Δομίνικος, ο Έλληνας
της Ανατολής
ΟΔομίνικος Θεοτοκόπουλος υπήρξε μεγάλος ζωγράφος της εποχής του, αλλά και κάθε εποχής, αφού και σήμερα κατέχει ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους μεγαλύτερους ζωγράφους σε διεθνή κλίμακα. Η τέχνη του αποτελεί αμάλγαμα βυζαντινής και ενετικής τεχνικής, ενώ παράλληλα ξεχώρισε για τη δική του, μοναδική τεχνοτροπία, η οποία στάθηκε πρότυπο αξεπέραστο για τις επόμενες γενιές καλλιτεχνών.
Γεννήθηκε το 1541 στο Χάνδακα, σημερινό Ηράκλειο, της Κρήτης. Την εποχή εκείνη η Κρήτη, κάτω από τη Βενετική κατοχή, είχε μόλις απεμπλακεί από τον Γ΄ Βενετοτουρκικό πόλεμο με πολλές απώλειες και δυσάρεστες συνέπειες στην οικονομία και τη διοίκηση. Παρόλα αυτά, η Κρήτη σε όλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας και σε αντίθεση με τις τουρκοκρατούμενες περιοχές της Ελλάδας, υπήρξε κέντρο πολιτιστικής κίνησης και ανάπτυξης. Το εξαγωγικό εμπόριο ανθούσε και οι σχέσεις του νησιού με την Ευρώπη απλώνονταν και στον πνευματικό-καλλιτεχνικό τομέα.
Ήδη από τον προηγούμενο αιώνα στην Κρήτη ανθούσε η περίφημη Κρητική Σχολή, η οποία εξήγαγε φορητές εικόνες κατά παραγγελία σε ναούς και ιδιώτες της Δύσης, κυρίως της Ιταλίας. Σε τέτοιο πολιτιστικό περιβάλλον διαμορφώθηκε η αρχική καλλιτεχνική αντίληψη του Θεοτοκόπουλου με έντονη βυζαντινή επίδραση στα πρώιμα τουλάχιστον έργα του, (υπέγραφε κατά το βυζαντινό τρόπο, «χείρ Δομίνικου»).
Ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος από πολύ νωρίς αποχωρίζεται τη γενέτειρά του και πηγαίνει στην Ιταλία, η οποία έχει ήδη αναδείξει μεγάλους αναγεννησιακούς ζωγράφους διάφορων Σχολών, όπως το Λεονάρντο Ντα Βίντσι, το Μιχαήλ Άγγελο, το Ραφαήλ και τον Τιτσιάνο, ο οποίος υπήρξε ο σημαντικότερος δάσκαλος του Θεοτοκόπουλου.
Εγκαθίσταται αρχικά στη Βενετία, από τα πιο κατάλληλα ευρωπαϊκά κέντρα τέχνης, και μαθητεύει κοντά στον Τιτσιάνο και γνωρίζει από κοντά την τέχνη της όψιμης Αναγέννησης, το Μανιερισμό και το ζωγράφο Τιντορέττο. Εκεί κερδίζει την εκτίμηση της αστικής κοινωνίας και άλλων ομοτέχνων του, οι οποίοι τον αποκαλούν, «ο Έλληνας» ( il Greco). Έργα αυτής της περιόδου είναι το «Όρος Σινά» και «ο Ιησούς θεραπεύει τον τυφλό», έργα εμπνευσμένα από την Καινή Διαθήκη με βυζαντινά στοιχεία, αλλά καθαρά ενετικής τεχνοτροπίας. Παράλληλα, εξοικειώνεται με τους τύπους του Μανιερισμού, όπως τα μακρόστενα σώματα και τις πολύπλοκες στάσεις.
Γνωστός πια καλλιτέχνης, γύρω στα 1570 και σε ηλικία 30 ετών φτάνει στην πρωτεύουσα της Ιταλίας και σπουδαίο καλλιτεχνικό εργαστήρι, τη Ρώμη. Εδώ ολοκληρώνει τη γνωριμία του με τον ανθρωπισμό της Δύσης και τις νέες καλλιτεχνικές ιδέες εφαρμόζοντας ό,τι αποκόμισε από τη μαθητεία του κοντά στον Τιτσιάνο. Διαπρέπει στις προσωπογραφίες ιδιωτών, ιπποτών και κυβερνητών.
Έχοντας αποκτήσει ιταλική παιδεία και κουβαλώντας ταυτόχρονα μνήμες της βυζαντινής παράδοσης, ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος θα μεταφερθεί στην Ισπανία. Αρχικά, διαμένει στη Μαδρίτη, πιθανά το 1575, για σύντομο χρονικό διάστημα.
Το 1577 εγκαθίσταται μόνιμα πια στο Τολέδο, όπου θα διαμορφώσει πλέον το προσωπικό και αξεπέραστο ύφος του. Το πρώτο του συμβόλαιο είναι η ανάθεση της του εικονοστασίου του Σάντο Ντομίγκο ελ Αντίγκουο. Έφτασε στην πόλη έχοντας μεγάλο κύρος και επιβλήθηκε ως ζωγράφος.
Στο Τολέδο ο εσωτερικός του κόσμος βρίσκει το κατάλληλο κλίμα, για να εκφραστεί ελεύθερα και δημιουργικά. Το Τολέδο, μια μικρή πόλη με έντονο αίσθημα μυστικισμού και θρησκευτικής κατάνυξης, θα γίνει η καινούργια πατρίδα του Θεοτοκόπουλου, στην οποία θα παραμείνει ως το θάνατό του.
Εκεί θα αποκτήσει το μοναδικό του παιδί, το Γιώργη Μανουήλ, με τη Χερωνύμα ντε λας Κουέβας, σύντροφό του ως το τέλος της ζωής του.
Μαζί με την οικογένειά του διέμεναν σε ενοικιαζόμενα σπίτια, απλόχωρα με πολλά δωμάτια και κήπους. Οι οικονομικοί του πόροι προέρχονταν από τις αναθέσεις εκκλησιών του Τολέδο κυρίως, τις οποίες καλούνταν να φιλοτεχνήσει . Έργα αυτής της περιόδου είναι η «Αγ. Τριάδα» του Πράδο, το περίφημο «Εσπόλιο», η «Γυναίκα με την ερμίνα», η οποία ταυτίζεται με τη σύντροφό του, Χερωνύμα και «Η λατρεία του ονόματος του Ιησού».
Το 1582 ολοκληρώνει το «Μαρτύριο του Αγ. Μαυρίκιου και της Θηβαϊκής Λεγεώνας», μετά από εντολή του βασιλιά Φιλίππου του Β΄ για το μοναστήρι του Εσκοριάλ. Ο βασιλιάς δεν έμεινε ικανοποιημένος κι έτσι ο ζωγράφος δε θα δεχτεί άλλη βασιλική παραγγελία. Ο Φίλιππος ο Β΄ , συλλέκτης έργων του Τιτσιάνο, δεν αποδέχεται το Θεοτοκόπουλο και σκανδαλίζεται , επειδή εκφράζει την ιταλική του παιδεία με πολύ προσωπικό τρόπο. Πιο συγκεκριμένα, ενοχλείται από την ελεύθερη απόδοση των βιβλικών μορφών και από την κυριαρχία εκθαμβωτικών χρωμάτων.
Το έργο αυτό κρίθηκε ακατάλληλο για το Εσκοριάλ και παραμερίζεται, για να τοποθετηθεί μετά την αναγνώριση της αξίας του στις συνοδικές Αίθουσες του Εσκοριάλ, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Αντίθετα, στην κλειστή κοινωνία του Τολέδο τα έργα του γίνονται κάτι παραπάνω από αποδεκτά, αφού το θρησκευτικό κλίμα της εποχής επιτρέπει το πάθος που διακρίνει τα έργα του Θεοτοκόπουλου.
Παρόλα αυτά ,οι κάτοικοι του Τολέδο συχνά διαμαρτύρονται για τις υψηλές τιμές των έργων του, όπως και οι εισπράκτορες των εκκλησιών, οι οποίοι προφασίζονται ελαττώματα στα έργα του, για να του δώσουν λιγότερα χρήματα. Όμως, ο Ελ Γκρέκο δε διστάζει να καταφύγει ακόμη και σε δικαστήρια προκειμένου να υπερασπίσει το δίκιο και την τέχνη του.
Ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος ανέδειξε μέσα από την τέχνη του απλούς ανθρώπους του ισπανικού λαού φιλοτεχνώντας πορτρέτα δασκάλων του, ευεργετών του, του γιου του, της συντρόφου του.
Αριστουργηματικό έργο του αποτελεί ο πίνακάς του «Η ταφή του κόμη του Οργκάθ» (1586). Το θέμα είναι παρμένο από έναν τοπικό θρύλο: ενώ ο εφημέριος και οι άλλοι κληρικοί διαβάζουν τα επικήδεια γράμματα, έχουν κατεβεί από τον ουρανό ο Άγ. Αυγουστίνος και ο Άγ. Στέφανος, για να κηδέψουν το σώμα του κόμη, τον οποίο κρατούν ο ένας από το κεφάλι και ο άλλος από τα πόδια. Γύρω απεικονίζονται πολλοί ιδαλγοί (=τίτλος ευγενείας στην Ισπανία και την Πορτογαλία), που παρακολουθούν την ταφή. Στα πρόσωπα του πίνακα απεικονίζονται πολλά πρόσωπα γνωστά της εποχής του Θεοτοκόπουλου.
Το έργο ξεχωρίζει για τη δύναμη, την εικονιστική υποβολή του και τη σκηνογραφική αίσθηση που νιώθει ο θεατής του. Το έργο προορίζεται για την εκκλησία του Σάντο Τομέ και ο Ελ Γκρέκο κατορθώνει να προσαρμόσει τον πίνακα στις ανάγκες του χώρου αυτού λαμβάνοντας υπόψη του όλα τα δεδομένα του θέματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πίνακας αυτός του Έλληνα ζωγράφου είναι από τους πρώτους που επιβάλλουν τη σύνθεση σε δύο ζώνες, ουράνια και γήινη.
Ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος είναι ένας ιδιαίτερα παραγωγικός καλλιτέχνης, το 1591 αναλαμβάνει παραγγελία για την εκκλησία Ταλαβέρα λα Βιέχα ( «Η Στέψη της Παναγίας»), το 1595 φιλοτεχνεί τον περίφημο πίνακα «Η αγωνία του κήπου», αργότερα πραγματοποεί την παραγγελία για το Κολλέγιο της ντόνιας Μαρίας στη Μαδρίτη και για την καπέλλα Σαν Χοσέ, ενώ το 1600 περίπου το «Λαοκόοντα».
Τον ίδιο χρόνο ζωγραφίζει το πορτρέτο του ιεροεξεταστή καρδινάλιου Φερνάντο Νίνιο ντε Γκουεβάρα, ο οποίος είχε βρεθεί στο Τολέδο.
Ο Ελ Γκρέκο βρέθηκε αντιμέτωπος πολλές φορές με την Ιερά Εξέταση, συνήθως για αστείους λόγους, που, όμως, θα μπορούσαν να τον θέσουν σε κίνδυνο. Χαρακτηριστικά αναφέρεται από τον Κ. Ουράνη ότι κάποτε τον κάλεσαν σε δίκη, επειδή οι πίνακές του ήταν αιρετικοί, επειδή τα φτερά των αγγέλων στους πίνακές του είχαν μεγαλύτερο μέγεθος από το «φυσικό».
Το 1603 μέχρι το 1605 εκτελεί την παραγγελία για το νοσοκομείο του Ελέους, του μεγάρου της Καριδάδ ντ’ Ιλιέσκας, τα οποία ξεχωρίζουν για την ευγλωττία των τύπων και των χρωμάτων τους. Τη δουλειά ανέλαβε μαζί με το γιο του, Γιώργη Μανουήλ και περιλάμβανε τέσσερις πίνακες, «Η Παναγία του Ελέους», «Η Στέψη της Παναγίας», «ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» και «η Γέννηση».
Το 1607 ο ζωγράφος αναλαμβάνει τη διακόσμηση του παρεκκλησιού της Ισαβέλλας ντε Ομπάλλε στην εκκλησία του Σαν Βιθέντε στο Τολέδο, εργασία που ολοκληρώθηκε ένα μόνο χρόνο πριν το θάνατό του, το 1614.
Ο Γκρέκο προώθησε την τέχνη πέρα από την απλή απεικόνιση προσώπων και τόπων, έδωσε πνευματικότητα και εσωτερικότητα στα έργα του. Στο θρησκευτικό και μυστικιστικό περιβάλλον της Ισπανίας χρησιμοποίησε την εναλλαγή του φωτός και τη σκιάς, προκειμένου να αναδείξει το εσωτερικό αίσθημα, την αγωνία του ανθρώπου. Στο Τολέδο, παλιά αριστοκρατική πόλη, με πλήθος από οχυρά, θρυλικές μορφές μοναχών, λαϊκών τύπων, αρχόντων, βρήκε το κατάλληλο κλίμα να εκφράσει τις παράφορες εμπνεύσεις του.
Στο έργο του είναι διάχυτη η αγωνία του να υποτάξει την ύλη στο πνεύμα. Αυτό επιδιώκεται άλλοτε με δυναμισμό, άλλοτε με θυμό, άλλοτε πάλι με παράφορο πάθος.
Διαχώρισε την καλλιτεχνική του έμπνευση και δημιουργία από όλες τις Σχολές, αφού δύσκολα μπορεί να εντάξει κανείς το Θεοτοκόπουλο σε μια από αυτές. Στα έργα του θα βρει κανείς τη βυζαντινή παράδοση αδιαφορώντας για το φυσικό χώρο και τις αναλογίες των προσώπων, θα βρει αναγεννησιακά στοιχεία και επίδραση από το μανιερισμό. Και από αυτά όλα όμως διαφοροποιήθηκε, αντιτάσσοντας την αντίθεση και το απροσδόκητο του μανιερισμού απέναντι στον ορθολογισμό της Αναγέννησης. Ούτε, όμως, και το μανιερισμό εφάρμοσε, αφού οι δικές του καλλιτεχνικές μορφές ήταν γνωστά πρόσωπα, Άγιοι, πρόσωπα της Καινής Διαθήκης, άνθρωποι υπαρκτοί και όχι φανταστικές μορφές, που επέβαλλε η τεχνοτροπία αυτή.
Οι μορφές έχουν υποστεί επιμήκυνση, τα πρόσωπα των Αγίων αποσαρκωμένα, απαλλαγμένα από κάθε τι υλικό και φθαρτό, φανερώνουν την ανωτερότητα του πνεύματος, την επικράτησή του μέσα σ’ ένα μεταφυσικό πλαίσιο.
Χαρακτηριστική είναι στο έργο του Θεοτοκόπουλου η τραγικότητα των προσώπων ή των καταστάσεων που απεικονίζονται. Σε μια λεπτομέρεια του «Εσπόλιο», (η Απογύμνωση του Χριστού από τα ιμάτιά του), απεικονίζεται η προετοιμασία του Σταυρού. Ένας τεχνίτης ετοιμάζει τα καρφιά, κάποια γυναικεία πρόσωπα κοιτούν με αγωνία, ενώ ο ζωγράφος αφήνει να φανεί η άκρη του ποδιού του Ιησού, που θα καρφωθεί στο Σταυρό. Η αγωνία της σκηνής αυτής ξεπερνά τα όρια του πίνακα, εξαπλώνεται στον καθένα συμβολίζοντας την πανανθρώπινη αγωνία μπροστά στο μοιραίο, το θάνατο.
Τα χρώματα χρησιμοποιούνται περίτεχνα με αντιθετικές εναλλαγές μπλε και άσπρου για την απεικόνιση του ουρανού, το κόκκινο για το χιτώνα και το Σταυρό του Χριστού και για τους αγγέλους άλλοτε το κίτρινο κι άλλοτε το κόκκινο.
Η μορφή του Χριστού εμφανίζεται τραγική, στο Σταυρό, στο δρόμο για το Γολγοθά ή πληγωμένος. Ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος σε όλες του τις απεικονίσεις μεγαλούργησε, η μορφή του Ιησού δεν είναι άψυχο υλικό, στον πόνο του και στο απογοητευτικό βλέμμα του απεικονίζεται ολόκληρη η Ανθρωπότητα, που αγωνιά, θλίβεται για τα δεινά της.
Από τα πιο πολυζωγραφισμένα βιβλικά θέματά του είναι η Παναγία σε διάφορες στιγμές της ζωής της. «Η Παρθένα με το θείο βρέφος» 1597-99, «Η Αγία Οικογένεια και η Μαρία η Μαγδαληνή» 1590-95, «Η Πεντηκοστή» 1596-1600, η «Άσπιλη Σύλληψη» 1607-1613, είναι από τα αντιπροσωπευτικότερα και στα περισσότερα η Μαντόνα απεικονίζεται με έντονα θλιμμένο βλέμμα, απόμακρο και σε άλλες περιπτώσεις αγωνιώδες για την τύχη του Υιού του Θεού. Αλλά η Παναγία με την απαράμιλλη εκφραστικότητα και την τραγικότητά της γίνεται πρόσωπο-σύμβολο στα μάτια του θεατή, αφού εκφράζει την βαθιά αγάπη και αιώνια αγωνία της Μητέρας, της κάθε μητέρας.
Ο Γκρέκο, όμως, δεν υπήρξε μόνο εξαιρετικός ζωγράφος, αλλά και αρχιτέκτονας και γλύπτης. Ως αρχιτέκτονας σχεδίασε τα εικονοστάσια των οποίων ανέλαβε τη διακόσμησή με γλυπτά και ζωγραφικούς πίνακες. Στο Σκευοφυλάκιο της Μητρόπολης του Τολέδο σώζεται το πολύχρωμο σήμερα σύμπλεγμα :Η Παναγία και τέσσερις άγγελοι φέρνουν τα άμφια στον Άγιο Ιλδεφόνσο, το οποίο ο Γκρέκο σκόπευε να τοποθετήσει στο «Εσπόλιο».
Σπουδαιότερο είναι το εικονοστάσιο της Ιλιέσκας με τα αγάλματα της Ελπίδας, της Πίστεως, του προφήτη Ησαΐα και του Συμεών. Το 1611 φιλοτέχνησε το Κενοτάφιο της βασίλισσας Μαργαρίτας, για το οποίο ο Παραβιθίνιο έχει γράψει σονέτο.
Στο Τολέδο ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος θα συνδεθεί με πολλούς αριστοκράτες, σοφούς, στρατιωτικούς, πολιτικούς και θα φιλοτεχνήσει τα πορτρέτα τους. Ταυτόχρονα, αποκτά και θερμούς θαυμαστές από τον πολιτικό, καλλιτεχνικό και πνευματικό χώρο, όπως τον καρδινάλιο Γκουεβάρα, το γλύπτη Πομπέιο Λεόνι, το στρατιωτικό Χουλιάν Ρομέρο, τον ποιητή και ρήτορα Παραβιθίνιο. Ο τελευταίος μάλιστα, του έχει αφιερώσει τέσσερα συνολικά σονέτα, ιδιαίτερα εγκωμιαστικά για το πρόσωπο του «Έλληνα του Τολέδο». Επίσης, συνδέθηκε φιλικά και με πολλούς Έλληνες, κυρίως Κρητικούς, αλλά και από άλλα πρώην Βενετοκρατούμενα μέρη της Ελλάδας, οι οποίοι είχαν φτάσει στην Ισπανία, μετά την ήττα των Βενετών στη ναυμαχία του Ναβαρίνου και την επικράτηση των Τούρκων.
Ο Γκρέκο, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανήκει σε καμία Σχολή, δε μιμήθηκε, αντίθετα στάθηκε πρότυπο μίμησης για τους μαθητές του, όπως το γιο του ή το ζωγράφο Λουίς Τριστάν. Επιπλέον, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, πως με τις καινοτομίες και τον ιδιαίτερο τρόπο που πραγματεύτηκε τις μορφές και τα χρώματα, καθώς και την κίνηση των προσώπων στο χώρο, υπήρξε ο πρόδρομος του εξπρεσσιονισμού , μεταβάλλοντας την Τέχνη από στατική απεικόνιση σε εξωτερική έκφραση συναισθημάτων και μεταφυσικών ανησυχιών.
Το 1612 φιλοτεχνεί την «Προσκύνηση των βοσκών», για να τοποθετηθεί στον ταάφο του, στην κρύπτη που εξασφάλισε στο ναό του Σάντο Ντομίγκο. Δύο χρόνια αργότερα εξουσιοδοτεί το γιο του Γεώργιο Μανουήλ, να συντάξει τη διαθήκη του. Τον ίδιο χρόνο ο Γκρέκο φεύγει από τη ζωή, άρρωστος, σε ηλικία εβδομηντατριών ετών.
Θάφτηκε στο Τολέδο την τελευταία του πατρίδα, εκεί όπου καταξιώθηκε και άφησε την καλλιτεχνική του παρακαταθήκη στην ανθρωπότητα, νικώντας τον ίδιο το θάνατο, αφού τα μοναδικά έργα με τα πανανθρώπινα μηνύματά τους αγγίζουν κάθε υποψιασμένο και φιλότεχνο θεατή μέχρι σήμερα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Την εθνικότητα του μεγάλου αυτού ζωγράφου έχουν διεκδικήσει και οι τρεις πατρίδες του, η Κρήτη, η Ιταλία, η Ισπανία. Μελετώντας κανείς, όμως την καλλιτεχνική του πορεία και δημιουργία, αντιλαμβάνεται ότι μικρή σημασία έχει η αντιδικία αυτή, αφού η Τέχνη ανήκει στον Άνθρωπο. Άλλωστε, το διεθνώς αποδεκτό όνομα του ζωγράφου «EL GRECO» καθρεφτίζει μοναδικά την ταυτότητά του: el (Ισπανία) Greco (Ιταλία) με τη σημασία «ο Έλληνας».
Όποια και αν είναι η εθνική του ταυτότητα, πάντως, γεγονός αδιαμφισβήτητο είναι πως ανήκει στους πιο μεγάλους ζωγράφους που έχει να επιδείξει το ανθρώπινο πνεύμα και ψυχή. Οπουδήποτε εκτίθενται τα έργα του στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Αμερική, κερδίζουν το θαυμασμό και το σεβασμό απέναντι στο μεγάλο ζωγράφο που συνδύασε τις τεχνικές με το δικό του αξεπέραστο τρόπο, ξεχωρίζοντας από τους ομότεχνούς του ταυτίζοντας το ανθρώπινο δράμα με το δράμα του Θεανθρώπου.
Έργα του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου ανήκουν σε προσωπικές συλλογές σε διάφορα μέρη της γης, Κοπεγχάγη, Ν. Υόρκη, Γλασκόβη, Βουδαπέστη, ενώ τα περισσότερα βρίσκονται στη Ισπανία στους ναούς που φιλοτέχνησε ή στο Μουσείο προς τιμήν του στο Τολέδο (Casa del Greco), στο Εθνικό Μουσείο του Πράδο στη Μαδρίτη, στο Επαρχιακό Μουσείο της Σεβίλλης και στο Σκευοφυλάκιο του Καθεδρικού Ναού στο Τολέδο. Επίσης, έργα του εκτίθενται και στην Ιταλία, στο Εθνικό Μουσείο ντι Καποντιμόντε, στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, καθώς και στις Η.Π.Α. στην Εθνική Πινακοθήκη του Τολέδο στην Ουάσιγκτον, στο Ινστιτούτο Τέχνης στη Μιννεάπολη, στο Μουσείο Τέχνης στο Οχάιο, στο Young Memorial Museum στο Σαν Φρανσίσκο και στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης στη Ν. Υόρκη.
Βιβλιογραφικές αναφορές και σύνδεσμοι:
«Οι μεγάλοι ζωγράφοι», ΤΣΙΤΣΙΛΩΝΗΣ.
«Ιστορία της Τέχνης, Larousse», ΒΙΒΛΙΟΡΑΜΑ.
«Χρονικό της Ανθρωπότητας», ΔΟΜΙΚΗ.
«Ιστορία του ελληνικού έθνους», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ.
«Η κρητική Αναγέννηση και τα ιταλικά πρότυπα της αρχιτεκτονικής της», ΦΑΤΟΥΡΟΥ-ΗΣΥΧΑΚΗ, 1983.
Πηγή
http://hellinas.net/blog2/%CE%B4%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%83-%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CF%84%CE%BF%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%83/
της Ανατολής
ΟΔομίνικος Θεοτοκόπουλος υπήρξε μεγάλος ζωγράφος της εποχής του, αλλά και κάθε εποχής, αφού και σήμερα κατέχει ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους μεγαλύτερους ζωγράφους σε διεθνή κλίμακα. Η τέχνη του αποτελεί αμάλγαμα βυζαντινής και ενετικής τεχνικής, ενώ παράλληλα ξεχώρισε για τη δική του, μοναδική τεχνοτροπία, η οποία στάθηκε πρότυπο αξεπέραστο για τις επόμενες γενιές καλλιτεχνών.
Γεννήθηκε το 1541 στο Χάνδακα, σημερινό Ηράκλειο, της Κρήτης. Την εποχή εκείνη η Κρήτη, κάτω από τη Βενετική κατοχή, είχε μόλις απεμπλακεί από τον Γ΄ Βενετοτουρκικό πόλεμο με πολλές απώλειες και δυσάρεστες συνέπειες στην οικονομία και τη διοίκηση. Παρόλα αυτά, η Κρήτη σε όλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας και σε αντίθεση με τις τουρκοκρατούμενες περιοχές της Ελλάδας, υπήρξε κέντρο πολιτιστικής κίνησης και ανάπτυξης. Το εξαγωγικό εμπόριο ανθούσε και οι σχέσεις του νησιού με την Ευρώπη απλώνονταν και στον πνευματικό-καλλιτεχνικό τομέα.
Ήδη από τον προηγούμενο αιώνα στην Κρήτη ανθούσε η περίφημη Κρητική Σχολή, η οποία εξήγαγε φορητές εικόνες κατά παραγγελία σε ναούς και ιδιώτες της Δύσης, κυρίως της Ιταλίας. Σε τέτοιο πολιτιστικό περιβάλλον διαμορφώθηκε η αρχική καλλιτεχνική αντίληψη του Θεοτοκόπουλου με έντονη βυζαντινή επίδραση στα πρώιμα τουλάχιστον έργα του, (υπέγραφε κατά το βυζαντινό τρόπο, «χείρ Δομίνικου»).
Ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος από πολύ νωρίς αποχωρίζεται τη γενέτειρά του και πηγαίνει στην Ιταλία, η οποία έχει ήδη αναδείξει μεγάλους αναγεννησιακούς ζωγράφους διάφορων Σχολών, όπως το Λεονάρντο Ντα Βίντσι, το Μιχαήλ Άγγελο, το Ραφαήλ και τον Τιτσιάνο, ο οποίος υπήρξε ο σημαντικότερος δάσκαλος του Θεοτοκόπουλου.
Εγκαθίσταται αρχικά στη Βενετία, από τα πιο κατάλληλα ευρωπαϊκά κέντρα τέχνης, και μαθητεύει κοντά στον Τιτσιάνο και γνωρίζει από κοντά την τέχνη της όψιμης Αναγέννησης, το Μανιερισμό και το ζωγράφο Τιντορέττο. Εκεί κερδίζει την εκτίμηση της αστικής κοινωνίας και άλλων ομοτέχνων του, οι οποίοι τον αποκαλούν, «ο Έλληνας» ( il Greco). Έργα αυτής της περιόδου είναι το «Όρος Σινά» και «ο Ιησούς θεραπεύει τον τυφλό», έργα εμπνευσμένα από την Καινή Διαθήκη με βυζαντινά στοιχεία, αλλά καθαρά ενετικής τεχνοτροπίας. Παράλληλα, εξοικειώνεται με τους τύπους του Μανιερισμού, όπως τα μακρόστενα σώματα και τις πολύπλοκες στάσεις.
Γνωστός πια καλλιτέχνης, γύρω στα 1570 και σε ηλικία 30 ετών φτάνει στην πρωτεύουσα της Ιταλίας και σπουδαίο καλλιτεχνικό εργαστήρι, τη Ρώμη. Εδώ ολοκληρώνει τη γνωριμία του με τον ανθρωπισμό της Δύσης και τις νέες καλλιτεχνικές ιδέες εφαρμόζοντας ό,τι αποκόμισε από τη μαθητεία του κοντά στον Τιτσιάνο. Διαπρέπει στις προσωπογραφίες ιδιωτών, ιπποτών και κυβερνητών.
Έχοντας αποκτήσει ιταλική παιδεία και κουβαλώντας ταυτόχρονα μνήμες της βυζαντινής παράδοσης, ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος θα μεταφερθεί στην Ισπανία. Αρχικά, διαμένει στη Μαδρίτη, πιθανά το 1575, για σύντομο χρονικό διάστημα.
Το 1577 εγκαθίσταται μόνιμα πια στο Τολέδο, όπου θα διαμορφώσει πλέον το προσωπικό και αξεπέραστο ύφος του. Το πρώτο του συμβόλαιο είναι η ανάθεση της του εικονοστασίου του Σάντο Ντομίγκο ελ Αντίγκουο. Έφτασε στην πόλη έχοντας μεγάλο κύρος και επιβλήθηκε ως ζωγράφος.
Στο Τολέδο ο εσωτερικός του κόσμος βρίσκει το κατάλληλο κλίμα, για να εκφραστεί ελεύθερα και δημιουργικά. Το Τολέδο, μια μικρή πόλη με έντονο αίσθημα μυστικισμού και θρησκευτικής κατάνυξης, θα γίνει η καινούργια πατρίδα του Θεοτοκόπουλου, στην οποία θα παραμείνει ως το θάνατό του.
Εκεί θα αποκτήσει το μοναδικό του παιδί, το Γιώργη Μανουήλ, με τη Χερωνύμα ντε λας Κουέβας, σύντροφό του ως το τέλος της ζωής του.
Μαζί με την οικογένειά του διέμεναν σε ενοικιαζόμενα σπίτια, απλόχωρα με πολλά δωμάτια και κήπους. Οι οικονομικοί του πόροι προέρχονταν από τις αναθέσεις εκκλησιών του Τολέδο κυρίως, τις οποίες καλούνταν να φιλοτεχνήσει . Έργα αυτής της περιόδου είναι η «Αγ. Τριάδα» του Πράδο, το περίφημο «Εσπόλιο», η «Γυναίκα με την ερμίνα», η οποία ταυτίζεται με τη σύντροφό του, Χερωνύμα και «Η λατρεία του ονόματος του Ιησού».
Το 1582 ολοκληρώνει το «Μαρτύριο του Αγ. Μαυρίκιου και της Θηβαϊκής Λεγεώνας», μετά από εντολή του βασιλιά Φιλίππου του Β΄ για το μοναστήρι του Εσκοριάλ. Ο βασιλιάς δεν έμεινε ικανοποιημένος κι έτσι ο ζωγράφος δε θα δεχτεί άλλη βασιλική παραγγελία. Ο Φίλιππος ο Β΄ , συλλέκτης έργων του Τιτσιάνο, δεν αποδέχεται το Θεοτοκόπουλο και σκανδαλίζεται , επειδή εκφράζει την ιταλική του παιδεία με πολύ προσωπικό τρόπο. Πιο συγκεκριμένα, ενοχλείται από την ελεύθερη απόδοση των βιβλικών μορφών και από την κυριαρχία εκθαμβωτικών χρωμάτων.
Το έργο αυτό κρίθηκε ακατάλληλο για το Εσκοριάλ και παραμερίζεται, για να τοποθετηθεί μετά την αναγνώριση της αξίας του στις συνοδικές Αίθουσες του Εσκοριάλ, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Αντίθετα, στην κλειστή κοινωνία του Τολέδο τα έργα του γίνονται κάτι παραπάνω από αποδεκτά, αφού το θρησκευτικό κλίμα της εποχής επιτρέπει το πάθος που διακρίνει τα έργα του Θεοτοκόπουλου.
Παρόλα αυτά ,οι κάτοικοι του Τολέδο συχνά διαμαρτύρονται για τις υψηλές τιμές των έργων του, όπως και οι εισπράκτορες των εκκλησιών, οι οποίοι προφασίζονται ελαττώματα στα έργα του, για να του δώσουν λιγότερα χρήματα. Όμως, ο Ελ Γκρέκο δε διστάζει να καταφύγει ακόμη και σε δικαστήρια προκειμένου να υπερασπίσει το δίκιο και την τέχνη του.
Ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος ανέδειξε μέσα από την τέχνη του απλούς ανθρώπους του ισπανικού λαού φιλοτεχνώντας πορτρέτα δασκάλων του, ευεργετών του, του γιου του, της συντρόφου του.
Αριστουργηματικό έργο του αποτελεί ο πίνακάς του «Η ταφή του κόμη του Οργκάθ» (1586). Το θέμα είναι παρμένο από έναν τοπικό θρύλο: ενώ ο εφημέριος και οι άλλοι κληρικοί διαβάζουν τα επικήδεια γράμματα, έχουν κατεβεί από τον ουρανό ο Άγ. Αυγουστίνος και ο Άγ. Στέφανος, για να κηδέψουν το σώμα του κόμη, τον οποίο κρατούν ο ένας από το κεφάλι και ο άλλος από τα πόδια. Γύρω απεικονίζονται πολλοί ιδαλγοί (=τίτλος ευγενείας στην Ισπανία και την Πορτογαλία), που παρακολουθούν την ταφή. Στα πρόσωπα του πίνακα απεικονίζονται πολλά πρόσωπα γνωστά της εποχής του Θεοτοκόπουλου.
Το έργο ξεχωρίζει για τη δύναμη, την εικονιστική υποβολή του και τη σκηνογραφική αίσθηση που νιώθει ο θεατής του. Το έργο προορίζεται για την εκκλησία του Σάντο Τομέ και ο Ελ Γκρέκο κατορθώνει να προσαρμόσει τον πίνακα στις ανάγκες του χώρου αυτού λαμβάνοντας υπόψη του όλα τα δεδομένα του θέματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πίνακας αυτός του Έλληνα ζωγράφου είναι από τους πρώτους που επιβάλλουν τη σύνθεση σε δύο ζώνες, ουράνια και γήινη.
Ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος είναι ένας ιδιαίτερα παραγωγικός καλλιτέχνης, το 1591 αναλαμβάνει παραγγελία για την εκκλησία Ταλαβέρα λα Βιέχα ( «Η Στέψη της Παναγίας»), το 1595 φιλοτεχνεί τον περίφημο πίνακα «Η αγωνία του κήπου», αργότερα πραγματοποεί την παραγγελία για το Κολλέγιο της ντόνιας Μαρίας στη Μαδρίτη και για την καπέλλα Σαν Χοσέ, ενώ το 1600 περίπου το «Λαοκόοντα».
Τον ίδιο χρόνο ζωγραφίζει το πορτρέτο του ιεροεξεταστή καρδινάλιου Φερνάντο Νίνιο ντε Γκουεβάρα, ο οποίος είχε βρεθεί στο Τολέδο.
Ο Ελ Γκρέκο βρέθηκε αντιμέτωπος πολλές φορές με την Ιερά Εξέταση, συνήθως για αστείους λόγους, που, όμως, θα μπορούσαν να τον θέσουν σε κίνδυνο. Χαρακτηριστικά αναφέρεται από τον Κ. Ουράνη ότι κάποτε τον κάλεσαν σε δίκη, επειδή οι πίνακές του ήταν αιρετικοί, επειδή τα φτερά των αγγέλων στους πίνακές του είχαν μεγαλύτερο μέγεθος από το «φυσικό».
Το 1603 μέχρι το 1605 εκτελεί την παραγγελία για το νοσοκομείο του Ελέους, του μεγάρου της Καριδάδ ντ’ Ιλιέσκας, τα οποία ξεχωρίζουν για την ευγλωττία των τύπων και των χρωμάτων τους. Τη δουλειά ανέλαβε μαζί με το γιο του, Γιώργη Μανουήλ και περιλάμβανε τέσσερις πίνακες, «Η Παναγία του Ελέους», «Η Στέψη της Παναγίας», «ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» και «η Γέννηση».
Το 1607 ο ζωγράφος αναλαμβάνει τη διακόσμηση του παρεκκλησιού της Ισαβέλλας ντε Ομπάλλε στην εκκλησία του Σαν Βιθέντε στο Τολέδο, εργασία που ολοκληρώθηκε ένα μόνο χρόνο πριν το θάνατό του, το 1614.
Ο Γκρέκο προώθησε την τέχνη πέρα από την απλή απεικόνιση προσώπων και τόπων, έδωσε πνευματικότητα και εσωτερικότητα στα έργα του. Στο θρησκευτικό και μυστικιστικό περιβάλλον της Ισπανίας χρησιμοποίησε την εναλλαγή του φωτός και τη σκιάς, προκειμένου να αναδείξει το εσωτερικό αίσθημα, την αγωνία του ανθρώπου. Στο Τολέδο, παλιά αριστοκρατική πόλη, με πλήθος από οχυρά, θρυλικές μορφές μοναχών, λαϊκών τύπων, αρχόντων, βρήκε το κατάλληλο κλίμα να εκφράσει τις παράφορες εμπνεύσεις του.
Στο έργο του είναι διάχυτη η αγωνία του να υποτάξει την ύλη στο πνεύμα. Αυτό επιδιώκεται άλλοτε με δυναμισμό, άλλοτε με θυμό, άλλοτε πάλι με παράφορο πάθος.
Διαχώρισε την καλλιτεχνική του έμπνευση και δημιουργία από όλες τις Σχολές, αφού δύσκολα μπορεί να εντάξει κανείς το Θεοτοκόπουλο σε μια από αυτές. Στα έργα του θα βρει κανείς τη βυζαντινή παράδοση αδιαφορώντας για το φυσικό χώρο και τις αναλογίες των προσώπων, θα βρει αναγεννησιακά στοιχεία και επίδραση από το μανιερισμό. Και από αυτά όλα όμως διαφοροποιήθηκε, αντιτάσσοντας την αντίθεση και το απροσδόκητο του μανιερισμού απέναντι στον ορθολογισμό της Αναγέννησης. Ούτε, όμως, και το μανιερισμό εφάρμοσε, αφού οι δικές του καλλιτεχνικές μορφές ήταν γνωστά πρόσωπα, Άγιοι, πρόσωπα της Καινής Διαθήκης, άνθρωποι υπαρκτοί και όχι φανταστικές μορφές, που επέβαλλε η τεχνοτροπία αυτή.
Οι μορφές έχουν υποστεί επιμήκυνση, τα πρόσωπα των Αγίων αποσαρκωμένα, απαλλαγμένα από κάθε τι υλικό και φθαρτό, φανερώνουν την ανωτερότητα του πνεύματος, την επικράτησή του μέσα σ’ ένα μεταφυσικό πλαίσιο.
Χαρακτηριστική είναι στο έργο του Θεοτοκόπουλου η τραγικότητα των προσώπων ή των καταστάσεων που απεικονίζονται. Σε μια λεπτομέρεια του «Εσπόλιο», (η Απογύμνωση του Χριστού από τα ιμάτιά του), απεικονίζεται η προετοιμασία του Σταυρού. Ένας τεχνίτης ετοιμάζει τα καρφιά, κάποια γυναικεία πρόσωπα κοιτούν με αγωνία, ενώ ο ζωγράφος αφήνει να φανεί η άκρη του ποδιού του Ιησού, που θα καρφωθεί στο Σταυρό. Η αγωνία της σκηνής αυτής ξεπερνά τα όρια του πίνακα, εξαπλώνεται στον καθένα συμβολίζοντας την πανανθρώπινη αγωνία μπροστά στο μοιραίο, το θάνατο.
Τα χρώματα χρησιμοποιούνται περίτεχνα με αντιθετικές εναλλαγές μπλε και άσπρου για την απεικόνιση του ουρανού, το κόκκινο για το χιτώνα και το Σταυρό του Χριστού και για τους αγγέλους άλλοτε το κίτρινο κι άλλοτε το κόκκινο.
Η μορφή του Χριστού εμφανίζεται τραγική, στο Σταυρό, στο δρόμο για το Γολγοθά ή πληγωμένος. Ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος σε όλες του τις απεικονίσεις μεγαλούργησε, η μορφή του Ιησού δεν είναι άψυχο υλικό, στον πόνο του και στο απογοητευτικό βλέμμα του απεικονίζεται ολόκληρη η Ανθρωπότητα, που αγωνιά, θλίβεται για τα δεινά της.
Από τα πιο πολυζωγραφισμένα βιβλικά θέματά του είναι η Παναγία σε διάφορες στιγμές της ζωής της. «Η Παρθένα με το θείο βρέφος» 1597-99, «Η Αγία Οικογένεια και η Μαρία η Μαγδαληνή» 1590-95, «Η Πεντηκοστή» 1596-1600, η «Άσπιλη Σύλληψη» 1607-1613, είναι από τα αντιπροσωπευτικότερα και στα περισσότερα η Μαντόνα απεικονίζεται με έντονα θλιμμένο βλέμμα, απόμακρο και σε άλλες περιπτώσεις αγωνιώδες για την τύχη του Υιού του Θεού. Αλλά η Παναγία με την απαράμιλλη εκφραστικότητα και την τραγικότητά της γίνεται πρόσωπο-σύμβολο στα μάτια του θεατή, αφού εκφράζει την βαθιά αγάπη και αιώνια αγωνία της Μητέρας, της κάθε μητέρας.
Ο Γκρέκο, όμως, δεν υπήρξε μόνο εξαιρετικός ζωγράφος, αλλά και αρχιτέκτονας και γλύπτης. Ως αρχιτέκτονας σχεδίασε τα εικονοστάσια των οποίων ανέλαβε τη διακόσμησή με γλυπτά και ζωγραφικούς πίνακες. Στο Σκευοφυλάκιο της Μητρόπολης του Τολέδο σώζεται το πολύχρωμο σήμερα σύμπλεγμα :Η Παναγία και τέσσερις άγγελοι φέρνουν τα άμφια στον Άγιο Ιλδεφόνσο, το οποίο ο Γκρέκο σκόπευε να τοποθετήσει στο «Εσπόλιο».
Σπουδαιότερο είναι το εικονοστάσιο της Ιλιέσκας με τα αγάλματα της Ελπίδας, της Πίστεως, του προφήτη Ησαΐα και του Συμεών. Το 1611 φιλοτέχνησε το Κενοτάφιο της βασίλισσας Μαργαρίτας, για το οποίο ο Παραβιθίνιο έχει γράψει σονέτο.
Στο Τολέδο ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος θα συνδεθεί με πολλούς αριστοκράτες, σοφούς, στρατιωτικούς, πολιτικούς και θα φιλοτεχνήσει τα πορτρέτα τους. Ταυτόχρονα, αποκτά και θερμούς θαυμαστές από τον πολιτικό, καλλιτεχνικό και πνευματικό χώρο, όπως τον καρδινάλιο Γκουεβάρα, το γλύπτη Πομπέιο Λεόνι, το στρατιωτικό Χουλιάν Ρομέρο, τον ποιητή και ρήτορα Παραβιθίνιο. Ο τελευταίος μάλιστα, του έχει αφιερώσει τέσσερα συνολικά σονέτα, ιδιαίτερα εγκωμιαστικά για το πρόσωπο του «Έλληνα του Τολέδο». Επίσης, συνδέθηκε φιλικά και με πολλούς Έλληνες, κυρίως Κρητικούς, αλλά και από άλλα πρώην Βενετοκρατούμενα μέρη της Ελλάδας, οι οποίοι είχαν φτάσει στην Ισπανία, μετά την ήττα των Βενετών στη ναυμαχία του Ναβαρίνου και την επικράτηση των Τούρκων.
Ο Γκρέκο, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανήκει σε καμία Σχολή, δε μιμήθηκε, αντίθετα στάθηκε πρότυπο μίμησης για τους μαθητές του, όπως το γιο του ή το ζωγράφο Λουίς Τριστάν. Επιπλέον, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, πως με τις καινοτομίες και τον ιδιαίτερο τρόπο που πραγματεύτηκε τις μορφές και τα χρώματα, καθώς και την κίνηση των προσώπων στο χώρο, υπήρξε ο πρόδρομος του εξπρεσσιονισμού , μεταβάλλοντας την Τέχνη από στατική απεικόνιση σε εξωτερική έκφραση συναισθημάτων και μεταφυσικών ανησυχιών.
Το 1612 φιλοτεχνεί την «Προσκύνηση των βοσκών», για να τοποθετηθεί στον ταάφο του, στην κρύπτη που εξασφάλισε στο ναό του Σάντο Ντομίγκο. Δύο χρόνια αργότερα εξουσιοδοτεί το γιο του Γεώργιο Μανουήλ, να συντάξει τη διαθήκη του. Τον ίδιο χρόνο ο Γκρέκο φεύγει από τη ζωή, άρρωστος, σε ηλικία εβδομηντατριών ετών.
Θάφτηκε στο Τολέδο την τελευταία του πατρίδα, εκεί όπου καταξιώθηκε και άφησε την καλλιτεχνική του παρακαταθήκη στην ανθρωπότητα, νικώντας τον ίδιο το θάνατο, αφού τα μοναδικά έργα με τα πανανθρώπινα μηνύματά τους αγγίζουν κάθε υποψιασμένο και φιλότεχνο θεατή μέχρι σήμερα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Την εθνικότητα του μεγάλου αυτού ζωγράφου έχουν διεκδικήσει και οι τρεις πατρίδες του, η Κρήτη, η Ιταλία, η Ισπανία. Μελετώντας κανείς, όμως την καλλιτεχνική του πορεία και δημιουργία, αντιλαμβάνεται ότι μικρή σημασία έχει η αντιδικία αυτή, αφού η Τέχνη ανήκει στον Άνθρωπο. Άλλωστε, το διεθνώς αποδεκτό όνομα του ζωγράφου «EL GRECO» καθρεφτίζει μοναδικά την ταυτότητά του: el (Ισπανία) Greco (Ιταλία) με τη σημασία «ο Έλληνας».
Όποια και αν είναι η εθνική του ταυτότητα, πάντως, γεγονός αδιαμφισβήτητο είναι πως ανήκει στους πιο μεγάλους ζωγράφους που έχει να επιδείξει το ανθρώπινο πνεύμα και ψυχή. Οπουδήποτε εκτίθενται τα έργα του στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Αμερική, κερδίζουν το θαυμασμό και το σεβασμό απέναντι στο μεγάλο ζωγράφο που συνδύασε τις τεχνικές με το δικό του αξεπέραστο τρόπο, ξεχωρίζοντας από τους ομότεχνούς του ταυτίζοντας το ανθρώπινο δράμα με το δράμα του Θεανθρώπου.
Έργα του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου ανήκουν σε προσωπικές συλλογές σε διάφορα μέρη της γης, Κοπεγχάγη, Ν. Υόρκη, Γλασκόβη, Βουδαπέστη, ενώ τα περισσότερα βρίσκονται στη Ισπανία στους ναούς που φιλοτέχνησε ή στο Μουσείο προς τιμήν του στο Τολέδο (Casa del Greco), στο Εθνικό Μουσείο του Πράδο στη Μαδρίτη, στο Επαρχιακό Μουσείο της Σεβίλλης και στο Σκευοφυλάκιο του Καθεδρικού Ναού στο Τολέδο. Επίσης, έργα του εκτίθενται και στην Ιταλία, στο Εθνικό Μουσείο ντι Καποντιμόντε, στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, καθώς και στις Η.Π.Α. στην Εθνική Πινακοθήκη του Τολέδο στην Ουάσιγκτον, στο Ινστιτούτο Τέχνης στη Μιννεάπολη, στο Μουσείο Τέχνης στο Οχάιο, στο Young Memorial Museum στο Σαν Φρανσίσκο και στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης στη Ν. Υόρκη.
Βιβλιογραφικές αναφορές και σύνδεσμοι:
«Οι μεγάλοι ζωγράφοι», ΤΣΙΤΣΙΛΩΝΗΣ.
«Ιστορία της Τέχνης, Larousse», ΒΙΒΛΙΟΡΑΜΑ.
«Χρονικό της Ανθρωπότητας», ΔΟΜΙΚΗ.
«Ιστορία του ελληνικού έθνους», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ.
«Η κρητική Αναγέννηση και τα ιταλικά πρότυπα της αρχιτεκτονικής της», ΦΑΤΟΥΡΟΥ-ΗΣΥΧΑΚΗ, 1983.
Πηγή
http://hellinas.net/blog2/%CE%
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου