Κανείς δεν αγαπά τον πόλεμο κι ούτε κανείς λαχταρά να τον ζήσει. Όλοι όμως αγαπούν την ελευθερία. Και αυτοί οι άνθρωποι δεν την απαίτησαν, δεν την ζητιάνεψαν, αλλά θυσίασαν τα πάντα για να την κερδίσουν. Αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με πόλεμο.
Αυτό γιορτάζουμε! Γιορτάζουμε το θάρρος και την αυτοθυσία εκείνων που μπήκαν στα τρένα με το χαμόγελο στα χείλη και έδιναν κουράγιο στους αμάχους αγαπημένους τους.
Μία συλλογή από επιστολές από και προς το μέτωπο...
Γράμμα φαντάρου στους γονείς του:
"Για κρύο και κακουχίες μη φοβάσθε. Εδώ τα νεύρα μας γίνονται ατσαλένια. Σεις θα φαντάζεσθε πράγματα φοβερά και τρομερά, ενώ εμάς δεν μας νοιάζει καθόλου. Γι' αυτό να μη στενοχωριέσθε.
Άλλως τε, για όλα τα Ελληνόπουλα του μετώπου φροντίζει η Μεγαλόχαρη ... "
Πατέρας γράφει τα άσχημα νέα στον γιο του:
"Παιδί μου
Μου ζητάς την διεύθυνση του αδερφού σου.
Σου την γράφω: "Πάνθεον Ηρώων"
Σφίξε την καρδιά σου
Σε φιλώ
Ο πατέρας σου"
Γράμμα από γονέα:
"Ο Θεός να είναι μαζί σου και μαζί με την Πατρίδα μας. Τα χωράφια θα τα οργώσουμε εμείς με κάθε τρόπο, μη στενοχωριέσαι. Η Μεγαλόχαρη της Τήνου θα κάνη το θαύμα της και θα σας δώση μεγάλη δόξα".
Τα μανταρίνια απ'το χωριό:
"Κάπου στο Μέτωπο 29/11/40
Αδελφούλα μου,
Ο Θεός σε φώτισε και μέσα στο δέμα που μου στείλατε, έβαλες τα πέντε εκείνα μανταρίνια ...
Μόλις τ' άνοιξα κι' αντίκρυσα τον κίτρινο θησαυρό του νησιού μας, δάκρυσα ... Τα καθάρισα, τα χώρισα σε φέτες και τα φάγαμε με τ' άλλα φανταράκια της διμοιρίας μου. Σε βεβαιώ πώς ούτε τα τσοφλάκια δεν πετάξαμε ...
Αδελφούλα μου, σωστό βάλσαμο ήταν για τις διψασμένες ψυχές μας. Λες και πήραμε νέες δυνάμεις ...
Αδελφούλα μου, νικούμε παντού! Η Παναγία, ολοζώντανη, μας ακολουθεί. ...
Παρακαλείτε και σεις όσο μπορείτε για την σύντομη τελική νίκη!
Γεια σου Αδελφούλα μου"
Κάτω από μίαν αλβανική εληά:
"Σας γράφω κάτω από μίαν αλβανική εληά. Κάνω στρατηγικά σχέδια, πώς θα μπώ στα Τίρανα γρηγορώτερα. Διέκοψα το γράμμα μου για 20 λεπτά, γιατί τρία ιταλικά αεροπλάνα μας έρριξαν μερικές εληές (βόμβες) και μας σκότωσαν, ώ! του θαύματος, ένα μουλάρι άρρωστο! Πανάθεμά τους, τι θόρυβο κάνουν, σφυρίζουν δαιμονισμένα. Εάν πήτε και για τις βόμβες τους, ευτύχημα είναι πως σκοπεύουν εμάς και πέφτουν 500 μέτρα μακρυά μας. Μακρυά, σε 2-3 χιλιάδες μέτρα, γίνεται αερομαχία, ωραίο θέαμα, μα την αλήθεια. Αλλά ο Ιταλός εχάθη στα σύννεφα.
Πότε θα σας στείλω το γράμμα μου, δεν ξεύρω. Έχετε γειά, για σήμερα.
Σάς φιλώ όλους.
Ο υιός σας
ΝΙΚΟΣ"
Πρωτοχρονιάτικες σκέψεις του πατέρα στο μέτωπο:
"1 Ιανουαρίου 1941 ώρα 0.5!
Αγαπημένες µου,
Χρόνια πολλά. Με το καλό ο καινούργιος χρόνος ...
Είναι η πρώτη χρονιά, έπειτα από τόσα χρόνια, πού κάνω Πρωτοχρονιά μακρυά Σας ...
Πάντα, αυτή την στιγµή, κάθε χρόνο, µε αξίωνε ο Θεός να κρατώ το µαυροµάνικο µαχαίρι του σπιτιού για να κόψω από την πήττα πού φιλοτεχνούσαν δυο αγαπηµένα χεράκια, το κοµµάτι του Χριστού, της Παναγίας, του Σπιτιού, ... Κι’ ερχόταν τότε η αγωνία της τύχης του νοµίσµατος. Ποιος θα είναι ο τυχερός της χρονιάς; Σε ποιανού κοµµάτι θα βρεθή το νόµισµα;
Α! όχι, εφέτος, την ωραία Πρωτοχρονιά του 41, εγώ, παιδιά µου, είμαι ο τυχερός!
Σε µένα έπεσε τό ανεκτίµητο νόµισµα να έλθω εδώ επάνω στα Αλβανικά βουνά, να ακούω, κι’ αυτή την στιγµή ακόµη, το Βαρύ Πυροβολικό µας να κτυπά αλύπητα τον δρόµο που ακολουθούν, φεύγοντας πανικόβλητοι οι κατακτηταί της Ρώµης, που νόµισαν πως µπορούσαν να ποδοπατήσουν την Ελλάδα µας.
Σ' εµένα έλαχε να ιδώ τα µέρη όπου το Σύνταγμά µας του Ιππικού απεδεκάτισε την Μεραρχία τους, την περίφηµή τους «Τζούλια».
Σ' εµένα έλαχε να ακούσω άλλον Αξιωµατικόν να διηγείται πώς µε 187 άνδρες εκράτησε έξ χιλιάδες Ιταλούς.
Εγώ είµαι ο τυχερός που βλέπω κάθε µέρα τα κατσάβραχα, τα απρόσιτα και στα γίδια ακόµη, όπου σκαρφάλωσαν οι θρυλικοί φαντάροι µας µε την λόγχη, αψηφώντας τους παντοειδείς όλµους και ολµάκια που διέθεταν αυτοί οι τσαρλατάνοι, που έβαλαν τους χάρτες κάτω και εκοβαν την Ελλάδα σαν πρωτοχρονιάτικη πήττα.
Εγώ, έχω τον µεγάλο κλήρο να υπηρετώ την Ελλάδα µαζί µε τα άλλα παιδιά της.
Να µε συµπαθάτε όµως ...
Όταν µιλά κανείς γιά τόν αφάνταστο καί ανυπέρβλητο ηρωισµό τού Ελληνικού Στρατού παρασύρεται αθελά του ...
Ήλθε, Πάκι µου, ο Άγιο-Βασίλης εφέτος; Γουρλώσανε πάλι τα δυο σου γαλανά µατάκια,όταν άναψαν τα φώτα, µπροστά στα δώρα που σου έφερε ο καλός Άγιος; Γιά µένα, είναι η καλλίτερη Πρωτοχρονιά της ζωής µου, σεις πώς υποδεχθήκατε τον καινούργιο Χρόνο;
Πολλά φιλιά
Ευάγγελος"
Γράμμα στον σύζυγο που πολεμάει:
"Αντώνη µου,
Αυτήν την στιγµήν, µάθαµε την νέα νίκη µας, δηλαδή την κατάληψι της Κλεισούρας. Δεν µπορείς να φαντασθής τι κακό που γίνεται.
Δάκρυα χαράς και υπερηφανείας τρέχουν από µικρούς και µεγάλους στα φλογισµένα τους µάτια.
Αντρούλη µου, κοντεύοµε να φτάσωµε στον αντικειµενικό µας σκοπό. Τώρα, περιµένοµε µε αγωνία να πάρωµε το Ελσαβάν και τον Αυλώνα, και τότε κατ' ευθείαν στην θάλασσα. Και ύστερα, θα σας περιµένωµε στους δρόµους, στα λιµάνια, στα παράθυρα, στις αυλές, στις εξώπορτες, µε λαχτάρα και δάκρυα στα µάτια να σας στεφανώσουµε µε το αµάραντο στεφάνι της Δόξης ..."
Από γράμμα της μάνας στον γιο:
"… Ψώνιζα ότε ακούµε τις καµπάνες.
Δεν ξέρεις, γυιόκα µου, τι γίνεται όταν ακούµε τις καµπάνες. Ανάστασις. Την χαρά του κόσµου.
Εγώ δε, τόσο πολύ αισθάνοµαι και χαίροµαι που αρχίζω να κλαίω …"
Γράφει ο τραυματισμένος στρατιώτης στη μητέρα του:
"Καλή µου µαννούλα, ετραυµατίσθηκα στην Κλεισούρα και µε µετέφεραν στον Πειραιά.
Φθάσαµε, στις 28 το πρωί στις 10 η ώρα, στο λιµάνι. Πριν πλησιάσουµε για να βγούµε, είδαµε την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας µε µουσική παρατεταγµένη και µε χίλια πράγµατα. ... Είνε ο στρατός των µετόπισθεν.
Όταν κατεβαίναµε, µαννούλα µου, άρχισε να παίζη η µουσική, και να χαλά ο κόσµος, δέν µπόρεσα να κρατηθώ και έκλαψα µε την ψυχή µου.
Πόσο ωραία περνώ στο νοσοκοµείο, και πόσος κόσµος περνά και µας ευγνωµονεί, δεν µπορώ να σου περιγράψω. Όταν έλθω, θα σου τα διηγηθώ όλα. Το τραύµα µου δεν είνε τίποτε ...
Όταν νοιώθουµε ότι, πίσω µας, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσµος πού φροντίζει για τα σπίτια µας ... όταν βλέπωµεν ότι τα αισθήµατα της αλληλεγγύης πληµµυρίζουν τις καρδιές όλου του Ελληνισµού, η ψυχή µας γεµίζει περηφάνεια."
Ο ερωτευμένος:
"Στήν αγαπηµένη µου
Πώς ήθελα, µικρούλα µου, νά εισ' εδώ κοντά µου
ν' ακούσης τήν καρδούλα µου, νά δής τά βάσανά µου.
Γιά στρώµα βάζουµε κλαριά, γιά µαξιλάρι πέτρα
καί γιά κλινοσκεπάσµατα, µία µονή κουβέρτα.
Νάσουν εδώ στό γρέκι µου, νάσουν εδώ στήν ράχη,
νά πάρης τό ντουφέκι µου νά πάς εµπρός στήν µάχη.
Κι' άν τύχη σφαίρα εχθρική καί κόψη τόν ανθό σου ...
Η Δόξα η Ελληνική στέφει τό µέτωπό σου.
Στρατιώτης Γιώργης Κομπόρης,
584 Τάγμα Πεζικού"
Αδελφός σε αδελφό:
"Αδελφέ Κώστα,
Μη στενοχωρείσαι που μας επήρε η επίταξι το αυτοκίνητο. Πόλεμος είνε και, πρώτ' από όλα, πρέπει να σώσουμε την Πατρίδα μας, από τα βρωμερά ιταλικά νύχια, κ’ ύστερα έχει ο Θεός.
Θά ξαναφτειάξουμε τις δουλειές μας και θα ζήσουμε ελεύθεροι και υπερήφανοι."
Και μια καλλιτεχνική ματιά:
"Αγαπητή μου Κική,
Είναι δύο-τρείς μέρες πού δέν έλαβα γράμμα σας. Είμαι πολύ καλά, εδώ έχουμε χιόνι σάν Ελβετία’ τό περίεργο είναι πώς δέν κρυώνω. Τό φαΐ μας είναι πολύ καλό, τώρα μάλιστα πού έλαβα καί τά συμπληρώματα πού μού στείλατε, είμαι θαυμάσια. Μέλι δέν μού στείλατε. Καί μπογιές πού σού έχω γράψει, καθώς καί δύο-τρία άλλα πράγματα πού τά χρειάζομαι, πιστεύω νά τά στείλετε μ' άλλα δέματα. Εάν ήσουν εδώ, θά σού άρεσε πολύ. Τά τοπία είναι πολύ ωραία, καί τό λέω εγώ πού ξέρεις πώς δέν αγαπώ τά χιόνια. Πώς διασκεδάζεις εσύ; Νά μήν ανησυχείς ούτε νά λυπάσαι πού δέν είμαι κοντά σας. Είμαι καλά εδώ. Σάς τό λέω ειλικρινώς.
Σάς φιλώ πολύ
Γιάννης.
Γράμμα τού Γιάννη Τσαρούχη στήν οικογένειά του."
Από υλικό που συγκέντρωσε ο Φώτης Σαραντόπουλος
Οι φωτογραφίες από το μέτωπο, pheidias.antibaro.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου