κάτι. Η χαζή, η ανόητη.



Χαχάμης(ο): Από παρετυμολογία αυτός που γελά χωρίς λόγο. Ο χαζοχαρούμενος. Ως να προέρχεται η λέξη από τον ήχο του γέλιου (χαχα). Ενώ η σημασία της λέξης ειναι άλλη. (Εβραιος ιερωμένος). Πιθανόν από ομοιότητα με Εβραίο.



Χειλάς (ο): Αυτός που "κατεβάζει τα χείλη" όταν θυμώσει. Ο θυμώδης, ο δύστροπος. Θηλυκό: Η Χειλού. Συνώνυμο: ο Χειλάρμπεης.



Χιλιούδα (η): Η πράσινη σαύρα στην τοπική γλώσσα, η οποία θεωρείται σιχαμερό ερπετό. Αποδίδεται σε γυναίκα κακιά, χωρίς συμπάθειες.



Χοντρός(ο): Αποδίδεται σε χοντρό άντρα και αποτελεί το παρατσούκλι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα του κατόχου του και αυτών των παι­διών του (Ο Σπύρος του χοντρού.)



Χου-Χι (το): Γυναικείο παρατσούκλι που οφείλεται στο ξεχωριστό ήχο του γέλιου της (χου-χου,χιχι).



Χάχλος (ο): Ο χοχλασμός, το βράσιμο. Γυναικείο παρατσούκλι που αποδίδεται σε ευέξαπτο και ευερέθιστο χαρακτήρα.



Ψακόνα(η): Από τη Ψακή, που σημαίνει φαρμάκι. Η φαρμακόγλωσση, γυναίκα. Συναφές παράνομα: η Ψακωτήρα.



Ψαρόνα (η): Από το Ψαράς. Θηλ: Ψαρόνα. Αποδίδεται σε γυναίκα, η κόρη αυτού που έχει το επίθετο Ψαράς.



Ψευτοφελλάδα(η): Το βιβλίο που περιέχει ψευτιές (ψεύτης + φυλλάδα). Αποδίδεται σε άτομο, που χαρακτηρίζεται κατά σύστημα ψεύτης. Συνώ­νυμο και το παρανόμι: ο Ψεύτης.



Ψήστρα (η): Από το ρήμα ψήνω που σημαίνει μεταφορικά καταφέρνω. "Τον έψησα = τον κατάφερα, τον έφερα με τα νερά μου. Ο καταφερτζής.



Ψιχαλόα (η): Από τη ψίχα του ψωμιού. Ο ψιχουλάς αυτός που μαζεύει και τρώει τα ψίχουλα. Το παρατσούκλι οφείλεται στην ιδιαίτερη αδυναμία που είχε ο κάτοχος για τα ψίχουλα.
Ώφρα (η): Η ώχρα, το κίτρινο χρώμα, το χρυσίζον. Αφορά την γυναίκα που βάφεται εξεζητημένα για να είναι ωραία
πηγή: Βιβλίο κυρίου Παπόρη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts with Thumbnails