Ο Ιάσονας ανέλαβε να φέρει στην Ιωλκό το χρυσόμαλλο δέρας, δηλαδή το δέρμα του χρυσού κριαριου που μετέφερε τον Φρίξο στην Κολχίδα.
Ο Ιάσονας, επειδή είχε πάρει θάρρος από το χρησμό, ανέλαβε με προθυμία την εκτέλεση του άθλου και προσκάλεσε βοηθούς και συναγωνιστές στην προ σπάθειά του αυτή τους πιο γνωστούς ήρωες της Ελλάδας.Έσπευσαν να βοηθήσουν πενήντα από τους πιο ονομαστούς, ανάμεσά τους ο Ηρακλής, ο Θησέας, ο Τελαμώνας και ο Πηλέας, ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης, ο Ίδας και ο Λυγκέας, ο Ζήτης και ο Κάλαϊς, οι φτερωτοί γιοι του Βορέα, ο Μελέαγρος, ο Αμφιάραος, ο Λαέρτης και ο Περικλύμενος. Ο Άργος, ο γιος του Φρίξου, κατασκεύασε με οδηγίες της Αθηνάς το πλοίο με το οποίο θα πήγαιναν στην Κολχίδα οι ήρωες. Το πλοίο πήρε το όνομα Αργώ και στην πλώρη του στερέωσαν ένα ξύλο από τη φηγό της Δωδώνης, δηλαδή την ιερή βελανιδιά που είχε το χάρισμα να μιλάει και να δίνει χρησμούς.
Κυβερνήτης της Αργώς τοποθετήθηκε ο Τίφυς. Ο 'Ιδμονας, ο γιος του Απόλλωνα, και ο Μόψος συνόδευσαν τους Αργοναύτες ως μάντεις. Μαζί τους ταξίδεψε και ο Ορφέας, για να παρηγορεί με τη λύρα του τους Αργοναύτες και να εξαφανίζει τις μεταξύ τους αντιθέσεις.
Οι Αργοναύτες ξεκίνησαν και έφτασαν στη Λήμνο. Από εκεί, αφού πέρασαν από τον Ελλήσποντο, έφτασαν στη θάλασσα της Προποντίδας και πλησίασαν τη Βιθυνία, στην οποία κατοικούσε ο τυφλός μάντης Φινέας. Ο Ποσειδώνας τον είχε τυφλώσει για να τον τιμωρήσει επειδή είχε αποκαλύψει στον Φρίξο το δρόμο που οδηγούσε στην Κολχίδα. Μάλιστα, τον είχε αφήσει να διαλέξει ανάμεσα στο θάνατο και την τύφλωση και αυτός επέλεξε το δεύτερο. Εκτός όμως από την τύφλωση τον βασάνιζαν και οι Άρπυιες, τα φτερωτά τέρατα. Κάθε φορά που ο μάντης έστρωνε τραπέζι για να φάει, κατέβαιναν από τα σύννεφα και άρπαζαν σχεδόν από το στόμα του την τροφή, στην οποία μετέδιδαν τέτοια δυσοσμία που ήταν αδύνατον πια να την πλησιάσει. Ωστόσο, αν και υπέφερε όλα αυτά, γνώριζε, αφού ήταν μάντης, ότι έρχονταν οι Αργοναύτες και τους υποδέχτηκε ως σωτήρες. Πράγματι, μόλις ετοίμασε το τραπέζι, πλησίασαν όπως το συνήθιζαν οι Άρπυιες. Ο Ζήτης όμως και ο Κάλάίς, οι φτερωτοί γιοι του Βορέα, τις εμπόδισαν και τις κυνήγησαν μέχρι εκείνο το σημείο όπου εμφανίστηκε ο θεός Ερμής και τους ζήτησε να σταματήσουν την καταδίωξη, γιατί οι Άρπυιες δεν θα ξαναενοχλούσαν τον Φινέα, αλλά θα επέστρεφαν στο σπήλαιο όπου γεννήθηκαν στην Κρήτη.
Ο Φινέας, νιώθοντας γι'αυτόν το λόγο ευγνωμοσύνη για τους Αργοναύτες, τους υπέδειξε τον ασφαλέστερο τρόπο για να φτάσουν στην Κολχίδα. Ιδιαίτερα τους συμβούλευσε τι έπρεπε να κάνουν για να περάσουν ανάμεσα στους φοβερούς βράχους, τις περίφημες Συμπληγάδες Πέτρες. Οι Συμπληγάδες ήταν, όπως είπαμε, δύο βράχοι, οι οποίοι συνεχώς άνοιγαν και έκλειναν με τέτοια ταχύτητα και πάταγο, που ακόμα και για ένα πουλί ήταν δύσκολο σε αυτό το πολύ σύντομο διάστημα να περάσει ανάμεσά τους. Όταν, λοιπόν, η Αργώ έφτασε στο επικίνδυνο τούτο μέρος, ένας από τους Αργοναύτες, ο γιος του Ποσειδώνα, Εύφημος, ελευθέρωσε ένα περιστέρι, το οποίο πέρασε ανάμεσα στους βράχους χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα, χάνοντας μόνο μερικά φτερά από την ουρά του. Αυτό ήταν, σύμφωνα με τη συμβουλή του Φινέα, η απόδειξη εκείνη ότι και οι Αργοναύτες μπορούσαν να επιχειρήσουν με θάρρος το διάπλου.
Έτσι, αφού κωπηλάτησαν με όλη τους τη δύναμη, πέρασαν με επιτυχία τις Συμπληγάδες Πέτρες. Οι βράχοι, τη στιγμή που περνούσαν οι Αργοναύτες, άρχισαν να κλείνουν, αλλά τους εμπόδισαν για λίγο τα θεϊκά χέρια της Αθηνάς. Έτσι, κατόρθωσαν να συντρίψουν μόνο ένα μικρό μέρος ασήμαντο της πρύμνης. Επειδή οι θεοί είχαν προαποφασίσει ότι, εάν ένα και μόνο πλοίο κατόρθωνε να περάσει ανάμεσα στις Συμπληγάδες με ασφάλεια, το πέρασμα θα παρέμενε για όλους και για πάντα ασφαλές και εύκολο, από τότε οι βράχοι παρέμειναν ακίνητοι και απομακρυσμένοι ο ένας από τον άλλον.
Στο τέλος του ταξιδιού τους οι Αργοναύτες μπήκαν στον ποταμό Φάση της Κολχίδας και άραξαν στην πρωτεύουσα των Κόλχων, την Αία. Όταν έπλεαν κοντά στον Καύκασο, είδαν τον αετό που κα τέτρωγε το συκώτι του Προμηθέα και άκουσαν μάλιστα τα βογκητά του δυστυχισμένου Τιτάνα. Οταν όμως ζήτησαν από τον Αιήτη να τους παραχωρήσει το χρυσόμαλλο δέρας, επειδή ήταν ήρωες από θεϊκή γενιά και ήρθαν γι'αυτό έπειτα από εντολή των θεών, ο βασιλιάς οργίστηκε και αρνήθηκε να συναινέσει, εκτός εάν πραγματοποιούσαν κάποιους άθλους, οι οποίοι φαινόταν πως ήταν αδύνατον να γίνουν. Ο Ήφαιστος είχε δώσει στον Αιήτη δύο ταύρους, άγριους, με χάλκινα πόδια που ξεφυσούσαν φωτιά.
Ο Ιάσονας, για να αποδείξει την υπερήφανη καταγωγή του και την ευμένεια των θεών προς το πρόσωπο του, όφειλε να ζέψει τους δύο ταύρους στο άροτρο και να οργώσει ένα μεγάλο χωράφι. Το εγχείρημα φαινόταν επικίνδυνο, αλλά ο καθένας από τους ήρωες φάνηκε πρόθυμος να το αναλάβει. Ο σοφός Ίδμονας προέτρεψε τον Ιάσονα να αναλάβει αυτή τη δύσκολη αποστολή. Τελικά, ο Ιάσονας, με τη βοήθεια της Ήρας και της Αφροδίτης και τη συνέργεια της Μήδειας, της κόρης του Αιήτη, που τον είχε ερωτευτεί σφοδρά, κατόρθωσε όχι μόνο να δαμάσει τους ταύρους, αλλά και να υπερνικήσει τη δυστροπία του βασιλιά της Κολχίδας. Έτσι, οι Αργοναύτες παρέλαβαν το χρυσόμαλλο δέρας και απέπλευσαν από εκεί, παίρνοντας μαζί τους και τη Μήδεια, η οποία τους ακολούθησε με τη θέλησή της και αργότερα έγινε περιβόητη στην Ελλάδα για την πονηριά και τις μαγικές της ικανότητες.
Αλλά οι Αργοναύτες έμελλαν κατά την επιστροφή τους να πάθουν πάμπολλες συμφορές και να διασχίσουν ατελείωτες θάλασσες και ποταμούς. Στην αρχή έπλευσαν τσν Φάση, ο οποίος χύνεται στον ωκεανό που περιβάλλει τη Γη.
Επειτα έπλευσαν στον ωκεανό και έφτασαν στο σημείο όπου αυτός συναντά τον ποταμό Νείλο. Ακολούθησαν το μεγάλο ποτάμι και έφτασαν στην Αίγυπτο. Διέσχισαν μια πολύ μεγάλη απόσταση έχοντας την Αργώ στους ώμους τους, πριν φτάσουν με τη βοήθεια του θεού Τρίτωνα ξανά στη Μεσόγειο Θάλασσα. Αλλά και πάλι περιπλανήθηκαν και αντιμετώπισαν πολλούς κινδύνους, πριν καταφέρουν να επιστρέψουν στην Ιωλκό.
Αυτά λέει ο μύθος για το ταξίδι των Αργοναυτών. Το ταξίδι αυτό, όπως και όλοι γενικά οι μύθοι εκείνης της εποχής, παραδίδεται και με άλλη, διαφορετική, μορφή. Αλλά όλοι ήταν μύθοι και δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με τις μεταγενέστερες, οπωσδήποτε ακριβείς, γεωγραφικές γνώσεις.
Και όμως οι περισσότεροι Έλληνες πίστευαν σε αυτές τις παραδόσεις, ακόμη και στους μεταγενέστερους ιστορικούς χρόνους, γιατί αυτές εξυμνούσαν τα κατορθώματα των ηρωικών εκείνων και υπεράνθρωπων γενιών, τις οποίες οι προπάτορές μας θεωρούσαν προγόνους και τις τιμούσαν σχεδόν όσο και τους θεούς.
Αγαπητέ φίλε
ΑπάντησηΔιαγραφήΛυπάμαι που θα σε στεναχωρέσω αλλά σε αυτήν την εκδοχή, διαδεδομένη δεν λέω, υπάρχει ένα, τουλάχιστον, τεράστιο γιατί που δεν αντέχει σε λογική απάντηση.
Δεν θα αναφερθώ στα ανύπαρκτα τοπικά χαρακτηριστικά μια και η εκδοχή αυτή στηρίζεται σε ονοματολογία και μόνο, και όχι όλα,αλλά στο γιατί να κάνει κάποιος μια τέτοια ανόητη διαδρομή για να επιστρέψει σ' έναν τόπο όταν θα μπορούσε να κάνει το ένα δέκατο.
Προφανώς δεν πρόκειτω για ανόητους εκτός αν αυτό υποστηρίζουν ή για τόσο πολύ άσχετους με την ναυτική τέχνη ώστε να περιστρέφονται στην Γη μέχρι να πετύχουν τον τόπο τους αν τον πετύχαναν ποτέ.
Είναι προφανές ότι δεν σηκώνει σοβαρή κριτική. Άλλωστε αν ψάξεις την πλατεία της Φιλαδέλφιας στην Ν.Φιλαδέλφεια είναι σίγουρο ότι δεν θα την βρεις ούτε σε 10000 χρόνια.