βλέμμα στις φυλακές της Αίγινας. Τον σπρώχνουν και με βρισιές τον κλείνουν
σε ένα ανήλιαγο υπόγειο, όπου δεν περνά ούτε μια χαραματιά από το φως της
ημέρας. Σαν ένα όνειρο περνά μέσα από το μυαλό του γέροντα όλη του η ζωή. Τα
παιδικά του χρόνια στον Ταϋγετο, στην Αναστασίτσα και στου Τουρκολέκα. Κι
ύστερα θεριεύουν μέσα στο νου του τα Δολιανά, εκεί όπου με 200 αντρειωμένους
σταμάτησε 6.000 Τούρκους!
Ο νους του φτερουγίζει στο Βαλτέτσι, στην Τριπολιτσά, στ’ Ανάπλι, στα
Δερβενάκια. Όλα αυτά σκέπτεται μέσα στο απόλυτο σκοτάδι του. Η φυλακή ήταν ο
“μισθός” του γιατί έχυσε το αίμα του για την Πατρίδα και μάλιστα, χωρίς να
έχει διάφορο ούτε ένα γρόσι. Φτωχός ξεκίνησε, φτωχός τελειώνει. Στερνά καλά,
όλα καλά, λέει ο λαός… Και όλα τούτα γιατί δεν του ‘φτανε η Ελλάδα, που
σταματούσε στην Λαμία, γιατί ήθελε την λευτεριά της Θεσσαλίας, της Ηπείρου,
της Μακεδονίας και για βασιλιά έναν ορθόδοξο και όχι τον ξένο, που του
φέρανε στη Γη του.
18 Σεπτεμβρίου 1841: η βαριά αμπάρα της φυλακής της Αίγινας ανοίγει, ένας
γέροντας ασπρομάλλης περνά το διάβα της με το κεφάλι πάντα ψηλά, μα με τα
χέρια να ψηλαφίζει και να προχωρεί γιατί έχει χάσει πια το φως του.
25 Σεπτεμβρίου 1849: Σ’ ένα φτωχόσπιτο του Πειραιώς αγγελοκρούεται ένας
λεβέντης ασπρομάλλης, παλεύει μέσα στην ύστατη ανάσα του κι όλο φωνάζει:
“Φωτιά παλληκάρια μου, φωτιά”. Μόλις ο ήλιος ξεπροβάλλει, στο πρώτο το
ξημέρωμα, ο γέροντας αφήνει την στερνή πνοή του.
Σεπτέμβριος 2011: Σ’ ένα χορταριασμένο τάφο λειώνει λησμονημένο ένα κουφάρι.
Κανείς δεν τον θυμάται, κανείς πια δεν τιμά την μνήμη του. Άλλαξαν οι
καιροί… Και οι σημερινοί γιατί άλλωστε να θυμούνται τα Δολιανά, το Βαλτέτσι,
τα Δερβενάκια…
Το όνομα του γέροντα; Νικήτας Σταματελόπουλος, μα ο λαός τον ήξερε σαν τον
ΝΙΚΗΤΑΡΑ ΤΟΝ ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΟ!
——————
Από την αφήγηση του Νικηταρά στον Τερτσέτη:
”Ἐκεῖνοι ἔσφαξαν τὸν πατέρα μου, ἐβλαστημοῦσαν τὸν Ζαχαριᾶ, ποὺ στὰ ζῶντα
του μόνον ἀκούοντας τ᾿ ὄνομά του ἔσερναν φωνήν τρομάρας, ἐβίαζαν τὸν ἀδελφόν
μου ν᾿ ἀλλάξει τὴν πίστιν του. Ὁ νέος, ὡραῖος σὰν ἡ εὔμορφη αὐγή, τοὺς
ἔλεγε: «Θέλω νὰ πάγω ἐκεῖ ποὺ ἐπῆγε ὁ πατέρας μου». Τοῦ ἔκοφταν τὸ κεφάλι
καὶ ἔκανε ὁ νέος τὸν σταυρό του, καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα του ἔγινε σταυρός εἰς τὸ
χῶμα. (3). Καὶ οἱ ψυχὲς τῶν τριῶν γνωρίζουν ἂν ἐγὼ τοὺς ἐγδίκησα καὶ ἂν
ἄγριον μὲ εἶδαν τὰ περιγιάλια τῆς Ζακύνθου, οἱ νύχτες, τὰ φεγγάρια, νὰ
περπατῶ ξώφρενα, ἕως ὁποὺ δὲν ἐπληρωνόμουν (4) τὸ ἀθῶο αἷμα. Ἀλλά τί εἶναι ἡ
ἐγδίκησις τοῦ πατρός μου (5), ὅταν ὅλο τὸ γένος μου βοᾶ ἐγδίκησιν. Χιλιάδες
μύριοι σταυροὶ ἐκυμάτισαν εἰς τὸ αἷμα σὰν ὁ σταυρός τοῦ ἀδελφοῦ μου. Ὤ, πόση
χαρὰ δοκίμασα, γέροντα (1), ὅταν μετέπειτα οἱ καιροί, ἡ θεία Πρόνοια, ἡ εὐχὴ
τοῦ πατέρα μου, ἔκαμαν νὰ βροντήσει τὸ Ἑλληνικὸ ντουφέκι. Καὶ εἰς τὸ
Ἀνεμογδούρι, στὴν Ρίζα τρεῖς χιλιάδες στρατιῶτες Τριπολιτσῶτες, Μυστριῶτες,
Νησιῶτες, μ᾿ ἐκήρυξαν στρατηγόν τους. Καὶ ἔλεγα: Πότε οἱ τρεῖς χιλιάδες θὰ
γίνουν 300 χιλιάδες καὶ μαζὶ τους ἐγώ, ταπεινότερος ἀπ᾿ ὅλους, νὰ πᾶμε νὰ
προσκυνήσουμε τοὺς θείους τόπους τῆς θρησκείας μας, τὴν Ἱερουσαλήμ καὶ τὸν
ναὸν τῆς Ἁγίας Σοφίας; Αὐτοὶ οἱ στοχασμοὶ αἰωνίως εἶναι εἰς τὸν νοῦν μου.
Ἦταν ὅταν ἐτζακιζόμουν στὴν Στυλίδα ἢ ὅταν οἱ σημαῖες τοῦ ἐχθροῦ μὲ
ἀπόκλεισαν εἰς τὸν Ἅϊ Σώστη σ᾿ ἕναν πύργο μὲ 4 συντρόφους μου, καὶ ὅταν
ἐχτυποῦσα, ἔπαιρνα μὲ τὲς πλάκες τὰ παλληκάρια μου διὰ νὰ μὴν πέφτουν στὰ
λάφυρα, ἀλλὰ νὰ χυμοῦν στὸν ἐχθρό, κι ὅταν περιφερόμουν ὡς δοῦλος στὸ
μοναστήρι, στὶς Καλτεζιὲς νὰ διαδίνω τὸ μυστήριο τῆς Ἑταιρείας, καὶ ὅταν
ἐκρουστάλλιασαν τὰ γένεια μου στὴν Ἀράχοβα, καὶ ὅταν στὸ τραπέζι στὸν Ἅι –
Γιώργη ἐστήσαμε καταμεσῆς τοῦ τραπεζιοῦ τὸ κεφάλι Μουστάμπεη καὶ Κεχαγιά,
καὶ ἐτραγουδήσαμε μὲ τὸν ἀρχηγό Καραϊσκάκη τὰ παλαιὰ τραγούδια καὶ
ἐχαιρόμαστε μὲ τὴν παντοχή, πλὴν καὶ ἄλλοι ἐμᾶς θὰ τραγουδίσουν. Μακάριζε ὤ
γέροντα, τὸν ἀδελφόν σας. Δὲν ἐχάθηκε ἀλλὰ ζεῖ, πάλι· περίσσια πολεμώντας
ἔσβησε τὸ χρέος του πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μὲ τὸ αἷμα
του ἐκοινώνησε καὶ ἀπὸ τὰ λημέρια τῶν δικαίων τὸν ἔχομε ἐγὼ κι ἐσὺ εἰς τὸ
πρόσταγμα τῆς πατρίδας.”
(Πηγή:μέσω email)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου