.
.
Η 13η Οκτωβρίου είναι η εθνική επέτειος
τής μνήμης τού θανάτου τού πρωτομάρτυρα Μακεδονομάχου Παύλου Μελά.
Εφόσον πρόκειται γιά μία ημέρα «εθνικής μνήμης», η απόδοση ουσιαστικών
τιμών προς αυτήν προϋποθέτει και την ύπαρξη ρωμαλέου έθνους και την
διατήρηση ζωντανής μνήμης, άρα η θέση αυτής τής επετείου είναι μάλλον
προβληματική μέσα στο βδελυρό γίγνεσθαι τής σύγχρονης νεοελληνικής
κοινωνίας, τής οποίας οι θλιβερές επιλογές υποδηλώνουν τις παθολογικά
αυτοκτονικές και εθνοκτόνες τάσεις της.
Από την στιγμή, εξάλλου, που η συμμετοχή
σε εκδηλώσεις τιμής προς το ιερό πρόσωπο τού Ήρωα δεν συνεπάγεται κανένα
άμεσο και εύκολο οικονομικό ή θεσιθηρικό όφελος, ούτε αποτελεί ευκαιρία
κοινωνικής επίδειξης ή προικοθηρίας, η αδιαφορία τής πλειονοψηφίας των
εθελόδουλων έναντι τού νοήματος και τού μηνύματος αυτής τής ημέρας
γίνεται απολύτως κατανοητή και δικαιολογείται αναμφισβήτητα, χωρίς
ωστόσο να συγχωρείται. Εξίσου κατανοητή, αλλά και εξίσου ασυγχώρητη,
είναι και η διαδικασία τής τυπικής παρουσίας των κατ’ ευφημισμό
«αρχόντων» και των σφουγγοκωλάριων ακολούθων τους σε ανούσιες και
υποκριτικές ψευτοτελετές, οι οποίες κρυφά αποσκοπούν στην ψυχρή εκτέλεση
τού προδιαγεγραμμένου σχεδίου τής πλήρους απαξίωσης παρομοίων επετείων.
Δικαιολογημένη, βέβαια, και πάντοτε
ασυγχώρητη, είναι και η ύπουλη δράση των «τζουτζέδων» τής
παγκοσμιοποίησης και τού αφελληνισμού, οι οποίοι προστατεύουν τους
ξένους εργοδότες τους και εξασφαλίζουν έτσι στον αξιολύπητο εαυτό τους
το αξιοθρήνητο ψωμάκι του, αμφισβητώντας, υποβαθμίζοντας και
διαβάλλοντας κάθε έκφανση υψηλού ήθους και ψυχικού μεγαλείου, καθώς και
κάθε ηράκλεια απόπειρα πνευματικής και ηθικής ανάστασης. Τέλος, γιά την
δειλή, άβουλη και κακομοίρα μάζα, εκείνη που «κυβερνιέται με το φτερό
και το καλάμι», δεν απαιτείται καμμία ιδιαίτερη μνεία. Μία επέτειος
εθνικής μνήμης ασφαλώς δεν την αφορά αλλά, ακόμη και αν κατά λάθος ή
κατά τύχη την αφορούσε – μη γένοιτο! – η συμμετοχή της σε τέτοιου είδους
ιερουργίες θα έπρεπε να είχε απαγορευθεί διά νόμου, αφού οπωσδήποτε θα
αποτελούσε «προσβολή μνήμης νεκρού».
Τον θάνατο τού Ήρωα, λοιπόν, θα τον
τιμήσουν και εφέτος, όπως διακαώς και δικαίως αισθάνονται ότι οφείλουν
να πράξουν, μόνον οι ελεύθεροι και ζωντανοί, οι «ελεύθεροι
πολιορκημένοι», εκείνοι που δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα ούτε γιά τις
απεραντολογίες των ιστορικών ερευνητών ούτε γιά τις κοινωνικοπολιτικές
αναλύσεις των φλύαρων πιθήκων τής «επιστημονικής» αλλοτρίωσης, και ίσως
ούτε καν γιά τα ονόματα, τις τοποθεσίες και τις χρονολογίες, εκείνοι που
ούτως ή άλλως δεν σχετίζονται και εκ φύσεως δεν δύνανται να σχετισθούν
ούτε με τον προαναφερθέντα συρφετό των ετοιμοθάνατων και των βρικολάκων.
Τον Παύλο Μελά θα τον μνημονεύσουν επαξίως μόνον όσοι δύνανται ή
διαρκώς επιχειρούν να τον κατανοήσουν, όχι τόσο ως ιστορικό πρόσωπο ή ως
ανθρώπινη υπόσταση, αλλά κυρίως ως φλογερό διαχρονικό σύμβολο, ως αέναο
εθνικό δείκτη, ως πρότυπο συνειδητοποιημένης ανθρώπινης αξιοπρέπειας
και ως φωτεινό υπόδειγμα ενάρετου και κατά φύση βίου.
Τον Παύλο Μελά θα τον θυμηθούν όσοι εκ φύσεως ασπάζονται τον κεραύνιο λόγο τού Κωστή Παλαμά:
«Πλατειά τού ονείρου μας η γη και απόμακρη.
Και γέρνεις εκεί να σβεις γοργά. Ιερή στιγμή.
Σαν πιό πλατειά την δείχνεις,
και την φέρνεις σαν πιό κοντά!»
(Εφημερίδα «Ακρόπολη», 25 Οκτωβρίου 1904)
Στον Παύλο Μελά θα καταθέσουν εκουσίως
και οικιοθελώς δάφνινο στεφάνι όσοι εξυψώνονται ακούγοντας τον Ζαχαρία
Παπαντωνίου να δηλώνει:
«Καλό ταξίδι. Έσπειρες το μίσος και προσμένεις.
Κι ενώ βουβή σε μύρεται, σε χαίρεται η Φυλή,
εσύ ανεβαίνεις, όμορφε, μες στον χορό των ίσκιων
που κάνουν τόπο να διαβείς οι γέροι αρματωλοί».
(Εφημερίδα «Σκριπ», 22 Οκτωβρίου 1904)
Θα πλησιάζαμε, μάλιστα, ακόμη περισσότερο
στην δυσνόητη αλήθεια τού ηρωισμού εάν ευλαβώς ισχυριζόμασταν ότι στις
13 Οκτωβρίου οι ελεύθεροι Έλληνες τιμούν το Αίμα τού Παύλου Μελά, το
ελληνικό Αίμα που ρέει και ζωογονεί, το αθάνατο Αίμα που χύνεται και
ανασταίνει, το πανάρχαιο Αίμα που πνίγει αλλά και ποτίζει. Ανακαλώντας
στην ακμαία μνήμη της την θυσία τού πρωτομάρτυρα Μακεδονομάχου, η
βαθύτατα ανθρώπινη, και γι’ αυτό απροσμέτρητα θεϊκή, ελληνική ψυχή δεν
αναμένει, πλέον, υπομονετικά την ώρα κατά την οποία θα «πέσει ηρωικά»,
αλλά τον μεγάλο καιρό κατά τον οποίο θα «επιπέσει ηρωικά» επάνω σε
υποκριτές, προδότες και δωσίλογους. Το Αίμα τού Παύλου κραυγάζει στα
αυτιά όσων έχουν ακόμη την δυνατότητα να ακούν καθαρά: «αρκετά αναλώσαμε
τους Ήρωες, ας αλώσουμε, επιτέλους, τους τυράννους!».
.
Αθανάσιος Τσακνάκης
pp
p
p .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου