Άγνωστες είναι οι ρίζες των περισσότερων απ’ τα επώνυμα των Δωριέων και φυσικά δύσκολο να βρεθεί σήμερα η καταγωγή τους .--
Η προσπάθεια έγινε από τον Γιώργο Καψάλη , στο βιβλίο του “ Στη Φωκίδα του 1851 “ --
Αλιζώτης , ίσως απ’ το αρχαίο αλίζωος = αυτός που ζει στη θάλασσα .
Άλούπης , Λούπης , Λούπος , στο Βυζάντιο , Λούπος ή Λούπης ονομαζόταν είδος γερακιού , που το χρησιμοποιούσαν στο κυνήγι ( περδικογέρακο ) . Στα λατινικά LUPUS είναι ο λύκος . Πάντα , το παράνομα δίνεται στον αρπακτικό , τον επιθετικό , τον ορμητικό .
Ανατζίτος , Μπορεί απ’ το αναζέω – θυμώνω , φουσκώνω .
Αντιπάτης , ίσως απ’ το αντιπαταγώ = πνίγω ένα κρότο με άλλο κρότο , με πάταγο ή απ’ το αντιπατώ : από περηφάνια δεν πατάω σε ξένα χνάρια , ούτε δεύτερη φορά στα δικά μου .
Ασίκης , απ’ το Αραβοτούρικο ASIK = ωραίος , λεβέντης
Βελέντζας , απ’ το γνωστό χωριάτικο ΄σκέπασμα .
Βλάμης , οι Αρβανίτες με το VLLAM , εννοούν κυρίως εκείνον που συνδέεται με άλλον φιλικά , σε ειδική θρησκευτική τελετή , στην οποία ορκίζεται βάζοντας το χέρι πάνω στο Ευαγγέλιο . Ηλέξη χρησιμοποιήθηκε και στην Φιλική Εταιρεία και Βλάμης ήταν ο κατώτατος βαθμός της . Πιο πλατεία , Βλάμης ΄λέγεται ο φίλος κι’ ο συνομήλικος , ειρωνικά δε εκείνος που αγαπάει τους τσακωμούς ή κάνει τον καμπόσο .
Γαζής , είναι και τίτλος στρατηγού , το παίρνει όμως κι’ ο νικητής , ο θριαμβευτής .
Γαϊτάνης , Γαϊτανάς , και ποιός δεν το γνωρίζει ! είναι ένα λεπτοπλεγμένο – από μετάξι ή από μπαμπάκι ή μαλλί – σειρήτι , με το οποίο στολίζουν τις άκρες των ρούχων . Αυτός που το φτιάχνει , ή το πουλάει ή το ράβει , λέγεται Γαϊτανάς κι’ ο ‘ομορφος , εκείνος που έχει “ γραμμές “ λεπτές , χρωματιστές στο πρόσωπο – φρύδια , εξ ου και το..” Γαϊτανοφρύδα “ , για κοπέλες . Η λέξη συγγενεύει με το λατινικό GAITANUS .
Γαλάνης , ο γαλανομάτης .
Γιαλακίδης , πιθανόν απ’ το γιάλα – γιάλα = μόλις , λιγάκι . Μπορεί να δόθηκε και σε κάποιον αργό .
Δάρας , ίσως απ’ το Ντάρα ( Δάρα ) = απόβαρο .
Δελής , ( Ντελής ) , Τούρκικο που σημαίνει αυτόν που δεν έχει τα λογικά του , τον τρελό , τον..αλαφροϊσκιωτο αλλά και καμιά φορά και τον τολμηρό , που αψηφάει τον κίνδυνο .
Δεμερτζής , απ’ το Τούρκικο DEMIRCI = τεχνίτης σιδεράς , ο “ γύφτος “ .
Δρομάζος , μπορεί απ’ το δρομάς = γκαμήλα με μία καμπούρα . Αυτός δηλαδή που έχει γκαμήλες ή είναι καμπούρης .
Καδάς , αυτός που φτιάχνει τις κάδες , τα μεγάλα ξύλινα δοχεία που βάζουν κρασί , μούστο , νερό ή πήζουν τυρί .
Κάζος , ίσως απ’ το “ κάζο “ = άσχημο περιστατικό .
Καϊμάκης , απ’ το καϊμάκι = ανθόγαλα , κρέμα .
Καλιακούδας , απ’ το πουλί καλιακούδα ( κάργια ) .
Καλίγας , Καλίγιον – καλίγιν , λέγαν οι βυζαντινοί είδος ψηλών παπουτσιών που – στην αρχή – τα φόραγαν μονάχα οι στρατιώτες . Καλιγάς ήταν αυτός που τα έφτιαχνε . Σιγά – σιγά , καλιγάς βαφτίστηκε κι εκείνος που καλιγώνει ( πεταλώνει ) τα άλογα .
Καπαρός , απ’ το αρχαίο Καπυρός = ξεροψημένος , το δίνουν συνήθως σε όσους έχουν χρώμα κόκκινο .
Καπερώνης , αυτός που φτιάχνει ή πουλάει ή φοράει καπερώνια ή καπερώνες . Καπερούνι , το μεσαίωνα λέγαν ένα είδος καπέλου που χρησιμοποιούσαν οι Φράγκοι κυρίως , άλλοτε απλό και άλλοτε μεγαλόπρεπο – ζωηρό κόκκινο – συνήθως . Σήμερα είναι τσοπάνικη σκούφια .
Καπλάνης , άπ’ το Τούρκικο KAPLAN = τίγρης . Το παίρνουν γενναίοι πολεμιστές .
Κάπος , απ’ το Ιταλικό CAPO = αρχηγός . Στα χρόνια της σκλαβιάς , μερικοί προύχοντες – με άδεια του Βοεβόδα – είχαν , για την ασφάλειά τους , μικρή προσωπική φρουρά από 10 – 15 αρματωμένους χριστιανούς . Κάπος ήταν ο επικεφαλής τους .
Καπράλος , Καπουράλος , κι’αυτό απ΄ το Ιταλικό CAPORALE ( Γαλλικό CAPARAL ) = δεκανέας .
Καραγουλιάμος , ίσως , απ’ το Καρά ( μαύρος ) και γούλια ( ούλα δοντιών ) , αυτός που έχει μαύρα ούλα , επίσης απ’ ό,τι μας είπε Γαλαξιδιώτης που τον παππού του τον έλεγαν έτσι , γιατί ήταν πολύ..δυνατός ή κάτι παρόμοιο .
Καράμπελας , Καράμπελας , απ’ το KARA – BELA = μαύρος μπελάς . Ταιριάζει σε πολύ – πολύ ενοχλητικούς ανθρώπους , αυτούς που γίνονται…” τσιμπούρι “ για κάτι , μπελάδες δηλαδή .
Καράς , απ΄το Τούρκικο KARA = μαύρος . Πρώτα – πρώτα φανερώνει όνομα αλόγου . Στους ανθρώπους , δεν σημαίνει μονάχα τον μελαψό ( μαύρο ) , αλλά και τον δυνατό , τον παλικαρά , τον σπουδαίο
Καρδαράς , κυρίως αυτός που φτιάχνει ή πουλάει καρδάρες – ξύλινα δοχεία των τσοπάνηδων για να αρμέγουν ή να μετράνε το γάλα . Ειρωνικά λένε και το κεφάλι καρδάρα , κι ‘ έτσι το όνομα ξεκίνησε από παρατσούκλι κάποιου χοντροκέφαλου , ανόητου ή μεγαλόσωμου , μια και πιστεύεται πως οι τελευταίοι είναι και χοντροκέφαλοι .
Καρδάσης , απ’ το Τούρκικο ΚARDAS αδελφός , αγαπητός .
Κατσαμάκης , απ’ το νόστιμο φαγητό της φτωχολογιάς Κατσαμάκι , που γίνεται με αλεύρι και λίπος χοιρινό .
Κατσούλης , από την κατσούλα , την κουκούλα που είναι ραμμένη απάνω στο βαρύ εξωτερικό ρούχο .
Καφούρος , κάφουρα ή κάφυρα είναι τα ρουθούνια . Σχετίζεται κι αυτό με το αρχαιοελληνικό καπυρός και δίνεται – σήμερα – σ’ όποιον έχει μεγάλα ρουθούνια .
Κελεπούρης , απ’ το Τούρκικο KELEPIR - εκείνο που αγοράζεται σε τιμή ευκαιρίας .
Κιούπης , απ’ το κιούπι , πιθάρι .
Κοτσάμπασης , λέξη με μεγάλη χρήση στην Τουρκοκρατία , απ’ το ανατολίτικο KOCABASΙ = πρόκριτος , δημογέροντας
Κούτουλας , Κούτλας , από την εξυπηρετική γανωμένη χαλκωματένια κατσαρόλα , στην οποία μαγειρεύουν , βράζουν γάλα κλπ .
Κουτρούμπας , Κουτρουμπής , απ’ το Βυζαντινό κουτρούβι , που ήταν ένα στρογγυλό πήλινο δοχείο , έτσι φκιαγμένο ώστε να βγάζει ξεχωριστό ήχο όταν χυνόταν το υγρό που είχε μέσα , το κουτρούπι . Με το Κουτρούμπα , βαφτυίζουν τον παχύ άνθρωπο , αυτόν που έχει στρογγυλό σώμα .
Κουτσούμπας , από το Κουτσούμπι = κομμάτι κορμού δέντρου , που δεν έχει μυτερές άκρες .
Κρανιάς , από το δέντρο Κρανιά .
Λαλαγιάννης , ίσως απ’ το “ λαλαγώ “ ( φλυαρώ ) που κόλλησε σε κάποιο Γιάννη .
Λεβέντης , οι Ιταλοί LEVENTI , αποκαλούσαν τους πειρατές της ανατολής ( LEVANTI ) , ενώ οι Τούρκοι – πριν την Άλωση - λέγαν λεβέντες τους στρατιωτικούς που υπηρετούσαν στα πλοία τους . Σιγά σιγά , το όνομα έμεινε στους ναύτες τους τολμηρούς , τους άγριους , τους απείθαρχους και τώρα δίνεται στους ανδρείους , τους νέους , τους ψηλούς , τους ωραίους .
Μαλάς , έτσι λένε το μυστρί , από εκεί το επώνυμο : ο χτίστης , αυτός που χρησιμοποιεί – στη δουλειά του – το μυστρί .
Μάνταλος , από το μάνταλο – ραβδί που μπαίνει πίσω από τις πόρτες για να σφαλίζουν από μέσα .
Μεϊντάνης , MEYDAN , Τούρκικα είναι η πλατεία , το μέρος το ανοιχτό . Μεϊντάνης – στην αρχή – λεγόταν ο ληστής , ο αντίθετος στο νόμο . Αργότερα οι Βενετοί δώσαν μεγάλη σημασία στη λέξη και τοποθετούσαν – στα μέρη που κατείχαν – Μεϊντάνηδες , υπεύθυνους για την τάξη – σαν τους αρματολούς που βάζαν οι Τούρκοι στην υπόλοιπη Ελλάδα .
Μπαϊρακτάρης , από το Τούρκικο BAYRAK =σημαία . BAYRAKTAR , είναι ο σημαιοφόρος , εκείνος που κρατάει το φλάμπουρο , ο φλαμπουριάρης . Στον αγώνα , τη θέση αυτή την κέρδιζε το πιο γενναίο παλληκάρι .
Μπομπότας , απ’ την μπομπότα , το ψωμί που γίνεται από καλαμποκάλευρο .
Ντερτιλής , από το Τούρκικο DERTILI = εκείνος που πονάει , ο αρρωστιάρης . ( DERT = βάσανο , λύπη ) .
Οικονόμου , απ’ το εκκλησιαστικό αξίωμα Οικονόμος , που παίρνουν οι παπάδες .
Πλουμάκης , αυτός που φτιάχνει ή πουλάει , πλουμιστά υφάσματα .( Πλουμί ή πλουμπί = κέντημα , στολίδι ) .
Πολυζώης , δίνεται σαν βαφτιστικός , κυρίως σε παιδιά που γεννήθηκαν σε οικογένειες που τους πέθαιναν , ως τότε , όλα τα νεογέννητα . Είναι η ευχή να ζήσει πολλή ζωή , πολλά χρόνια .
Πολύμερος , το ίδιο με το παραπάνω , πολλές μέρες .
Πολυχρόνης , δίνεται σαν βαφτιστικό , κυρίως στα παιδιά που γεννήθηκαν σε οικογένειες που τους πέθαναν – ως τότε όλα τα νεογέννητα . Είναι η ευχή να ζήσει πολλά χρόνια .
Πρίμας , απ’ το ναυτικό κυρίως , πρίμα = καλά , πετυχημένα , όπως τα θέλουμε .
Ράμμος , απ’ το ράμμα = ραφή .
Σαίνης , απ’ το Τούρκικο SAHN = γεράκι . Χαρακτηρίζει ορμητικούς , επιθετικούς , άφοβους .
Σακελλάριος , εκκλησιαστικό αξίωμα , που δίνεται σ’ αυτόν που εποπτεύει τη διαχείριση της επισκοπικής περιουσίας . Η λέξη βγαίνει απ’ το Σακέλλα – σακέλλιον = βαλάντιο .
Σεϊμένης , απ’ το Τούρκικο SEIMEN = φύλακας , σωματοφύλακας , στρατιώτης .
Σεφέρης , Σεφερλής , απ’ το Τούρκικο SEFER = εκστρατεία . SEFERLI , αυτός που παίρνει μέρος σε εκστρατεία .
Σκαρλάτος , απ’ το Βυζαντινό Σκαρλάτο = είδος κόκκινης βαφής ή ύφασμα βαμμένο μ’ αυτήν . Το όνομα δινόταν στους τεχνίτες της , αλλά σιγά – σιγά και στους κόκκινους .
Σκουτέρης , Σκουτάρης , Σκουτεράκος , απ’ το Βυζαντινό Σκουτέριος ή Σκουτάριος , που αρχικά σήμαινε αυτόν που έφτιαχνε Σκουτάρια ( λατιν. SKUTUM = ασπίδα ). Λέγανε ακόμα Σκουτάριο και τον στρατιωτικό που πήγαινε μπροστά απ’ τον Αυτοκράτορα και κράταγε την ασπίδα του. Σιγά – σιγά , Σκουτέρης ονομάστηκε ο υπασπιστής , ο ιπποκόμος . Σήμερα , λένε Σκουτέρη κι’ αυτόν που έχει πολλά πρόβατα , τον μεγαλοτσέλιγκα .
Σπαής , Σπαχής , ήταν ο Τούρκος στρατιώτης , ο έφιππος που – σαν ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του – έπαιρνε χωράφια που είχε το δικαίωμα να τα νεμεται σ’ όλη του τη ζωή . Ήταν δηλαδή ένας φεουδαρχικός τίτλος όπως ο Τιμαριούχος στη Δύση .
Σταμάτης , όπως και τα Πολυζώης , Πολυχρόνης , δίνεται σε αρσενικό νεογέννητο , όταν όσα γεννήθηκαν πριν από αυτό έχουν πεθάνει , για να σταματήσει το κακό . Το θηλυκό ( Σταμάτα ) το δίνουν σε νεογέννητο κορίτσι , πάλι για τον ίδιο λόγο . Απ’ το Σταμάτης βγήκε και το Σταματόπουλος κλπ .
Στέφος , μπορεί απ’ τον Στέφανο ή από το Στέφος = στέμμα , στεφάνι , που μεταφορικά σημαίνει δόξα . Ο δοξασμένος .
Στράγγας , απ’ το στραγγίζω = πίνω μέχρι τελευταία σταγόνα . Το όνομα το κερδίζουν – συνήθως – αυτοί που αγαπάνε το κρασί.
Σωκαράς , Σουκαράς , Σωκάρι είναι ένα είδος σκοινιού για όλες τις δουλειές . Σωκαράς ή Σουκαράς , λέγεται αυτός που το πλέκει .
Ταμπάκης , αυτός που κατεργάζεται τα τομάρια των ζώων , ο βυρσοδέψης .
Τζαμάρας , από το Τζαμάρα = μεγάλη φλογέρα με 8 τρύπες μπροστά και μία πίσω .
Τσάμης , αυτός που κατάγεται απ’ την Τσαμουργιά .
Τσαούσης , απ’ το Τούρκικο CAVUS = Λοχίας .
Τσεργάς , από την τσέργα , το χοντρό μάλλινο κρεβατοσκέπασμα .
Ψιμάδας , απ’ το ψιμάδι ή ψιμάρι ή ψιμάρνι = το όψιμο αρνί .
Ψιμάρας , το ίδιο .
Η προσπάθεια έγινε από τον Γιώργο Καψάλη , στο βιβλίο του “ Στη Φωκίδα του 1851 “ --
Αλιζώτης , ίσως απ’ το αρχαίο αλίζωος = αυτός που ζει στη θάλασσα .
Άλούπης , Λούπης , Λούπος , στο Βυζάντιο , Λούπος ή Λούπης ονομαζόταν είδος γερακιού , που το χρησιμοποιούσαν στο κυνήγι ( περδικογέρακο ) . Στα λατινικά LUPUS είναι ο λύκος . Πάντα , το παράνομα δίνεται στον αρπακτικό , τον επιθετικό , τον ορμητικό .
Ανατζίτος , Μπορεί απ’ το αναζέω – θυμώνω , φουσκώνω .
Αντιπάτης , ίσως απ’ το αντιπαταγώ = πνίγω ένα κρότο με άλλο κρότο , με πάταγο ή απ’ το αντιπατώ : από περηφάνια δεν πατάω σε ξένα χνάρια , ούτε δεύτερη φορά στα δικά μου .
Ασίκης , απ’ το Αραβοτούρικο ASIK = ωραίος , λεβέντης
Βελέντζας , απ’ το γνωστό χωριάτικο ΄σκέπασμα .
Βλάμης , οι Αρβανίτες με το VLLAM , εννοούν κυρίως εκείνον που συνδέεται με άλλον φιλικά , σε ειδική θρησκευτική τελετή , στην οποία ορκίζεται βάζοντας το χέρι πάνω στο Ευαγγέλιο . Ηλέξη χρησιμοποιήθηκε και στην Φιλική Εταιρεία και Βλάμης ήταν ο κατώτατος βαθμός της . Πιο πλατεία , Βλάμης ΄λέγεται ο φίλος κι’ ο συνομήλικος , ειρωνικά δε εκείνος που αγαπάει τους τσακωμούς ή κάνει τον καμπόσο .
Γαζής , είναι και τίτλος στρατηγού , το παίρνει όμως κι’ ο νικητής , ο θριαμβευτής .
Γαϊτάνης , Γαϊτανάς , και ποιός δεν το γνωρίζει ! είναι ένα λεπτοπλεγμένο – από μετάξι ή από μπαμπάκι ή μαλλί – σειρήτι , με το οποίο στολίζουν τις άκρες των ρούχων . Αυτός που το φτιάχνει , ή το πουλάει ή το ράβει , λέγεται Γαϊτανάς κι’ ο ‘ομορφος , εκείνος που έχει “ γραμμές “ λεπτές , χρωματιστές στο πρόσωπο – φρύδια , εξ ου και το..” Γαϊτανοφρύδα “ , για κοπέλες . Η λέξη συγγενεύει με το λατινικό GAITANUS .
Γαλάνης , ο γαλανομάτης .
Γιαλακίδης , πιθανόν απ’ το γιάλα – γιάλα = μόλις , λιγάκι . Μπορεί να δόθηκε και σε κάποιον αργό .
Δάρας , ίσως απ’ το Ντάρα ( Δάρα ) = απόβαρο .
Δελής , ( Ντελής ) , Τούρκικο που σημαίνει αυτόν που δεν έχει τα λογικά του , τον τρελό , τον..αλαφροϊσκιωτο αλλά και καμιά φορά και τον τολμηρό , που αψηφάει τον κίνδυνο .
Δεμερτζής , απ’ το Τούρκικο DEMIRCI = τεχνίτης σιδεράς , ο “ γύφτος “ .
Δρομάζος , μπορεί απ’ το δρομάς = γκαμήλα με μία καμπούρα . Αυτός δηλαδή που έχει γκαμήλες ή είναι καμπούρης .
Καδάς , αυτός που φτιάχνει τις κάδες , τα μεγάλα ξύλινα δοχεία που βάζουν κρασί , μούστο , νερό ή πήζουν τυρί .
Κάζος , ίσως απ’ το “ κάζο “ = άσχημο περιστατικό .
Καϊμάκης , απ’ το καϊμάκι = ανθόγαλα , κρέμα .
Καλιακούδας , απ’ το πουλί καλιακούδα ( κάργια ) .
Καλίγας , Καλίγιον – καλίγιν , λέγαν οι βυζαντινοί είδος ψηλών παπουτσιών που – στην αρχή – τα φόραγαν μονάχα οι στρατιώτες . Καλιγάς ήταν αυτός που τα έφτιαχνε . Σιγά – σιγά , καλιγάς βαφτίστηκε κι εκείνος που καλιγώνει ( πεταλώνει ) τα άλογα .
Καπαρός , απ’ το αρχαίο Καπυρός = ξεροψημένος , το δίνουν συνήθως σε όσους έχουν χρώμα κόκκινο .
Καπερώνης , αυτός που φτιάχνει ή πουλάει ή φοράει καπερώνια ή καπερώνες . Καπερούνι , το μεσαίωνα λέγαν ένα είδος καπέλου που χρησιμοποιούσαν οι Φράγκοι κυρίως , άλλοτε απλό και άλλοτε μεγαλόπρεπο – ζωηρό κόκκινο – συνήθως . Σήμερα είναι τσοπάνικη σκούφια .
Καπλάνης , άπ’ το Τούρκικο KAPLAN = τίγρης . Το παίρνουν γενναίοι πολεμιστές .
Κάπος , απ’ το Ιταλικό CAPO = αρχηγός . Στα χρόνια της σκλαβιάς , μερικοί προύχοντες – με άδεια του Βοεβόδα – είχαν , για την ασφάλειά τους , μικρή προσωπική φρουρά από 10 – 15 αρματωμένους χριστιανούς . Κάπος ήταν ο επικεφαλής τους .
Καπράλος , Καπουράλος , κι’αυτό απ΄ το Ιταλικό CAPORALE ( Γαλλικό CAPARAL ) = δεκανέας .
Καραγουλιάμος , ίσως , απ’ το Καρά ( μαύρος ) και γούλια ( ούλα δοντιών ) , αυτός που έχει μαύρα ούλα , επίσης απ’ ό,τι μας είπε Γαλαξιδιώτης που τον παππού του τον έλεγαν έτσι , γιατί ήταν πολύ..δυνατός ή κάτι παρόμοιο .
Καράμπελας , Καράμπελας , απ’ το KARA – BELA = μαύρος μπελάς . Ταιριάζει σε πολύ – πολύ ενοχλητικούς ανθρώπους , αυτούς που γίνονται…” τσιμπούρι “ για κάτι , μπελάδες δηλαδή .
Καράς , απ΄το Τούρκικο KARA = μαύρος . Πρώτα – πρώτα φανερώνει όνομα αλόγου . Στους ανθρώπους , δεν σημαίνει μονάχα τον μελαψό ( μαύρο ) , αλλά και τον δυνατό , τον παλικαρά , τον σπουδαίο
Καρδαράς , κυρίως αυτός που φτιάχνει ή πουλάει καρδάρες – ξύλινα δοχεία των τσοπάνηδων για να αρμέγουν ή να μετράνε το γάλα . Ειρωνικά λένε και το κεφάλι καρδάρα , κι ‘ έτσι το όνομα ξεκίνησε από παρατσούκλι κάποιου χοντροκέφαλου , ανόητου ή μεγαλόσωμου , μια και πιστεύεται πως οι τελευταίοι είναι και χοντροκέφαλοι .
Καρδάσης , απ’ το Τούρκικο ΚARDAS αδελφός , αγαπητός .
Κατσαμάκης , απ’ το νόστιμο φαγητό της φτωχολογιάς Κατσαμάκι , που γίνεται με αλεύρι και λίπος χοιρινό .
Κατσούλης , από την κατσούλα , την κουκούλα που είναι ραμμένη απάνω στο βαρύ εξωτερικό ρούχο .
Καφούρος , κάφουρα ή κάφυρα είναι τα ρουθούνια . Σχετίζεται κι αυτό με το αρχαιοελληνικό καπυρός και δίνεται – σήμερα – σ’ όποιον έχει μεγάλα ρουθούνια .
Κελεπούρης , απ’ το Τούρκικο KELEPIR - εκείνο που αγοράζεται σε τιμή ευκαιρίας .
Κιούπης , απ’ το κιούπι , πιθάρι .
Κοτσάμπασης , λέξη με μεγάλη χρήση στην Τουρκοκρατία , απ’ το ανατολίτικο KOCABASΙ = πρόκριτος , δημογέροντας
Κούτουλας , Κούτλας , από την εξυπηρετική γανωμένη χαλκωματένια κατσαρόλα , στην οποία μαγειρεύουν , βράζουν γάλα κλπ .
Κουτρούμπας , Κουτρουμπής , απ’ το Βυζαντινό κουτρούβι , που ήταν ένα στρογγυλό πήλινο δοχείο , έτσι φκιαγμένο ώστε να βγάζει ξεχωριστό ήχο όταν χυνόταν το υγρό που είχε μέσα , το κουτρούπι . Με το Κουτρούμπα , βαφτυίζουν τον παχύ άνθρωπο , αυτόν που έχει στρογγυλό σώμα .
Κουτσούμπας , από το Κουτσούμπι = κομμάτι κορμού δέντρου , που δεν έχει μυτερές άκρες .
Κρανιάς , από το δέντρο Κρανιά .
Λαλαγιάννης , ίσως απ’ το “ λαλαγώ “ ( φλυαρώ ) που κόλλησε σε κάποιο Γιάννη .
Λεβέντης , οι Ιταλοί LEVENTI , αποκαλούσαν τους πειρατές της ανατολής ( LEVANTI ) , ενώ οι Τούρκοι – πριν την Άλωση - λέγαν λεβέντες τους στρατιωτικούς που υπηρετούσαν στα πλοία τους . Σιγά σιγά , το όνομα έμεινε στους ναύτες τους τολμηρούς , τους άγριους , τους απείθαρχους και τώρα δίνεται στους ανδρείους , τους νέους , τους ψηλούς , τους ωραίους .
Μαλάς , έτσι λένε το μυστρί , από εκεί το επώνυμο : ο χτίστης , αυτός που χρησιμοποιεί – στη δουλειά του – το μυστρί .
Μάνταλος , από το μάνταλο – ραβδί που μπαίνει πίσω από τις πόρτες για να σφαλίζουν από μέσα .
Μεϊντάνης , MEYDAN , Τούρκικα είναι η πλατεία , το μέρος το ανοιχτό . Μεϊντάνης – στην αρχή – λεγόταν ο ληστής , ο αντίθετος στο νόμο . Αργότερα οι Βενετοί δώσαν μεγάλη σημασία στη λέξη και τοποθετούσαν – στα μέρη που κατείχαν – Μεϊντάνηδες , υπεύθυνους για την τάξη – σαν τους αρματολούς που βάζαν οι Τούρκοι στην υπόλοιπη Ελλάδα .
Μπαϊρακτάρης , από το Τούρκικο BAYRAK =σημαία . BAYRAKTAR , είναι ο σημαιοφόρος , εκείνος που κρατάει το φλάμπουρο , ο φλαμπουριάρης . Στον αγώνα , τη θέση αυτή την κέρδιζε το πιο γενναίο παλληκάρι .
Μπομπότας , απ’ την μπομπότα , το ψωμί που γίνεται από καλαμποκάλευρο .
Ντερτιλής , από το Τούρκικο DERTILI = εκείνος που πονάει , ο αρρωστιάρης . ( DERT = βάσανο , λύπη ) .
Οικονόμου , απ’ το εκκλησιαστικό αξίωμα Οικονόμος , που παίρνουν οι παπάδες .
Πλουμάκης , αυτός που φτιάχνει ή πουλάει , πλουμιστά υφάσματα .( Πλουμί ή πλουμπί = κέντημα , στολίδι ) .
Πολυζώης , δίνεται σαν βαφτιστικός , κυρίως σε παιδιά που γεννήθηκαν σε οικογένειες που τους πέθαιναν , ως τότε , όλα τα νεογέννητα . Είναι η ευχή να ζήσει πολλή ζωή , πολλά χρόνια .
Πολύμερος , το ίδιο με το παραπάνω , πολλές μέρες .
Πολυχρόνης , δίνεται σαν βαφτιστικό , κυρίως στα παιδιά που γεννήθηκαν σε οικογένειες που τους πέθαναν – ως τότε όλα τα νεογέννητα . Είναι η ευχή να ζήσει πολλά χρόνια .
Πρίμας , απ’ το ναυτικό κυρίως , πρίμα = καλά , πετυχημένα , όπως τα θέλουμε .
Ράμμος , απ’ το ράμμα = ραφή .
Σαίνης , απ’ το Τούρκικο SAHN = γεράκι . Χαρακτηρίζει ορμητικούς , επιθετικούς , άφοβους .
Σακελλάριος , εκκλησιαστικό αξίωμα , που δίνεται σ’ αυτόν που εποπτεύει τη διαχείριση της επισκοπικής περιουσίας . Η λέξη βγαίνει απ’ το Σακέλλα – σακέλλιον = βαλάντιο .
Σεϊμένης , απ’ το Τούρκικο SEIMEN = φύλακας , σωματοφύλακας , στρατιώτης .
Σεφέρης , Σεφερλής , απ’ το Τούρκικο SEFER = εκστρατεία . SEFERLI , αυτός που παίρνει μέρος σε εκστρατεία .
Σκαρλάτος , απ’ το Βυζαντινό Σκαρλάτο = είδος κόκκινης βαφής ή ύφασμα βαμμένο μ’ αυτήν . Το όνομα δινόταν στους τεχνίτες της , αλλά σιγά – σιγά και στους κόκκινους .
Σκουτέρης , Σκουτάρης , Σκουτεράκος , απ’ το Βυζαντινό Σκουτέριος ή Σκουτάριος , που αρχικά σήμαινε αυτόν που έφτιαχνε Σκουτάρια ( λατιν. SKUTUM = ασπίδα ). Λέγανε ακόμα Σκουτάριο και τον στρατιωτικό που πήγαινε μπροστά απ’ τον Αυτοκράτορα και κράταγε την ασπίδα του. Σιγά – σιγά , Σκουτέρης ονομάστηκε ο υπασπιστής , ο ιπποκόμος . Σήμερα , λένε Σκουτέρη κι’ αυτόν που έχει πολλά πρόβατα , τον μεγαλοτσέλιγκα .
Σπαής , Σπαχής , ήταν ο Τούρκος στρατιώτης , ο έφιππος που – σαν ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του – έπαιρνε χωράφια που είχε το δικαίωμα να τα νεμεται σ’ όλη του τη ζωή . Ήταν δηλαδή ένας φεουδαρχικός τίτλος όπως ο Τιμαριούχος στη Δύση .
Σταμάτης , όπως και τα Πολυζώης , Πολυχρόνης , δίνεται σε αρσενικό νεογέννητο , όταν όσα γεννήθηκαν πριν από αυτό έχουν πεθάνει , για να σταματήσει το κακό . Το θηλυκό ( Σταμάτα ) το δίνουν σε νεογέννητο κορίτσι , πάλι για τον ίδιο λόγο . Απ’ το Σταμάτης βγήκε και το Σταματόπουλος κλπ .
Στέφος , μπορεί απ’ τον Στέφανο ή από το Στέφος = στέμμα , στεφάνι , που μεταφορικά σημαίνει δόξα . Ο δοξασμένος .
Στράγγας , απ’ το στραγγίζω = πίνω μέχρι τελευταία σταγόνα . Το όνομα το κερδίζουν – συνήθως – αυτοί που αγαπάνε το κρασί.
Σωκαράς , Σουκαράς , Σωκάρι είναι ένα είδος σκοινιού για όλες τις δουλειές . Σωκαράς ή Σουκαράς , λέγεται αυτός που το πλέκει .
Ταμπάκης , αυτός που κατεργάζεται τα τομάρια των ζώων , ο βυρσοδέψης .
Τζαμάρας , από το Τζαμάρα = μεγάλη φλογέρα με 8 τρύπες μπροστά και μία πίσω .
Τσάμης , αυτός που κατάγεται απ’ την Τσαμουργιά .
Τσαούσης , απ’ το Τούρκικο CAVUS = Λοχίας .
Τσεργάς , από την τσέργα , το χοντρό μάλλινο κρεβατοσκέπασμα .
Ψιμάδας , απ’ το ψιμάδι ή ψιμάρι ή ψιμάρνι = το όψιμο αρνί .
Ψιμάρας , το ίδιο .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου