Ο πρώτος δήμαρχος της Αθήνας, ο Ανάργυρος Πετράκης, απολύθηκε από τους Βαυαρούς.
Ο δεύτερος δήμαρχος, ο Δημήτριος Καλλιφρονάς, φυλακίστηκε. Ο εικοστός πρώτος, ο Αμβρόσιος Πλυτάς, πάλι καλά που δεν εκτελέστηκε από τις γερμανικές αρχές κατοχής.
Ένας άλλος δήμαρχος από την Κέα, κάποιος Σταθόπουλος, προκάλεσε σκάνδαλο, χλευάζοντας τους νεκρούς των εξεγέρσεων εναντίον του Όθωνα. Αποπέμφθηκε κακήν κακώς από την Εθνοσυνέλευση του 1863, όπου είχε εκλεγεί αντιπρόσωπος.
Με τους πολέμους του 1912-1913 ο δήμαρχος του Πειραιά Δημοσθένης Ομηρίδης - Σκυλίτσης ντύνεται στο χακί και τραβάει για το μέτωπο.
Το 1934 εκλέγονται οι πρώτοι "κόκκινοι δήμαρχοι", με πιο χαρακτηριστική περίπτωση το Δημήτριο Παρτσαλίδη στην Καβάλα των καπνεργατών.
Τριάντα χρόνια αργότερα στα Γιάννενα, ο νεοεκλεγείς δήμαρχος Γιώργος Μελανίδης παθαίνει ανακοπή καρδιάς στην πανηγυρική τελετή της ορκωμοσίας του και πεθαίνει.
Η ιστορία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των δημοτικών εκλογών στην Ελλάδα είναι μία συναρπαστική περιπέτεια. Η πολιτική αντιπαράθεση και οι κοινωνικές συγκρούσεις τη συνοδεύουν σ΄ολόκληρη την πολυτάραχη ιστορία της. Πολλές φορές το αποτέλεσμα που δίνουν οι κάλπες αποτελεί το προμήνυμα πολιτικών ανατροπών. Όμως δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις, που οι μύχιοι πόθοι της όποιας αντιπολίτευσης διαψεύδονται γιατί, όπως και να το κάνει κανείς, άλλο πράγμα δημοτικές κι άλλο βουλευτικές εκλογές. Και, εν πάση περιπτώσει, του κόσμου οι απρόοπτες εξελίξεις μπορεί να μεσολαβήσουν στο χρονικό διάστημα που χωρίζει τις δύο αναμετρήσεις.
Ανάλογα με τη φάση της ιστορικής εξέλιξης, το πολιτικό βάρος των δημοτικών εκλογών εντοπίζεται πότε στην πρωτεύουσα, πότε σε μία πλειάδα μεγάλων αστικών κέντρων και κάποτε σ΄ολόκληρο σχεδόν τον αστερισμό των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Γεγονός είναι ότι συνήθως η κεντρική εξουσία αντιμετώπιζε με δισταγμό, καχυποψία ή και εχθρότητα τους αιρετούς δημοτικούς άρχοντες, ιδιαίτερα σε εποχές αυταρχισμού και αμφισβήτησής της.
Χρειάστηκε να περάσουν δεκατρία χρόνια από την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου και την αναγνώριση διεθνώς του ελληνικού κράτους για να θεσπιστεί ο νόμος "περί συστάσεως των δήμων". Όμως το καθεστώς της βαυαροκρατίας και η πολιτική του έκφραση, η Αντιβασιλεία, δίσταζαν να προσδιορίζουν την ημερομηνία διεξαγωγής των δημοτικών εκλογών.
Ο νόμος εκδόθηκε το 1883, αλλά η διενέργεια των εκλογών αποφασίστηκε να γίνει μόλις τους πρώτους μήνες του 1835. Οι Βαυαροί που κυβερνούσαν το νεοσύστατο βασίλειο, και η Αντιβασιλεία που συγκέντρωνε όλες τις εξουσίες όσο ακόμα ο Όθων ήταν ανήλικος, δίσταζαν να εμπιστευτούν τη λαϊκή ψήφο. Αυτό συνέβαινε παρά το γεγονός ότι η ψηφοφορία δεν ήταν ακόμη ούτε καθολική ούτε άμεση.
Καθολική δεν ήταν, επειδή το εκλογικό δικαίωμα δεν αναγνωριζόταν σε όλους τους δημότες, παρά μόνο σε όσους κατείχαν μία σεβαστή περιουσία και, συνεπώς, κατέβαλλαν στους υψηλότερους φόρους. Άμεση δεν ήταν, επειδή οι μεν πάρεδροι αναδεικνύονταν από ένα ειδικό εκλεκτορικό σώμα, το δημαιρεσιακό συμβούλιο, ο δε δήμαρχος επιλεγόταν από τον ανώτατο άρχοντα μεταξύ τριών επικρατέστερων.
Ο θεσμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχει μακρά παράδοση στον ελληνικό χώρο και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ιδιαίτερα στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Η Οθωμανική επικράτεια διαιρούνταν σε εγιαλέτια. Ένα απ΄αυτά ήταν της Ρούμελης που περιλάμβανε τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Θράκη, την Αλβανία, τη Βουλγαρία και τη Μακεδονία από τα υψίπεδα της Βοσνίας μέχρι τους ορεινούς όγκους του Ολύμπου. Ένα άλλο ήταν το εγιαλέτι των Νήσων, όπου υπάγονταν τα νησιά του Αιγαίου, η Πελοπόννησος, η Στερεά, η περιοχή της Καλλίπολης και η μικρασιατική Τρωάδα.
Τα εγιαλέτια χωρίζονταν σε σατζάκια, όπως η Θεσσαλία, η Πελοπόννησος, η Ανατολική Στερεά. Υποδιαίρεσή τους ήταν οι καζάδες, κάτι ανάλογο με τους σημερινούς νομούς. Η Αττική, εκτός από τη Μεγαρίδα, αποτελούσε έναν καζά. Σε δέκα καζάδες τεμαχιζόταν το σατζάκι του Ευρίπου (Ανατολική Στερεά). Με τη σειρά του ο κάθε καζάς είχε τις κοινότητες του.
Η κεντρική διοίκηση είχε λεπτομερή κατάσταση για όλο αυτό το δίκτυο. Με βάση τα όσα γνώριζε για το μέγεθος του πληθυσμού και για την οικονομική δραστηριότητα κάθε περιοχής, όριζε τους φόρους που έπρεπε να πληρωθούν και τα ποσά που έπρεπε να φτάσουν στον κορβανά της. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που είτε η κεντρική διοίκηση είτε οι τοπικοί αυθέντες ανέθεταν σε ιδιώτες τη δύσκολη, αλλά εξαιρετικά κερδοφόρα, αποστολή της είσπραξης και της απόδοσης των φόρων. Άλλωστε, η ιδιωτικοποίηση δεν είναι σημερινή ανακάλυψη. Αυτοί οι μεσάζοντες, στη συνήθη προσπάθεια τους να συγκεντρώσουν όσο το δυνατό περισσότερα κέρδη, αύξαναν αυθαίρετα και υπέρμετρα τη φορολογία. Έκαναν έτσι ακόμα πιο δύσκολη τη θέση των υποτελών στο σουλτάνο.
Το καθορισμένο από το φοροεισπράκτορα ποσό κατένεμαν στους κατοίκους των κοινοτήτων οι πρόκριτοι, οι αποκαλούμενοι και κοτζαμπάσηδες. Στο μοίρασμα των φορολογικών βαρών έπρεπε κανονικά να λαμβάνουν υπόψη την οικογενειακή κατάσταση και την οικονομική δυνατότητα των συγχωριανών τους.
Έτσι ρύθμιζε την κατάσταση ο Οθωμανός δυνάστης και είχε το κεφάλι του ήσυχο. Οι άρχοντες της τοπικής κοινότητας είχαν την ευθύνη επίσης για την τήρηση της τάξης, για τα εκκλησιαστικά και για τα εκπαιδευτικά ζητήματα, για τη διευθέτηση δικαστικών διαφορών.
Το καθεστώς αυτό της σχετικής αυτονομίας δημιούργησε εξ αντικειμένου συνθήκες τέτοιες, ώστε να διατηρήσουν οι υπόδουλοι πληθυσμοί τη συνοχή τους και την ιδιαιτερότητα τους. Όμως έδωσε και στους προκρίτους τη δυνατότητα να αποκτήσουν μεγάλη εξουσία που πολλές φορές την ασκούσαν κατά τρόπο σατραπικό.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας θέλησε να τους ψαλιδίσει τα προνόμια. Με το διάταγμα της 13ης Απριλίου 1828, οι κοινότητες εντάχτηκαν σε επαρχίες, τις οποίες διοικούσαν διορισμένοι έπαρχοι. Οι πρόκριτοι εξακολουθούσαν να υπάρχουν και να εκλέγονται στα κεφαλοχώρια, αλλά δεν είχαν πια παρά μόνο συμβουλευτικό ρόλο. Ο Ι. Καποδίστριας δολοφονήθηκε το 1831, αφού σε διάστημα τρεισήμισι χρόνων δημιούργησε κράτος από τα ερείπια. Η δολοφονία του αποδίδεται σε αγγλική υποκίνηση. Ως εκτελεστικό όργανο χρησιμοποιήθηκαν κοτζαμπάσηδες από τη Μάνη, την πλέον καθυστερημένη κοινωνικά περιοχή του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα, η Αντιβασιλεία προχώρησε στην έκδοση του διατάγματος της 15ης Απριλίου 1833, το οποίο διέλυε τις κοινότητες και τις αντικαθιστούσε από τους δήμους. Σε καθεμιά από τις νέες διοικητικές μονάδες συγχωνεύονταν δέκα με δεκαπέντε παλιές κοινότητες.
Οι δήμοι υπάγονταν σε 47 επαρχίες και οι επαρχίες σε 10 νομαρχίες. Τα όρια των νομών διέφεραν από τα σημερινά, όπως συνέβαινε σε ορισμένες περιπτώσεις και με τις πρωτεύουσες τους. Ήταν οι νομοί: Αττικοβοιωτίας (με πρωτεύουσα την Αθήνα), Φωκίδας και Λοκρίδας (με πρωτεύουσα τα Σάλωνα, τη σημερινή Άμφισσα), Αιτωλοακαρνανίας (Μεσολόγγι), Ευβοίας (Χαλκίδα), Κυκλάδων (Ερμούπολη), Αχαΐας και Ήλιδας (Πάτρα), Αργολιδοκορινθίας (Ναύπλιο), Αρκαδίας (Τρίπολη), Μεσσηνίας (Κυπαρισσία), Λακωνίας (Μιστράς).
Η κεντρική εξουσία χειραγωγούσε το νέο διοικητικό μηχανισμό μέσω του ελέγχου και μέσω της πολυδιάσπασης των αρμοδιοτήτων μεταξύ πολλών τοπικών αρχόντων. Το 1834 εφτά αξιωματούχοι μοιράζονταν σε νομαρχιακό επίπεδο την εξουσία: ο νομάρχης, ο μητροπολίτης, ο έφορος, ο δημόσιος ταμίας, ο μοίραρχος της χωροφυλακής, ο επικεφαλής της υγειονομικής υπηρεσίας, ο επικεφαλής του σώματος των μηχανισμών. Οι αποφάσεις των δημοτικών αρχών δεν ίσχυαν, αν δεν εγκρίνονταν από το νομάρχη. Για την επιβολή δημοτικών φόρων χρειαζόταν βασιλική άδεια. Τα μέτρα που ψηφίζονταν από τα δημοτικά συμβούλια είχαν ισχύ μόνο, αν οι νομάρχες ή οι έπαρχοι δεν εξέφραζαν αντίρρηση εντός δεκαπενθημέρου από την κοινοποίηση των ψηφισμάτων. Εναντίον των αποφάσεων του νομάρχη ή του έπαρχου οι δήμοι είχαν δικαίωμα προσφυγής στην κεντρική διοίκηση.
Το 1836 οι νομοί καταργήθηκαν και η επικράτεια χωρίστηκε σε 30 διοικήσεις και σε 19 υποδιοικήσεις. Επανήλθαν όμως το 1845 με τη διαφορά ότι οι επαρχίες αυξήθηκαν σε 49. Από τότε έγιναν πολλές αλλαγές και σήμερα οι νομοί φτάνουν τους 52 με μεγαλύτερο σε έκταση εκείνου της Αιτωλοακαρνανίας και με μικρότερο σε έκταση εκείνον της Λευκάδας.
Όμως τότε οι κοινότητες έμελλε να σβήσουν έτσι εύκολα από το διοικητικό χάρτη της χώρας. Τις επανέφερε ο Ελευθέριος Βενιζέλος με το ν. ΔΝΖ΄/1912. Τον Ε. Βενιζέλο έφερε στο προσκήνιο το κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου, η επανάσταση στο Γουδί. Στους στρατηγικούς του στόχους συμπεριλαμβάνονταν ο εκσυγχρονισμός και η ισχυροποίηση του κράτους. Για να γίνει κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητη και η διοικητική αναδιάρθρωση της χώρας. Και κάτι ακόμα: για να επιτευχθεί η ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας έπρεπε οι αρμοδιότητες των νέων κοινοτήτων να είναι περιορισμένες, δηλαδή να μην έχουν τις εξουσίες και τους οικονομικούς πόρους που διέθεταν υπό το καποδιστριακό καθεστώς. Έτσι κι έγινε.
Μια ακόμα αλλαγή, σημαντική στη μακρά ιστορική πορεία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, είναι η διάσπαση του Δήμου της Αθήνας σε πολλούς μικρότερους δήμους και κοινότητες.
Αυτό συνέβη στη δεύτερη περίοδο της διακυβέρνησης του Ε. Βενιζέλου, μετά το 1928. Ο μεγάλος αριθμός των συνοικιών αποσπάστηκε από την Αθήνα το 1934. Ήταν ο Βύρωνας, η Καισαριανή, η Νέα Ιωνία, το Περιστέρι, η Νέα Φιλαδέλφεια, η Νέα Χαλκηδόνα, η Νέα Σμύρνη, τα Νέα Σφαγεία, οι Κουκουβάουνες, η Καλογρέζα, ο Υμηττός. Οι αναδιαρθρώσεις αυτές οφείλονταν στις ανάγκες που προέκυψαν από τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού, αλλά και στις σκοπιμότητες της εποχής.
Η αποδυνάμωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και η αποψίλωσή της από αρμοδιότητες συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα. Κατά τη δεκαετία του 1990, ψηφίστηκαν από τη Βουλή και τέθηκαν σε ισχύ δύο σημαντικά νομοθετήματα. Το ένα αφορούσε τη δημιουργία του β΄βαθμού αυτοδιοίκησης και την καθιέρωση των αιρετών νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων. Το άλλο ήταν το σχέδιο "Καποδίστριας" για τη συνένωση των κοινοτήτων σε ισχυρούς δήμους, ώστε να γίνουν "βιώσιμες επιχειρηματικές μονάδες".
Οι νομοθετικές αυτές πρωτοβουλίες είχαν σχέση με τη νέα αντίληψη για το κράτος. Ο ρόλος της κεντρικής διοίκησης περιορίστηκε και η οργάνωση των τοπικών κοινωνιών ανατέθηκε στη διοικητικά οργανωμένη έκφρασή τους, είτε ονομάζονται δήμοι είτε νομαρχίες.
Ο θεσμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι κατ΄εξοχήν δημοκρατικός. Μοιραία, λοιπόν, πέρασε τις ταλαιπωρίες που γνώρισε το πολίτευμα. Έγινε στόχος αυταρχικών και δικτατορικών καθεστώτων. Δεν είναι λίγοι οι εκλεγμένοι εκπρόσωποί του που διώχθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, απολύθηκαν από τις θέσεις τους, επειδή δεν ήταν αρεστοί στην εξουσία.
Γυναίκες ψήφισαν για πρώτη φορά στις δημοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934. Αλλά αυτό έγινε σε περιορισμένη κλίμακα, αφού το εκλογικό δικαίωμα δόθηκε μόνο σε όσες είχαν συμπληρώσει τα 30 χρόνια και γνώριζαν ανάγνωση και γραφή. Υπήρχε ακόμα μεγάλη προκατάληψη. Οι κυρίες που προσήλθαν στις κάλπες ήταν λίγες έως ελάχιστες. Στους εκλογικούς καταλόγους της Αθήνας είχαν εγγραφεί μόλις 2.655 και τελικά ψήφισαν μόνο 439. Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε για να αναγνωριστεί στις γυναίκες το δικαίωμα συμμετοχής στις βουλευτικές εκλογές.
ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΜΑΛΟΤΗΤΑ
ΔΗΜΑΡΧΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ
Η πολιτική αλλαγή της 24ης Ιουλίου 1974 σήμανε την είσοδο της ελληνικής πολιτικής ιστορίας σε ένα νέο κεφάλαιο. Σήμανε ουσιαστικά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Η νομιμοποίηση του διασπασμένου Κομμουνιστικού Κόμματος, ίδρυση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ), η διενέργεια του πολιτειακού δημοψηφίσματος και η ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας δημιούργησαν ένα νέο σκηνικό.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θριάμβευσε στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974. Η Νέα Δημοκρατία, που ο ίδιος ίδρυσε, συγκέντρωσε ποσοστό 54,37% και ανέδειξε μία πανίσχυρη κοινοβουλευτική ομάδα αποτελούμενη από 220 βουλευτές. Η Ένωση Κέντρου, στην οποία είχαν προσχωρήσει και νέες πολιτικές δυνάμεις ευρωπαϊκού προσανατολισμού, αναδείχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά η εκλογική της δύναμη περιορίστηκε στο ισχνό 20,42%. Το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου περιορίστηκε, παρά τις προσδοκίες του ιδρυτή του, σε ένα 13,58%. Ο περιστασιακός συνασπισμός των κομμάτων της παραδοσιακής Αριστεράς, η Ενωμένη Αριστερά, απέσπασε το 9,45%, το μικρότερο ποσοστό που μεταπολεμικά έχει να παρουσιάσει ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος. Μικρότερο και από το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών του 1951, όταν ο μετωπικός φορέας που μετείχε συγκέντρωσε το 10,57%.
Ωστόσο, πίσω από τα εκλογικά φαινόμενα υπήρχε ένα ουσιαστικό στοιχείο που επηρέαζε τις εξελίξεις: Αν τα χρόνια μεταξύ του εμφυλίου πολέμου και της απριλιανής δικτατορίας κυριαρχούσε ο αντικομουνισμός, τώρα η Αριστερά εμφανιζόταν ιδεολογικά ισχυρή.
Κι αυτό ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της κάλπης, ανεξάρτητα από τον αριθμό των βουλευτών της και τη ρητορική δεινότητα τους.
Η δημοκρατική νομιμότητα αποκαταστάθηκε και στους δήμους. Στη θέση των διορισμένων από το δικτατορικό καθεστώς δημοτικών αρχόντων τοποθετήθηκαν πάλι οι δήμαρχοι του 1964. Ανέλαβαν υπηρεσιακά καθήκοντα μέχρι την πραγματοποίηση των πρώτων μεταχουντικών δημοτικών εκλογών, που θα πραγματοποιούνταν σε δύο γύρους, στις 30 Μαρτίου και στις 6 Απριλίου 1975.
Ο δρόμος της νεαρής δημοκρατίας δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Μέσα στο στράτευμα παρέμεναν φασιστικά στοιχεία. Μπορεί να μην είχαν πολιτικά ερείσματα, εξακολουθούσαν όμως να συνιστούν μία υπαρκτή απειλή. Στις 24 Φεβρουαρίου 1975 εκδηλώθηκαν κινήσεις σε ορισμένες στρατιωτικές μονάδες. Ήταν το λεγόμενο πραξικόπημα της πιζάμας. Η συνωμοσία αποκαλύφθηκε και συνελήφθησαν 37 από τους συμμετέχοντες.
Το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης, με νωπή ακόμα τη μνήμη της χουντικής περιπέτειας, απαιτούσε τη συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων και τη συνεργασία όσων βρίσκονταν στα αριστερά της Νέας Δημοκρατίας. Αυτή ήταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, όταν οι αντιπρόσωποι της Ένωσης Κέντρου, του ΠΑΣΟΚ και των κομμάτων της κομμουνιστικής Αριστεράς άρχισαν να διαβουλεύονται για τους υποψηφίους δημάρχους. Στις περισσότερες των περιπτώσεων επιλέχτηκαν κοινοί υποψήφιοι, που θα αντιμετώπιζαν τους εκπροσώπους της Νέας Δημοκρατίας. Η μάχη, σύμφωνα με την πολιτική ορολογία της εποχής, δόθηκε μεταξύ των δημοκρατικών δυνάμεων και του στρατοπέδου της Δεξιάς.
Η νίκη των πρώτων ήταν συντριπτική. Στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σ΄άλλες μεγάλες πόλεις επικράτησαν οι υποψήφιοι της δημοκρατικής συνεργασίας. Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου ήταν ο νέος δήμαρχος της πρωτεύουσας με 53,4%, έναντι 37,7% που συγκέντρωσε ο Γεώργιος Πλυτάς.
Στον Πειραιά ο εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας Παναγιώτης Λεούσης τέθηκε εκτός μάχης από τον πρώτο γύρο. Στο δεύτερο γύρο κλήθηκαν να μονομαχήσουν ο Τάσος Βουλόδημος και ο Γεώργιος Κυριακάκος, ο προ της δικτατορίας δήμαρχος. Ο Τ. Βουλόδημος υποστηρίχτηκε από την Ένωση Κέντρου, το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ εσωτερικού και την Ενωμένη Αριστερά. Ο Γ. Κυριακάκος υποστηρίχτηκε από το ΚΚΕ και άλλους παράγοντες του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου. Στον πρώτο γύρο είχαν συγκεντρώσει αντίστοιχα 31.798 και 19.282 ψήφους.
Ο νέος νόμος για τις δημοτικές εκλογές πρόβλεπε τη διενέργεια νέας ψηφοφορίας μεταξύ των δύο επικρατέστερων υποψηφίων στην περίπτωση που κανένας την πρώτη Κυριακή δε συγκέντρωνε την απόλυτη πλειοψηφία. Πράγματι, οι πολίτες του Πειραιά προσήλθαν και πάλι στις κάλπες στις 6 Απριλίου 1975. Ο Τάσος Βουλόδημος συγκέντρωσε ποσοστό 71,70%, ρεκόρ ακατάρριπτο στο επίνειο ακόμα και σήμερα.
Στην Καισαριανή αντίθετα επικράτησε ο υποψήφιος του ΚΚΕ αφήνοντας πίσω τον κοινό υποψήφιο των άλλων αντιπολιτευόμενων κομμάτων. Δήμαρχος τη δεύτερη Κυριακή αναδείχτηκε ο Παναγιώτης Μακρής, διατηρώντας μία μακρή παράδοση. Υπερίσχυσε του Λευτέρη Μακρόπουλου, που προερχόταν από το χώρο του ΚΚΕ εσωτερικού και υποστηριζόταν επίσης από την Ένωση Κέντρου και από το ΠΑΣΟΚ.
Εκείνα τα χρόνια μαινόταν η διαπάλη μεταξύ του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσωτερικού. Ειπώθηκε, τότε, ότι επρόκειτο για έναν εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των δύο στρατοπέδων της κομμουνιστικής Αριστεράς. Στην πραγματικότητα ήταν διαμάχη μεταξύ δύο εντελώς διαφορετικών φιλοσοφιών, μεταξύ της λεγόμενης ορθόδοξης λενινιστικής αντίληψης και των νέων αντιλήψεων που είχαν κάνει την εμφάνισή τους στην ευρωπαϊκή κυρίως Αριστερά. Ο πρώτος γύρος εκείνης της αναμέτρησης έληξε με τις βουλευτικές εκλογές του 1977. Το ΚΚΕ συγκέντρωσε ένα ποσοστό που πλησίαζε το 10%, ενώ η Συμμαχία στην οποία μετείχε το ΚΚΕ εσωτερικού δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει το 2,72%.
Ένα φάντασμα στον Πειραιά
Στις βουλευτικές εκλογές της 20ης Νοεμβρίου 1977, η Νέα Δημοκρατία νίκησε, αλλά περιορίστηκε σε ένα ποσοστό 41,84% και σε 171 έδρες. Το ΠΑΣΟΚ αναδείχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση με 25,34% και 93 έδρες. Η Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου υπέστη καθίζηση με 11,94% και 16 έδρες. Στο κοινοβουλευτικό προσκήνιο εμφανίστηκαν τα ακροδεξιά φαντάσματα με την Εθνική Παράταξη, που συγκέντρωσε ποσοστό 6,82 % και ανέδειξε 5 βουλευτές.
Το φάντασμα της δικτατορικής επταετίας έκανε απειλητική την εμφάνισή του και στις δημοτικές εκλογές.
Η ημερομηνία διεξαγωγής των δημοτικών εκλογών είχε προσδιοριστεί για τις 15 Οκτωβρίου 1978.
Στον Πειραιά το κλίμα φορτίστηκε από την απόφαση του επί δικτατορίας δημάρχου Αριστείδη Σκυλίτση να διεκδικήσει τη δημαρχία, αυτήν τη φορά με την ψήφο του Πειραιακού λαού.
Ο Α. Σκυλίτσης ήταν ένας από τους σημαίνοντες παράγοντες της δικτατορίας. Μάλιστα, δικής του έμπνευσης ήταν το έμβλημά της, ο αναγεννημένος από την τέφρα του φοίνικας με τη σκιά του στρατιώτη να δεσπόζει μπροστά του. Ήταν ιδιοκτήτης της διαφημιστικής εταιρίας "Γκρέκα", που είχε ιδρύσει το 1924 ο κατοπινός υπουργός του Ιωάννη Μεταξά, ο Κώστας Κοτζιάς. Καταγόταν από μεγάλη και γνωστή οικογένεια του Πειραιά, η οποία είχε αναδείξει από τους κόλπους της τρεις πετυχημένους δημάρχους, τον Πέτρο Ομηρίδη-Σκυλίτση, τον Αριστείδη Σ. Σκυλί8τση και το Δημοσθένη Ομηρίδη-Σκυλίτση. Τα χρόνια της δικτατορίας κατάφερε να δημιουργήσει ένα μύθο γύρω από το όνομά του διοργανώνοντας καρναβάλια, στολίζοντας με χριστουγεννιάτικα λαμπάκια τους δρόμους στις γιορτές, διοργανώνοντας γιορτές και ντύνοντας τους οδοκαθαριστές με άσπρες στολές και γαλότσες.
Η προ των εκλογών κατάσταση στον Πειραιά έγινε ακόμα πιο δύσκολη από τη στιγμή που η Νέα Δημοκρατία απέφυγε να δώσει το χρίσμα σε κάποιον υποψήφιο. Έτσι ο Α. Σκυλίτσης κατέλαβε προνομιακή θέση, αντλώντας ψήφους από το χώρο του κυβερνητικού κόμματος. Η "ουδέτερη" αυτή στάση της Νέας Δημοκρατίας δικαιολογήθηκε με την πάγια τακτική της να μην επεμβαίνει στις δημοτικές εκλογές και να μην αναμειγνύεται στην ανάδειξη των τοπικών αρχόντων. Έτσι φούσκωσαν τα πανιά του Α. Σκυλίτση.
Μπροστά στον κίνδυνο που διαγραφόταν, η αντιπολίτευση συσπειρώθηκε σε συνδυασμό, που επικεφαλής του τέθηκε ο Γεώργιος Κυριακάκος, ο προ της δικτατορίας δήμαρχος, που είχε αποτύχει να εκλεγεί με την υποστήριξη του ΚΚΕ το 1975.
Εκτός από το ευρύ μέτωπο που σχηματίστηκε, ο Α. Σκυλίτσης βρέθηκε αντιμέτωπος και με έναν ιδεολογικό συγγενή του υποψήφιο: τον αρχηγό της Αστυνομίας Πόλεων κατά την τελευταία φάση της δικτατορίας, το Σπύρο Μιχελή. Ο Σπ. Μιχελής είχε κατέβει και στις προηγούμενες δημοτικές εκλογές και είχε συγκεντρώσει 12.446 ψήφους. Αυτή τη φορά συγκέντρωσε 6.758 ψήφους, που όμως ήταν αρκετές για να αφαιρέσουν από τον Α. Σκυλίτση τη δυνατότητα να εκλεγεί δήμαρχος από την πρώτη Κυριακή. Τα αποτελέσματα της πρώτης Κυριακής σε σύνολο 119.843 έγκυρων ψηφοδελτίων ήταν: Α. Σκυλίτσης 58.355 ψήφοι (ποσοστό 48,70%), Γ. Κυριακάκος 54.730 (45,67%), Σπ. Μιχελής 6.758 (5,63%).
Ο εκλεκτός της δικτατορίας είχε χάσει. Όμως ο δημοκρατικός κόσμος ανατρίχιασε ακούγοντας τους πανηγυρισμούς των φανατικών οπαδών του, που προεξοφλούσαν τη νίκη του στο δεύτερο γύρο, που θα διεξαγόταν σε μία ακριβώς εβδομάδα.
Οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν με το αποτέλεσμα της πρώτης Κυριακής υποχρέωσαν διαπρεπή στελέχη της συντηρητικής παράταξης, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και η εκδότρια της Καθημερινής Ελένη Βλάχου, να επέμβουν στον κόσμο που μπορούσαν να επηρεάσουν, ώστε να αποτραπεί η επιλογή του Α. Σκυλίτση. Η ίδια η Νέα Δημοκρατία, αντιλαμβανόμενη το πολιτικό κόστος που θα είχε η εκλογή ενός παράγοντα της δικτατορίας, έσπευσε να δηλώσει ότι ούτε έχει ούτε επιθυμεί να έχει σχέση με τα κατάλοιπα της χούντας.
Όμως υπήρχε κι ένας ακόμα παράγοντας, που συνέλαβε στην τελική έκβαση της εκλογής: Στον πρώτο γύρο, μπορεί ο Α. Σκυλίτσης να είχε αποσπάσει το 48,70%. Όμως υπήρχε και μεγάλη αποχή, που έφτασε το 36%. Μετά από το σοκ της πρώτης Κυριακής ένα μεγάλο μέρος αυτών των εκλογέων προσήλθε στις κάλπες.
Οι κάλπες της 22ης Οκτωβρίου 1978 έδωσαν τη νίκη στο Γ. Κυριακάκο με ποστοστό 53,43%, έναντι 46,57% του αντιπάλου του. Ο Α. Σκυλίτσης όχι μόνο δεν πήρε παραπάνω ψήφους, αλλά έχασε και 649 από την πρώτη Κυριακή.
Ο ακροδεξιός συνδυασμός δεν αποδέχτηκε την ήττα του και δεν αρκέστηκε μόνο στην υποβολή ενστάσεων. Οι 10 δημοτικοί σύμβουλοι που εξέλεξε απείλησαν ότι δε θα ορκιστούν και, συνεπώς, δε θα αναλάβουν καθήκοντα. Τελικά, όταν είδαν να μην ευοδώνονται οι ελπίδες τους για επανάληψη των εκλογών, αποφάσισαν να ορκιστούν. Μόνο δύο το απέφυγαν. Ο ένας ήταν ο Α. Σκυλίτσης. Ο άλλος κάποιος ονόματι Σπυρίδων Πατρινός. Αντικαταστάθηκαν από αναπληρωματικούς.
Ο Α. Σκυλίτσης θα επανέλθει στις επόμενες εκλογές.
Μπέης και Θεοδωράκης στην Αθήνα
Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των κομμάτων της αντιπολίτευσης για την ανάδειξη των υποψηφίων της 15ης Οκτωβρίου 1978 ήταν σκληρές. Ο συσχετισμός δυνάμεων που είχε προκύψει από τις βουλευτικές εκλογές, με τον καλπασμό του ΠΑΣΟΚ και την ενίσχυση του ΚΚΕ, είχε εκ των πραγμάτων καταστήσει τα δύο αυτά κόμματα κύριους συνομιλητές. Εκτός από μοχλό προώθησης λύσεων στα τοπικά προβλήματα, η κατάκτηση των δήμων και των κοινοτήτων αποτελούσε για τους δύο πολιτικούς φορείς ζήτημα κύρους και δύναμης.
Οι συνομιλίες που διεξάχθηκαν από αντιπροσωπείες με επικεφαλής το Γιώργο Γεννηματά από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ και τη Μίνα Γιάννου από την πλευρά του ΚΚΕ περιήλθαν σε αδιέξοδο. Στις 2 Σεπτεμβρίου το ΚΚΕ έδωσε στη δημοσιότητα ανακοίνωση της Κεντρικής του Επιτροπής, όπου αναφερόταν, ότι στις συνεννοήσεις η τακτική άλλων κομμάτων "οδηγεί σε απαράδεκτα ετεροβαρείς, σε βάρος του ΚΚΕ, συμφωνίες και δείχνει προσπάθειες υποβιβασμού της πραγματικής δύναμης του ΚΚΕ". Εξέφρασε επιμονή στο στρατηγικό στόχο της δημοκρατικής συνεργασίας, αλλά ταυτόχρονα έκανε δύο ακόμα βήματα. Πρώτον, απευθυνόταν στα κατά τόπους στελέχη και τα καλούσε να αναζητήσουν αυτά τρόπους άρσης των όποιων αδιεξόδων. Δεύτερον, καθιστούσε σαφές ότι, όπου η συνεργασία γίνει ανέφικτη, θα προβάλει δικά του ψηφοδέλτια.
Αυτό έγινε στις 9 Σεπτεμβρίου για την Αθήνα. Το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ ανακοίνωσε την υποψηφιότητα του Μίκη Θεοδωράκη.
Είχε προηγηθεί μία ακόμα συνάντηση του Γιώργου Γεννηματά και της Μίνας Γιάννου, όπου η τελευταία διατύπωσε στο συνομιλητή της την πρόταση του κόμματός της να υποστηριχτεί από κοινού ο Μ. Θεοδωράκης. Φυσικά η άλλη πλευρά αιφνιδιάστηκε. Τελικά το ΠΑΣΟΚ υπέδειξε το Δημήτρη Μπέη, πετυχημένο δήμαρχο του Ζωγράφου. Την επιλογή του αιτιολόγησε με το σκεπτικό ότι η πρωτεύουσα έχει ανάγκη από ένα γνώστη των δημοτικών προβλημάτων και ζητημάτων, ικανό να την νοικοκυρέψει.
Η επιλογή του Μίκη Θεοδωράκη από το ΚΚΕ αποτελούσε αληθινή έκπληξη εκείνη την εποχή. Ο δημοφιλής μουσικοσυνθέτης είχε περιέλθει σε σύγκρουση με το ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΌ Κόμμα και η αντιπαράθεση τους αυτή είχε πάρει διαστάσεις. Η αλήθεια είναι πως το ΚΚΕ είχε αρχίσει να διαμορφώνει τη στρατηγική του για τη συσπείρωση των δυνάμεων της Αριστεράς. Ήδη είχε διαμορφωθεί η Κίνηση για την Ενότητα της Αριστεράς, όπου σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε ο μετέπειτα βουλευτής του Συνασπισμού Μάκης Τρικούκης, αλλά και ο νεαρός ακόμα Μίμης Ανδρουλάκης.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, αν και διέθετε αίγλη και κύρος στην ελληνική κοινωνία, αντιμετώπισε δυσκολίες στην αποδοχή του από τις οργανώσεις του ΚΚΕ. Χρειάστηκε να οργανωθούν αλλεπάλληλες συγκεντρώσεις μελών και οπαδών του Κομμουνιστικού Κόμματος, όπου εξήγησε τις θέσεις του και ορισμένες από τις απόψεις που είχε εκφράσει στο παρελθόν.
Ο συνδυασμός του Μ. Θεοδωράκη συγκέντρωσε τελικά στις εκλογές της 15ης Οκτωβρίου 1978 το 16,31%. Κατά τον πρώτο γύρο ο Δ. Μπέης συγκέντρωσε το 40,63%, ενώ ο κύριος αντίπαλός του, ο Γ. Πλυτάς, έφτασε το 42,35% δηλαδή σχεδόν 5 ποσοστιαίες μονάδες παραπάνω απ΄ότι στις δημοτικές του 1975. Όμως στο δεύτερο γύρο τα πράγματα αντιστράφηκαν. Οι ψήφοι του Μ. Θεοδωράκη και του ΚΚΕ μεταφέρθηκαν σχεδόν καθ΄ολοκληρία στο ψηφοδέλτιο του Δ. Μπέη που έφτασε το 57,22%, ενώ ο αντίπαλος του έμεινε στο 42,78%. Ο Δ. Μπέης κέρδισε και τις δημοτικές του 1982, τις πρώτες μετά τη θριαμβευτική νίκη του ΠΑΣΟΚ στις βουλευτικές του 1981.
Τα αποτελέσματα που αποκόμισε το ΚΚΕ στις δημοτικές του 1978 δεν ήταν ευκαταφρόνητα. Δικοί του δήμαρχοι εκλέχτηκαν σε πολλούς δήμους, όπως ο Ταύρος (Βακαλόπουλος), η Ελευσίνα (Λεβέντης), η Καισαριανή (Μακρής), η Πετρούπολη (Παξιμαδάς), οι Αρχάνες Κρήτης, ο Τύρναβος, η Πολίχνη, οι Συκεές, η Νεάπολη, οι Αμπελόκηποι Θεσσαλονίκης, η Σέρβια, το Λιτόχωρο.
Πάντως το κύριο ήταν πως στις τρεις μεγάλες πόλεις, όπου κατ΄εξοχήν δινόταν η πολιτική μάχη, η Νέα Δημοκρατία είχε και πάλι ηττηθεί. ΟΙ δυνάμεις της αντιπολίτευσης είχαν κυριαρχήσει στην Αθήνα, στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη.
Επιβεβαίωση της νίκης
Στις δημοτικές εκλογές της 17ης Οκτωβρίου 1982 επιβεβαιώθηκε ο θρίαμβος που είχε το ΠΑΣΟΚ στις βουλευτικές του 1981. Τόσο στην Αθήνα, όσο στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη, επικράτησαν υποψήφιοι που υποστήριξε. Ιδίως στην πρωτεύουσα και στο λιμάνι της εκλέχτηκαν στελέχη του κυβερνώντος κόμματος. Έτσι, αν και η επιρροή της Αριστεράς παρέμεινε ισχυρή, αποφεύχθηκε το παραδοσιακό φαινόμενο να αποτελούν οι δημοτικές εκλογές μία μεγάλη δοκιμασία για την κυβέρνηση, έστω και αν διέθετε πανίσχυρη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Στην Αθήνα αναβαπτίστηκε δήμαρχος ο Δημήτρης Μπέης, υπερισχύοντας του Τζαννή Τζαννετάκη, βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας και κατοπινού πρωθυπουργού στην κυβέρνηση του 1989. Στον Πειραιά τον Αριστείδη Σκυλίτση νίκησε αυτήν τη φορά ο Γιάννης Παπασπύρου.
Ο Δημήτρης Μπέης εκλέχτηκε πάλι στο δεύτερο γύρο. Στον πρώτο γύρο είχε πάρει 38,25%, ο Τζαννής Τζαννετάκης 37,92%, ο Βασίλης Ευφραιμίδης του ΚΚΕ 18,52%, Η Βιργινία Τσουδερού 3,29% και ο ακροδεξιών προδιαγραφών Δημήτρης Παναγόπουλος 1,45%.
Στον Πειραιά κατά τον πρώτο γύρο, στις 17 Οκτωβρίου 1982, επικρατέστερος ήταν πάλι ο Α. Σκυλίτσης, όμως με αισθητά μικρότερο ποσοστό σε σύγκριση με το 1978. Ο εκλεκτός της χούντας συγκέντρωσε ποσοστό 42,02%, ενώ ο "Δημοκρατικός Πειραιάς" του Γ. Παπασπύρου έφτασε το 36,72%. Το ΚΚΕ διαμόρφωσε δικό του συνδυασμό με επικεφαλής το γιατρό Δημήτρη Σαλπέα, που αναδείχτηκε τρίτος με το καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του 20,07%. Τέταρτος ήταν ο Βασίλης Λεβέντης με 1,20%.
Αυτήν τη φορά όλα είχαν κριθεί από τον πρώτο γύρο για τον Αριστείδη Σκυλίτση. Και μόνο το γεγονός ότι ο συνδυασμός της παραδοσιακής Αριστεράς είχε φτάσει στο 20,07%, καθιστούσε σαφές ότι η νίκη του Γιάννη Παπασπύρου ήταν βέβαιη στο δεύτερο γύρο και δε θα χρειαζόταν ιδιαίτερες κινητοποιήσεις, όπως είχε συμβεί το 1978.
Πράγματι, στις επαναληπτικές εκλογές της 24ης Οκτωβρίου 1982 έλαβαν: Γ. Παπασπύρου 72.233 ψήφους (ποσοστό 54,26%), Α. Σκυλίτσης 60.664 (45,74%).
Ο Γιάννης Παπασπύρου, που διατέλεσε δημοτικός σύμβουλος Πειραιά και προ της δικτατορίας, ήταν βουλευτής του ΠΑΣΟΚ από το 1974. Επανεκλέχτηκε το 1981 και στην πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου ανέλαβε καθήκοντα Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας. Μετά τις δημοτικές του 1982 παραιτήθηκε από τη βουλευτική έδρα και παρέμεινε δήμαρχος μέχρι το 1986, οπότε ηττήθηκε από τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο. Αναδείχτηκε πάλι βουλευτής το 1986, το 1989 και το 1993.
Εκτός από την Αθήνα και τον Πειραιά, επαναληπτικές εκλογές έγιναν σε εφτά ακόμα μεγάλους δήμους.
Στη Θεσσαλονίκη ο Θεοχάρης Μαναβής έφτασε το 55,10% από το 34,10% του πρώτου γύρου και υποσκέλισε το Σωτήρη Κούβελα της Νέας Δημοκρατίας που έμεινε στο 44,48%. Την προηγούμενη Κυριακή είχε συγκεντρώσει 40,86%.
Στην Πάτρα κέρδισε ο Θόδωρος Άννινος, που υποστηρίχτηκε από το ΚΚΕ. Ενώ στον πρώτο γύρο είχε συγκεντρώσει 30,26%, στο δεύτερο έφτασε το 52,28% έναντι 47,72% του Δημήτρη Καράβολα, που υποστηρίχτηκε από το ΠΑΣΟΚ.
Στο Αγρίνιο ο Στέλιος Τσιτσιμελής, παλιό και δραστήριο στέλεχος της ΕΔΑ, που σε προηγούμενες εκλογές είχε υποστηριχτεί και από το ΚΚΕ, τώρα προωθήθηκε από το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ εσωτερικού. Κέρδισε στο δεύτερο γύρο με το εντυπωσιακό 58,67%, ενώ ο αντίπαλός του καθηλώθηκε στο 41,33%.
Στην Καβάλα ο Λευτέρης Αθανασιάδης, που προβλήθηκε από το ΠΑΣΟΚ έχασε από το Γιώργο Κατσανεβάκη, που6 υποστηρίχτηκε από το ΚΚΕ και από ισχυρούς τοπικούς παράγοντες.
Στη Λάρισα κέρδισε ο Αριστείδης Λαμπρούλης του ΚΚΕ και στα Γιάννενα ο Σπύρος Κατσαδήμας του ΠΑΣΟΚ.
Ενώ πλησίαζε να συμπληρωθεί ολόκληρη εικοσαετία από τις δημοτικές του 1964, εξακολουθούσαν να κυριαρχούν σε ορισμένους δήμους οι δήμαρχοι που είχαν επικρατήσει τότε με τη σημαία της Αριστεράς. Κάποιοι απ΄αυτούς, όπως ο Μπάμπης Μπεχλιβανίδης στη Νέα Σμύρνη και ο Χρήστος Μιχαλόουλος στη Δάφνη, διατηρούσαν δεσμούς με το ΚΚΕ εσωτερικού, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ. Άλλοι παρέμεναν στο χώρο του ΚΚΕ και συνέχιζαν να εκλέγονται με ή χωρίς συμμαχίες. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν ο Γιάννης Γάλλος στην Καλλιθέα, ο Δημήτρης Μακρής στην Καισαριανή, ο Γιάννης Δομνάκης στη Νέα Ιωνία.
Η νεοδημοκρατική τριανδρία
Οι δημοτικές εκλογές του 1986 ήταν οι τελευταίες στις οποίες δόθηκε μεγάλη πολιτική βαρύτητα. Και αυτό οφειλόταν σε δύο λόγους.
Ο πρώτος ήταν πως η Νέα Δημοκρατία δήλωσε για πρώτη φορά ανοιχτά πως στην εκλογή των τοπικών αρχόντων αποδίδει πολιτική σημασία. Προς επιβεβαίωση της θέσης αυτής, παρέταξε στους τρεις μεγάλους δήμους κορυφαία και φιλόδοξα στελέχη: Στην Αθήνα το Μιλτιάδη Έβερτ, στον Πειραιά τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο, στη Θεσσαλονίκη το Σωτήρη Κούβελα.
Ο δεύτερος λόγος ήταν πως σ΄αυτές τις εκλογές η κομμουνιστική Αριστερά απογαλακτίστηκε από τη λογική του αθροίσματος των δημοκρατικών δυνάμεων και δεν υποστήριξε στο δεύτερο γύρο τους υποψηφίους του ΠΑΣΟΚ. Για την Αθήνα το ΚΚΕ υπέδειξε σους ψηφοφόρους του το λευκό, το άκυρο ή την αποχή. Τόσο στην πρωτεύουσα, όσο στη Θεσσαλονίκη και στον Πειραιά, νικητές αναδείχτηκαν ο Μ. Έβερτ, ο Σ. Κούβελας και ο Α. Ανδριανόπουλος.
Για τη δημαρχία της Αθήνας ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας Κώστας Μητσοτάκης δέχτηκε να είναι υποψήφιος ο Μ. Έβερτ, αν και ήδη ο τελευταίος είχε εκδηλώσει τάσεις να ηγηθεί ενός ρεύματος, που θα τον οδηγούσε στην ηγεσία του κόμματος και, γιατί όχι, στην πρωθυπουργία. Έβλεπε την εξέλιξή του παρόμοια με εκείνη του Ζακ Σιράκ στη Γαλλία, που χρησιμοποίησε το Δήμο του Παρισιού για να αναλάβει το πηδάλιο της χώρας.
Η εκλογική τακτική του Μ. Έβερτ ήταν να εμφανίζεται αυτός και ο συνδυασμός του απελευθερωμένος από οποιαδήποτε κομματικά δεσμά, και κυρίως από αυτά της Ρηγίλλης. Επέλεξε μόνος του το επιτελείο που θα τον πλαισίωνε, κατάρτισε ένα εντυπωσιακό πρόγραμμα, απέφυγε τις μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις που τότε θεωρούνταν απαραίτητο συστατικό του εκλογικού αγώνα. Απέφυγε ακόμα και να αναρτήσει αφίσες με τη φωτογραφία του ή με τον τίτλο ή με τα συνθήματα του συνδυασμού. Πέτυχε ένα ραντεβού με συνυποψήφιους του στην αίθουσα του Ζαππείου, όπου επί τέσσερις ολόκληρες ώρες απαντούσαν στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων και ανέπτυσσαν δημόσια τις απόψεις τους. Ο Δημήτρης Μπέης αρνήθηκε να πάει, επιλέγοντας να ακολουθήσει σκληρή αντιδεξιά τακτική, αλλά μάλλον ζημιώθηκε από τις επιλογές του επιτελείου του.
Στον Πειραιά ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος είχε να αντιμετωπίσει το μέχρι τότε δήμαρχο Γιάννη Παπασπύρου, το Μάριο Νικολινάκο (που υποστήριξε το ΚΚΕ) και τον Κώστα Κωσταράκο (του ΚΚΕ εσωτερικού). Τελευταία φορά στις εκλογές παρουσιάστηκε στο προσκήνιο ο Αριστείδης Σκυλίτσης, χωρίς όμως ικανό αριθμό στελεχών. Έτσι ο δήμαρχος της χούντας δενξ κατάφερε να συγκεντρώσει παρά 7.377 ψήφους (5,47%).
Από την πρώτη Κυριακή ο Α. Ανδριανόπουλος προηγήθηκε με 55.968 ψήφους (41,52%), έναντι 43.767 ψήφων (32,47%) του Γ. Παπασπύρου και 22.136 (16,42%) του Μ. Νικολινάκου. Ο Κ. Κωσταράκος πήρε μόνο 4.427 ψήφους (3,28%).
Στην επαναληπτική εκλογή της 19ης Οκτωβρίου 1986 η μάχη μεταξύ των δύο επικρατέστερων διεξήχθη σώμα με σώμα. Ο Α. Ανδριανόπουλος απέσπασε 67.478 ψήφους και ο Γ. Παπασπύρου 65.187. Ο πρώτος υπερίσχυσε με ποσοστό 50,89% και ο δεύτερος περιορίστηκε στο 49,11%. Η διαφορά τους ήταν 2.291 ψηφοδέλτια ή 1,78%. Οι δύο συνυποψήφιοί του στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη μπορεί να πήραν μεγαλύτερο ποσοστό, αλλά στον Πειραιά τη δημαρχία αναλάμβανε για πρώτη φορά έπειτα από 35 ολόκληρα χρόνια στέλεχος της Δεξιάς. Η προηγούμενη εκλογική νίκη της συντηρητικής παράταξης στον Πειραιά ήταν το 1951, όταν στις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές είχε νικήσει ο Γεώργιος Ανδριανόπουλος.
Στην Αθήνα το ΚΚΕ μπορεί να είχε ρίξει το σύνθημα του λευκού, του άκυρου ή της αποχής, αλλά ο υποψήφιος δήμαρχός του Θόδωρος Κατριβάνος είχε ταχθεί υπέρ της υπερψήφισης του Δημήτρη Μπέη στο δεύτερο γύρο. Η θέση του λίγο μετρούσε. Μπορεί να ήταν καλός γνώστης των δημοτικών θεμάτων, μπορεί να είχε διατελέσει με επιτυχία νομάρχης τα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου να τον είχε αποκαλέσει τότε πρύτανη της Αυτοδιοίκησης, αλλά η επιρροή του στο εκλογικό σώμα ήταν περιορισμένη.
Άλλωστε και στον Πειραιά η απήχηση του Μάριου Νικολινάκου αποδείχτηκε επίσης περιορισμένη. Υποτίθεται ΄΄ότι ο υποστηριχθείς από το ΚΚΕ υποψήφιος δήμαρχος ήταν ένα πρόσωπο από τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, αλλά τελικά το ποσοστό που συγκέντρωσε υπολήφθηκε κατά 4,15 ποσοστιαίες μονάδες από εκείνο του Δημήτρη Σαλπέα, που στην προηγούμενη αναμέτρηση συγκέντρωσε το 20,07 των ψήφων.
Ο Μιλτιάδης Έβερτ στην Αθήνα κέρδισε με 54,79% στο δεύτερο γύρο, ενώ ο Σωτήρης Κούβελας στη Θεσσαλονίκη υπερίσχυσε με 52,13%.
Η απαγκίστρωση των ψηφοφόρων του ΚΚΕ από την αντιδεξιά λογική ήταν από τα πλέον χαρακτηριστικά στοιχεία εκείνων των εκλογών όχι μόνο στην Αθήνα, όπου τέθηκε επισήμως το θέμα, αλλά σε όλη την επικράτεια. Πάντως το μεγαλύτερο μέρος από τους ψηφοφόρους των δημάρχων που υπέδειξε το Κομμουνιστικό Κόμμα και που δεν κατόρθωσαν να περάσουν στο δεύτερο γύρο, στήριξαν τους υποψηφίους του ΠΑΣΟΚ. Αυτό έγινε σε 72 περιπτώσεις. Όμως σε άλλους 24 δήμους συνέβη το αντίθετο.
Οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, όπου το κόμμα τους έμεινε εκτός νυμφώνος τη δεύτερη Κυριακή, προσήλθαν στις κάλπες με το ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ. Αυτό συνέβη σε 29 δήμους και μόνο στην Καλαμπάκα υπερίσχυσε η Νέα Δημοκρατία.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 άρχισε η άνοιξη των ραδιοτηλεοπτικών μέσων. Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση, που μέχρι τότε αποτελούσαν κρατικό μονοπώλιο, άρχισαν να αποκτούν ανεξάρτητους σταθμούς. Το ξεκίνημα έγινε από τον Μ. Έβερτ, που αξιοποιώντας το γενικότερο αντιπολιτευτικό κλίμα της εποχής, εγκαινίασε το 1987 το δημοτικό ραδιοσταθμό "Αθήνα 9,84". Ακολούθησαν άλλοι δήμοι ή και ιδιώτες, ώστε τα ερτζιανά να κατακλυστούν από ραδιοσταθμούς. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αρχικά αντέδρασε, αλλά τελικά αποδέχτηκε τη νέα κατάσταση. Το 1990 λειτουργούσαν περί τους 660 ραδιοσταθμούς, αριθμός που περιορίστηκε σημαντικά πλησιάζοντας το 2000.
Η φιλελευθεροποίηση προχώρησε και στην τηλεόραση, που απαλλάχτηκε κι αυτή από το κρατικό μονοπώλιο για να δημιουργηθούν ιδιωτικά κανάλια και για να αρχίσει η μετάδοση δορυφορικών προγραμμάτων.
ΟΙ ραδιοφωνικές αντιπαραθέσεις ήταν το κύριο γνώρισμα στις προεκλογικές αναμετρήσεις του 1989 και του 1990. Όμως οι βουλευτικές εκλογές του 1993 θα είναι οι πρώτες, όπου οι τηλεοπτικοί σταθμοί θα διαδραματίσουν πρωτεύοντα ρόλο.
Η διάψευση των γκάλοπ
Το 1989 θα μείνει στην ελληνική πολιτική ιστορία για έναν και μοναδικό λόγο: τη συγκρότηση κυβέρνησης που τη στήριξαν από κοινού η Νέα Δημοκρατία και η παραδοσιακή Αριστερά, που από τον περασμένο Απρίλιο είχε συγκροτήσει το Συνασπισμό.
Η κυβέρνηση αυτή παρουσιάστηκε ως βραχύβια λύση, που θα προχωρούσε στην εκκαθάριση των καταγγελιών για σκάνδαλα, που είχαν ξεπροβάλει στην πολιτική σκηνή. Ήταν ένα φαινόμενο μοναδικό όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη ολόκληρη, και προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων.
Το αποτέλεσμα των εκλογών της 18ης Ιουνίου 1989 δε στάθηκε ικανό, λόγω και του εκλογικού νόμου, να αναδείξει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Η Νέα Δημοκρατία μπορεί να ήρθε πρώτη με 44,27%, αλλά δεν κατόρθωσε να αναδείξει παραπάνω από 145 βουλευτές. Το ΠΑΣΟΚ με το 39,12% ανέδειξε 125 βουλευτές. Ο Συνασπισμός με το κατώτερο των προσδοκιών του 13,12% πήρε 28 έδρες. Το ΠΑΣΟΚ δε θέλησε να συμμετάσχει σε οικουμενικό σχήμα και οι άλλοι δύο εταίροι του παιχνιδιού προχώρησαν στη συγκρότηση της κυβέρνησης Τζαννετάκη. Μεσολάβησαν νέες εκλογές και μία κυβέρνηση, οικουμενική αυτή τη φορά, υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα, για να φτάσει ο Κώστας Μητσοτάκης στην πρωθυπουργία.
Το ΠΑΣΟΚ επιδίωκε να ανακτήσει τις προσβάσεις του στην Αριστερά. Και ο Συνασπισμός ήθελε να επαναπροσεγγίσει το ΠΑΣΟΚ μετά το βαθύ ρήγμα που δημιουργήθηκε. Η αρχή έγινε για τα δύο κόμματα με τη συνεργασία τους στις μονοεδρικές περιφέρειες στις βουλευτικές εκλογές του 1990. Έδωσαν και συνέχεια στις δημοτικές εκλογές της ίδιας χρονιάς.
Στις δημοτικές εκλογές της 14ης Οκτωβρίου 1990 επιχειρήθηκε να υπάρξουν κοινά ψηφοδέλτια στις τρεις μεγάλες πόλεις. Ειδικά για την Αθήνα, τη δημαρχία διεκδίκησε η Μελίνα Μερκούρη, καλλιτέχνιδα διεθνούς βεληνεκούς και προβεβλημένο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, με πετυχημένη θητεία στο Υπουργείο Πολιτισμού. Αντίπαλος ήταν ο Αντώνης Τρίτσης. Προερχόταν κι αυτός από το ΠΑΣΟΚ, όπου ως υπουργός, είτε Περιβάλλοντος είτε Παιδείας άφησε τα στίγμα του. Ιδιαίτερα η προσπάθειά του να κρατικοποιήσει τη μεγάλη εκκλησιαστική περιουσία δημιούργησε αναταραχή στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Όταν διαγράφτηκε από το ΠΑΣΟΚ δημιούργησε ένα νέο πολιτικό κόμμα, που απέτυχε στιες εκλογές του 1989. Δεν κάμφθηκε και επανήλθε με την ιδιότητα του υποψήφιου δημάρχου της Αθήνας. Η Νέα Δημοκρατία αποδέχτηκε την πρότασή του και υποστήριξε την υποψηφιότητά του.
Τα γκάλοπ, που τότε γέμιζαν άγχος τους πολιτικούς, έδειχναν νίκη της Μελίνας Μερκούρη. Όμως νικητής αναδείχτηκε ο Αντώνης Τρίτσης.
Οι άλλοι τρεις υποψήφιοι δήμαρχοι της Αθήνας, ο Μ. Μοδινός, ο Δ. Κολλάτος και ο Δ. Βεργής, είχαν ασήμαντη απήχηση κι έτσι η μάχη περιορίστηκε μεταξύ του Α. Τρίτση και της Μ. Μερκούρη. Ήταν αμφίρροπη μέχρι το τέλος. Τα πρώτα αποτελέσματα έφτασαν γύρω στις 7.30 το απόγευμα. Προέρχονταν από τα Πατήσια και έδιναν στην παράταξη του Α. Τρίτση ποσοστό 54,7%. Μισή ώρα αργότερα νεότερα αποτελέσματα έριξαν τον αρχικό ενθουσιασμό. Η ατμόσφαιρα γινόταν όλο και πιο ανησυχητική, καθώς ο Α. Τρίτσης αργούσε να εμφανιστεί. Η ατμόσφαιρα ξαναζεστάθηκε με την άφιξη του Μ. Έβερτ και έγινε επινίκια, όταν 5 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα έφτασε και ο νικητής για να κάνει την καθιερωμένη δήλωση. Γύρω στις 2 μετά τα μεσάνυχτα η ψαλίδα άρχισε να κλείνει και το επιτελείο του μνηστήρα της δημαρχίας το έζωσαν τα φίδια. Μιλούσε πάλι για νίκη, αλλά με μικρή διαφορά μερικών εκατοντάδων ψήφων. Μόλις στις 3 τα ξημερώματα ξεκαθάρισε η κατάσταση και έγινε σαφές το αποτέλεσμα: Α. Τρίτσης 50,15%, Μ. Μερκούρη 45,94%.
Στον Πειραιά η μάχη δόθηκε μεταξύ του προερχόμενου από το Συνασπισμό Στέλιου Λογοθέτη και του βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Σωτήρη Παπαπολίτη. Ο Στ. Λογοθέτης ήταν επί τρεις συνεχείς τετραετίες δήμαρχος στη Νίκαια, εξαιρετικά δυναμικός, μόλις 39 ετών, και από τα πολιτικά στελέχη που ξεπήδησαν από την αντιδικτατορική δραστηριότητα. Νίκησε από την πρώτη Κυριακή. Έλαβε 74.767 ψήφους (56,63%) έναντι 55.029 (41,86%) του Σ. Παπαπολίτη. Στο παρασκήνιο ειπώθηκε,τότε, ότι κάποιοι παραδοσιακοί ψηφοφόροι του Α. Ανδριανόπουλου είχαν κατευθυνθεί προς την πλευρά του Στ. Λογοθέτη, αλλά κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο να γίνει και ακόμα δυσκολότερο να επιβεβαιωθεί.
Ο υποψήφιος δεν ψήφισε
Στη Θεσσαλονίκη η μάχη των δημοτικών εκλογών του 1990 κρίθηκε στο δεύτερο γύρο και προβλεπόταν σκληρή. Κύριοι αντίπαλοι ήταν ο Ντίνος Κοσμόπουλος της Νέας Δημοκρατίας και ο πανεπιστημιακός καθηγητής Δημήτρης Φατούρος, που υποστηριζόταν από το ΠΑΣΟΚ και το Συνασπισμό. Υποψήφιοι ήταν επίσης ο Γιάννης Τζιώλος των Οικολόγων και ο ανεξάρτητος Νικόλαος Παπαποστόλου.
Την πρώτη Κυριακή ο Ντ. Κοσμόπουλος συγκέντρωσε 78.04 ψήφους (48,26%), ενώ ο Δ. Φατούρος ακολούθησε με 76.017 ψήφους (46,99%).
Ο Δ. Φατούρος δεν κατόρθωσε να ψηφίσει. Όχι πως συνέβη κανένα επεισόδιο. Οι εκλογές ήταν εξαιρετικά ήρεμες. Ούτε καθυστέρησε να φτάσει στο εκλογικό τμήμα. Από το πρωί περιόδευε στη συμπρωτεύουσα. Απλούστατα δεν κατόρθωσε να μεταφέρει εγκαίρως τα εκλογικά του δικαιώματα.
Στο δεύτερο γύρο η πλάστιγγα έγειρε προς την πλευρά του Ντ. Κοσμόπουλου, που κέρδισε τη μάχη με διαφορά 3.020 ψήφων. Στις κάλπες βρέθηκαν 84.075 ψηφοδέλτια της δικής του παράταξης και 81.055 του Δ. Φατούρου.
Από τον πρώτο γύρο τέλειωσε η υπόθεση των δημοτικών εκλογών σε μία σειρά άλλων μεγάλων δήμων, δεδομένου ότι η συνεργασία ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμού είχε προσδώσει στην όλη διαδικασία δημοψηφισματικά χαρακτηριστικά. Υποψήφιοι της συμπαράταξης προερχόμενοι από το ΠΑΣΟΚ κέρδισαν στην Πάτρα (Α. Καράβολας, 58,40%), στο Ηράκλειο Κρήτης (Κ. Κληρονόμος 65,11%), στο Βόλο (Δ. Πιτσιώρης 56,49%). Υποψήφιοι του Συνασπισμού πρόβαλε η συμπαράταξη στη Λάρισα και εκλέχτηκε επίσης από τον πρώτο γύρο (Αρ. Λαμπρούλης 51,66%). Ανεξάρτητος αριστερός προερχόμενος από το ΚΚΕ ήταν ο Φ. Φίλιος, που εκλέχτηκε με την υποστήριξη του Συνασπισμού και του ΠΑΣΟΚ στα Γιάννενα.
Συνολικά στις δημοτικές εκλογές του 1990 το ΠΑΣΟΚ μόνο ή σε συνεργασία με το Συνασπισμό εξέλεξε 166 δημοτικούς άρχοντες, η Νέα Δημοκρατία 143 και ο Συνασπισμός μόνος ή με τη σύμπραξη του ΠΑΣΟΚ 47.
Ο Συνασπισμός, που τον επόμενο χρόνο διασπάστηκε, ήταν το κόμμα που από τις δημοτικές εκλογές βγήκε με εξασθενημένες τις δυνάμεις στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Έχασε 18 δήμους: τους 17 από το ΠΑΣΟΚ και τον 1 από τη Νέα Δημοκρατία. Σε αντίβαρο κέρδισε 7 νέους δήμους (1 από τη Νέα Δημοκρατία και τους υπόλοιπους από το ΠΑΣΟΚ). Μεταξύ αυτών που έχασε συγκαταλέγονται περιοχές που θεωρούνταν προπύργια της Αριστεράς, όπως το Περιστέρι, η Νέα Ιωνία, η Καλλιθέα. Υπήρξαν και περιπτώσεις που η Αριστερά είχε κερδίσει στις προηγούμενες δημοτικές με επικεφαλής των ψηφοδελτίων αντάρτες του ΠΑΣΟΚ, που στη συνέχεια εγκατέλειψαν το χώρο που προσωρινά τους στέγασε και τώρα βρέθηκαν αντιμέτωποί του. Μια τέτοια περίπτωση είναι του Δ. Σπονδυλίδη στη Γλυφάδα.
Οι εκλογές του Πάγκαλου
Το 1994 οι δημοτικές εκλογές πραγματοποιήθηκαν στις 16 και στις 23 Οκτωβρίου. Το ενδιαφέρον τους εστιάστηκε στο δήμο της Αθήνας, όπου το ΠΑΣΟΚ πρότεινε το Θόδωρο Πάγκαλο, κορυφαίο στέλεχός του, υπουργό και από τους δελφίνους του κόμματος. Από την άλλη πλευρά παρατάχθηκε ο συνδυασμός του Δημήτρη Αβραμόπουλου, από τα ανερχόμενα νέα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας.
Η υποψηφιότητα του δυναμικού Θ. Πάγκαλου, ο οποίος επανειλημμένα δεν είχε διστάσει να έρθει σε σύγκρουση με τον Α. Παπανδρέου, εντυπωσίασε. ΄Πμως μέρα με τη μέρα ο Δ. Αβραμόπουλος κέρδιζε έδαφος, παρόλο που ο αντίπαλος του στις ρητορικές του αναφορές τον αποκαλούσε "ο κύριος τίποτα".
Από τον πρώτο γύρο ο Δ. Αβραμόπουλος, που κράτησε προσεκτικά ήπιους τόνους, πήρε το προβάδισμα. Τα αποτελέσματα της 16ης Οκτωβρίου ήταν: Θ. Πάγκαλος 32%, Δ. Αβραμόπουλος 44,6%. Η Μαρία Δαμανάκη του Συνασπισμού πήρε ένα ποσοστό 11,2%, ενώ ο Λέων Αυδής του ΚΚΕ συγκέντρωσε 6%. Στις δημοτικές εκλογές συμμετείχε κα η Πολιτική Άνοιξη του Αντώνη Σαμαρά, που είχε αποχωρήσει από τη Νέα Δημοκρατία. Υποψήφιος του κόμματος ήταν ο Ανδρέας Λεντάκης, γνώστης των προβλημάτων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης από τη θητεία του στο δήμο του Υμηττού. Περιορίστηκε στο 4%.
Η προεκλογική εβδομάδα του δεύτερου γύρου ήταν σκληρή, αλλά ο Δ. Αβραμόπουλος επικράτησε με 54,37% έναντι 45,63% του Θ. Πάγκαλου.
Στον Πειραιά τα πράγματα εξελίχτηκαν αντίστροφα. Εκεί ο ήδη δήμαρχος Στέλιος Λογοθέτης, υποστηριζόμενος από το ΠΑΣΟΚ και το Συνασπισμό, επικράτησε στο δεύτερο γύρο. Πήρε 52,54% έναντι 47,46% του αντιπάλου του Κώστα Κεφάλα.
Στις εκλογές εκείνες παρουσιάστηκε εντονότερο παρά ποτέ το φαινόμενο των ανταρτών υποψηφίων, δηλαδή των στελεχών που διεκδίκησαν δημαρχίες χωρίς να έχουν πάρει το χρίσμα της κομματικής ηγεσίας. Στον Πειραιά παρουσιάστηκαν αντάρτες και από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας. Το δήμο διεκδίκησε ο βετεράνος του ΠΑΣΟΚ Γιάννης Παπασπύρου, αλλά και ο προερχόμενος από τη συντηρητική παράταξη Γιάννης Παπασπύρου, που πρόκειται να είναι ο επόμενος δήμαρχος στο μεγάλο λιμάνι. Και οι δύο στον πρώτο γύρο συγκέντρωσαν σημαντικά ποσοστά ψήφων. Ο πρώτος 15,6% και ο δεύτερος 15,1%. Αλλά και ο Π. Σαλπέας του ΚΚΕ έφτασε στο 9,6%.
Στη Θεσσαλονίκη ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος, παλιά δόξα του κλασικού αθλητισμού, βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, κυριάρχησε από τον πρώτο γύρο.
Από τη στιγμή που οι εντυπώσεις κερδίζονται με τα αποτελέσματα στις τρεις μεγάλες πόλεις, νικήτρια των εκλογών θεωρήθηκε η Νέα Δημοκρατίας. Αλλά αυτό ήταν μία πολύ επιδερμική εκτίμηση. Το ΠΑΣΟΚ μπορεί να έχασε την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, αλλά είχε κερδίσει 218 δήμους σε όλη τη χώρα, μόνο του ή με τη σύμπραξη του εναπομείναντα από τη διάσπαση του Συνασπισμού. Είχε επικρατήσει επίσης σε 35 νομαρχίες, με πρώτη τη νομαρχία της Αθήνας, που επικεφαλής του συνδυασμού ήταν ο Ευάγγελος Κουλουμπής. Πλέον αιρετοί δεν ήταν μόνο οι δήμαρχοι, αλλά και οι νομάρχες.
Ένα νέο κεφάλαιο άνοιγε για την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Στο γύρισμα του αιώνα
Οι τελευταίες δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές του 20ού αιώνα έγιναν στις 11 και στις 18 Οκτωβρίου 1998.
Από πλευράς Τοπικής Αυτοδιοίκησης το ενδιαφέρον εντοπίζεται κυρίως στο γεγονός, ότι πρόκειται για τις πρώτες εκλογές μετά την εφαρμογή του σχεδίου "Καποδίστριας". Με βάση το σχέδιο αυτό μικρότεροι αυτοδιοικητικοί οργανισμοί συνενώθηκαν σε 1.033 δήμους. Οι κοινότητες παρέμειναν στο χάρτη μόνο ως εξαίρεση, είτε για λόγους ιστορικούς είτε για λόγους που είχαν να κάνουν με την ιδιαίτερη γεωγραφική τους θέση.
Οι προσκείμενοι στην κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη συνδυασμοί είχαν να αντιμετωπίσουν ένα επιπλέον πρόβλημα. Η κοινή γνώμη σε ένα μεγάλο μέρος της ήταν δυσαρεστημένη από τις περικοπές σε δαπάνες κοινωνικού κυρίως χαρακτήρα. Στην ημερήσια διάταξη βρισκόταν η προσπάθεια για την ένταξη της χώρας στην ευρωπαίκή οικονομική και νομισματική ενοποίηση. Ο Κ. Σημίτης είχε ευθύς εξαρχής δηλώσει ότι δε θα λογάριαζε το πολιτικό κόστος, που απαιτούσε αυτός ο στόχος.
Το ΠΑΣΟΚ έχασε και τους τρεις μεγάλους δήμους. Στην Αθήνα ο υποστηριζόμενος από τη Νέα Δημοκρατία Δημήτρης Αβραμόπουλος κέρδισε από τον πρώτο γύρο με ένα εντυπωσιακό ποσοστό, που έφτασε το 57%, αν και είχε εκδηλώσει σαφώς τάσεις ανεξαρτητοποίησης. Άφησε κατά πολύ πίσω την κοινή υποψήφια του ΠΑΣΟΚ και του Συνασπισμού Μαρία Δαμανάκη, που περιορίστηκε σ΄ένα ποσοστό κοντά στο 17%. Στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη νικητές αναδείχτηκαν επίσης οι υποψήφιοι της Νέας Δημοκρατίας Χρήστος Αγραπίδης και Βασίλης Παπαγεωργόπουλος, αλλά στο δεύτερο γύρο.
Στον Πειραιά ο Χρήστος Αγραπίδης υπερίσχυσε του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ Χρήστου Φωτίου με 58,4%, έναντι 41,6% του αντιπάλου του.
Στη Θεσσαλονίκη ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος πήρε 54,2% και ο Θρασύβουλος Λαζαρίδης 45,8%.
Τόσο ο Χρ. Φωτίου, όσο και ο Θρ. Λαζαρίδης προέρχονταν από το χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ο πρώτος είχε χρηματίσει δήμαρχος Κερατσινίου και ο δεύτερος δήμαρχος Τούμπας. Όμως τα πείραμα Μπέη δεν ήταν εύκολο να επαναληφτεί. Είχε τρέξει πολύ νερό στ΄αυλάκι από το 1978. Μάλιστα ο Δ. Μπέης διεκδίκησε κι αυτός τη δημαρχία της Αθήνας, αλλά όχι με τη σημαία του ΠΑΣΟΚ. Ανήκε στο στρατόπεδο των λεγόμενων ανταρτών, που έκαναν αισθητή την παρουσία τους από τον πρώτο κιόλας γύρο.
Οι αντάρτες του ΠΑΣΟΚ που εκλέχτηκαν από τον πρώτο γύρο, χωρίς να υποστηρίζονται από άλλο κόμμα, υπολογίστηκαν σε 15, αριθμός καθόλου ευκαταφρόνητος. Οι μεγάλες όμως απώλειες ήταν εκεί που ο δήμος διεκδικήθηκε σε δεύτερο γύρο. Στο Χαιδάρι έμεινε εκτός νυμφώνος ο εν ενεργεία δήμαρχος του ΠΑΣΟΚ Δ. Σπηλιόπουλος, που τον υποσκέλισε ο Κ. Ντινιακός, μέχρι πρότινος γενικός γραμματέας στο Υπουργείο Ανάπτυξης. Στο Αιγάλεω ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των προερχομένων από το ΠΑΣΟΚ Π. Μπιτούνη και Δ. Τρέππα είχε ως αποτέλεσμα να μείνουν και οι δύο έξω από το δεύτερο γύρο και τελικός νικητής να είναι ο Γ. Μυστασκόπουλος του Συνασπισμού. Αντίθετα στο Βύρωνα έμεινε έξω ο Π. Τρυγάζης, στέλεχος του Συνασπισμού, υποστηριζόμενος από το ΠΑΣΟΚ. Εκεί τις εκλογές κέρδισε ο Ν. Ρογκάκος, διατηρώντας τη μακρά παράδοση του ΚΚΕ σ΄αυτό το δήμο.
Εντύπωση έκανε στη Θεσσαλονίκη το ποσοστό που πήρε ο Σπύρος Βούγιας, ο οποίος τότε είχε υποστηριχτεί μόνο από το Συνασπισμό. Ξεπέρασε το 15%.
Στις νομαρχίες η μάχη ήταν αμφίρροπη, αλλά με υπεροχή πάλι της Νέας Δημοκρατίας. Στην Αττική υπερίσχυσε ο Θ. Κατριβάνος με 53,8% έναντι 46,2% του Δ. Κουλουμπή. Αντίθετα στη νομαρχία Θεσσαλονίκης ο Κ. Παπαδόπουλος, που στηρίχτηκε από το ΠΑΣΟΚ, επικράτησε με 50,8% έναντι 49,2% του Χρ. Κοσκινά. Ο Π. Σκοτεινιώτης, στέλεχος του Συνασπισμού, κέρδισε για δεύτερη φορά τη νομαρχία Θεσσαλονίκης, αλλά με την υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ.
Όποιος κοιτάζει τα αναλυτικά αποτελέσματα των εκλογών, συνηθίζει να ρίχνει μία ματιά, για να μάθει τι έγινε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Αυτό κάνουν και οι πολιτικοί.
Στην γενέτειρα των Καραμανλήδων, στην Πρώτη Σερρών, νικητής αναδείχτηκε ο υποψήφιος του ΠΑΣΟΚ, ο Β. Τσιουτσιούλης, με 51%. Στον Αγκώνα Κεφαλλονιάς, πατρογονική εστία της Αλέκας Παπαρήγα, επικράτησε από τον πρώτο γύρο ο Γ. Φορτές του ΠΑΣΟΚ. Στους Μελισσουργούς της Άρτας, στον τόπο καταγωγής του Δ. Τσοβόλα, κέρδισε ανεξάρτητος.
Κάτι σαν επίλογος
Ποτέ στη μακρά ιστορία των ελληνικών δημοτικών εκλογών δεν υπήρξε κόμμα, που να διεκδίκησε τη νίκη με το όνομά του και το έμβλημά του. Πρόκειται για φαινόμενο ίσως μοναδικό στη σύγχρονη Ευρώπη.
Όμως αυτού του είδους την παράξενη συμπεριφορά την υπαγορεύει ο ίδιος ο νόμος. Ο Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων στην παράγραφο 5 του άρθρου 55 είναι σαφής: Επιστρέφεται ως απαράδεκτη κάθε δήλωση συμμετοχής στις δημοτικές εκλογές, αν χρησιμοποιείται "όνομα ή έμβλημα πολιτικής οργανώσεως". Με άλλα λόγια όποιος επιμείνει να εμφανιστεί με τη γνήσια ταυτότητα του και το πραγματικό χρώμα της σημαίας του, αποβάλλεται από τον εκλογικό αγώνα.
Είναι ένας κανόνας που ισχύέι από το 1835. Επαναστάσεις έγιναν, πολιτειακές μεταβολές συντελέστηκαν, πολιτικές αλλαγές σημειώθηκαν, αλλά αυτή η ρύθμιση εκεί, άθικτη και ακλόνητη.
Δεν υπάρχουν πειστικά επιχειρήματα για τη διατήρησή της.
Λένε ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση πρέπει να μένει μακριά από κόμματα και πολιτικές σκοπιμότητες, αλλά τα ίδια τα κόμματα και οι ηγεσίες τους σπεύδουν να την αγκαλιάσουν σφιχτά.
Πρόκειται για έναν αναχρονισμό που καιρός είναι να εκλείψει.
http://www.hadjimichalis.gr/pavlea/dimot_ekloges.html
Ο Βελόπουλος πήρε το νόμο στα χέρια του
-
* του Ηλία Μακρή στην Καθημερινή, *20/12/24
Πριν από 17 δευτερόλεπτα
Το άρθρο για τις δημοτικές εκλογές είναι κατά λέξη αντιγραφή από το βιβλίο μου Δημοτικές εκλογές: Η Άγνωστη Ιστορία, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 2002.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘοδωρής Ρουμπάνης
Υπάρχει δυνατότητα να το προμηθευτώ η είναι εξαντλημένη εκδοση;;; ευχαριστώ!!
ΑπάντησηΔιαγραφή