Του
Αλέξανδρου Κόντου
Βασικές αρχές: 1) Άμεση φορολογία, 2) Οι πενέστεροι είναι αφορολόγητοι.
Ο άνθρωπος είναι ζώο πολιτικό. Ο άνθρωπος δεν είναι ούτε ζώο θρησκευτικό, όπως θέλουν να τον παραστήσουν οι διάφορες θρησκείες, ούτε ζώο οκονομικο-παραγωγικό, όπως θέλουν να τον παρουσιάσουν οι διάφορες οικονομικές θεωρίες και ιδιαίτερα ο μαρξισμός. Δεν είναι καν ζώο εργαζόμενο. Δε ζει για να εργάζεται, όπως η μέλισσα, αλλά εργάζεται για να ζει. Ο άνθρωπος είναι ζώο πολιτικό κι εκείνο που κυρίως τον ενδιαφέρει δεν είναι τόσο η οικονομική ανάπτυξη, όσο η συμμετοχή στην πολιτική απόφαση. Γιατί η πολιτική απόφαση είναι εκείνη που θα ρυθμίσει και την οικονομική ανάπτυξη, αυτή, η πολιτική απόφαση, είναι η υποδομή των ανθρώπινων κοινωνιών και όλα τα άλλα, και η οικονομική ανάπτυξη μαζί, είναι το εποικοδόμημα και εξαρτώνται από το χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Η ανάπτυξη της τεχνολογίας πάντα θα βοηθάει τον άνθρωπο σ’ όλους τους τομείς της ζωής του. Όμως η σωστή χρήση της θα διέπεται πάντα από τους πολιτικούς θεσμούς, από το πολίτευμα. Έτσι η Ιστορία έχει καταστήσει πασιφανές ότι η Δημοκρατία είναι πιο αποτελεσματική και κάνει τη ζωή του ανθρώπου πιο ευχάριστη, πιο ευτυχισμένη, πιο παραγωγική από άποψη πνευματική και πιο εναρμοσμένη στον άνθρωπο από άποψη υλική και οικολογική – ακόμα κι αν η τεχνολογία της είναι υποδεέστερη. Αυτό δεν καταδεικνύει ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός, παρά τις ελλείψεις και τα ελαττώματα που θα μπορούσε κανείς να του καταλογίσει;
Αν το σύγχρονο οικονομικό ιδεώδες είναι η αλληλεξάρτηση, που υπάρχει στην παγκόσμια αγορά, το οικονομικό ιδεώδες της αρχαίας ελληνικής πόλης – κράτους ήταν η αυτάρκεια (Αριστ. Πολ. Α, 1252β 27-30). Η αυτάρκεια σαν βασικό οικονομικό αίτημα βρίσκεται σε όλες τις μικρές κοινωνίες, παρά το εμπόριο που αναπτύσσεται κατά καιρούς και κατά τόπους, και το οποίο δεν θεραπεύει πάντα ανάγκες ζωτικές. Η οικονομική αλληλεξάρτηση συμπορεύεται με την κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη και από πλευρά πολιτική προϋποθέτει το μεγάλο συγκεντρωτικό και με ολιγαρχικούς θεσμούς οργανωμένο κράτος, ενώ από πλευρά τεχνική προϋποθέτει την εξέλιξη των συγκοινωνιών και των επικοινωνιών. Γιατί ακόμα και αν υποθέσουμε πως υπάρχει η πρώτη, (η ολιγαρχική πολιτική προϋπόθεση) και δεν υπάρχει και η δεύτερη (η ανάπτυξη της επικοινωνίας), τότε το μεγάλο συγκεντρωτικό κράτος, θα στηρίζεται κυρίως στην προσπάθεια για αυτάρκεια, για λόγους καθαρά τεχνικούς. Όμως όποιο και να είναι το οικονομικό ιδεώδες, όποια κι αν είναι η ανάπτυξη της τεχνολογίας, η πολιτική κατάσταση έχει τον πρωτεύοντα ρόλο.
Ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός βασιζόταν όχι απλώς στην αποκέντρωση, προς την οποία λένε ότι τείνουν τα σύγχρονα κράτη, αλλά σε κάτι πολύ πιο δημοκρατικό και πολύ πιο αποτελεσματικό: τον πολυκεντρισμό. Κάθε ελληνική πόλη σχεδόν αποτελούσε κι ένα πολιτικο-πολιτιστικό κέντρο, χωρίς βέβαια να χαθεί ποτέ από τα μάτια των Ελλήνων το ενιαίο του πολιτισμού τους και η έντονη αλληλεπίδραση. Η μελέτη της Ιστορίας αποφαίνεται ότι κανένας πολιτισμός δεν στάθηκε τόσο πολυκεντρικός και συνάμα τόσο ενιαίος, όσο ο Ελληνικός.
Ο ελληνικός κοινοτικός πολυκεντρισμός είναι προφανής από το γεγονός ότι οι ελληνικές πόλεις – κράτη αναπτύχθηκαν με βάση την ελευθερία και την αυτονομία στον πολιτικό τομέα και την αυτάρκεια στον οικονομικό. «Αυτάρκης γαρ η πόλις, το δε δούλον ουκ αύταρκες» λέει αλλού ο Αριστοτέλης (Πολ. Δ, 1291α, 10). Η αυτάρκεια αυτή των ελληνικών πόλεων στηριζόταν στην φορολόγηση μόνο των πλούσιων μελών της κοινότητας. Και η κοινότητα τα διαχειριζόταν με βάση τις κοινές ανάγκες, λαμβάνοντας υπόψη κυρίως τους πενέστερους. Γι’ αυτό και οι Έλληνες μιλούσαν για το Κοινό των Αθηναίων, το Κοινό των Θηβαίων, το Κοινό των Μηλίων, το Κοινό των Ναξίων κλπ. και δεν χρησιμοποίησαν ποτέ τον όρο «κράτος» με την σημερινή έννοια.
Οι ευπορότερες τάξεις επειδή είχαν το βάρος της φορολόγησης, είχαν αρχικά μόνο αυτοί πλήρη πολιτικά δικαιώματα, δηλαδή συμμετοχή και στις τρεις λειτουργίες της εξουσίας (ελευθερία πρώτου βαθμού). Οι φτωχότεροι αρχαίοι Έλληνες πολίτες είχαν συμμετοχή μόνο στη νομοθετική λειτουργία της εξουσίας – Εκκλησία του Δήμου ή Απέλλα ή Αλία ονομαζόταν συνήθως το σχετικό πολιτειακό όργανο (ελευθερία δευτέρου βαθμού). Όμως, όπως καθένας το αντιλαμβάνεται, η ελευθερία δευτέρου βαθμού των αρχαίων Ελλήνων ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή που έχουν οι πολίτες των συγχρόνων Κοινοβουλευτικών Ολιγαρχιών. Και επί πλέον: όσοι είχαν αυτή την ελευθερία δεν πλήρωναν φόρους.
Ο Θησέας έφερε τη Δημοκρατία στην Αττική. Όμως επειδή δεν θέσπισε θεσμούς που να εμποδίζουν τη δημιουργία μεγάλων περιουσιών, όπως έκανε αργότερα ο Σόλωνας, γρήγορα οι πλούσιοι γίνανε πιο πλούσιοι και οι φτωχοί φτωχότεροι, με αποτέλεσμα να χάνουν ακόμα και τα πολιτικά τους δικαιώματα (1-3). Έτσι τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα, λίγο πριν τον Δράκοντα, τα είχαν πια μόνο οι πλούσιοι (3, 6). Όμως τελικά επικράτησε, με κοινή συναίνεση, η Δημοκρατία σαν πολίτευμα και ελευθερία πρώτου βαθμού δόθηκε σ’ όλους, ακόμα και σ’ εκείνους που ήσαν ατελείς, αφορολόγητοι. Έτσι είχε αποσυνδεθεί η συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας από την συμμετοχή στα έξοδα του Κοινού, της πόλης.
Άλλωστε το δημοκρατικό θεσμικό πλαίσιο παρακώλυσε, όπως βασικά νομοθετήθηκε από το Σόλωνα, το σχηματισμό τεράστιων περιουσιών. Η δόμηση υπέρλαμπρων ιδιωτικών οικημάτων, η με κάθε τρόπο επίδειξη ιδιωτικού πλούτου ήταν αδιανόητη κατά την ακμή της Δημοκρατίας, δηλαδή κατά την κλασική περίοδο. Αν κάποιος έκανε το λάθος της επίδειξης, γρήγορα κάποια πρόσθετη λειτουργία θα του έκοβε την επιδεικτική διάθεση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι στη Δημοκρατία οι πλούσιοι πλήρωναν τα έξοδα του Κοινού και οι φτωχοί ασκούσαν την εξουσία: κάτι το αδιανόητο, ακόμη και για το πιο προηγμένο από τα σημερινά πολιτεύματα, όπως είναι ο Κοινοβουλευτισμός δυτικού τύπου, στον οποίο ζούμε. Γιατί ο Κοινοβουλευτισμός και οι ποικιλώνυμες παραλλαγές του δεν είναι παρά ολιγαρχικές πολιτειακές παραλλαγές.
Για την κλασική Ελληνική Αρχαιότητα ήταν αναπόφευκτο οι πενέστεροι να έχουν την εξουσία στα χέρια τους. Κι αυτό γιατί ήταν πάντα περισσότεροι και η αρχή να κατισχύει η γνώμη των πολλών είναι η βασική δημοκρατική αρχή. Η κατάσταση αυτή ήταν αποδεκτή από τις πλουσιότερες τάξεις, που χωρίς ιδιαίτερη βαρυγκόμηση ανταποκρίνονταν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις απέναντι στον Δήμο και την Πόλη. Έτσι όμως κερδιζόταν η κοινωνική γαλήνη και η εγκληματικότητα ήταν μηδενική. Φαίνεται πως οι πλούσιοι της Ελληνικής Αρχαιότητας είχαν διαπιστώσει ότι, όπως είναι πολύ δύσκολο να παραμείνεις καθαρός ζώντας ανάμεσα σε βρόμικους, ή υγιής ζώντας ανάμεσα σε αρρώστους, είναι το ίδιο δύσκολο να παραμένεις χορτάτος και να ευημερείς ζώντας ανάμεσα σε πεινασμένους και εξαθλιωμένους.
Το δημοκρατικό οικονομικό ιδεώδες δεν ήταν η οικονομική ανάπτυξη. Αυτή λίγο ως πολύ θεωρούνταν σαν κάτι το δοσμένο, το αυτονόητο. Το οικονομικό αίτημα της Δημοκρατίας ήταν η ανακατανομή του πλούτου, η προσπάθεια για να γίνει η ζωή όλων των πολιτών ευφρόσυνη, χαρούμενη, ευτυχισμένη. Ο Επιτάφιος, όπως μας τον διασώζει ο Θουκυδίδης, είναι μια σύντομη περιγραφή της σκέψης και της πράξης της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, κάτι ανάλογο με αυτό που θα το ονομάζαμε σήμερα λόγο απολογητικό του κυβερνητικού έργου ή και προγραμματικές δηλώσεις. Και αναφέρεται βέβαια ο Περικλής στην εμπορική τους ανάπτυξη, αλλά για να πει ότι αυτή την απολάμβανε όλος ο Δήμος των Αθηναίων κι όχι λίγοι προνομιούχοι.
Και μια κι έγινε λόγος για τον Επιτάφιο, αξίζει να τονίσουμε ποιο ήταν το πολιτικό ιδεώδες της Δημοκρατίας για το Πανελλήνιο. Γιατί αυτό δεν το επισημαίνει με σαφήνεια ο ολιγαρχικός Αθηναίος ιστορικός, αλλά μπορεί να το οσφρανθεί κανείς και μέσα από τις ολιγαρχικές του γραμμές. Το πολιτικό ιδεώδες της Δημοκρατίας, της Αθήνας, του Δήμου των Αθηναίων, δεν ήταν η ιμπεριαλιστική επέκταση, όπως συχνά λέγεται. Η προσπάθεια των Αθηναίων δημοκρατών ήταν η συνένωση και αλληλοϋποστήριξη των απανταχού ελληνικών πόλεων, έτσι ώστε να ζουν ειρηνικά και ευτυχισμένα, χωρίς φόβο για τους Πέρσες στην Ανατολή και τους Καρχηδονίους στη Δύση. Ο συνήθης ορισμός του ιμπεριαλισμού είναι: η από μια αναπτυγμένη βιομηχανική δύναμη κατάληψη άλλων χωρών, για την απόκτηση φτηνών πρώτων υλών και η χρησιμοποίηση των κατειλημμένων χωρών σαν αγορών των βιομηχανικών της προϊόντων. Η Αθήνα δεν είχε καμιά βιομηχανία ούτε ανάγκη από πρώτες ύλες. Οι κεραμικές της βιοτεχνίες δεν ήταν λιγότερο παραγωγικές από τις αντίστοιχες των άλλων ελληνικών πόλεων και το κοκκινόχωμα της Αττικής επαρκούσε για τις ανάγκες της αττικής αγγειοπλαστικής. Καμιά ξένη, μη ελληνική, πόλη δεν καταλήφθηκε ή προσκλήθηκε να συμμετάσχει στη Δηλιακή Συμμαχία. Στη Δηλιακή Συμμαχία ήταν μόνο ελληνικές πόλεις. Όταν όμως οι Αθηναίοι και οι Σύμμαχοί τους εκμηδένισαν με πολύ ιδρώτα και περισσότερο αίμα τον περσικό κίνδυνο στην Ανατολή και αποθάρρυναν τον καρχηδονιακό στη Δύση, οι κατά πόλεις Έλληνες ολιγαρχικοί και πλούσιοι, που κατά τα δημοκρατικά θέσμια ήταν επιφορτισμένοι με τις εισφορές στη Δηλιακή Συμμαχία, βαρέθηκαν να πληρώνουν φόρους και άρχισαν να μιλάνε για «αυτονομία» και «ελευθερία», δηλαδή για διάλυση της Πανελλήνιας Ένωσης, ενώ οι Πέρσες και οι Καρχηδόνιοι καραδοκούσαν. Για παράδειγμα: Το 409 π.Χ. μετά την αθηναϊκή αποτυχία στην Σικελία, οι Καρχηδόνιοι ισοπέδωσαν τον Ακράγαντα. Αργότερα, το 387, οι Πέρσες με την Ανταλκίδεια ή Βασίλεια ειρήνη έγιναν ρυθμιστές των Ελληνικών πραγμάτων.
Κι ας επανέλθουμε. Το οικονομικό ιδεώδες της Δημοκρατίας δεν αδιαφορεί για την οικονομική ανάπτυξη. Όμως ο Επιτάφιος μιλάει και για ουσιαστική συμμετοχή του πλήθους τόσο στις πολιτικές διαδικασίες και γενικότερα στην πολιτική λειτουργία όσο και στην οικονομική ευμάρεια. Και αυτό το οικονομικό ιδεώδες της Δημοκρατίας πραγματοποιούνταν από τη μια μεριά μέσω της τακτικής και αναλογικής φορολόγησης των ευπορότερων για τα τρέχοντα έξοδα του κράτους και, από την άλλη, μέσω της ανάληψης των λειτουργιών από τους πιο εύπορους προς όφελος των οικονομικά ασθενέστερων.
Κανείς στην Αθήνα δεν είχε την επιλογή να αρνηθεί να φέρει σε πέρας μια λειτουργία, που θα του ανέθετε το αρμόδιο κληρωτό ενιαύσιο πολιτειακό όργανο – το μόνο που επιτρεπόταν ήταν να υποδείξει κάποιον άλλο πλουσιότερο του, ώστε να κάνει εκείνος τη λειτουργία. Αυτός ο άλλος, αλλά και οποιοσδήποτε Αθηναίος, που καλούνταν να επιτελέσει κάποια λειτουργία, είχε το δικαίωμα να κάνει τέτοια υπόδειξη και μάλιστα μπορούσε να ζητήσει να γίνει ανταλλαγή περιουσιών και ο πραγματικά πλουσιότερος να αναλάβει τη λειτουργία. Ποιος λοιπόν θα δεχόταν να ανταλλάξει την περιουσία του, για να μην κάνει τη λειτουργία, αν δεν ήταν πραγματικά λιγότερο πλούσιος; Αυτός ο θεσμός ήταν η περίφημη αντίδοση, η οποία απέκλειε κάθε ευκαιρία για φοροδιαφυγή ή ελπίδα για μη ανακατανομή του πλούτου.
Δεν παρείχε λοιπόν καμιά πολιτική δύναμη ο πλούτος στην αρχαία Αθήνα, όπου ο μόνος πολιτικά δυνατός ήταν ο Δήμος. Οι δημοκρατικοί θεσμοί καθόριζαν πολύ συγκεκριμένα τον τρόπο με τον οποίο οι πλούσιοι μπορούσαν να διαθέσουν τα λεφτά τους. Ο πλούτος στην αρχαία Αθήνα έδινε μόνο τη δυνατότητα να ξοδέψει κανείς για την πόλη και οι πλούσιοι διαπαιδαγωγούνταν από τους δημοκρατικούς θεσμούς όχι στο να φοροδιαφεύγουν, αλλά στο να θεωρούν μεγάλη τους τιμή να ευεργετήσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την πατρίδα και τους συμπολίτες τους. Έτσι χαίρονταν τα πλούτη τους χωρίς φόβους και άγχη και δίχως τη συνδρομή σωματοφυλάκων.
Το αντίθετο συμβαίνει στα σύγχρονα πολιτεύματα. Οι σύγχρονοι θεσμοί δίνουν τη δυνατότητα να δημιουργηθούν τεράστιες περιουσίες. Οι Κοινοβουλευτικές Ολιγαρχίες εισπράττουν το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων τους από τις πιο φτωχές τάξεις, από τη μια μεριά χάρη στην έμμεση φορολόγηση, και από την άλλη, επειδή οι πιο φτωχοί είναι συνήθως μισθωτοί ή συνταξιούχοι και δε μπορούν να κρύψουν τα βασικά, τουλάχιστο, έσοδά τους. Οι πιο πλούσιοι που ασκούν συνήθως ελευθέρια επαγγέλματα έχουν περισσότερες ευκαιρίες να φοροδιαφύγουν. Όμως, κατ’ αυτό τον τρόπο, οι σύγχρονοι μεγιστάνες του πλούτου ζουν συνήθως -και δικαιολογημένα- με το φόβο κάποιας τρομοκρατικής επίθεσης. Και κάλλιστα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: ποιος είναι πιο ευτυχισμένος, ο Λάτσης, ο Βαρδινογιάννης ή οποιοσδήποτε σύγχρονος μεγιστάνας του πλούτου Έλληνας ή ξένος, που είναι υποχρεωμένος να ζει περιχαρακωμένος στο αρχοντικό του, στη σκιά των σωματοφυλάκων του, ή ο Κίμωνας που, υποχρεωμένος από τα θέσμια της Αθηναϊκής Πολιτείας να διαθέτει αφειδώς τα πλούτη του για την πόλη και τους συμπατριώτες του, είχε πάντα το σπίτι και τους κήπους του ανοικτούς και προσιτούς σε οποιοδήποτε Αθηναίο και κυκλοφορούσε ελεύθερα παντού, χωρίς το φόβο καμιάς τρομοκρατικής επίθεσης;
Η Ελλάδα το μεγαλείο της το οφείλει στην Δημοκρατία και μόνο. Ο Ελληνικός Πολιτισμός είναι ένας λαϊκός πολιτισμός που δε δέχτηκε ποτέ ούτε δόγματα, ούτε ιερά βιβλία, ούτε αρχηγούς – όσοι στον ελληνικό χώρο θέλησαν να «το παίξουν χαρισματικοί αρχηγοί»γρήγορα τα βρήκαν σκούρα με τους συμπολίτες τους, που δεν το είχαν σε τίποτα να τους θεωρήσουν ύποπτους για τυραννία. Και είναι γνωστό ποια τύχη περίμενε τους τυράννους στην Ελλάδα: ήταν πολύ δύσκολο να βρεις γέρο τύραννο· οι συμπολίτες του δεν του χαρίζανε την ευκαιρία να γεράσει!…
Οι Έλληνες, εφευρίσκοντας χάρη σε διάφορες συγκυρίες τη Δημοκρατία, χωρίς ποτέ να πιστέψουν πως ήταν ή είναι κάποια ανώτερη φυλή, δημιούργησαν ό,τι δημιούργησαν. Η ερμηνεία του Ελληνικού Πολιτισμού είναι τόσο απλή, που δύσκολα δέχονται να την καταλάβουν όσοι δεν αρέσκονται στο δημοκρατικό πνεύμα και αντίθετα διέπονται από πνεύμα ελιτίστικο. Σε χρόνους κατοπινούς μέχρι και σύγχρονους, πολλοί μελετητές και παρακοιμώμενοι ή παρατρεχάμενοι των διάφορων αντιδημοκρατικά οργανωμένων εξουσιών προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το «ελληνικό θαύμα» με όρους φυλετικούς ή μεταφυσικούς. Αυτός ο ίδιος ο όρος «θαύμα» δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να δείχνει την αδυναμία να γίνει αντιληπτό το γιατί και το πώς του Ελληνικού Πολιτισμού. Γιατί η λέξη«θαύμα» παραπέμπει σε καταστάσεις έξω από τη φυσική νομοτέλεια και την κοινωνική πραγμάτωση. Συχνά πολλή φαιδρότητα χαρακτηρίζει τις προσπάθειες ερμηνείας του Ελληνικού Πολιτισμού που τον αποδίδουν σε … όντα που έχουν έρθει από το Υπερπέραν κλπ, κλπ. Κι όμως η ερμηνεία είναι τόσο απλή, σαν το αυγό του Κολόμβου: η Δημοκρατία έφτιαξε την Ελλάδα, γιατί έγινε αιτία να εφευρεθεί η φωνητική – αλφαβητική γραφή και να αξιοποιηθεί ο εγκέφαλος πλήθος ανθρώπων, πολιτών και μη πολιτών, ανδρών και γυναικών, πράγμα που δε θέλησαν και δε μπόρεσαν να κάνουν τα μη δημοκρατικά πολιτεύματα. Όμως οι τόσο απλές και οφθαλμοφανείς ερμηνείες είναι πολύ δύσκολο να γίνουν αποδεκτές.