Ο κρητικός λαός κατά το διάστημα 1890 έως 1895 βρίσκεται σε δεινή κατάσταση καθώς πρέπει να αντιμετωπίσει τη βαριά φορολογία, την καταπίεση, τις βιαιοπραγίες και τις δολοφονίες από μέρος των Τούρκων. Το νησί βρίσκεται και πάλι σε επαναστατικό αναβρασμό.
Στις 23 και 24 Ιανουαρίου του 1897 οι Τούρκοι βάζουν φωτιά στα Χανιά και σφάζουν τους χριστιανούς. Τότε εκατό περίπου επαναστάτες συγκεντρώθηκαν στο Ακρωτήρι αποφασισμένοι να διεκδικήσουν με κάθε μέσο την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Το ψήφισμα των επαναστατών στις 25 Ιανουαρίου στο Ακρωτήρι κήρυσσε την κατάλυση της τουρκικής κατοχής και καλούσε τον Έλληνα βασιλιά να καταλάβει το νησί. Τις επόμενες μέρες έφτασαν στο Ακρωτήρι και άλλοι ένοπλοι, υψώνουν την ελληνική σημαία και οργανώνουν επαναστατικό στρατόπεδο. Οι λόγοι της επιλογής του Ακρωτηρίου ήταν ότι βρισκόταν κοντά στα Χανιά και ότι οι κατέχοντες τη θέση αυτή μπορούσαν να παρακολουθούν κάθε κίνηση από την πόλη και προς αυτήν.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις ((Ιταλία, Γαλλία, Αυστρία, Γερμανία, Αγγλία και Ρωσία) δεν αποδέχονται το αίτημα των επαναστατών και αποφασίζουν τη διεθνή κατοχή των πόλεων Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Η νέα αυτή εξέλιξη οδήγησε το βασιλιά Γεώργιο Α΄ και την κυβέρνηση Δεληγιάννη της Ελλάδας να επέμβουν άμεσα στέλνοντας στρατό στην Κρήτη.
Εκστρατευτικό σώμα 1500 ανδρών μ’ επικεφαλής τον συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο, αποβιβάστηκε την 3η Φεβρουαρίου 1897 στο Κολυμπάρι. Στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο στάλθηκαν εθελοντές και πολεμοφόδια. Ο Βάσσος ανακοινώνει την εντολή που έχει να καταλάβει το νησί στο όνομα του βασιλιά των Ελλήνων, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις τον ειδοποιούν να μην πλησιάσει τα Χανιά σε ακτίνα μικρότερη των έξι χιλιομέτρων.
Στις 9 Φεβρουαρίου 1897 ο Ιταλός Κανεβάρο, επικεφαλής των ναυάρχων, άρχισε το βομβαρδισμό του επαναστατικού στρατοπέδου. Οι οβίδες δεν έχουν στόχο μόνο τους επαναστάτες Κρητικούς, αλλά και την Ελληνική σημαία που κυματίζει στο Ακρωτήρι. Δύο φορές η σημαία πέφτει κάτω χτυπημένη από τις οβίδες των Μεγάλων Δυνάμεων, και ο επαναστάτης Σπύρος Καγιαλεδάκης ή Καγιαλές, την σηκώνει όρθια με κίνδυνο της ζωής του.
Όταν μια τρίτη οβίδα κάνει κομμάτια τον ιστό της σημαίας, τότε ο Καγιαλές κάνει το κορμί του κοντάρι και την σηκώνει ψηλά. Όταν οι ναύαρχοι με τα κιάλια είδαν την ελληνική σημαία να κυματίζει περήφανα με έναν άνθρωπο να την στηρίζει, άναυδοι με την παλικαριά του Κρητικού διέταξαν να σταματήσει ο βομβαρδισμός.
Το στρατόπεδο των επαναστατημένων Κρητικών δονείται από ζητωκραυγές και πανηγυρισμούς. Στο ελληνικό θωρηκτό "'Υδρα" ψέλνεται ο εθνικός ύμνος. Ζητωκραυγές και χειροκροτήματα ακούγονται πλέον όχι μόνο από τα ελληνικά, αλλά και από τα ιταλικά και γαλλικά πλοία!!!
Ο Ιταλός επικεφαλής του στόλου των Μεγάλων Δυνάμεων, υποναύαρχος Κανεβάρο, γράφει στα απομνημονεύματά του: «Η ανύψωση της σημαίας με αυτόν τον τόσο ηρωικό τρόπο, αποτέλεσε μια στιγμή της ζωής μου που δεν θα λησμονήσω ποτέ».
Όπως διηγήθηκε αργότερα ο ίδιος ο εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος, που πρωτοστατούσε στα γεγονότα της εποχής, ο ναύαρχος Κανεβάρο του είχε πει, πως έμεινε άναυδος από θαυμασμό για την ωραία αυτή και κατ' εξοχήν ηρωική πράξη του Σπύρου Καγιαλέ - Καγιαλεδάκη, που εκείνη ακριβώς την ημέρα νίκησε -στην κυριολεξία- την ευρωπαϊκή διπλωματία. Όχι μόνο γιατί προκάλεσε την άμεση παύση του βομβαρδισμού του Ακρωτηρίου, αλλά και την υποβολή, από τους ναυάρχους, ευνοϊκών εισηγήσεων προς τις κυβερνήσεις τους. Το αποτέλεσμα ήταν μετά από λίγους μήνες να κερδίσει η Κρήτη την αυτονομία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1898), που προηγήθηκε της Ένωσής της με την Ελλάδα (1 Δεκεμβρίου 1913).
Ο δήμος Ακρωτηρίου γιορτάζει κάθε χρόνο την επέτειο του βομβαρδισμού της 9ης Φεβρουαρίου 1897 και μαζί τιμά με καταθέσεις στεφάνων στον ανδριάντα του (δίπλα στους Τάφους των Βενιζέλων), τον ήρωα Σπύρο Καγιαλέ – Καγιαλεδάκη, που έγινε σύμβολο στον αγώνα των Κρητικών για την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.