Ενώ, «εις την οδόν/ έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί» (Κ. Καβάφης).
Εκείνοι οι βάρβαροι, που τους περιμέναμε, ήρθαν!
Ανάμεσα στο δάχτυλο και τη σκανδάλη, μαγκωμένη η ανθρωπιά! Δολοφονημένη!
Μέσα στη γενική σφαγή και τις εκατόμβες των νεκρών των πολέμων.
Μέσα στις στρατιές των πεινασμένων απόκληρων της ζωής, που ψάχνουν στα σκουπίδια των χορτάτων.
Μέσα στα απλανή μάτια των πρόωρα γερασμένων παιδιών, που ατενίζουν το κενό της ύπαρξής των. Την κενότητα των ανθρώπων.
Μέσα στις ορδές των αδιάφορων, αλλοτριωμένων ανθρώπων, που «πάντα βιαστικοί μέσα στους άσκοπους δρόμους προφασιζόμενοι κάποιο μεγάλο σκοπό» (Μανόλης Αναγνωστάκης), δεν έχουν καιρό να κοιτάξουν γύρω τους∙ μέσα τους∙ τον διπλανό τους.
Μέσα στο σχολείο που αποδιώχνει τα παιδιά του, αποπαίδια μιας
παραπαιδείας, παρά παιδιά παιδείας. Με δάσκαλους πενόμενους, αδιάφορους,
απαίδευτους, που παιδεύονται και παιδεύουν τα παιδιά μας.
Μέσα στα πανεπιστήμια, όπου ο έρωτας για τη γνώση και την έρευνα
εκφυλλίσθηκε σε πάθος για την Έδρα και παροχή άχρηστων πτυχίων, που η
κορνίζα τους αξίζει περισσότερο από το περιεχόμενό της.
Μέσα σε μια «πολιτεία», που δεν θέλει πολίτες, αλλά ευνούχους.
Και πονηροί πολιτικάντηδες, αποδιοπομπαίοι από το ίδιο τους το κόμμα, σκάνε μύτη, πάλι, στο γυαλί, σαν τα σαλιγκάρια, μετά από βροχή.
Γυμνοσάλιαγκες, έρποντας, γλύφοντας και με τα κέρατά τους,
σκαρφαλώνουν πάλι στα κορφοβούνια της θεαματικότητας, για να τους βλέπει
το θύμα τους, ο ψηφοφόρος, νομίζοντας πως έχει ξεχάσει τις ντροπές
τους.
Αδιάντροποι, επιδεικνύουν, αναιδώς, τα γυμνά τους οπίσθια.
Ξεβράκωτοι.
Και η αφασική διανόηση και ο κατινισμός στα αιμοβόρα, σπερμοβόρα, αιδοιόφρονα ΜΜΕ (Μέσα Μαζικού Εξανδραποδισμού).
Και αργυραμοιβοί ρασοφόροι κολλυβιστάδες που θησαυρίζουν
θησαυρούς επί της γης, πουλώντας στους μακαρίους πτωχούς τω πνεύματι,
την βασιλεία των ουρανών και απολαμβάνοντας αυτοί, τις επί γης
Βιστωνίδες.
Και οι άνθρωποι, απονευρωμένοι. Μουνουχισμένοι οι άνθρωποι.
Στερημένοι το όραμα και την ελπίδα. Βουβοί, μοναξιασμένοι, μέσα στην
εκκωφαντική σιωπή του πλήθους. Ψοφοδεείς του αύριο. Ακυρωμένοι.
Βρικολακιασμένοι Κάιν, μιας άλλης εποχής.
«Συντρίβουμε τους τρόπους του σκέπτεσθαι. Συντρίψαμε πια
τους δεσμούς της πατρικής, μητρικής, υιικής στοργής, της φιλίας και του
έρωτα. Αν θέλετε μια εικόνα της ζωής, φανταστείτε ένα πέλμα που θα συντρίβει τη μορφή του ανθρώπου.». (Όργουελ. 1984)
Πολτός το ανθρώπινο πρόσωπο.
Η ψυχή άδεια από αγάπη.
Το μυαλό φουσκωμένο με τεχνολογία και οίηση.
Και ο άνθρωπος να παραδέρνει μοναχικός, κενός, άδειος, στα σταυροδρόμια του κόσμου.
Μηχανοποιήθηκε κι αυτός από το τέχνημά του. Δουλειά καθημερινή με
ωρολογιακή ακρίβεια, ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της ύπαρξής του. Δεν
τον γεμίζει. Αγγαρεία για να επιβιώσει και όχι για να ζήσει είναι.
Μια μηχανή παραγωγικότητας ο άνθρωπος, απασχολήσιμος, αναλώσιμος, αντικαταστατός.
Ελαστική εργασία και ανελαστική βαρβαρότητα των κατεχόντων και εχόντων, έναντι των ανυπεράσπιστων αλλοτριωμένων μαζανθρώπων.
Για να νέμονται την υπεραξία της δουλειάς του οι αχόρταγοι καπάτσοι απάνθρωποι.
Που θέλουν τον λαό «Πένητα είναι ίνα γιγνώσκει τον τιθασευτήν».
Κι ένα κράτος βιαστής, όπου η πολιτική έχει εκφυλισθεί σε διαπλοκή με
την οικονομική ολιγαρχία και τα άνομα, ακόρεστα, συμφέροντα.
Και όπου ο Λόγος αδρανεί ή έχει εκλείψει ή έχει, σκοπίμως, στρεβλωθεί.
Η τεχνοποιημένη επιστήμη, χωρίς όνειρο και όριο, θέλει να μας πείσει, πως δεν είμαστε παρά ύλη πρωτονίων, ηλεκτρονίων, χημικών ενώσεων.
«Κακοί μάρτυρες τα μάτια και τα αυτιά για ανθρώπους που έχουν
βάρβαρες ψυχές: Κακοί μάρτυρες ανθρώποισιν οφθαλμοί και ώτα βαρβάρους
ψυχάς εχόντων»! (Ηράκλειτος).
Ανέλυσε, ο άνθρωπος, τις εσχατιές της ύλης και ανεκάλυψε την αδειανή
ψυχή του. Την απουσία του Θεού. Και θεοποίησε το κέρδος και το χρήμα και
την κατανάλωση. Τον πλούτο.
«Ας μη σας λείψει ο πλούτος, Εφέσιοι, για να βεβαιώνεται η κακότητά σας:
Μη επιλίποι υμάς πλούτος, Εφέσιοι, ίν’ εξελέγχοισθε πονηρευόμενοι.»! (Ηράκλειτος)
Και τώρα όλα έχουν γίνει επίπεδα, μονοσήμαντα, χωρίς χρωματικές
αποχρώσεις. Ένα μουντό γκρίζο απελπισίας. Και αλαλάζει, ο άφρων, για
τους καινούργιους ψεύτικους θεούς του.
«Και στα αγάλματα αυτά προσεύχονται, σαν κάποιος να φλυαρεί με τα ντουβάρια, μη γνωρίζοντας τι είναι θεοί και ήρωες:
Και τοις αγάλμασι δε τουτέοισιν εύχονται οκοίον ει τις δόμοισι λεσχηνεύοιτο, ούτι γιγνώσκων θεούς ουδ’ ήρωας οίτινές εισί»! (Ηράκλειτος)
Και αιφνιδίως ακούστηκε ο πυροβολισμός.
Και ξαφνιάστηκαν οι υποκριτές. Και απορήσανε οι φαρισαίοι για το πρωτόγνωρο έγκλημα.
Ανατριχιάσανε, λέει, βλέποντας το πτώμα. Το πτώμα τους.
Σκοτωμένον τον άνθρωπο, που είχανε μέσα τους.
Σκοτωμένον από αυτούς τους ίδιους.
Και «πού ήσουνα εσύ όταν τον σκοτώνανε;». (Άρης Αλεξάνδρου).
Τι συμβαίνει λοιπόν; Ο δημιουργός, αφού δημιούργησε τα πλάσματά του
«κατ’ εικόναν και ομοίωσιν Αυτού», τα πέταξε στου δρόμου την άκρη;
Αδιάφορος;
Μήπως πρέπει, αντί να τα βάζουμε ο ένας με τον άλλον, να τα βάλουμε με τον Δημιουργό μας;
Μια παγκόσμια, πανανθρώπινη διαδήλωση διαμαρτυρίας εναντίον του Δημιουργού!
Να εκφράσει το ανθρώπινο παράπονο της εγκατάλειψης από τον πατέρα.
«Γιατί πάντα κάπου πέρα / αόρατος / Τεράστιος και υπαρκτός / Πορεύεται ανώνυμος / Ο πόνος των ανθρώπων». (Άρης Αλεξάνδρου)
Μα δεν τα μάθατε;
«Ο Θεός πέθανε!». (Τάδε έφη Ζαρατούστρας). Τον σκοτώσανε οι
δημιουργοί και δημιουργήματά του. Και ξεθεμελίωσαν τα θεμέλια της
ανθρώπινης ύπαρξης.
«Το ήθος είναι στον άνθρωπο θεός: Ήθος ανθρώπω δαίμων»! (Ηράκλειτος)
Κι ανάμεσα στα χαλάσματα αντικρίζει, ο άνθρωπος, το κενό της αλαζονείας του.
Παθαίνει την αρρώστια της οίησης. Γίνεται υβριστής. Αλαζών.
Η ανθρώπινη συνείδηση πάνω στον σταυρό της αμφιβολίας, με φρίκη
ατενίζει το αβυσσαλέο κενό της απουσίας του Θεού. Της απουσίας της.
Ο Κάιν αντικατέστησε την αγάπη.
Κι αυτός, ο άλλος άνθρωπος, γίνεται, πια, ένας ξένος μισητός, όσο κι ο άδειος εαυτός.
Ο αρχέγονος τρόμος της απάνθρωπης απελπισίας.
Δεν μπορεί πια ο άνθρωπος να αντικρύσει το αποκρουστικό του είδωλο
στον καθρέφτη της ζωής. Και σκοτώνει αυτόν τον άλλον. Τον ξένο. Τον
αποξενωμένο του εαυτό.
«Αν δεν υπάρχει Θεός όλα επιτρέπονται» (Φ. Ντοστογέφσκυ).
Μέσα στην αχαλίνωτη ελευθερία του, για να πραγματώσει τη δική του
θέληση, ο άνθρωπος της απελπισίας, μια μόνο επιλογή έχει, κατά την
επιχειρηματολογία του Κυρίλλωφ στους Δαιμονισμένους του Ντοστογέφσκυ. Να
σκοτώσει τον εαυτό του.
Γιατί είναι αδύνατο να ζει κάποιος, αναγνωρίζοντας πως ο Θεός είναι
αναγκαίος και πρέπει να υπάρχει και, ταυτόχρονα, γνωρίζοντας πως δεν
υπάρχει.
Η μόνη συνεπής λύση, γι αυτόν τον άνθρωπο, που η λογική του γκρέμισε όλα του τα στηρίγματα στον κόσμο, το μόνο που μένει είναι να αποδείξει, πως δεν υπάρχει Θεός, αυτοκτονώντας.
Ξεπέρασε τα όρια ο άνθρωπος, και άγγιξε το όριο της Ύβρεως.
Το όριο, το μέτρο, που κι’ ο Ήλιος αν το υπερβεί,
«οι ερινύες, οι επίκουροι της Δίκης, θα τον βρουν:
Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν.»
Μας βρήκαν οι Ερινύες.
«Τα γουρούνια ευχαριστιούνται περισσότερο στον βούρκο παρά στο καθαρό νερό:
Ύες βορβόρω ήδονται μάλλον ή καθαρώ ύδατι»! (Ηράκλειτος)
Για όσους ελπίζουν, ακόμη, στον άνθρωπο,
χρειάζεται η επικίνδυνη ελευθερία της αγάπης ενός Προμηθέα, (αγάπα και κάνε ό,τι θες, φωνάζει ο Ιερός Αυγουστίνος), που θα δώσει τη φωτιά του Λόγου στην ανθρώπινη ύπαρξη, αδιαφορώντας για την κατηγορία του εμπρηστή.
Ανάσταση του Ανθρώπου (συνάμα και του Θεού), σημαίνει ανάσταση του Ανθρωπίνου Πνεύματος και του Ανθρωπίνου Λόγου.
«Πνεύμα ο Θεός… και Θεός ην ο Λόγος». |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου