Πού αλήθεια χάθηκαν και πού χάθηκες εσύ, χώρα μου; Στις βουβές σου τις ακτές οι ραψωδίες έχουν μείνει δίχως μελωδία και ρυθμό, η ηρωϊκή σου καρδιά άλλο πια δεν χτυπά! Πώς γίνεται η λύρα σου, τόσους αιώνες θεϊκή, τώρα να ξεπέφτει σε χέρια σαν και τα δικά μου;
Κρατάτε ακόμα τον Πυρρίχιο χορό, μα πού αφήσατε την Πυρρική φάλαγγα να πάει; Από δύο τέτοιους θησαυρούς, γιατί απωλέσατε τον ευγενέστερο και πιο αντρίκιο απ’ τους δυό; Έχετε ακόμα τη γραφή που ‘δώσαν οι θεοί – μήπως θαρρείτε ότι την προόριζαν για σκλάβους;
Γιατί τάχα να μοιρολογάμε μέρες ευλογημένες που πέρασαν; Γιατί τάχα να κοκκινίζουμε; Οι πρόγονοί μας μάτωσαν… Ω γη! Βγάλε πάλι απ’ τα σπλάχνα σου λίγους απ’ τους νεκρούς μας Σπαρτιάτες! Απ’ τους τριακόσιους, δώσε μας μονάχα τρείς – και θα κάνουμε νέες Θερμοπύλες!
Γεμίστε τους κίλικες με Σαμιώτικο κρασί! Απ’ τα βράχια του Σουλιού μέχρι τις ακροθαλασσιές της Πάργας ζει ακόμα κάτι απ’ τη γενιά που οι Δωριείδες μάνες γέννησαν – κι εκεί, ίσως, έχει φυλαχτεί ο σπόρος που άξια διεκδικεί το άγιο αίμα των Ηρακλειδών…
Μην εμπιστευτείτε την λευτεριά σας στους Φράγκους: ο βασιλιάς τους όπως σας αγόρασε έτσι και θα σας πουλήσει! Η μόνη αντρειοσύνης ελπίδα βρίσκεται στην κόψη των δικών σας των σπαθιών και στις αιχμές της δικής σας γλώσσας και φωνής. Τα μπράτσα του Τουρκαλά και η δόλια απάτη του Λατίνου, λυσσομανούν να σπάσουν την ασπίδα σας, όσο πλατιά κι αν είναι…
Γεμίστε τους κίλικες με Σαμιώτικο κρασί! Τα κορίτσια μας χορεύουν, εκεί, κάτω απ’ την σκιά – βλέπω τα μελιστάλαχτα, τα μαύρα τους τα μάτια να λάμπουν, μα όσο τα κοιτώ, τόσο ένα καυτό δάκρυ ξεχύνεται απ’ τα δικά μου: γιατί με ματώνει να σκέφτομαι τα απαλά τους στήθη θα βυζάξουν σκλάβους!
Αφήστε με στη μαρμάρινη πλαγιά του Σουνίου, εκεί οπού μονάχα τα κύματα κι εγώ θα ακούμε ο ένας τον φλοίσβο των ψιθύρων του άλλου – κι εκεί, σαν κύκνος, ας τραγουδήσω κι ας πεθάνω: μια χώρα σκλάβων δεν θα είναι ποτέ η χώρα η δικιά μου! Ρίξτε χάμω τον κίλικά σας, να χυθεί το Σαμιώτικο κρασί!»
(Λόρδος Βύρωνας, ‘τα νησιά της Ελλάδος / the isles of Greece’. Επιλλογή αποσπασμάτων και ελεύθερη απόδοσή τους σε ημί-πεζό λόγο από την Αγγλική υπό του γράφοντος.)
Σε λίγες μέρες από τώρα ξημερώνει 25η Μαρτίου. Τους περισσότερους βέβαια θα τους ακούσετε να αναφέρονται στο «τριήμερο» που έρχεται, καθότι η 25η πέφτει Παρασκευή. Κάτι σαν «μπόνους άδεια» δηλαδή που σου δίνει ο διευθυντής σου επειδή ήσουν καλό παιδί, δουλευταράς. Πάλι καλά που δεν σου δίνει και σκυλομπισκότο βέβαια – αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα…
Μονάχα που για το εν λόγω «μπόνους» χύθηκε αίμα, βρόντησαν βόλια. Παλληκάρια (γνωστά και άγνωστα) θυσίασαν την ζωή τους σε κάθε σπιθαμή γης όπου τώρα θα πας την εκδρομούλα σου: όχι – δεν είπα να μην απολαύσεις την αργία και να κάτσεις μέσα να κάνεις μνημόσυνα! Άλλωστε και ο Θόδωρας και ο Γιώργης και ο ‘Δυσσέας και όλοι οι λεβέντες θα ήθελαν μια τέτοια μέρα λαμπρή να έχει μουσική και γέλιο και τραπέζια στρωμένα στην εξοχή και χορό και μπαταριές στον αέρα – σου ζητώ μονάχα να μην ξεχνάς… και να πιείς ένα ποτηράκι στην υγειά αυτών που αγωνίστηκαν και δεν είναι πια εδώ για να σύρουν τον χορό τον γιορτινό…
Δεν έχω την παραμικρή πρόθεση να αναφερθώ σε (τηλε)κατευθυνόμενους τηλεοπτικούς σταθμούς, τα μιαρά τους προγράμματα και διάφορα ανθρωπάρια επιστημονίσκους (τζουτζέδες με πτυχίο τουτέστιν) που ρίχνουν λάσπη στους ήρωες της φυλής μας με υφάκι επαϊόντων – όπως άλλωστε επιτάσσει το job description τους.
Δεν θα ασχοληθώ με πολιτικούς-πράκτορες και τις χλιαρές τους «επετειακές» δηλώσεις που προσπαθούν απεγνωσμένα να συμφιλιώσουν τις σαχλές και επίπλαστες ιδέες της ελληνοτουρκικής «φιλίας», του ειρηνισμού, της πολυπολιτισμικής κοινωνίας, της ανοχής και του σούπερ Γκούφυ με τον εορτασμό μιας επανάστασης εθνικής, φυλετικής, απελευθερωτικής. Τους έχουμε μάθει πια.
Αν ξυπνούσε ο Καραϊσκάκης απ’ το μνήμα του, θα ίσιωνε τη μουστάκα του, θα τους καρπάζωνε και θα τους έλεγε «’σα πέρα ωρέ ζαγάρια! Μη γαμήσω να πούμε… κοίτα ωρέ! Κοίτα κάτι πούστηδες να πούμε!». Και έπειτα θα σβέρκωνε και όλους εμάς, όσους τους ψηφίσαμε και θα μας καταχέριαζε. Κι εμείς, λουφαγμένοι, προοδευτικοί και ειρηνιστές, θα του κάναμε μήνυση για σωματικές βλάβες, αθέμιτη επίθεση και εξύβριση προσώπου.
Όσοι υπουργοί, παράγοντες και λοιποί απόγονοι Κοτζαμπάσηδων και νεο-προεστοί πάνε στα «γραφικά και ιστορικά» μέρη της επαρχίας να παραβρεθούν σε εκδηλώσεις και να διατρανώσουν τις άνευρες και ασπόνδυλες αναγγελίες τους, ας κοιτάξουν πίσω τους. Κάποιο πλατάνι θα δούνε. Από τέτοια πλατάνια, αρχαία, με τις ρίζες τους καλά βαλμένες στα σπλάχνα της Ελληνικής γης, ο Γέρος κρέμαγε τους προσκυνημένους Έλληνες που είχαν υπογράψει «προσκυνοχάρτι» με τον σουλτάνο.
Ας αναλογιστούν, έστω για μια φευγαλέα στιγμή, όλοι αυτοί οι κομψοντυμένοι κύριοι του πολιτικού εσμού πόσα προσκυνοχάρτια έχουν υπογράψει – ο καθένας απ’ το πόστο του και με τον τρόπο του…
Κάντε μου όμως και μια χάρη. Μην παρασυρθείτε απ’ τα συναισθήματά σας και ανήμερα 25η Μαρτίου αποκαλέσετε κανέναν απο δαύτους «κλέφτη». Τη μέρα που γιορτάζει η ένδοξη κλεφτουριά, θα ήταν βλασφημία να τους κάνουμε τέτοια τιμή. Υπάρχουν τόσες άλλες ωραίες λέξεις: λοποδύτης, ληστής, άρπαγας, κατσαπλιάς, επιδρομέας…
Τέλος (για να ξεβρωμίσει το μυαλό και η γλώσσα μας), ας θυμηθούμε, Έλληνες, ότι ο αγών της παλιγεννεσίας δεν ξεκίνησε το 1821. Δεν σταμάτησε ποτέ για την ακρίβεια! Δόξα και τιμή στα όμορφα εκείνα τέκνα του αίματός μας, τον Κροκόδειλο Κλαδά, τον Γρέζα Παλαιολόγο, που κράτησαν τα κάστρα της Πελοποννήσου αδούλωτα με το σπαθί τους, τα άγια λάβαρα της αυτοκρατορίας ψηλά, ακόμη κι όταν η Πόλη είχε πια πέσει και είχαν περικυκλωθεί απο αιμοδιψείς εχθρούς και όλοι πίστευαν πώς είχε φτάσει η συντέλια του κόσμου…
Αθάνατοι ας είναι στις καρδιές μας και όλοι εκείνοι οι αφανείς ήρωες των επαναστάσεων που πνίγηκαν στο αίμα, ο Διονύσιος ο φιλόσοφος και τόσοι άλλοι μάρτυρες του Έθνους και της Ελευθερίας…
Μην γελιέστε φίλοι μου: το Ελληνικό πνεύμα και η Ελληνική καρδιά μπορεί να υποταχτεί από την ρώμη των όπλων αλλά ουδέποτε, ούτε για μια στιγμή, δεν μπορεί να υποδουλωθεί – γιατί απλούστατα δεν υπάρχει τίποτε το ισχυρότερο να τα καταβάλει!
Μην γελιέστε απ’ τον μανδύα του Ρωμιού που μπορεί να φόρεσε στην πορεία της ιστορίας: κάτω από την λόρικα του κάθε βυζαντινού επαναστάτη στις αετοφωλιές του Μυστρά βρισκόταν πάντα ο χάλκινος θώρακας του Δωριέα οπλίτη. Στο μυαλό του κάθε επαναστάτη ιερομονάχου (που αφόρισε η «επίσημη εκκλησία» και αρνήθηκε κατηγορηματικά την αγιοποίησή του) πάλλονταν Πλατωνικές ιδέες.
Ο δρόμος για την ελευθερία είναι μονόδρομος για τον Έλληνα. Τον ανοίγει με την επιστήμη του, με την σκέψη και με την παιδεία – και όταν χρειάζεται, δεν φοβάται να τον σχίσει και με το σπαθί του!
Μάριος Κουτσούκος
http://antistasi.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου